Wednesday, May 23, 2007

Το Μετέωρο Βήμα της ΕΕ


Στη σύνοδο της 17ης Δεκεμβρίου 2005 στις Βρυξέλλες, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάνθηκε υπερ του καθορισμού ημερομηνίας έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Οι κατά τόπους Ευρωπαίοι υποστηρικτές της Τουρκικής ενσωμάτωσης επιχαίρουν για αυτήν την απόπειρα διεύρυνσης κι επέκτασης του Ευρωπαϊκού δημοκρατικού προτύπου σε ένα μουσουλμανικό κράτος. Σίγουρα, σε επίπεδο κοινής γνώμης, οι θιασώτες της Τουρκικής ένταξης συνιστούν απλώς μια θορυβώδη μειοψηφία. Το αριθμητικό τους μειονέκτημα όμως αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς κατέχουν κυβερνητικές θέσεις και αξιώματα που τους επιτρέπουν να διαμορφώνουν πολιτικές μέσω της συμμετοχής τους στα όργανα λήψης αποφάσεων της ΕΕ και τους εξασφαλίζουν μια συνεχή και απρόσκοπτη παρουσία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης προκειμένου να δημοσιοποιούν και να υπερασπίζονται τις θέσεις τους περί του Τουρκικού ζητήματος. Στη βάση του συλλογισμού που ευνοεί την Τουρκική ένταξη ενυπάρχει μια αντίληψη της ΕΕ ως θεσμικής πλατφόρμας μέσω της οποίας μπορεί να επιτευχθεί η δημιουργική συνεύρεση του Δυτικού πολιτισμού με τον ισλαμικό κόσμο. Η Τουρκική υποψηφιότητα παρουσιάζεται ως η ευκαιρία της Ευρώπης να αναλάβει ενεργότερο ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις, να αναχαιτίσει τη συγκρουσιακή δυναμική που έχει αναπτυχθεί στις σχέσεις της Δύσης με το Ισλάμ και, μέσω του παραδείγματος της Τουρκίας να προτάξει ένα εναλλακτικό μοντέλο ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Παρά τον φαινομενικά ευρωκεντρικό χαρακτήρα της, η παραπάνω προσέγγιση μπορεί να λειτουργήσει μελλοντικά ως βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σε πρώτη φάση, η προβληματική της Τουρκικής ενσωμάτωσης στηρίζεται σε μια έμμεση παραδοχή της σύγκρουσης των πολιτισμών ως κυρίαρχης πραγματικότητας στις διεθνείς σχέσεις. Με το να ισχυριζόμαστε ότι μια εξευρωπαϊσμένη Τουρκία θα μπορούσε μελλοντικά να επιτελέσει με επιτυχία τον ρόλο της γέφυρας προς τον μουσουλμανικό κόσμο, στην ουσία αποκρύπτουμε το γεγονός ότι για χρόνια η Τουρκία θεωρείτο κράτος-αποστάτης από τα λοιπά μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας λόγω του κοσμικού προσανατολισμού της Τουρκικής κρατικής εξουσίας και της βίαιης απώθησης του Ισλάμ από τον δημόσιο χώρο της οργανωμένης πολιτικής στη σφαίρα του καθαρά ιδιωτικού. Το τραυματισμένο κύρος της Τουρκίας μεταξύ των μουσουλμάνων εταίρων της μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει να αποκαθίσταται με την ανάληψη από τους Τούρκους της προεδρίας του Οργανισμού της Ισλαμικής Συνδιάσκεψης, εξέλιξη που αναμφίβολα οφείλεται στην ανάδειξη κυβέρνησης ισλαμιστών για πρώτη φορά στην ιστορία του σύγχρονου Τουρκικού κράτους. Για τα μουσουλμανικά κράτη που μετέχουν στον Ο.Ι.Σ., η επικράτηση του ισλαμικού κόμματος του Ταγίπ Ερντογάν στις εκλογές του 2001, εμπεριέχει προφανώς την προοπτική μιας επιστροφής της Τουρκίας στις πρακτικές της ισλαμικής πολιτικής παράδοσης και επανένταξης της στην οικογένεια των θεοσεβών κρατών που ασπάζονται ένα θρησκειοκεντρικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.
Για τον λόγο αυτό, η προσέγγιση της ΕΕ με την Τουρκία όχι μόνο δεν θα αποτελέσει εφαλτήριο για τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της Ευρώπης με τα Ισλαμικά κράτη, αλλά ενδέχεται να εκληφθεί και ως πράξη προδοσίας της Τουρκικής πολιτικής ηγεσίας, ως μια νέα αποστασία των Τούρκων ενάντια στις ισλαμικές τους ρίζες προς όφελος της φιλελευθεροποίησης του πολιτικού συστήματος και της εισαγωγής δυτικότροπων πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Μια τέτοια αντίληψη όχι μόνο δεν αρκεί για να πείσει τους Άραβες περί των καλών προθέσεων της Ευρώπης, αλλά, αντίθετα, τους ωθεί να ερμηνεύσουν την δυνητική ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ως αυτομόληση των Τούρκων στο αντίπαλο στρατόπεδο, ή ως προσεταιρισμό από την Δύση μιας σημαντικής, με την στρατηγική έννοια, μουσουλμανικής χώρας. Γίνεται αντιληπτό, ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί παρά να υποσκάψει το κύρος της Τουρκίας μέσα στην κοινότητα των μουσουλμανικών κρατών και να περιορίσει σημαντικά την όποια ικανότητα των Τούρκων να διαδραματίσουν ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Ισλαμ και Δύσης.
Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να υποπίπτουν στο ίδιο λάθος σχετικά με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, με αυτό που κάνουν οι επαγγελματίες δημοσκόποι όταν προσπαθούν να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους στην κοινή γνώμη. Οι δημοσκοπήσεις ποτέ δεν είναι ουδέτερα εργαλεία καταγραφής απόψεων αλλά και οι ίδιες συμβάλουν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης μέσω της δημόσιας προβολής που γίνεται σε συγκεκριμένες τάσεις και ιδέες. Με άλλα λόγια η πραγματικότητα που φιλοδοξεί να περιγράψει μια δημοσκόπηση, αυτομάτως διαφοροποιείται με την δημοσιοποίηση της εν λόγω έρευνας και γι’αυτό τον λόγο η εικόνα που αποκτάμε για τις κοινωνικές τάσεις μέσα από τις δημοσκοπήσεις ποτέ δεν είναι ακριβής. Έτσι και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί επιδίδονται σε υπολογισμούς σχετικά με μια μελλοντική προσχώρηση της Τουρκίας στην ΕΕ με γνώμονα την ιστορική ικανότητα που έχει επιδείξει η Ένωση να απορροφά στους κόλπους της και να σταθεροποιεί νεοσύστατα δημοκρατικά καθεστώτα, χωρίς όμως να λαμβάνουν υπ’οψην τις επιπτώσεις που μια Τουρκική διείσδυση θα έχει για την δυνατότητα της ΕΕ να δρά ως καταλύτης εκδημοκρατισμού υποψήφιων μελών και να φέρει εις πέρας την διαδικασία της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Και αυτό γιατί σε αντιδιαστολή με την διαδικασία που ακολουθήθηκε σε προγενέστερους κύκλους διεύρυνσης, η Τουρκία επιχειρεί να εισέλθει στην ΕΕ με τους δικούς της όρους. Σε ότι αφορά τις περιπτώσεις της επιτυχούς ενσωμάτωσης Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας που πολλοί επικαλούνται για να υποστηρίξουν την Τουρκική υποψηφιότητα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η παγίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος αποτέλεσε προϋπόθεση για την ένταξη των παραπάνω χωρών στην ΕΕ. Το σκεπτικό αυτό αντιστρέφεται στην περίπτωση της Τουρκίας, όπου η Ένωση υπό το πρόσχημα της αναγνώρισης της Τουρκικής ιδιαιτερότητας, εμφανίζεται πρόθυμη να αναλάβει το βάρος του εκδημοκρατισμού του Κεμαλικού πολιτικού συστήματος, επιδιδόμενη σε μια μακρόσυρτη και οδυνηρή διαπραγμάτευση με τις Τουρκικές πολιτικές ελίτ σχετικά με το εύρος και την εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Ποιό το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης θα μπορούσε να κάποιος να αναρωτηθεί; Μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός μεταξύ του στρατηγικού στόχου της ΕΕ για την μεταμόρφωση της Τουρκίας σε σύγχρονο δημοκρατικό κράτος και των επιδιώξεων της Τουρκικής πολιτικής ηγεσίας για περιορισμένες μεταρρυθμίσεις που θα αφήσουν ανέπαφες τις θεσμικές προσβάσεις του αυταρχικού κεμαλικού κατεστημένου στο πολιτικό σύστημα της χώρας;
Σε κάθε περίπτωση, η ένταξη της Τουρκίας ενδέχεται όχι μόνο να υπονομεύσει την υποτυπώδη πολιτική συνοχή της ΕΕ αλλά και να δημιουργήσει φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό των Ευρωπαικών διοικητικών οργάνων, επιφέροντας τον επαναπροσδιορισμό της κοινότητας στην βάση της χαλαρής διακρατικής συνεργασίας. Μια τέτοια εξέλιξη είναι ορατή, ειδικότερα εαν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η ΕΕ διανύει περίοδο θεσμικής ανασυγκρότησης και ανασύστασης των κοινοτικών μηχανισμών. Η κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας και η αντικατάσταση της από την αρχή της ειδικής πλειοψηφίας στον τρόπο λειτουργίας των κοινοτικών οργάνων, μπορεί να καταστήσει την Τουρκία κυρίαρχη δύναμη στην Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή με αυξημένη θεσμική ισχύ στο νεό κοινοτικό οικοδόμημα. Επιπλεόν θα επιφέρει την μεταβολή της ισορροπίας δυνάμεων στο εσωτερικό της Ένωσης, προς όφελος του ρεύματος που υποστηρίζει το διακρατικό μοντέλο συνεργασίας, με επικεφαλής την Βρετανία, αντί μιας πολιτικής ολοκλήρωσης με ενισχυμένα συνομοσπονδιακά χαρακτηριστικά. Σημειωτέον ότι ανάμεσα στις δύο τάσεις ουδεμία συμβιβαστική λύση υπάρχει. Είτε τα κράτη-μέλη θα επιλέξουν μια πολιτική εμβάθυνσης που προυποθέτει την μεταφορά νέων εξουσιών από τη σφαίρα της εθνικής κυριαρχίας στο επίπεδο της υπερεθνικής διακυβέρνησης, είτε η ΕΕ θα καταστεί δυσλειτουργική και θα αναγκαστεί να προσαναντολιστεί προς χαλαρές μορφές συνεργασίας που θα επικεντρώνονται σε θέματα οικονομικής φύσεως και δεν θα υπερβαίνουν τον στρατηγικό στόχο της εγκαθίδρυσης μιας ζώνης ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών.
Δεν μιλούμε εδώ για μια διαδικασία διολίσθησης ή υπαναχώρησης των Ευρωπαϊκών κρατών από ένα υφιστάμενο καθεστώς πολιτικής ενοποίησης. Η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής πολιτικής οντότητας δεν αποτελεί απτή πραγματικότητα, αλλά συνιστά μελλοντική στρατηγική επιδίωξη των κρατών-μελών, η πραγματοποίηση της οποίας εξαρτάται από μελλοντικούς πολιτικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό της Ένωσης και από την κατανομή της θεσμικής ισχύος στο πλαίσιο της νέας κοινοτικής θεσμικής φυσιογνωμίας που θα προκύψει από το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Γίνεται αντιληπτό ότι στο πρόσωπο της Τουρκίας, ενός κράτους δομημένου στα πρότυπα του παραδοσιακού δόγματος του συγκεντρωτικού κεμαλικού εθνικισμού, προσκολλημένου σε μια παρωχημένη γεωπολιτική αντίληψη περί εθνικού συμφέροντος κι ελάχιστα δεκτικού σε μεταμοντέρνα προτάγματα περί αλληλεξάρτησης και αμοιβαίας συνεργασίας, η Βρετανία βρίσκει έναν ιδανικό σύμμαχο στην προσπάθεια της να παρακωλύσει και να εκτρέψει τις διαδικασίες πολιτικής ενοποίησης που μπορούν να οδηγήσουν μελλοντικά στην ανάδυση μιας Ευρωπαϊκής υπερδύναμης με ανεξάρτητη φωνή στις διεθνείς υποθέσεις.
Πόσο μάλλον που η προοπτική της Τουρκικής ένταξης φαίνεται ήδη να προκαλεί τα πρώτα ρήγματα στον Γαλλο-Γερμανικό άξονα, με τους Γερμανούς να παρουσιάζονται ως ένθερμοι υποστηρικτές της Τουρκικής υποψηφιότητας και την Γαλλία να τηρεί πιο επιφυλακτική στάση που μπορεί να εξελιχθεί και σε ανοιχτή απόρριψη εάν το αίτημα της Τουρκικής ένταξης υποβληθεί σε διαδικασία επικύρωσης μέσω δημοψηφίσματος. Οι Γάλλοι φαίνεται να κατανοούν πως ενδεχόμενη είσοδος της Τουρκίας στην ΕΕ θα αποδυναμώσει πολιτικά την Ευρώπη και θα καταστήσει την δημιουργία του πολυπολικού κόσμου που οραματιζόταν ο Πρόεδρος Σιράκ ευσεβή πόθο. Από την άλλη μεριά, οι Γερμανοί δείχνουν με την στάση τους ότι δεν επιθυμούν την αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, που τις παραμονές της Συνόδου των Βρυξελλών, δεν δίστασαν να διενεργήσουν απροκάλυπτη παρέμβαση στα εσωτερικά της ΕΕ σε μια προσπάθεια έξωθεν επιβολής της Τουρκικής υποψηφιότητας. Για να αποφύγει τη σύγκρουση η Γερμανία φαίνεται να αποδέχεται μια επιστροφή της Ευρώπης στον παραδοσιακό ρόλο του δορυφόρου και πειθήνιου οργάνου της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό που δεν λαμβάνουν υπ’όψην οι σύμβουλοι της Μέρκελ είναι ότι οποιαδήποτε προσδοκία για καλλιέργεια συναινετικού κλίματος στις ευρωατλαντικές σχέσεις είναι ανεδαφική, δεδομένου ότι κατά την ψυχροπολεμική περίοδο το στρατηγικό συμφέρον των ΗΠΑ ταυτιζόταν με την ενίσχυση και εμβάθυνση του Ευρωπαικού εγχειρήματος. Αντίθετα, στην περίοδο μετά την πτώση του Τείχους, οι Αμερικανοί βλέπουν την ΕΕ με σκεπτικισμό, ως δυνητικό στρατηγικό ανταγωνιστή και ως εναλλακτικό πόλο εξουσίας που πρέπει να αποδυναμωθεί και να ελεγχθεί αποτελεσματικά. Αυτή η στρατηγική θεώρηση δεν απορρέει από την ‘κακεντρέχεια’ του νεοσυντηρητικού επιτελείου του Προέδρου Μπους, ούτε από τον δήθεν επαρχιωτισμό που διακρίνει τις αναλύσεις τους. Αντίθετα, οι σχεδιασμοί των νεοσυντηρητικών συμβούλων του Μπους διαπνέονται από την αξιώση της οικουμενικότητας της Αμερικανικής ισχύος και έχουν σαν γνώμονα την ενίσχυση της ηγεμονίας των ΗΠΑ σε πλανητική κλίμακα, χωρίς απαραίτητα να περιλαμβάνουν και τα κράτη της ‘Παλαιάς Ευρώπης’ στον μελλοντικό καταμερισμό εργασίας που επίκειται μεταξύ των συμμάχων της Υπερδύναμης στο πλαίσιο του νέου συστήματος αυτοκρατορικής διακυβέρνησης που αυτή φιλοδοξεί να εγκαθιδρύσει.
Οι Γερμανοί οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι η επίδειξη μετριοπαθούς πνεύματος δεν θα πείσει τον Μπούς να προβεί σε παραχωρήσεις, αλλά αντίθετα θα τον ωθήσει να εγείρει περαιτέρω απαιτήσεις συμμόρφωσης και ευθυγράμμισης των Ευρωπαϊκών κρατών με τις επιταγές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (στρατιωτική συμβολή των Ευρωπαίων ή του ΝΑΤΟ στο Ιράκ, μη άρση του εμπάργκο πώλησης εξοπλισμών στην Κίνα). Ο λόγος είναι ότι με βάση το στρατηγικό δόγμα των νεοσυντηρητικών, οι Αμερικανοί δεν έχουν καμία υποχρέωση απέναντι στους ‘μαλθακούς’ Ευρωπαίους, με την στρατιωτική τους αδυναμία και την ενοχλητική εμμονή τους στην σημασία των συναινετικών διαδικασιών και των περιβαλλοντολογικών ζητημάτων. Αντιθέτως, οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που έχουν χρέος να αποδείξουν στον Αμερικανό Πρόεδρο ότι ακόμα διατηρούν την χρησιμότητα τους ως στρατηγικοί εταίροι της Υπερδύναμης. Μόνο σε αυτήν την βάση μπορεί να επιτευχθεί η ευρω-ατλαντική προσέγγιση που επιθυμούν οι Γερμανοί. Μέσα από μια διαδικασία διαρκούς ευτελισμού της Ευρώπης ως πολιτικού παράγοντα, οικειοθελούς υποβάθμισης των ευρωπαϊκών συμφερόντων έναντι των γεωπολιτικών ιεραρχήσεων των ΗΠΑ και μιας αναχρονιστικής εκτροπής μακριά από την πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Με δεδομένα τα παραπάνω, δεν είναι καθόλου απίθανο το επόμενο Αμερικανικό αίτημα στο οποίο θα κληθεί να συναινέσει η Γερμανία να είναι η επίσημη ένταξη του Ισραήλ στην ΕΕ και τότε τα πράγματα για τους Γερμανούς θα είναι πολύ πιο δύσκολα.
Όσο για την άποψη που προκρίνουν κάποιοι ότι η απόρριψη της Τουρκικής υποψηφιότητας θα είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω προσχώρηση της Τουρκίας στην Αμερικανική σφαίρα επιρροής θα αρκεστούμε στο να τονίσουμε ότι δύσκολα κάποιος μπορεί να φανταστεί το πολιτικό μέλλον της Τουρκίας χωρίς την Ευρώπη. Η ΕΕ και όχι οι ΗΠΑ είναι ο κυριότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Η απειλή της αύξησης της Αμερικανικής επιρροής δεν είναι παρά ένα σόφισμα. Αφ’ενός, η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ δεν θα σηματοδοτήσει την χειραφέτηση της από την Αμερικανική κηδεμονία, αφού η ίδια η ΕΕ αδυνατεί να διαμορφώσει μια ενιαία πολιτική ταυτότητα και δεν διαθέτει το απαραίτητο θεσμικό συμπλήρωμα, σε επίπεδο αρμοδιοτήτων και συλλογικών οργάνων, που θα συμβάλει στην διατύπωση και εφαρμογή μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Αφ’ετέρου, η εισδοχή της Τουρκίας στην ΕΕ αποτελεί εδώ και χρόνια ακρογωνιαίο λίθο της Τουρκικής πολιτικής των ΗΠΑ και πολύ δύσκολα κάτι τέτοιο θ’αλλάξει, αφού πέραν της προσέγγισης με την Ευρώπη οι Αμερικανοί δεν διαθέτουν εναλλακτικούς τρόπους πρόσδεσης της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο. Με άλλα λόγια εάν η ΕΕ δεν αποδεχτεί την Τουρκική υποψηφιότητα δεν κινδυνεύει να δυναμιτίσει τις διαπολιτισμικές σχέσεις μεταξύ Ισλαμ και Δύσης, ούτε υπάρχει πιθανότητα να απωλέσει διαπαντός τα ερείσματα που διαθέτει σε σημαντικά τμήματα της Τουρκικής κοινωνίας, που έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν την ένταξη της χώρας τους στην ενωμένη Ευρώπη. Απλώς θα αποκτήσει την δυνατότητα να επιλέξει η ίδια η ΕΕ σε ποιο χρόνο και με ποιές προυποθέσεις θα κάνει αποδεκτό το αίτημα της Τουρκικής ένταξης, κάτω από συνθήκες που θα είναι περισσότερο επωφελείς και για την ΕΕ αλλά και για την ίδια την Τουρκία.

Sunday, May 20, 2007

Δύο Τρόποι για μια Ειρηνική Επανάσταση


«Ας κάνει κάθε άνθρωπος γνωστό τι είδους κυβέρνηση θα είχε το σεβασμό του, και αυτό θα είναι το πρώτο βήμα ώστε να την αποκτήσει».

Χ. Θορώ, «Κοινωνική Ανυπακοή»


Σκοπός του παρόντος σημειώματος είναι η απαρίθμηση μιας σειράς από ενέργειες που εάν εφαρμοστούν συστηματικά και σε μαζική κλίμακα μπορούν να χρησιμεύσουν ως όπλα στα χέρια των πολιτών ενάντια στην καταπίεση και τη ληστρική διακυβέρνηση των σύγχρονων κοινοβουλευτικών ολιγαρχιών. Είναι αλήθεια πως, στην παρούσα φάση, η δυνατότητα του μέσου πολίτη για να ενεργοποιηθεί πολιτικά κάνοντας χρήση των παραδοσιακών μέσων αμφισβήτησης έχει φθίνει δραματικά. Το κόστος της συμμετοχής σε κινήματα διαμαρτυρίας έχει καταστεί δυσβάστακτο.
Από την μία, ο μέσος πολίτης βρίσκεται αντιμέτωπος με την εντατικοποίηση της αστυνομικής καταστολής και την θεσμοθέτηση αντιτρομοκρατικών διατάξεων που εκχωρούν έκτακτες εξουσίες στα σώματα ασφαλείας και διευκολύνουν την πάταξη φαινομένων κοινωνικής ανυπακοής μέσω της βίας και των αυθαίρετων συλλήψεων. Όποιος παραβρέθηκε σε κάποια από τις αντιπολεμικές πορείες που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα στο διάστημα των τελευταίων δύο ετών θα είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι το κλίμα εκφοβισμού που φροντίζουν να καλλιεργήσουν οι αρχές πριν, κατά την διάρκεια και μετά το πέρας των κινητοποιήσεων. Το μακάβριο θέαμα των πάνοπλων αστυνομικών που πορεύονται στρατηγικά παρατεταγμένοι στα νώτα και κατά μήκος των διαδηλωτών, πέρα από το ότι είναι ενδεικτικό για το περιεχόμενο της «δημοκρατίας» μας, είναι αρκετό ώστε να κρατήσει μακριά από εκδηλώσεις διαμαρτυρίας τους πιο φιλήσυχους, λιγότερο ευαισθητοποιημένους ή απλώς τρομοκρατημένους από την επιβλητική παρουσία των δυνάμεων της τάξης ανθρώπους.
Άλλωστε αυτός είναι και ένας εκ των βασικών στόχων της αστυνομικής κινητοποίησης. Η μαζική παρουσία αστυνομικών, που πολλές φορές πλαισιώνονται και από δυνάμεις ακροβολισμένες στα στενά με σκοπό την δημιουργία ασφυκτικού κλοιού ασφαλείας γύρω από την περιοχή όπου εκτυλίσσεται η διαδήλωση, αναμφίβολα αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για μια πολυπληθή προσέλευση στις κινητοποιήσεις.
Παράλληλα, συνιστά και στρατηγικό τέχνασμα των διαμορφωτών της πολιτικής για τη δημόσια ασφάλεια που αποβλέπει σε κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στους διαδηλωτές και τις δυνάμεις αστυνόμευσης και κατ’επέκταση στη συντριβή της διαμαρτυρίας με την μέθοδο της βίαιης καταστολής. Αυτό συμβαίνει γιατί πολλές φορές, από μόνη της η στενή αστυνομική επιτήρηση ειρηνικών διαδηλώσεων εκλαμβάνεται ως σκόπιμη και προσχεδιασμένη πρόκληση από τους διαδηλωτές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εντάσεων που καταλήγουν σε βίαιες συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Είναι μάλιστα αντικείμενο προς συζήτηση κατά πόσο η ανάπτυξη αστυνομικών δυνάμεων είναι μια τακτική ενδεδειγμένη για την διαφύλαξη της δημόσιας τάξης ή αντίθετα, συντελεί αναπόδραστα στην δημιουργία μιας συγκρουσιακής δυναμικής με τους παρευρισκομένους σε χώρους και εκδηλώσεις μαζικής διαμαρτυρίας.
Από την άλλη, σε ότι αφορά την καθημερινότητα του, ο απλός πολίτης τελεί υπό καθεστώς ομηρείας που τον εμποδίζει να αποκτήσει συνείδηση της κοινωνικής του υπόστασης και κατά συνέπεια να ασχοληθεί με ζητήματα που άπτονται του γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος. Ο σύγχρονος εργαζόμενος στερείται του πολύτιμου δημοκρατικού αγαθού του ελεύθερου χρόνου. Λόγω της απελευθέρωσης του εργασιακού ωραρίου και της εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης στον χώρο της δουλειάς, δεν μένει πλέον χρόνος στον σκεπτόμενο πολίτη για να αναπτύξει τα ενδιαφέροντα του, να ασχοληθεί με τα κοινά και να είναι έτσι εις θέσιν να προβεί σε ενημερωμένες αξιολογικές κρίσεις σχετικά με την υλική και ηθική κατάσταση της πολιτικής κοινότητας στην οποία ανήκει. Οι αρχαίοι έλληνες είχαν κατανοήσει την αιτιοκρατική σχέση που υπήρχε μεταξύ της δυνατότητας εξασφάλισης ελεύθερου χρόνου για περισυλλογή και ενασχόληση με τα κοινά και του βαθμού στον οποίο ο κάθε πολίτης ήταν ικανός να ανταποκριθεί στην άσκηση των καθηκόντων που απέρρεαν από την ενεργή συμμετοχή του στις πολιτικές διαδικασίες της Πόλης-Κράτους. Το βασικό αντικείμενο του μεταρρυθμιστικού έργου του Περικλή που λέγεται πως ουσιαστικά προσέδωσε νόημα και χειροπιαστό περιεχόμενο στις κενές δημοκρατικές διακηρύξεις της Αθηναϊκής νομοθεσίας, ήταν ακριβώς η θεσμοθέτηση της καταβολής οικονομικής αποζημίωσης για όσους αναλάμβαναν δημόσια αξιώματα, μέσω της οποίας δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για μια πραγματική ισονομία των πολιτών ανεξαρτήτως εισοδήματος και για την αποτελεσματικότερη άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων.[i]
Τόσο η καθολική ενασχόληση με τον βιοπορισμό, όσο και η έλλειψη ελευθέρου χρόνου αφιερωμένου στην μελέτη των δημοσίων θεμάτων σπρώχνει τον πολίτη προς την ιδιώτευση, αφού τον καθιστά ανίκανο να διατυπώσει εμπεριστατωμένη κριτική άποψη περί του κυβερνητικού έργου και να προβεί σε ώριμες και επίκαιρες πολιτικές τοποθετήσεις.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως το παλιό μοντέλο πολιτικής στράτευσης που προϋπέθετε ενισχυμένη ταξική συνείδηση και έναν αυτοπροσδιορισμό του ατόμου ως πολιτικού υποκειμένου είναι στις μέρες μας πολύ δύσκολο να ευδοκιμήσει. Το αυξημένο κόστος μιας τέτοιας επιλογής, υπό την απειλή των αστυνομικών διώξεων και της ποινικοποίησης της διαφωνίας, καθώς και η έλλειψη γνώσεων αλλά και προσωπικού ενδιαφέροντος για την πολιτική διαδικασία καθιστά το αίτημα για συλλογική συσπείρωση στο πλαίσιο των παλαιών αντισυστημικών κινημάτων ολοένα και πιο δυσεκπλήρωτο. Με αυτό δεν θέλουμε να πούμε πως εναλλακτικοί πολιτικοί θεσμοί, όπως ο συμμετοχικός θεσμός των επαναστατικών επιτροπών ή των αυτόνομων συνελεύσεων των πολιτών όπως αυτοί σφυρηλατήθηκαν μέσα από αιώνες επαναστατικής παράδοσης, έπαψαν να συνιστούν προνομιακούς χώρους πολιτικής χειραφέτησης. Οι πολίτες εξακολουθούν να συναντώνται εκεί για να μετάσχουν στις διαδικασίες της άμεσης δημοκρατίας, να συσκεφθούν, να ανταλλάξουν απόψεις και να συντονίσουν την πολιτική τους δράση. Μόλις πρόσφατα, μέσα από τους κόλπους του αντιπολεμικού κινήματος της Βρετανίας ξεπήδησε ένα εκτεταμένο δίκτυο από εναλλακτικές συνελεύσεις πολιτών που λειτούργησε ως το κύριο αντιπροσωπευτικό και συντονιστικό όργανο του κινήματος την περίοδο που προηγήθηκε της Αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ. Επιπλέον, στη Βενεζουέλα η άμεση δημοκρατία οικοδομείται πάνω σε μια ραχοκοκαλιά από συνελεύσεις κατοίκων των παραγκουπόλεων, εν λευκώ εξουσιοδοτημένες από το Μπολιβαριανό καθεστώς σε ότι αφορά την εισήγηση μέτρων καταπολέμησης της φτώχειας αλλά και την οργάνωση άμεσων πρωτοβουλιών βάσης για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις υποβαθμισμένες αυτές αστικές κοινότητες. Η συνέλευση ως μέσο αυτόνομης πολιτικής έκφρασης δεν είναι λοιπόν ξεπερασμένη ούτε φαίνεται να έχει περιπέσει σε αχρηστία.
Όμως πεποίθηση μας είναι ότι η μορφή και η πρακτική της μαζικής διαμαρτυρίας ως μεθόδου πολιτικής παρέμβασης που μετέρχονται οι εκάστοτε οργανωμένες μειοψηφίες ενδέχεται να αλλάξει δραματικά στο μέλλον και μαζί της θα μεταβληθούν ριζικά και οι προδιαγραφές ένταξης και ενεργού συμμετοχής της μεγάλης μάζας των πολιτών σε τέτοιου τύπου συλλογικές εκδηλώσεις. Το προοίμιο αυτής της αλλαγής το έχουμε ήδη δει στις κινητοποιήσεις του Σιάτλ, της Γένοβας και της Θες/νίκης όπου ορισμένα μπλοκ διαδηλωτών παρατάχθηκαν με εξαιρετική οργάνωση, πειθαρχία και αποφασιστικότητα απέναντι στις δυνάμεις καταστολής με προφανή πρόθεση να αντιτάξουν μια αποτελεσματική γραμμή άμυνας στις επιθέσεις των ειδικών μονάδων της αστυνομίας. Φαίνεται λοιπόν πως η πρακτική της μαζικής αντιβίας τείνει να προσλάβει κάποια οργανωτικά στοιχεία, όπως η επαρκής γνώση των μεθόδων ελέγχου του πλήθους που χρησιμοποιεί η αστυνομία και η λήψη αντιμέτρων ενάντια σε αυτές τις τακτικές, η εκπαίδευση των διαδηλωτών στη χρήση αυτοσχέδιου εξοπλισμού (βόμβες μολότοφ, ασπίδες, κράνη, αντιασφυξιογόνες μάσκες) και η κατάρτιση και εφαρμογή ενός εμβρυακού στρατηγικού σχεδιασμού που θα εμπεριέχει στοιχειώδεις κατευθύνσεις για καλύτερο καταμερισμό εργασίας και ορθολογικοποίηση της δράσης των εξεγερμένων. Επιπλέον, η προσφυγή σε στρατιωτικοποιημένες μεθόδους δράσης προϋποθέτει και την συστηματική καλλιέργεια μιας ριζοσπαστικής κουλτούρας αντίστασης μεταξύ των διαδηλωτών που ανήκουν στο σκληρό πυρήνα των κινημάτων διαμαρτυρίας και μια βαθύτερη κατανόηση και εμπέδωση από μέρους τους των βασικών αρχών και στόχων της κοινωνικής ανυπακοής. Με άλλα λόγια, αυτό που απαιτείται από τις μονάδες κρούσης των μελλοντικών κινημάτων αμφισβήτησης είναι ένα ανώτερο επίπεδο γνώσης, πολιτικής παιδείας και ηθικής δέσμευσης που αποκτάται μόνο μέσα από τη κατάλληλη εκπαίδευση και αδιάλειπτη επιμόρφωση σχετικά με τις μοντέρνες πρακτικές ανατρεπτικής δράσης και πολιτικής χειραφέτησης. Πρόκειται για μια ελίτ διαδηλωτών, το δυναμικότερο και πρωτοποριακότερο κομμάτι των μαζικών κινημάτων του μέλλοντος.[ii]
Από τις παραπάνω διαπιστώσεις προκύπτει το μέγα θέμα του καθορισμού των σχέσεων που θα επικρατήσουν μεταξύ του επίλεκτου αυτού τμήματος των μελλοντικών κινημάτων αμφισβήτησης και του ευρύτερου κινηματικού χώρου καθώς και της μερίδας εκείνης του κοινωνικού συνόλου στην οποία έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε ως «Σιωπηλή Πλειοψηφία», της οποίας χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η φαινομενική αποστασιοποίηση και η στάση αναμονής που τηρεί σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής. Ας σημειωθεί ότι ουδεμία αντίφαση υφίσταται ανάμεσα στην ύπαρξη οργανώσεων που εντάσσονται σε μια κινηματική πρωτοπορία και στη διατήρηση του μαζικού, δημοκρατικού χαρακτήρα του εκάστοτε κινήματος, αφού εξ ορισμού η ανάδειξη μιας πρωτοπορίας προϋποθέτει τη λειτουργία της εντός μιας συλλογικής οντότητας την οποία δύναται να προστατεύσει και να καθοδηγήσει με τις πράξεις και τις παρεμβάσεις της. Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ ομάδων αυτοάμυνας και κοινωνικού σώματος με την ευρύτερη έννοια είναι όμως ζωτικής σημασίας διότι από τις εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα και από το πλέγμα των σχέσεων που θα διαμορφωθεί, θα εξαρτηθεί εάν η ανάληψη άμεσης δράσης από την εμπροσθοφυλακή του κινήματος θα τοποθετείται σε ένα περιβάλλον που θα ευνοεί την κοινωνική μεταρρύθμιση, ή θα εκλαμβάνεται ως ανταγωνιστική και ζημιογόνα προσπάθεια από την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Με άλλα λόγια, η επιλογή είναι ανάμεσα σε ένα διασπασμένο και αποδυναμωμένο κίνημα που θα χωρίζεται σε ιδεολογικά αντιτιθέμενες και ανταγωνιστικές μεταξύ τους πτέρυγες, ή σε ένα ενιαίο κίνημα αμφισβήτησης τα συστατικά στοιχεία του οποίου θα βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία και οι πρωτοβουλίες του ενός θα έχουν ρόλο επικουρικό προς τις ενέργειες του άλλου.
Με γνώμονα την επίτευξη της ενότητας των μελλοντικών κινημάτων αμφισβήτησης σε επίπεδο προγραμματικού σχεδιασμού αλλά και επαναστατικής πρακτικής, εισηγούμαστε μια σειρά από μη-βίαιες ενέργειες κοινωνικής ανυπακοής που εάν περιληφθούν στο στρατηγικό οπλοστάσιο των κινημάτων διαμαρτυρίας και εφαρμοστούν συστηματικά και με συνέπεια από την πλειοψηφία των πολιτών, είναι ικανές να αποσταθεροποιήσουν τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα σε σημείο που να προκαλέσουν την πολιτική και οικονομική κατάρρευση τους. Φυσικά, κάτι τέτοιο είναι εφικτό μόνο στην περίπτωση που οι ειρηνικές εκστρατείες κοινωνικής ανυπακοής συνοδεύονται από μαχητικές κινητοποιήσεις των κινηματικών ελίτ, από δυναμικές ενέργειες μαζικής αντιβίας με στόχο κρατικές υπηρεσίες, υπουργεία, και τα κατά τόπους αρχηγεία και παραρτήματα υπερεθνικών οργανισμών. Δεν μιλούμε εδώ για παροδικά ξεσπάσματα τυφλής και άλογης βίας, αλλά για οργανωμένα και καλά σχεδιασμένα εγχειρήματα άμεσης δράσης κατά τα οποία οι διαδηλωτές θα αντιπαρατίθενται με την αστυνομία εκ του σύνεγγυς και θα επιχειρούν βάση σχεδίου να υπερκεράσουν ή να παρακάμψουν την αντίσταση της για να εκπληρώσουν έναν ξεκάθαρο στόχο εκ προοιμίου καθορισμένο.[iii] Η διττή αυτή επαναστατική στρατηγική είναι μονόδρομος και οφείλεται όχι σε αδυναμία επιλογής ανάμεσα στον ένα τρόπο δράσης ή στον άλλο, αλλά στην αμφισημία του σύγχρονου κοινοβουλευτικού συστήματος που εξακολουθεί να στηρίζεται στους παραδοσιακούς μηχανισμούς ιδεολογικής νομιμοποίησης, έχοντας όμως παράλληλα πολλαπλασιάσει στον υπερθετικό βαθμό τα υλικά μέσα που διαθέτει για την άσκηση φυσικής βίας και έχοντας φροντίσει να καλλιεργήσει επιμελώς μια αυταρχική συνταγματική λογική που του επιτρέπει την αδιάλειπτη και αδιαμεσολάβητη προσφυγή σε αυτά τα μέσα (βλ. τρομοκρατική απειλή). Συνεπώς, κανένα κίνημα που στοχεύει στην πολιτική ανατροπή και την κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να επικρατήσει βασιζόμενο αποκλειστικά και μόνο στην κατά μέτωπο ένοπλη αντιπαράθεση με το Κράτος, εάν προηγουμένως έχει αποτύχει ή αμελήσει να ευαισθητοποιήσει και να κινητοποιήσει το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων σχετικά με τον άνισο αγώνα που διεξάγει. Παρομοίως, καμία εκστρατεία παθητικής κοινωνικής αντίστασης δεν μπορεί να ελπίζει στην τελική επικράτηση, εάν δεν συνεπικουρείται από αμυντικούς μηχανισμούς αντιβίας που με τη δράση τους θα είναι σε θέση να καταφέρουν το τελειωτικό χτύπημα στο παραπαίων καθεστώς και να υπεραμυνθούν δυναμικά των πολιτικών κατακτήσεων του κινήματος (π.χ. παρεμπόδιση ανακατάληψης αυτοδιοικούμενων περιοχών ή εργοστασίων, περιφρούρηση των χώρων όπου συνεδριάζουν οι επαναστατικές επιτροπές). Απαιτείται η συνδυασμένη ισχύ και των δύο συνιστωσών του κινήματος για να συντριφθεί η κρατική εξουσία. Οι ριζοσπαστικές ομάδες κρούσεις επιτίθενται στους φυσικούς εκπροσώπους του Κράτους και εγείρουν δια της βίας τα επαναστατικά αιτήματα. Η μετριοπαθής, και πολυπληθέστερη, πτέρυγα του κινήματος υποστηρίζει τις παραπάνω προσπάθειες φθείροντας τον κρατικό μηχανισμό, αποστερώντας τον από ζωτικούς οικονομικούς πόρους, αποδιοργανώνοντας και αποσταθεροποιώντας το πολιτικό σύστημα κάνοντας «δημιουργική» χρήση του εκλογικού της δικαιώματος, υπονομεύοντας την ικανότητα του για αστυνομική καταστολή της εξέγερσης.
Ποιες όμως είναι οι μέθοδοι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς της παθητικής αντίστασης; Το περίεργο είναι πως τα μέσα για μια σταδιακή αποσταθεροποίηση της πολιτικής εξουσίας εμπεριέχονται ήδη στην οργανωτική δομή της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και οι πολίτες δεν χρειάζεται να αγωνιστούν για να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτά. Χρειάζεται όμως να εφευρεθούν εκ νέου από τα μαζικά κινήματα διαμαρτυρίας και να τονιστεί η σημασία της αξιοποίησης τους ως στρατηγικού μέσου πίεσης για τη ριζική αποδιοργάνωση του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος.


1) Μη Καταβολή Φόρων

Είναι απαραίτητο να καταπολεμηθεί η αντίληψη που έχει επικρατήσει μεταξύ των ακτιβιστών που ανήκουν στον χώρο των οργανώσεων κοινωνικής ανυπακοής ότι η θεωρία και πρακτική της κοινωνικής ανυπακοής αφορά μόνο στρατηγικές παθητικής αντίστασης σε δημόσιους χώρους, στο πλαίσιο οργανωμένων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας. Άποψη μου είναι πως θα πρέπει να επανεξεταστούν και να αναπτυχθούν οι ιδέες του Αμερικανού στοχαστή Henry David Thoreau περί κοινωνικής ανυπακοής, να υποβληθούν σε κατάλληλη επεξεργασία με γνώμονα τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του σήμερα και να επαναπροταθούν ως μέσον όχι απλώς για συμβολική αντίσταση κατά της εξουσίας, αλλά ως επαναστατική στρατηγική που μπορεί να πλήξει άμεσα το οικονομικό και δημοσιονομικό υπόβαθρο του κρατικού μηχανισμού. Ιδιαίτερη βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στην ιδέα της άρνησης εκ μέρους των πολιτών της καταβολής φορολογικών εισφορών σε ένα κρατικό μόρφωμα που έχει προ πολλού πάψει να τους αντιπροσωπεύει. Αναλογιστείτε για λίγο την απήχηση που θα είχε η ενσωμάτωση ενός αιτήματος κατά της αυθαίρετης φορολογίας στην προγραμματική πλατφόρμα ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος. Πρόκειται για πραγματιστική επίκληση στο οικονομικό συμφέρον του μέσου πολίτη και όχι για αφηρημένες παραινέσεις προς την αγάπη τους για το ιδανικό της ελευθερίας. Σκεφτείτε ακόμα το επίκαιρο και εκρηκτικό περιεχόμενο που προσλαμβάνει μια τέτοια τοποθέτηση σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι υπάρχουσες κυβερνήσεις κατηγορούνται για οικονομική κακοδιαχείριση και διασπάθιση του δημόσιου χρήματος εξαιτίας της διοχέτευσης υπέρογκων κεφαλαίων για τη διεξαγωγή του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας», τη στιγμή που εισηγούνται παράλληλα τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και την μερική κατάργηση των κρατικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας λόγω έλλειψης κονδυλίων.
Πέρα από αίτημα με προπαγανδιστική αξία όμως, η μη καταβολή φόρων μπορεί να αποτελέσει και μια μέθοδο παράλυσης της κρατικής εξουσίας, απομυζώντας μια εκ των κύριων πηγών χρηματοδότησης του κρατικού μηχανισμού. Η άρνηση του Thoreau να πληρώσει φόρο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε τον χαρακτήρα μιας πράξης διαμαρτυρίας, μιας συμβολικής ατομικής εξέγερσης έναντι σε μια διεφθαρμένη και τυραννική κυβέρνηση που εκείνη την περίοδο δρομολογούσε την εγκληματική εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο έδαφος του Μεξικού.[iv] Εάν αυτή η λησμονημένη χειρονομία περιφρόνησης προς τις Αμερικανικές αρχές βρει τους μιμητές που δικαιούται ανά την υφήλιο μπορεί να χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για την ανάδειξη ενός νέου μαζικού κινήματος κοινωνικής ανυπακοής με αίτημα την καθολική κατάργηση της επίσημης άμεσης φορολογίας και την αναθεώρηση του υπάρχοντος φορολογικού καθεστώτος με όρους - οικονομικούς και πολιτικούς - που θα αποφασίσει και θα θεσπίσει το ίδιο το εκλογικό σώμα. Πλαισιωμένο από κατάλληλες βοηθητικές υπηρεσίες (π.χ. υπηρεσία παροχής νομικής βοήθειας), το κίνημα αυτό δύναται να εξελιχθεί σε βόμβα στα θεμέλια του κοινοβουλευτικού συστήματος. Ο Thoreau έδρασε μόνος προσπαθώντας να παραδειγματίσει τους συμπατριώτες του και να τους εφιστήσει την προσοχή σχετικά με την αδικία που εκείνη την περίοδο διέπραττε η κυβέρνηση τους σε βάρος του αδύναμου γείτονα της. Δοκίμασε να τους υπενθυμίσει ότι μέσω της πληρωμής των φόρων λειτουργούσαν ως χρηματοδότες του ιμπεριαλιστικού αυτού εγχειρήματος και να τους υποδείξει τρόπους με τους οποίους ο απλός πολίτης μπορούσε να αντιδράσει και να αντισταθεί. Η απομόνωση του από τους συμπολίτες του τον οδήγησε για ένα βράδυ στο κρατητήριο της μικρής Αμερικανικής πόλης στην οποία διέμενε, αφού η φυλακή είναι η προσφιλής τακτική που χρησιμοποιούν όλες οι κυβερνήσεις για να φιμώνουν τις ενοχλητικές φωνές διαμαρτυρίας που καταγγέλλουν πειστικά και με επιχειρήματα τα εγκλήματα και τις αυθαιρεσίες τους. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που το παράδειγμα του Αμερικανού στοχαστή ακολουθήσουν, όχι ένας, αλλά δέκα, εκατό, χίλιοι, δέκα χιλιάδες πολίτες; Μπορεί η εξουσία να τους θεωρήσει όλους έκνομους και να τους αντιμετωπίσει με προγραφές και συλλήψεις; Κατά τη δική μας άποψη, μόνο το μέγεθος της οικονομικής ζημίας θα ήταν αρκετό ώστε να εξαναγκάσει το Κράτος να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αποδεχτεί τους όρους των εξεγερμένων. Η εθελούσια παρακράτηση φόρων είναι το μοναδικό ουσιαστικό μέσον που διαθέτει η κοινωνία των πολιτών για να διεκδικήσει την αυτονομία της απέναντι στην κρατική αρχή, να αποκαταστήσει το δικαίωμα της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης που η οικονομική παγκοσμιοποίηση και η κοινοβουλευτική συναίνεση των τελευταίων χρόνων της έχουν προ πολλού αφαιρέσει και τελικά, να διαδραματίσει τον ρόλο που της αναλογεί στη μελλοντική επαναστατική εξελικτική διαδικασία.


2) Δημιουργική Ψήφος

Η πολυδιάστατη κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Πολλοί μελετητές εντοπίζουν τη ρίζα του κακού στην άνοδο του υπερεθνικού παράγοντα και στην απώλεια εθνικής κυριαρχίας που έχουν επιφέρει οι διεργασίες της παγκοσμιοποίησης. Άλλοι προβάλλουν την αποσύνθεση των παραδοσιακών ιδεολογιών και την έλλειψη πλουραλισμού που χαρακτηρίζει τα πολιτικά προγράμματα φαινομενικά αντιτιθέμενων κομμάτων για να εξηγήσουν την αλλοτρίωση του εκλογικού σώματος από την επίσημη πολιτική διαδικασία. Ανεξάρτητα από την οπτική γωνία από την οποία επιλέγει κανείς να προσεγγίσει το φαινόμενο της κρίσης νομιμότητας της δημοκρατίας, είτε εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στις τάσεις αποχής των ψηφοφόρων «από τα κάτω», είτε στη διεθνοποίηση της εξουσίας «από τα πάνω», όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι η δυσλειτουργία του συστήματος έγκειται στην διάχυση παθητικών συμπεριφορών μεταξύ του εκλογικού σώματος και στην αδιαφορία τους σε ότι αφορά την συστηματική και υπεύθυνη άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος.
Με άλλα λόγια, αποτελεί κοινό τόπο του εν εξελίξει επιστημονικού διαλόγου γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα ότι το πρόβλημα συνίσταται στην επικρατούσα τάση για ιδιώτευση και στην εκτεταμένη αποχή των πολιτών από τις εκλογικές αρχαιρεσίες.
Θα θέλαμε εδώ να αντιστρέψουμε αυτήν την λογική ακολουθία και να διατυπώσουμε την άποψη ότι μια μαζική παλλιννόστηση του εκλογικού σώματος στις κάλπες μπορεί εξίσου να αποτελέσει πηγή αστάθειας και παρακώλυσης της ομαλής λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Οι πολίτες των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης έχουν από καιρό λησμονήσει ότι μέσα από το δικαίωμα της περιοδικής ψήφου δεν διαθέτουν απλώς ένα «μέσον πίεσης» προς τις ελίτ που διαχειρίζονται την εξουσία, αλλά μια πραγματική θεσμική διέξοδο για να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια τους και ένα τρόπο για να δρομολογήσουν ουσιαστικές ανακατατάξεις σε ότι αφορά τα πολιτικά υποκείμενα που διαχρονικά μονοπωλούν την κατοχή της κυβερνητικής εξουσίας. Δεν μιλούμε εδώ για τη πολιτική μικροφυσική του δικομματισμού που με νόμους θαρρείς πιο άκαμπτους και από αυτούς που κυβερνούν τις φυσικές επιστήμες επιτάσσει την αέναη και αδιάκοπη εναλλαγή δύο φαινομενικά αντίπαλων κομμάτων στο ρόλο της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η συστηματοποίηση και παγίωση του απατηλού αυτού διπολισμού σε μια εποχή όπου οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων εξουσίας έχουν εξαλειφθεί, ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους στον οποίο οφείλεται η αλλοτρίωση των ψηφοφόρων και η εξάπλωση της αποχής ως επικρατούσας προτίμησης του εκλογικού σώματος. Είναι όμως γεγονός πως η διογκούμενη απάθεια των ψηφοφόρων ισοδυναμεί με οικειοθελή παράδοση και σταδιακή αποποίηση εκ μέρους των πολιτών της σημαντικότερης δημοκρατικής τους κατάκτησης, του δικαιώματος δηλαδή να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους. Μέσω της αποχής συντελείται μια αναίμακτη αντιδημοκρατική επανάσταση, μια αμαχητί επιστροφή σε δεσποτικές μορφές διακυβέρνησης που μάλιστα φαίνεται να έχει τη συγκατάθεση των ίδιων των κυβερνωμένων.
Βάσει αυτής της λογικής, προκρίνουμε ενεργητικούς τρόπους έκφρασης της κοινωνικής δυσαρέσκειας με στόχο την μερική έστω αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων στις σύγχρονες δημοκρατίες και την μετατροπή της εκλογικής διαδικασίας από δικλείδα ασφαλείας του κοινοβουλευτικού συστήματος, σε εργαλείο αντικομφορμιστικής πολιτικής και μέσον ανατροπής του κατεστημένου. Σε αυτούς τους τρόπους συγκαταλέγονται οι ακόλουθοι:
Α) Πραγματοποίηση δολιοφθοράς στις κάλπες με σκοπό την ακύρωση του συνόλου των ψηφοδελτίων που περιλαμβάνονται σε αυτές. Για το σκοπό αυτό ενδείκνυται η καθυστερημένη προσέλευση στο εκλογικό κέντρο ούτως ώστε να έχει ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων και να ακυρωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα ψηφοδέλτια. Σημειωτέον, ότι η ανάληψη δράσης τέτοιου τύπου περιλαμβάνει μηδαμινό κίνδυνο για την προσωπική ασφάλεια του δρώντα λόγω της μυστικότητας με την οποία περιβάλλεται η ψηφοφορία. Η πραγματοποίηση συνάντησης πριν την έναρξη της εκλογικής διαδικασίας, ο κεντροποιημένος σχεδιασμός της δράσης των εθελοντών και η αποτελεσματική διασπορά των ταγμάτων δολιοφθοράς σε ικανό αριθμό εκλογικών κέντρων ανά την επικράτεια μπορεί να αποδώσει καλύτερα αποτελέσματα.
Β) Προηγουμένως ταχθήκαμε κατά της εκλογικής αποχής με το επιχείρημα ότι αποτελεί αντιπαραγωγική τακτική για το επαναστατικό κίνημα ενώ οι συνέπειες της σε καμία περίπτωση δεν γίνονται αισθητές σε πολιτικό επίπεδο (π.χ. πρόκληση κυβερνητικής κρίσης). Οφείλουμε εδώ να διευκρινίσουμε πως σε χώρες όπως η Σερβία, όπου ένα κατώτατο ποσοστό συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία έχει οριστεί ως συνταγματικό κριτήριο για την εγκυρότητα του εκλογικού αποτελέσματος και τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από τον νικητή, η αποχή από την ψηφοφορία συνιστά ιδεατή τακτική αποσταθεροποίησης του πολιτεύματος, αφού οδηγεί σε παρατεταμένες συνταγματικές κρίσεις και αδυναμία διεκπεραίωσης των κρατικών υποθέσεων από τις προσωρινές, υπηρεσιακές κυβερνήσεις. Παρ’όλα αυτά το συμμετοχικό κριτήριο εφαρμόζεται σε ελάχιστα κράτη. Όπου αυτό δεν ισχύει όπως π.χ. στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ, ή την Μ. Βρετανία, η προσφυγή σε θετικές μεθόδους αμφισβήτησης πρέπει να θεωρηθεί προτιμητέα.
Γ) Περισσότερο όμως από την αποχή ή την διενέργεια δολιοφθοράς κατά εκλογικών κέντρων, η δράση που μπορούν να αναλάβουν οι πολίτες συνίσταται στη δημιουργική άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος και στην αξιοποίηση του έτσι ώστε να δοθεί το χρίσμα σε νέες πολιτικές δυνάμεις για να παίξουν τον ρόλο του πολιτικού αναχώματος στις ισοπεδωτικές τάσεις που εισάγει παντού η παγκόσμια οικονομία της αγοράς. Ο πολιτικός αγώνας μέσω του ψηφοδελτίου θα έχει αναγκαστικά αμυντικό χαρακτήρα, θα πρέπει δηλαδή να στοχεύει στην αντιστροφή των τάσεων για περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών σε διεθνές επίπεδο και στην επιβολή κάποιας μορφής κοινωνικού ελέγχου και μιας σειράς από κριτήρια κοινωνικής συνοχής επί του τρόπου λειτουργίας τους.
Σε επίπεδο στρατηγικής των απανταχού ψηφοφόρων αυτό μεταφράζεται σε μαζική ενίσχυση της εκλογικής δύναμης των κομμάτων που εντάσσονται στον χώρο της άκρας αριστεράς, ανεξάρτητα εάν αυτά ανήκουν στα υπολείμματα του πάλαι ποτέ κραταιού διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος όπως το προσφάτως αναγεννημένο Τροτσκιστικό Κόμμα Γαλλίας, ή αποτελούν νεοπαγείς πολιτικούς σχηματισμούς που προήλθαν μέσα από τις διασπάσεις των κομμάτων της παραδοσιακής κοινοβουλευτικής αριστεράς, όπως το αντιπολεμικό κόμμα RESPECT του χαρισματικού Τζ. Γκάλογουει στη Βρετανία, ή η Εναλλακτική Πρωτοβουλία για την Απασχόληση και την Κοινωνική Δικαιοσύνη του Όσκαρ Λαφονταίν στη Γερμανία. Για να είμαστε απολύτως σαφείς, δεν θεωρούμε πως η εξασφάλιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την ρεφορμιστική αριστερά είναι από μόνη της αρκετή ώστε να επιλύσει τα πολιτικά, οικονομικά και οικολογικά προβλήματα που προκύπτουν από τις παγκοσμιοποιημένες δομές του σύγχρονου καπιταλιστικού προτύπου παραγωγής. Συμφωνώ με εκείνους τους διανοητές που ερμηνεύουν την παγκοσμιοποίηση ως συστημικό φαινόμενο που έχει τις ρίζες του σε αντικειμενικές εξελίξεις στον χώρο της τεχνολογίας και της διεθνούς οικονομίας και δεν αποτελεί προϊόν λαθεμένων πολιτικών επιλογών. Συνεπάγεται ότι η αποτελεσματική διαχείριση και ανακοπή της ισοπεδωτικής επέλασης της παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί να προέλθει από ένα πολιτικό κόμμα που δεσμεύεται από τις συμβατικές υποχρεώσεις μιας κοινοβουλευτικής κυβέρνησης και είναι αναγκασμένο να επιδεικνύει καλή διαγωγή έναντι των υπερεθνικών οργανισμών που ανά πάσα στιγμή εποπτεύουν και αξιολογούν το έργο της. Όπως επανειλημμένα έχει γράψει και ο Τάκης Φωτόπουλος, η απάντηση στην παγκοσμιοποίηση μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από τη συγκρότηση ενός διεθνιστικού αντισυστημικού κινήματος γύρω από μια επεξεργασμένη προγραμματική πλατφόρμα για την επίτευξη του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα.
Η πραγματοποίηση όμως αυτού του φιλόδοξου στόχου δεν πρέπει να αποτελέσει αφορμή για να επιβληθεί στο κίνημα ο οικειοθελής εξοβελισμός από τον αστικό πολιτικό στίβο ή να λειτουργήσει ως πρόσκομμα για την εκπόνηση μιας πραγματιστικής συμπληρωματικής κοινοβουλευτικής στρατηγικής η οποία δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την σύσταση ενός πολιτικού κόμματος στα αστικά κοινοβουλευτικά πρότυπα, αλλά μπορεί να αφορά και τη σύναψη άτυπων συμμαχιών με συγκεκριμένα κόμματα της αριστεράς όπως αυτά που προαναφέραμε, χωρίς την άμεση εμπλοκή των κινηματικών οργανώσεων σε αδιαφανείς διαπραγματεύσεις ή καιροσκοπικά παιχνίδια εξουσίας. Ο προσεταιρισμός συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων της νέας αριστεράς που δραστηριοποιούνται στον κοινοβουλευτικό χώρο μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για το κίνημα συνολικά, αφού ακόμα και ο πλέον ριζοσπάστης μεταρρυθμιστής οφείλει να αναγνωρίσει την ποσοτική, αν όχι ποιοτική, διαφορά που υφίσταται μεταξύ μιας κυβέρνησης αποτελούμενης από συντηρητικούς εκπροσώπους του δικομματικού κατεστημένου και μιας εναλλακτικής κυβέρνησης των νέων αριστερών κομμάτων. Η παγκόσμια εξωκοινοβουλευτική αριστερά, της οποίας επίδοξος εκφραστής είναι ο Τάκης Φωτόπουλος, θα πρέπει να σταματήσει να διαπράττει το σφάλμα της υποτίμησης των ανταγωνισμών που δημιουργεί το σύστημα μεταξύ αντιτιθέμενων πολιτικών δυνάμεων και του βαθμού στον οποίο αυτοί οι ανταγωνισμοί και οι αντιφάσεις μπορούν να επηρεάσουν την ίδια τη λειτουργία του συστήματος.
Το σφάλμα αυτό κόστισε ακριβά στην αριστερά σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της και το ίδιο συνέβη και με τη διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ ΗΠΑ και Γαλλογερμανικού άξονα γύρω από τον πόλεμο του Ιράκ. Στο σύνολο των τοποθετήσεων και αναλύσεων του γύρω από το Ιρακινό ζήτημα, ο Φωτόπουλος παρέμεινε αμετακίνητος σε μια γραμμή ταυτόχρονης καταδίκης του επεκτατισμού των ΗΠΑ αλλά και των ευρωπαϊκών κρατών που αντιτάχθηκαν σφόδρα στον πόλεμο και που ανέλαβαν διπλωματικές πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΟΗΕ για την αποτροπή του. Από δογματικής άποψης η στάση του Φωτόπουλου είναι η ενδεδειγμένη. Όμως μια τέτοια προσέγγιση δεν παύει να παραβλέπει την ποιοτική μετάλλαξη του παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης από ένα φιλελεύθερο, πολυμερές μοντέλο (υπερεθνική αριστοκρατική διακυβέρνηση) σε ένα μιλιταριστικό, συγκεντρωτικό σύστημα (μοναρχική αυτοκρατορική διακυβέρνηση).[v] Οι Γερμανοί κομμουνιστές του μεσοπολέμου συνήθιζαν να εξισώνουν τη δημοκρατία της Βαιμάρης, την οποία αποκαλούσαν «σοσιαλφασιστική», με την επερχόμενη ναζιστική λαίλαπα, διαβλέποντας μια ποσοτική διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο καθεστώτα σε ότι αφορούσε τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, που θα είχε περιορισμένο αντίκτυπο στο μέλλον και τις προοπτικές του κινήματος στη Γερμανία. Το πόσο λάθος ήταν η συγκεκριμένη εκτίμηση αποδεικνύεται από την μετέπειτα ιστορική εξέλιξη. Το αντεπιχείρημα σε αυτή την παρατήρηση συνίσταται στο ότι το καθεστώς της Βαιμάρης ενείχε από πριν τα σπέρματα της φασιστικοποίησης του, η οποία αποτέλεσε μια ακραία αλλά νομοτελειακή μορφή αντίδρασης στην αυξανόμενη πολιτική ισχύ του κομμουνιστικού κινήματος. Όμως είμαστε της άποψης ότι στην ιστορική συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε, η αστυνομοκρατία και ο πολιτικός αυταρχισμός επιβάλλονται όχι ως κατασταλτικά μέτρα καταπολέμησης των κοινωνικών κινημάτων, αλλά ως προληπτικά μέτρα κατά της μελλοντικής τους εξάπλωσης. Επιπλέον, η ριζική αναδιάρθρωση της πολιτικής εξουσίας σε πλανητικό επίπεδο, όπως αυτή προωθείται από τη φιλομοναρχική μερίδα της υπερεθνικής ελίτ, έχει δημιουργήσει διχογνωμίες και αντιπαλότητες μεταξύ των πολιτικών διαχειριστών της παγκοσμιοποίησης τις οποίες το κίνημα οφείλει να οξύνει και να εκμεταλλευτεί για δικό του όφελος. Αναμφίβολα, ο κίνδυνος του πολιτικού-ιδεολογικού εκφυλισμού του κινήματος ελλοχεύει μέσα στην πρακτική του συγχρωτισμού με τα αστικά πολιτικά κόμματα και της προσχώρησης σε κοινοβουλευτικές συμμαχίες. Αυτός ο κίνδυνος όμως δεν αποτελεί λόγο ώστε τα κινήματα αμφισβήτησης να παραμένουν στο περιθώριο καθ’όσον αποφάσεις λαμβάνονται για λογαριασμό τους και πολιτικές διαμορφώνονται και τίθενται σε ισχύ, ούτε είναι αποτρεπτικός παράγοντας για τη σύναψη τακτικών συμμαχιών με το εκάστοτε κόμμα που εξυπηρετεί καλύτερα τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα του κινήματος. Είναι το είδος της επιδιωκόμενης συμμαχίας και η ταυτότητα των συμβαλλόμενων μερών που θα πρέπει να αποφασίζονται βάσει πολιτικών αρχών και ιδεολογικών σταθερών και όχι η απουσία της πρακτικής των συμμαχιών αυτή καθ’εαυτή.
Επαναλαμβάνουμε πως η προτεινόμενη εδώ στρατηγική δεν ευαγγελίζεται ούτε προκρίνει τη συμμετοχή της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ή των οργανώσεων της αντι-παγκοσμιοποίησης στην εκλογική διαδικασία. Απλώς, υποδεικνύει μια εναλλακτική μέθοδο άσκησης πίεσης κατά του κοινοβουλευτικού κατεστημένου με στόχο όχι την ενδυνάμωση και ισχυροποίηση του αλλά την υπονόμευση του και, τελικά, την οριστική του κατάλυση και αντικατάσταση από την πρακτική της άμεσης δημοκρατίας. Επιγραμματικά, η μέθοδος της δημιουργικής ψήφου και της υπερψήφισης κομμάτων όπως το WASG, το RESPECT και το Τροτσκιστικό Κόμμα Γαλλίας μπορεί να δημιουργήσει,
α) ανακολουθία στην πολιτική των κυβερνήσεων των ανεπτυγμένων κρατών σε σχέση με τις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής εξουσίας που κατέχουν και διαχειρίζονται οι πολυεθνικές. Αλήθεια, μπορεί κανείς να φανταστεί τον Παλαιστινιακής καταγωγής Ρ. Νέιντερ, να συνδιαλέγεται με τους εκπροσώπους του εβραϊκού λόμπι των ΗΠΑ με θέμα τη συνέχιση της Αμερικανικής υποστήριξης προς το Ισραήλ; Ή τον Όσκαρ Λαφονταίν να διαπραγματεύεται με τους Γερμανούς κεφαλαιούχους την περαιτέρω απορύθμιση της Γερμανικής αγοράς εργασίας; Ή τον Τζ. Γκάλογουει να εισηγείται στη Βρετανική βουλή δέσμη αντιδημοκρατικών νομοθετικών μέτρων με στόχο την πάταξη της τρομοκρατίας; Η ύπαρξη ισχυρών αριστερόστροφων κομμάτων στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, δύναται να διαταράξει την υφιστάμενη συναίνεση μεταξύ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στην οποία στηρίζεται το πολυεθνικό κεφάλαιο για να επιτύχει την νομική κωδικοποίηση και συνταγματική κατοχύρωση σε τοπικό και διεθνές επίπεδο των πιο βάρβαρων και ανεξέλεγκτων πτυχών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Ακόμα και αν έπειτα από την μετωπική σύγκρουση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας επέλθει ο οικονομικός μαρασμός μιας χώρας λόγω της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου και της μαζικής φυγής κεφαλαίου για «ελκυστικότερους» επιχειρηματικούς προορισμούς και τόπους εγκατάστασης στον Τρίτο Κόσμο, το αποτέλεσμα δεν θα είναι η καταστροφή. Το παράδειγμα της Αργεντινής μας δείχνει πως μια γενικευμένη κρίση της οικονομίας μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την δημιουργία επιτυχημένων εναλλακτικών μορφών οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης, όπως είναι τα υπό κατάληψη αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια της Zanon και της Bruckman. Πράγματι, μετά την μαζική αποχώρηση των εργοδοτών οι εργάτες κατέλαβαν τα χρεοκοπημένα εργοστάσια, ανέλαβαν την διοίκηση τους και σημείωσαν εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής πετυχαίνοντας να τα μετατρέψουν σε επικερδείς επιχειρήσεις. Σήμερα τα επιτεύγματα τους κινδυνεύουν από τη δυναμική επιστροφή των ιδιοκτητών που διεκδικούν τις παλαιές τους επιχειρήσεις έχοντας τις υπηρεσίες ασφαλείας ως σύμμαχο, μετερχόμενοι πρακτικές καταστολής και κρατικής τρομοκρατίας που θυμίζουν ολοένα και περισσότερο τη ζοφερή εποχή της στρατιωτικής χούντας.
β) Θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει προσφορότερες συνθήκες για τη δράση αντιπολιτευτικών κινημάτων. Η επισήμανση αυτή δεν μπορεί φυσικά να έχει την έννοια ενός βαθμιαίου κοινωνικού μετασχηματισμού με ειρηνικά μέσα, αφού η επιθυμητή κατάληξη οποιουδήποτε σύγχρονου επαναστατικού εγχειρήματος αφορά αποκλειστικά την κατάλυση του κοινοβουλευτικού συστήματος και την αντικατάσταση του από μια πολιτική εξουσία που θα εκπορεύεται και θα ασκείται απ’ευθείας από το σύνολο των πολιτών. Θεωρούμε απίθανο ότι ακόμη και η προοδευτικότερη των κυβερνήσεων θα μπορούσε να συναινέσει στην αυτοκατάργηση της και αυτός είναι ο λόγος που μια βίαιη σύγκρουση με το κράτος αποτελεί τη λογική και προδιαγεγραμμένη κατάληξη της πορείας κάθε επαναστατικού κινήματος. Όμως όταν η ώρα της αναμέτρησης επέλθει θα ήταν καλύτερα για τους επαναστάτες να τεθούν αντιμέτωποι με μια διαιρεμένη και διστακτική πολιτική εξουσία, που θα ενεργεί με περίσκεψη αναλογιζόμενη το πολιτικό κόστος των ενεργειών της και θα καθίσταται δυσκίνητη εξαιτίας των συνταγματικών περιορισμών που μειώνουν την ελευθερία δράσης της, παρά να συγκρουστούν με μια δεσποτική διακυβέρνηση που από καιρό θα έχει μεταβάλει τις θεσμικές ισορροπίες προς όφελος της εκτελεστικής εξουσίας, θα έχει καταργήσει το κράτος δικαίου και ελάχιστα θα συνδέει το πολιτικό της μέλλον με τις μετατοπίσεις και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης.
[i] T.Fotopoulos, Direct and Economic Democracy in Ancient Athens and its Significance Today, Democracy & Nature, Vol.I.
[ii] Ως πρότυπο για τη διατύπωση των παραπάνω παρατηρήσεων λειτούργησαν πρωτοπόρες οργανώσεις διαμαρτυρίας και κοινωνικής ανυπακοής όπως οι αμερικανική Ruckus Society (RS) ή η ιταλική Tutte Bianche (TB) που εντυπωσίασαν με τη δυναμική παρουσία τους στις διαδηλώσεις του Σιάτλ και της Γένοβας αντίστοιχα. Η RS προσφέρει αφιλοκερδώς εκπαίδευση στα μέλη της πάνω σε θέματα όπως η συγκρότηση ομάδων αυτοάμυνας των διαδηλωτών, ο σχηματισμός ανθεκτικών ανθρώπινων αλυσίδων και η μάχη σώμα με σώμα με την αστυνομία. Η εκπαίδευση λαμβάνει χώρα σε ειδικά διαμορφωμένα, κινητά στρατόπεδα που περιοδεύουν σε ΗΠΑ και Καναδά καθ’όλη τη διάρκεια του χρόνου. Περισσότερες πληροφορίες στο http://www.ruckus.org/. Οι ΤΒ έχουν εμπνευστεί από το Ζαπατιστικό αντάρτικο και στοχεύουν στη δημιουργία αποτελεσματικών μονάδων κρούσης διαδηλωτών που θα λειτουργούν με πειθαρχία, αυτοσυγκράτηση και συγκεκριμένη τακτική κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων μαζικής αντιβίας και θα μπορούν να αποτελέσουν στην πράξη το αντίβαρο στις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας. Η πορεία σε παράταξη και ο εξοπλισμός των μελών τους με αντιασφυξιογόνες μάσκες, κράνη, ασπίδες, ρόπαλα και άσπρες, ενισχυμένες προστατευτικές στολές αποτελούν το σήμα κατατεθέν του κινήματος. Το προσωνύμιο ΤΒ άλλωστε μπορεί να μεταφραστεί και ως «Όλα Άσπρα», σαφής αναφορά στις χαρακτηριστικές άσπρες ενδυμασίες των μελών της οργάνωσης.
[iii] Για παράδειγμα, ένας τέτοιος στόχος θα μπορούσε να είναι η βίαιη παρεμπόδιση και διακοπή των εργασιών διεθνών οργανισμών όπως η G8, ο ΠΟΕ ή των διαρκώς μετακινούμενων συνόδων κορυφής της ΕΕ.
[iv] Εγείροντας τα ζητήματα της δουλείας και της παράνομης εισβολής στο Μεξικό, ο Θορώ γράφει:, «Πως έχει χρέος να συμπεριφερθεί ένας άντρας απέναντι στην τωρινή Αμερικανική κυβέρνηση; Η απάντηση είναι ότι δεν μπορεί να σχετίζεται μαζί της και να μην νιώθει ντροπή. Δεν μπορώ ούτε για μια στιγμή να αναγνωρίσω αυτόν τον πολιτικό οργανισμό σαν δική μου κυβέρνηση, αυτήν που κυβερνά και σκλάβους». Και αλλού, «Αυτοί που ενώ δεν εγκρίνουν το χαρακτήρα και τα μέτρα μιας κυβέρνησης, καταθέτουν σε αυτήν την αφοσίωση και την υποστήριξη τους, είναι αναμφίβολα οι πιο συνειδητοί υποστηρικτές της και πολύ συχνά τα πιο σοβαρά εμπόδια στην μεταρρύθμιση. Μερικοί ζητούν από την Πολιτεία να διαλύσει την Ένωση και να αγνοήσει τις επιταγές του Προέδρου. Γιατί δεν την διαλύουν οι ίδιοι – την ένωση μεταξύ των ιδίων και της Πολιτείας – αρνούμενοι να πληρώσουν την εισφορά τους στο θησαυροφυλάκιο; Δεν έχουν μια σχέση με την Πολιτεία, όμοια με αυτήν που η Πολιτεία έχει με την Ένωση [ο Θορώ μιλάει εδώ για την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση]; Και οι λόγοι που δεν άφησαν την Πολιτεία να αντισταθεί στην Ένωση [Ομοσπονδία], δεν ήταν οι ίδιοι που τους εμπόδισαν από το να αντισταθούν στην Πολιτεία;». Τέλος ο Θορώ γράφει: «Συναντώ αυτή την Αμερικανική κυβέρνηση, ή τον εκπρόσωπο της την Πολιτειακή κυβέρνηση, άμεσα και πρόσωπο με πρόσωπο, μια φορά το χρόνο, όχι παραπάνω, στο πρόσωπο του φοροεισπράκτορα της. Αυτός δεν είναι απαραίτητα ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ένας άνθρωπος της δικής μου θέσης την συναντά. Και τότε αυτή λέει χαρακτηριστικά, Αναγνώρισε με΄ και ο πιο απλός, ο αποτελεσματικότερος και στη δεδομένη κατάσταση των πραγμάτων, ο πιο απαραίτητος τρόπος που κάποιος μπορεί να τη χειριστεί, να εκφράσει την μικρή του ικανοποίηση και την αγάπη του για αυτήν [την κυβέρνηση], είναι να την αρνηθεί». Στο H. D. Thoreau, Walden and “Civil Disobedience” (Signet; New York), σς. 224-230.

[v] Η διαφορά είναι εμφανής στην πρόσφατη διαμάχη που ξέσπασε σχετικά με την άρνηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Γερμανίας να επιτρέψει την έκδοση ενός Γερμανού συριακής καταγωγής στην Ισπανία ως υπόπτου για τρομοκρατική δράση. Το αίτημα του Ισπανού δικαστή Γκαρθόν βασίστηκε στη νεότευκτη νομοθεσία περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αλλά απορρίφθηκε από τους Γερμανούς δικαστές που έκριναν ότι παραβιάζει την εγχώρια νομοθεσία και πως αντίκειται στις αρχές που διέπουν το Γερμανικό σύνταγμα. Η σύγκρουση συμφερόντων και η έλλειψη ομοψυχίας μεταξύ των ευρωπαϊκών ελίτ είναι πρόδηλη και συνιστά δείγμα του πρόσφορου εδάφους που έχει στη διάθεση του το κίνημα για ανάπτυξη και υλοποίηση μιας πολιτικής στρατηγικής που θα επιτείνει και θα μεγαλώσει το ρήγμα που έχει δημιουργηθεί στις τάξεις των κυβερνώντων.

Ιραν: Το Νέο Μέτωπο της Αυτοκρατορικής Διαμάχης


Το Ιρανικό πρόβλημα αποτελεί ένα από τα τρέχοντα ζητήματα στην διεθνή πολιτική σκηνή που ενδέχεται να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τον συσχετισμό δυνάμεων εντός του θεσμικού πλαισίου της Αυτοκρατορίας, ενισχύοντας είτε τον φιλο-μοναρχικό συνασπισμό του οποίου ηγούνται οι Ηνωμένες Πολιτείες, είτε την αριστοκρατική θεσμική αντιπολίτευση στο πλαίσιο της οποίας συμπαρατάσσονται η Γαλλία, η Γερμανία, κι εσχάτως, η Μεγάλη Βρετανία.
Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η κυβέρνηση Μπους επιχειρεί να προετοιμάσει το πολιτικό κλίμα τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και ανάμεσα στα μέλη της διεθνούς κοινότητας, για μια νέα στρατιωτική επέμβαση ενάντια στην ισλαμική δημοκρατία του Ιράν με στόχους σε πρώτη φάση την κατάργηση κι αντικατάσταση του θεοκρατικού καθεστώτος και κατά δεύτερο λόγο την εξουδετέρωση του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας. Προς αυτήν την κατεύθυνση φαίνεται να κινούνται οι προσπάθειες της διερευνητικής Επιτροπής για την 11η Σεπτεμβρίου, η οποία στο πόρισμα που εξέδωσε δοκιμάζει να εμπλέξει το Ιράν στην προετοιμασία και οργάνωση του τρομοκρατικού χτυπήματος στους Δίδυμους Πύργους, επιχειρηματολογώντας υπέρ της ύπαρξης επιχειρησιακών δεσμών μεταξύ του δικτύου της al-Qaeda και των Ιρανικών μυστικών υπηρεσιών. Στο ίδιο πλαίσιο οφείλουμε επίσης να ερμηνεύσουμε τις ολοένα και συχνότερες και οξύτερες κατηγορίες που εκτοξεύουν υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι της διορισμένης από τους Αμερικανούς προσωρινής Ιρακινής κυβέρνησης για υποδαύλιση από το Ιράν της εξέγερσης των Σιιτών οπαδών του Μοκτάντα αλ-Σαντρ στις Νότιες επαρχίες του κατεχόμενου Ιράκ.
Η δημιουργία τεχνητής έντασης στις σχέσεις της διεθνούς κοινότητας με το Ιράν στη συγκεκριμένη χρονική φάση εξυπηρετεί ιδεολογικές αλλά και πολιτικές-διπλωματικές επιδιώξεις. Από ιδεολογικής άποψης, αξιώνεται εκ μέρους της Αμερικανικής κυβέρνησης η επαλήθευση και νομιμοποίηση της θεωρητικής προσέγγισης μέ βάση την οποία ο Πρόεδρος Μπους διατύπωσε την θέση του σχετικά με την ύπαρξη ενός υπερεθνικού Άξονα του Κακού’ στον οποίο περιλαμβάνεται και το ‘ταραχοποιό’ καθεστώς του Ιράν.[i] Το Ιράν παρουσιάζεται ως πρόσκομμα στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού του Ιράκ, ενώ βαρύνουσα σημασία θα πρέπει να αποδοθεί και στους ισχυρισμούς του Ισαρήλ ότι το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας του Ιράν συνιστά απειλή για την εθνική του ασφάλεια. Μέσω της εμπλοκής του Ισραήλ στον διάλογο που διεξάγεται με θέμα τον αφοπλισμό του Ιράν τονίζεται η περιφερειακή διάσταση της Ιρανικής στρατηγικής απειλής και ο γεωπολιτικός ρόλος του Ιράν ως δυνητικού αποσταθεροποιητικού παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Στο διπλωματικό επίπεδο, η παρέμβαση του Ισραήλ λειτουργεί ως μοχλός πίεσης ενάντια στην πολιτική διαμεσολάβησης και διπλωματικής συνδιαλλαγής που εφαρμόζεται από τους Ευρωπαίους στο Ιρανικό ζήτημα. Ως γεωστρατηγικός παίκτης το Ισραήλ έχει βαρύνουσα σημασία για το Ιράν αφού, α) είναι γνωστή η επιρροή που είναι σε θέση να ασκήσει στα κέντρα λήψης αποφάσεων και σχεδιασμού εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και β) διαθέτει τα στρατιωτικά μέσα αλλά και την πολιτική βούληση, όπως έχει δείξει στις περιπτώσεις της Συρίας, του Ιράκ και του Λιβάνου, να καταγάγει προληπτικά χτυπήματα ενάντια σε οποιοδήποτε αντίπαλο εκλαμβάνει ως απειλή για τα εθνικά και στρατηγικά του συμφέροντα.
Η επιθετική στάση του Ισραήλ φέρνει πολύ κοντά το ενδεχόμενο μιας ευρύτερης σύρραξης στην Μέση Ανατολή και δυσχεραίνει έτσι τις συνομιλίες των τριών Ευρωπαίων υπουργών εξωτερικών με τους Ιρανούς αξιωματούχους, που υπό το πρίσμα της πίεσης που ασκούν Ισραήλ και ΗΠΑ, ενδέχεται να εκλάβουν τις διπλωματικές ενέργειες των Ευρωπαίων ως παραπλανητικό τέχνασμα ή προπαρασκευαστικό στάδιο μιας ήδη προεξοφλημένης στρατιωτικής επιχείρησης, όπως συνέβη πρόσφατα με το Ιράκ. Το Ιρανικό καθεστώς γνωρίζει πολύ καλά πως οι Ευρωπαίοι δεν είναι σε θέση να συγκρατήσουν το Ισραήλ σε περίπτωση ειλημμένης απόφασης για στρατιωτικό χτύπημα κατά του Ιράν. Σε αυτήν την περίπτωση αναμένεται πάγωμα των διαπραγματεύσεων με την τριμερή Ευρωπαϊκή αντιπροσωπεία. Η στροφή προς μια διπλωματική προσέγγιση με την Ουάσινγκτον παρουσιάζεται ως επιβεβλημένη επιλογή για το Ιράν, αφού μόνο οι Αμερικανοί φαίνεται να είναι σε θέση να αποτρέψουν ένα προληπτικό χτύπημα του Ισραήλ κατά των Ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων. Στην αντίθετη περίπτωση ο πόλεμος καθίσταται αναπόφευκτος, μια εξέλιξη που δεν είναι καθόλου απίθανη εάν οι σκληροπυρηνικοί κληρικοί που πρόσκεινται στον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη της επανάστασης Αλι Χαμενεϊ, επικρατήσουν των μεταρρυθμιστών του Χαταμί στην πάλη για εξουσία που διεξάγεται στο εσωτερικό του Ιράν.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το αποτέλεσμα αυτής της ενδο-καθεστωτικής διαμάχης συνδέεται άμεσα με τους περαιτέρω χειρισμούς της διεθνούς κοινότητας στο θέμα του Ιράν και την θετική έκβαση της προσπάθειας για μια ειρηνική, διπλωματική διευθέτηση της κρίσης. Πιέζοντας προς την κατεύθυνση μιας δυναμικής λύσης, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ ουσιαστικά επιχειρούν να υπονομεύσουν την εξουσία του μετριοπαθή Προέδρου Χαταμί στο εσωτερικό μέτωπο και να στερήσουν την Ευρωπαϊκή Τρόικα από έναν αξιόπιστο συνομιλητή που θα μπορούσε να συμβάλει στην επιτυχή πολιτική διαχείριση του προβλήματος του πυρηνικού αφοπλισμού του Ιράν.
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι στο στόχαστρο των ελιγμών της Αμερικανικής πολιτικής δεν βρίσκεται τόσο το Ιράν και το οπλοστάσιο του, όσο η διπλωματική πρωτοβουλία που έχει αναλάβει η Ευρωπαϊκή Τρόικα Γαλλίας, Γερμανίας και Μεγάλης Βρετανίας για την αποφυγή μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης στο έτσι κι αλλιώς εύφλεκτο και ευμετάβλητο περιβάλλον της Μέσης Ανατολής. Είναι αξιοσημείωτο ότι, για πρώτη φορά μετά την πολιτική διάσπαση που συντελέστηκε στους κόλπους της ΕΕ με αφορμή την Ιρακινή κρίση, οι τρείς μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης έρχονται σε συμφωνία και καταφέρνουν να χαράξουν μια κοινή γραμμή αντιμετώπισης ένος μεγάλου θέματος εξωτερικής πολιτικής. Η σημασία αυτής της εξέλιξης είναι μεγάλη αφού, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που αποτελούν παγιωμένη κρατική οντότητα με εξωτερική πολιτική που κινείται στην βάση σταθερών στρατηγικών και γεωπολιτικών συμφερόντων, η συγκρότηση της ΕΕ σε ομοιογενή γεωστρατηγικό παράγοντα περνά μέσα από την αντιπαράθεση και διπλωματική επικράτηση της σε συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα υπερεθνικής φύσεως και σημασίας (συλλογική ασφάλεια, προστασία του περιβάλλοντος) έναντι του φιλοπόλεμου, μοναρχικού συνασπισμού κρατών που δρά στο διεθνές πεδίο υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση των ΗΠΑ και του Ισραήλ.
Με άλλα λόγια αυτό που διακυβεύεται είναι η αξιοπιστία του Ευρωπαϊκού συνασπισμού ως εναλλακτικού πόλου εξουσίας, ένα είδος αντιπολιτευόμενου κόμματος, στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος της Αυτοκρατορικής υπερεθνικής διακυβέρνησης. Μπορούμε να πούμε πως η ευόδωση του παραπάνω στόχου βρίσκεται σε συνάρτηση με δύο αλληλένδετες παραμέτρους: α) την ικανότητα της Τρόικας να λάβει αποτελεσματικά μέτρα που θα εγγυώνται τον πυρηνικό αφοπλισμό του Ιράν ή την διοχέτευση της παραγωγής κι αξιοποίησης της Ιρανικής πυρηνικής ενέργειας σε ειρηνικούς τομείς αναπτυξιακής δράσης και β) την αποτελεσματική προστασία του Ιράν από τα επεκτατικά πολεμικά σχέδια των ΗΠΑ και του Ισραήλ που θα χρησιμεύσει ως απόδειξη της βιωσιμότητας και λειτουργικότητας του πολυμερούς μοντέλου διακυβέρνησης και των οφελών που μπορούν να αποκομίσουν οι εκάστοτε αντιμαχόμενες παρατάξεις από την μέθοδο της εποικοδομητικής διπλωματικής προσέγγισης που αυτό συνεπάγεται. Δουλεύοντας προς αυτήν την κατεύθυνση, οι Ευρωπαίοι, ενδεχομένως με τη συνδρομή Κίνας και Ρωσίας, οφείλουν να αντιταχθούν σθεναρά σε οποιαδήποτε Αμερικανική πρόταση για παραπομπή του Ιράν στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (αν και η επιβολή οικονομικών κυρώσεων που μπορεί να αποτελέσει διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια της Τρόικας μπορεί να γίνει μόνο από την ολομέλεια του Σ. Α., οπότε το ενδεχόμενο μιας ευρωπαϊκής υπαναχώρησης σε αυτό το ζήτημα τακτικής δεν θα πρέπει να αποκλειστεί). Επιπλεόν, πρέπει να καταστήσουν σαφές, και χωρίς ν’αφήσουν περιθώρια παρερμηνείας, ότι θα αντιδράσουν δυναμικά ενάντια σε κάθε πρωτοβουλία ανάληψης μονομερούς στρατιωτικής δράσης ενάντια στο Ιράν, είτε αυτή προέρχεται από τις ΗΠΑ, πράγμα αμφίβολο όσο οι ΗΠΑ παραμένουν καθηλωμένες στο Ιράκ, είτε από κάποια χώρα προσκείμενη στον Αμερικανικό συνασπισμό, όπως για παράδειγμα το πολεμοχαρές Ισραήλ.


[i] Όπως δήλωσε πρόσφατα η σύμβουλος του Λευκού Οίκου σε θέματα εθνικής ασφαλείας, «Ήταν ο Πρόεδρος [Μπούς] που πρώτος έθεσε αυτό το θέμα [του Ιράν] στην Ομιλία του Προς το Έθνος, την διάσημη ομιλία με τον Άξονα του Κακού’. Και οι σύμμαχοι μας έχουν αρχίσει ν’ανταποκρίνονται». Στο D.E. Sanger, Rice Says Iran Must Not Be Allowed to Develop Nuclear Arms, NYTimes, 09/08/2004.

Tuesday, May 15, 2007

Μαθήματα Δημοκρατίας


Η νίκη του του κόμματος των Σοσιαλιστών στις βουλευτικές εκλογές της Ισπανίας, δεν συνιστά ήττα του κοινοβουλευτισμού και εξανδραποδισμό του πολιτεύματος από την τρομοκρατική βία, όπως πολλοί Αμερικανοί σχολιαστές έσπευσαν να υποστηρίξουν. Αντίθετα, η ήττα του Αθνάρ πρέπει να θεωρηθεί ως ένα σημαντικό μάθημα δημοκρατίας και ως επίδειξη πολιτικής ωριμότητας εκ μέρους του Ισπανικού λαού.
Οι Ισπανοί ψηφοφόροι απέδειξαν πως η ορθή πολιτική κρίση και η προτίμηση για μια πολιτική φιλοσοφία έναντι μιας άλλης, μπορούν ακόμη να λειτουργήσουν ως παράγοντες της εκλογικής διαδικασίας και να διαμορφώσουν το αποτέλεσμα της.
Στην απόφαση του να εκλέξει τους Σοσιαλιστές ο Ισπανικός λαός δεν λειτούργησε υπό το καθεστώς φόβου. Εάν ίσχυε αυτή η μομφή τότε πιθανότατα πανηγυρικός νικητής των εκλογών θα είχε αναδειχθεί η παράταξη του ‘Νόμου και της Τάξης’, το Λαϊκό κόμμα που υπό την ηγεσία του Αθνάρ ακολούθησε μια σκληροπυρηνική πολιτική μηδενικής ανοχής απέναντι σε κάθε φαινόμενο διασάλευσης της πολιτικής και κοινωνικής τάξης. Εάν ο φόβος ήταν το βασικό κίνητρο πίσω από την εκλογή των Σοσιαλιστών το εκλογικό σώμα θα είχε αντιδράσει σπασμωδικά αναθέτωντας την διακυβέρνηση της χώρας στην παράταξη που υιοθετεί πρακτικές αστυνομοκρατίας και μαζικής καταστολής ως την καταλληλότερη μέθοδο αντιμετώπισης τόσο της διεθνούς Ισλαμιστικής τρομοκρατίας, όσο και του εγχώριου ριζοσπαστικού Βασκικού εθνικισμού.
Από την άλλη μεριά, η εκλογή του κόμματος των Σοσιαλιστών αντανακλά την δυσαρέσκεια των Ισπανών πολιτών σχετικά με την αλαζονική σύμπραξη του Αθνάρ με τις ΗΠΑ στο θέμα της εισβολής και παράνομης κατοχής του Ιρακ, παρά την δεδηλωμένη αντίθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού σε μια τέτοια συμμαχία.
Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να εξηγηθεί ικανοποιητικά με βάση το ψυχολογικό σοκ που επέφεραν τα φονικά χτυπήματα της Μαδρίτης στους Ισπανούς ψηφοφόρους. Και πάλι μπορούμε να πούμε ότι από μια τέτοια αντίδραση του κόσμου ωφελημένος θα έβγαινε ο Αθνάρ, αφού θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η δράση των φανατικών μουσουλμάνων εντός της Ισπανικής επικράτειας και η μεταφορά του πολέμου κατά της τρομοκρατίας σε Ισπανικό έδαφος αποτελεί το καλύτερο πρόσχημα για την ιδεολογική νομιμοποίηση της παρουσίας των ενόπλων δυνάμεων της χώρας στο Ιρακ. Προεξοφλώντας και άλλα τρομοκρατικά χτυπήματα παρόμοιας κλίμακας στην καρδιά της Ισπανίας κι εμμένοντας στην αναπόδραστη φύση της τρομοκρατικής απειλής, θα ήταν δυνατό για τον Αθνάρ να δικαιολογήσει την αποστολή Ισπανικού εκστρατευτικού σώματος στο Ιράκ με βάση την λογική της πρόληψης και της ανάσχεσης της δράσης των Ισλαμιστών τρομοκρατών.
Παρ’όλα αυτά, η ήττα των συντηρητικών στις εκλογές μαρτυρά πως οι ψηφοφόροι αξιολόγησαν από διαφορετική σκοπιά τόσο την παρούσα διεθνή πολιτική συγκυρία, όσο και τη θέση της Ισπανίας μέσα σε αυτήν. Απορρίπτοντας τη φιλοπόλεμη ρητορική της κυβέρνησης και παραμερίζοντας τυχόν αισθήματα αντεκδίκησης που μπορεί να γεννήθηκαν από τις επιθέσεις της Μαδρίτης, ο λαός της Ισπανίας ερμήνευσε, με ζηλευτή πολιτική ωριμότητα, τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Μαρτίου ως άμεση συνέπεια της εμπλοκής της Ισπανίας σε έναν άδικο κι επεκτατικό πόλεμο ενάντια σε ένα Αραβικό κράτος. Η ψήφος στον Θαπατέρο ερμηνεύεται όχι μόνο ως ψήφος διαμαρτυρίας κατά του Αθνάρ, αλλά και ως έμπρακτη εκδήλωση της επιθυμίας του Ισπανικού λαού να αναζητήσει μια νέα προσέγγιση στο θέμα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, που θα κινείται πέρα από τα όρια της στρατιωτικής ισχύος και θα απεγκλωβίσει την Ισπανία από την ολομέτωπη σύγκρουση με τον Αραβικό κόσμο που προωθεί η κυβέρνηση Μπούς ως μοναδική στρατηγική για την επίτευξη του στόχου της πάταξης της τρομοκρατίας.
Η αποστασιοποίηση από τις ΗΠΑ σε ζητήματα που αφορούν το πολιτικό τοπίο στην Μέση Ανατολή και η συνακόλουθη επιβεβλημένη αποχώρηση των Ισπανικών ενόπλων δυνάμεων από το Ιρακ είναι το πρώτο λογικό βήμα στο πλαίσιο υλοποίησης της νέας εξωτερικής πολιτικής της Ισπανίας. Από αυτήν την άποψη, είναι κατανοητή η υστερική αντίδραση που προκάλεσε το εκλογικό αποτέλεσμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η απεμπλοκή της Ισπανίας από το Ιρακ στερεί το Αυτοκρατορικό μπλοκ από έναν ικανό στρατηγικό εταίρο, ικανό να συμβάλλει ενεργά τόσο στο επίπεδο της κάλυψης μέρους των τρεχουσών επιχειρησιακών αναγκών της στρατιωτικής κατοχής του Ιρακ, όσο και μέσα από την υπεράσπιση και νομιμοποίηση της Αμερικανικής πολιτικής σε θεσμικά όργανα μη ελεγχόμενα από τις ΗΠΑ, όπως είναι η ΕΕ.
Τους Αμερικανούς ακόμη ανησυχεί η προοπτική της επανάληψης του εκλογικού μοτίβου που απέφερε τον θρίαμβο των σοσιαλιστών στην Ισπανία, σε χώρες όπως η Ιταλία. Κάτι που σταδιακά μπορεί να επιφέρει την αποδόμηση του φιλο-αμερικανικού συνασπισμού εντός της ΕΕ, ή την αποδυνάμωση του σε σημαντικό βαθμό. Η Ευρωπαϊκή κεντροαριστερά φαίνεται να συνειδητοποιεί το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που μπορεί να αποκομίσει από την τήρηση μιας συνεπούς αντιπολεμικής στάσης στο θέμα του Ιρακ, μια εξέλιξη που μπορεί να βοηθήσει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να αντιστρέψουν την τάση συντηρητικοποίησης των Ευρωπαίων ψηφοφόρων, μια τάση που εκφράστηκε μέσα από μια σειρά αποτυχημένων εκλογικών αποτελεσμάτων για την κεντροαριστερά σε Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα κοκ.
Ο Ρομάνο Πρόντι, που αναμένεται να ηγηθεί των Ιταλών σοσιαλιστών στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, με δηλώσεις του ήδη πήρε θέση κατά της Ιταλικής συμμετοχής στην δύναμη κατοχής του Ιρακ, υποσχόμενος πως εαν εκλεγεί θα δρομολογήσει την απόσυρση των Ιταλικών στρατεύματων από την περιοχή. Πέρα από τα βραχυπρόθεσμα εκλογικά ωφέλη που προσδοκά να αντλήσει η Ιταλική αριστερά από μια τέτοια στάση, δίνεται μοναδική ευκαιρεία στα αριστερά κόμματα να ανακτήσουν ορισμένα στοιχεία από την παραδοσιακή αριστερή τους ταυτότητα, επισημαίνοντας και υπερτονίζοντας ταυτόχρονα τις ιδεολογικές διαφορές τους από την κεντροδεξιά.
Αυτή η ανάδειξη του Ιρακινού ζητήματος σε βασικό κριτήριο διαχωρισμού ανάμεσα στα δύο πολιτικά στρατόπεδα που μονοπωλούν το Ευρωπαϊκό κοινοβουλευτικό κατεστημένο είναι μια εξέλιξη που σίγουρα οι Αμερικανοί απεύχονται, αφου στην πράξη σηματοδοτεί την ανάδυση και ενσωμάτωση από τους Ευρωπαϊκούς πολιτικούς θεσμούς ενός αντι-Αμερικανικού ρεύματος, που αναγάγει την αντιπολιτευτική στάση στις μονομερείς αυτοκρατορικές πρωτοβουλίες των ΗΠΑ σε ιδεολογική αφετηρία και βασικό πολιτικό καθήκον.
Επιπροσθέτως, η απαγκίστρωση Ισπανίας και Ιταλίας από την Αμερικανική σφαίρα επιρροής δεν μπορει παρα να συνοδεύεται από μια εκ νέου πολιτική προσέγγιση των δύο χωρών με την ΕΕ. Σε μια τέτοια περίπτωση η ικανότητα των ΗΠΑ να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της Ένωσης και να υπαγορεύουν ή να παρεμποδίζουν την ροή των εξελίξεων περιορίζεται δραστικά. Η σύναψη διπλωματικής συμμαχίας μεταξύ Πολωνίας και Ισπανίας με σκοπό την αποτελεσματικότερη υπεράσπιση των συμφερόντων των δύο χωρών στο θέμα του καταμερισμού των ψήφων εντός του νέου Ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου, λειτούργησε ως ο κυριότερος ανασταλτικός παράγοντας για την μη υπογραφή του νέου Ευρωπαϊκού συντάγματος τον Δεκέμβρη στην σύνοδο των Βρυξελλών. Η διάσπαση του κοινού μετώπου θα αναγκάσει την Πολωνία να μετριάσει την άκαμπτη διαπραγματευτική της στάση και με αυτόν τον τρόπο θα διευκολύνθει η επίτευξη συμφωνίας στο συγκεκριμένο ζήτημα, ανοίγοντας τον δρόμο για την περαιτέρω πρόωθηση της διαδικασίας της Ευρωπαικής ολοκλήρωσης.
Τέλος, η άνοδος των Σοσιαλιστών στην εξουσία ανησυχεί τους Αμερικανούς για έναν ακόμη λόγο. Η κίνηση του Σοσιαλιστή ηγέτη Θαπατέρο να εξαγγείλει δημόσια την δέσμευση του για την αποχώρηση των Ισπανών στρατιωτών από το Ιράκ βρήκε ανταπόκριση από τις μαχόμενες Ισλαμιστικές οργανώσεις που με ανακοίνωση τους εξήγγειλαν την ανάστολη των ‘πολεμικών’ επιχειρήσεων στην Ισπανία με στόχο να δοθεί χρόνος στην νέα κυβέρνηση ώστε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες. Μια τέτοια επίδειξη πολιτικής νοημοσύνης εκ μέρους των τρομοκρατών ‘τρομοκρατεί’ τους Αμερικανούς αφού απειλεί να καταρρίψει τον ιδεολογικό μύθο που με επιμέλεια καλλιεργείται από τα Αμερικανικά και Σιωνιστικά κέντρα εξουσίας. Ένας μύθος που θέλει την ‘πολιτισμένη’, δημοκρατική Δύση να βρίσκεται αντιμέτωπη με μια εκστρατεία άλλογης βίας που υποκινείται αποκλειστικά από έναν τυφλό θρησκευτικό φανατισμό, ένα ενστικτώδες, υπαρξιακό μίσος που δεν υπακούει σε κανένα ορθολογικό πολιτικό κριτήριο, αδυνατεί να κάνει διάκριση μεταξύ φίλου ή εχθρού και δεν ανταποκρίνεται σε κανένα είδος πολιτικού ή στρατηγικού σχεδιασμού. Με άλλα λόγια, τίθεται υπό αμφισβήτιση ο ισχυρισμός ότι η Ισλαμική τρομοκρατία αποτελεί κοινή απειλή για όλους μας, ανεξάρτητα από τις πολιτικές επιλογές που κάνει κάθε κράτος ξεχωριστά ή τον βαθμό στον οποίο η κάθε χώρα συμπαρατάσσεται με ΗΠΑ και Ισραήλ στον πόλεμο που οι τελευταίοι έχουν εξαπολύσει κατά των Αράβων.
Για τους Αμερικανούς αυτό συνιστά μια επικίνδυνη εξέλιξη αφού επαναφέρει στο προσκήνιο τον πολιτικό χαρακτήρα της Ισλαμικής βίας και την συνδέει με συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα, όπως είναι η αποχώρηση των Αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ, ή ο τερματισμός της παράνομης κατοχής Παλαιστινιακών εδαφών από το Ισραήλ. Η ανάληψη στρατιωτικής δράσης ενάντια σε Αφγανιστάν και Ιράκ και η εξαπόλυση μιας γενικευμένης εκστρατείας αστυνομικής καταστολής σε παγκόσμιο επίπεδο είχε σαν στόχο να εξωθήσει την υποβόσκουσα σύγκρουση με τα διάσπαρτα σε όλη την υφήλιο δίκτυα της Ισλαμικής αντίστασης σε τέτοιο βαθμό κλιμάκωσης που κάθε απόπειρα πολιτικής διαπραγμάτευσης να φαίνεται όχι απλώς αντιπαραγωγική ή μάταια αλλά και ηθικώς απορριπτέα. Αντικείμενο αυτής της στρατηγικής ήταν να πρυτανεύσει η λογική της βίας και των αντιποίνων, έναντι κάθε λογικής πολιτικής διαμεσολάβησης και διαπραγμάτευσης όχι μόνο αναφορικά με τους μαχόμενους Ισλαμιστές αλλά και με τον Αραβικό κόσμο στο σύνολο του. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εφαρμογή του Ισραηλινού μοντέλου σε πλανητική κλίμακα.
Η πρωτοβουλία μονομερούς απόσυρσης των Ισπανικών στρατευμάτων από το Ιρακ ανοίγει έναν δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ της νέας Ισπανικής κυβέρνησης και των τρομοκρατικών Ισλαμιστικών οργανώσεων. Μια συνδιαλλαγή που ‘απειλεί’ να σπάσει τον φαύλο κύκλο της βίας και να δείξει ότι η διάχυτη Ισλαμική τρομοκρατία δεν είναι αναπόφευκτο πεπρωμένο για όλες τις χώρες της Δύσης, αλλά αποτελεί ένα φαινόμενο που η κάθε κυβέρνηση μπορεί να διαχειριστεί με πολιτικές μέσα. Και ήταν η γενναία απόφαση που ο Ισπανικός λαός πήρε την ημέρα των εκλογών που μας έδειξε πως η παραπάνω εναλλακτική θεώρηση των πραγμάτων μπορεί να αποτελέσει μια ρεαλιστική πολιτική επιλογή.

Η Προδομένη Βελούδινη Επανάσταση


Υπήρχε κάτι το θαυμαστό και συνάμα κάτι το εξόχως θλιβερό στην κινητοποίηση των Ουκρανών για την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος που έχρισε Πρόεδρο τον φιλορώσο Γιανουκόβιτς. Το θαυμαστό στοιχείο έγγειται στο πάθος με το οποίο ο Ουκρανικός λαός έσπευσε να υπεραμυνθεί του κοινοβουλευτικού συστήματος που τόσο πρόσφατα απέκτησε. Οι διαδηλωτές είναι αποφασισμένοι να επανορθώσουν εδώ και τώρα την αδικία, όχι μέσω της προσφυγής σε μακρόσυρτες και αδιαφανείς δικαστικές διαδικασίες όπου κάθε είδους παρασκηνιακή διαπραγμάτευση είναι δυνατή, αλλά μέσω μιας άμεσης και δυναμικής λαϊκής παρέμβασης που όταν συμβαίνει στην σφαίρα της πολιτικής, ισοδυναμεί με θεϊκή παρέμβαση όπως την εννοεί η θεολογία, σαν ένα φαινόμενο που ανατρέπει τους σταθερούς νόμους που διέπουν το φυσικό βασίλειο.[i]
Στην παραφορά των ανθρώπων που κατέκλυσαν την πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου, στην ακτιβιστική αντίληψη που έχουν για την ιδιότητα του πολίτη και στην πεποίθηση τους ότι αφού η πολιτική εξουσία εκπορεύεται από τον λαό, τότε ο λαός έχει ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα να την ασκήσει ενεργά, διακρίνουμε την ρομαντική εκείνη εκδοχή της δημοκρατίας για την αναβίωση της οποίας μίλησε ο Ζίζεκ[ii] και που εμείς στην Δύση από καιρό έχουμε λησμονήσει. Είναι πράγματι δείγμα τραγικής ειρωνίας ότι η ιδέα της δημόσιας αρετής, με την έννοια της συνεχούς επαγρύπνησης για την προστασία των δημοκρατικών ελευθεριών, προϋποθέτει και έναν βαθμό δυσπιστίας του πολίτη προς τον εκάστοτε ηγεμόνα και το θεσμικό / νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτός ασκεί την εξουσία του. Την στιγμή που αυτό που οι Δυτικοί εμπειρογνώμονες ορίζουν ως πολιτική σταθερότητα (που μεταφράζεται σε μια ομαλή εναλλαγή κυβερνήσεων μέσω της εκλογικής διαδικασίας και στην εξάλειψη της πιθανότητας ανάληψης εκ μέρους των πολιτών οποιασδήποτε αυτόνομης δράσης όπως η διαμαρτυρία ή η εξέγερση) παγιωθεί σε νεόκοπες δημοκρατίες όπως η Ουκρανία, η δημοκρατική αναγέννηση που πολλοί οραματίστηκαν μετά την κατάρρευση του Τείχους θα είναι παρελθόν, αφού κάτι τέτοιο θα συνεπάγεται πως οι αντιστάσεις του πλήθους έχουν οριστικά καμφθεί. Ο δρόμος για την εμφάνιση φαινομένων διαφθοράς, κατάχρησης και σφετερισμού της νόμιμης εξουσίας ανοίγει διάπλατα όταν παύει να υπάρχει ο φόβος της πιθανότητας μιας συντονισμένης λαϊκής αντίδρασης, ενός ξεσηκωμού των πολιτών. Δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε την λογική αλληλουχία που ενυπάρχει ανάμεσα στις παραπάνω διαπιστώσεις και στην υποχρέωση των πολιτών να ξεσηκωθούν ενάντια σε μια άδικη και τυραννική κυβέρνηση που συνιστά το θεμελιώδες άρθρο σχεδόν κάθε σύγχρονης δημοκρατικής συνταγματικής συνθήκης. Στις κοινωνίες του ύστερου κοινοβουλευτισμού ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατικής νομιμότητας, η έμπρακτη εκδήλωση της αρχής της λαικής κυριαρχίας που την καθιστά απτή πραγματικότητα και όχι νεκρό γράμμα, έχει εξοβελιστεί προ πολλού από την επίσημη πολιτική κουλτούρα και έχει απόληξη την ατροφία των θεσμών και την αλλοίωση και δυσλειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος διακυβέρνησης.
Όμως, η εξέγερση των Ουκρανών δεν είναι τόσο αυθόρμητη όσο εκ πρώτης όψεως μπορεί να μοιάζει. Τα πλήθη που συνέρρευσαν στο κέντρο της Ουκρανικής πρωτεύουσας χειραγωγούνται από μια μερίδα της πολιτικής ελίτ, αυτήν του υποψηφίου Γιούσενκο, που μεταχειρίζεται την δυναμική των μαζικών κινητοποιήσεων ως μοχλό πίεσης στο δικό της παιχνίδι εξουσίας. Πρόκειται για σκηνοθετημένη εξέγερση που εντάσσεται στο πλαίσιο της αναδιάταξης των πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Ουκρανίας σε μια νέου τύπου αντιπαράθεση που αναπαράγει τους συγκρουσιακούς όρους και τις διαχωριστικές γραμμές της ψυχροπολεμικής περιόδου. Η ευγενής κληρονομιά της Άνοιξης της Πράγας, μιάς αυθεντικής επαναστατικής ρήξης με την Σοβιετική τυραννία, και των αναίμακτων, ‘βελούδινων’ επαναστάσεων που σηματοδότησαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, γίνεται σήμερα αντικείμενο εκμετάλλευσης από αδίστακτους καιροσκόπους πολιτικούς του πρώην ανατολικού μπλοκ που μετατρέπουν την ιστορική εμπειρία της ειρηνικής επανάστασης σε μοντέλο δράσης για την αποσταθεροποίηση και αποκαθήλωση των μετα-σοβιετικών καθεστώτων. Θα μπορούσε να πεί κανείς ότι πρόκειται για την επεξεργασία από τα δεξιά μιας μηχανιστικής μεθόδου ανατρεπτικής δράσης αντίστοιχης με αυτήν της επαναστατικής εστίας (foco theory) του κομμουνιστή Ερνέστο Γκεβάρα, μια φόρμουλα προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της μεταψυχροπολεμικής περιόδου και στις συνθήκες που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο πολιτικό τοπίο της Ανατολικής Ευρώπης. Η Ουκρανία έχει μετατραπεί σε θέατρο μεταψυχροπολεμικής σύγκρουσης ανάμεσα στις ΗΠΑ από την μια μεριά και στη νέα Ρωσία του Πούτιν από την άλλη. Μπορεί το υπόδειγμα της βελούδινης επανάστασης όπως αυτή εκτυλίχθηκε στην Πράγα το 1968, να υπήρξε κατ’εξοχήν προϊόν του ψυχρού πολέμου, όμως η στρατηγική γραμμή της βελούδινης επανάστασης, η μεθοδευμένη και κυνική εκμετάλλευση των προσδοκιών και των ονείρων ενός ολόκληρου λαού ως μέσον για την τοποθέτηση φιλοδυτικών κυβερνήσεων στην εξουσία των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, είναι το δίχως άλλο μια πρόσφατη εξέλιξη. Είναι η στερεοτυπική απάντηση της Δύσης, στην κατάχρηση δημοκρατικών εξουσιών στην οποία συστηματικά προβαίνουν οι φιλορωσικές ελίτ στα πρώην κομμουνιστικά κράτη για να ισχυροποιήσουν την εξουσία τους και να εξουδετερώσουν κάθε αντιπολιτευτική τάση στο εσωτερικό (αλλοίωση ή παραχάραξη εκλογικών αποτελεσμάτων, χρήση κυβερνητικών κονδυλίων για υποστήριξη ημέτερων υποψηφίων, τάσεις συγκεντρωτισμού των εξουσιών, υπαγωγή ανεξάρτητων θεσμικών οργάνων σε κρατικό έλεγχο). Στην Ουκρανία σήμερα, όσο και στη Γεωργία πριν από έναν χρόνο, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το νέο πρόσωπο του Ψυχρού Πολέμου.
Και ο Ουκρανικός λαός; Φοβούμαι ότι οι υποστηρικτές του Γιούσενκο ασυνείδητα αγωνίζονται για να κατοχυρώσουν το δικαίωμα που θα τους επιτρέψει να διαδηλώσουν αργότερα κατά του ανθρώπου που τώρα με τόσο πάθος υπερασπίζονται. Ο Γιούσενκο μπορεί να περιβάλλεται τον ιδεολογικό μανδύα του φιλοδυτικού μεταρρυθμιστή, υποσχόμενος προσέγγιση με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και άνοδο του βιοτικού επιπέδου, όμως τα μέχρι τώρα δείγματα γραφής των πνευματικών συνοδοιπόρων του όπου αυτοί ανέλαβαν την εξουσία, κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά μπορούν να χαρακτηριστούν.
Η οριστική επικράτηση της Βελούδινης Επανάστασης και η συνακόλουθη κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος δεν επέφερε τον δραστικό εκδημοκρατισμό των κοινωνιών της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά κατέληξε σε μια χειρουργικού τύπου μεταφύτευση του δυτικού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου στην πιο ατελή του μορφή. Στην Ρωσία ήταν ο φιλελεύθερος εκσυγχρονιστής Γέλτσιν που επιδόθηκε σε μια άνευ προηγουμένου λεηλασία της δημόσιας περιουσίας, στην αποσάρθρωση του κρατικού μηχανισμού που τώρα προσπαθεί να ανασυγκροτήσει ο Πούτιν, και στον πλήρη ευτελισμό της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης στις διεθνείς υποθέσεις. Οι νεότευκτες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ευρώπης που προήλθαν από τις μαζικές εξεγέρσεις του 1989, σε καμία περίπτωση δεν αναδείχτηκαν μετά την απελευθέρωση τους σε ενεργά υποκείμενα με ανεξάρτητη φωνή στην διεθνή σκηνή. Απλώς αντάλλαξαν την καταναγκαστική κηδεμονία της πρώην ΕΣΣΔ, με μιάν άλλη μορφή κηδεμονίας, αυτήν της εθελούσιας υποταγής και τυφλής αφοσοίωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η προσήλωση στα ιδανικά της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας που φαινομενικά επαγγέλονταν οι απανταχού αντι-κομμουνιστές αντιφρονούντες, όπως ο ‘σεβάσμιος’ Βάτσλαβ Χάβελ, πήγε περίπατο όταν ο Μπους πήρε την απόφαση να αιματοκυλήσει το Ιράκ.
Όσο για την οικονομία, οι ‘αναγεννημένοι δημοκράτες’ του πρώην ανατολικού μπλοκ παρουσιάζονται ως ένθερμοι υποστηρικτές του πιο πρωτόγονου οικονομικού φιλελευθερισμού, σε μια θλιβερή πραγματικά προσπάθεια να καταστήσουν τις χώρες τους ελκυστικές ως προς την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Επιζητώντας την άνευ όρων ενσωμάτωση των εθνικών τους οικονομιών στο σύστημα της διεθνοποιημένης αγοράς, στην πραγματικότητα οι ανατολικοευρωπαίοι ηγέτες διεκδικούν για τις χώρες τους την όχι και τόσο τιμητική θέση του επιχειρηματικού παραδείσου, που εν πολλοίς συνίσταται στην θεσμοθέτηση φορολογικών απαλλαγών προς όφελος των επιχειρήσεων, στην συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, τη χαλάρωση του κανονιστικού πλαισίου που αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και την μόνιμη καθήλωση των εισοδημάτων σε σχέση με τα επίπεδα των αμοιβών που ισχύουν στις ανεπτυγμένες κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης. Εξέλιξη που εκ των πραγμάτων αποκλείει οποιαδήποτε πιθανότητα μελλοντικής εισοδηματικής σύγκλισης μεταξύ του Ευρωπαικού Κέντρου και της πρώην κομμουνιστικής περιφέρειας. Στην θέση της πνιγηρής μισθολογικής ομοιομορφίας που είχε επιβληθεί επί κομμουνισμού, οι φλογεροί επαναστάτες που διαδέχτηκαν στην εξουσία την σταλινική νομενκλατούρα εισήγαγαν απορρυθμιστικά μέτρα, συμμορφούμενοι με τις επιταγές της δυτικής οικονομικής ορθοδοξίας, που οδήγησαν σε έξαρση της κοινωνικής ανισότητας, καταδικάζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε μια ζωή φτώχειας κι εξαθλίωσης. Σήμερα μπορούν να υπερηφανεύονται ότι τα κύρια εξαγώγιμα ‘προϊόντα’ των χωρών τους είναι οι καλλίγραμμες νεαρές χορεύτριες που κατακλύζουν τα νυχτερινά διασκεδαστήρια της δυτικής Ευρώπης και οι κάθε λογής Ρωσικές, Ουκρανικές, Αλβανικές ή Ουγγρικές μαφίες, δίκτυα επαγγελματιών κακοποιών με διακρατική οργάνωση και δράση. Αντί λοιπόν να οργανώνουν συναντήσεις με τα μέλη των Σερβικών φοιτητικών οργανώσεων κοινωνικής ανυπακοής που πρωτοστάτησαν στις διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος Μιλόσεβιτς,[iii] ίσως θα ήταν πιο συνετό για τους οπαδούς της Ουκρανικής αντιπολίτευσης να απευθυνθούν στους πολίτες της Γεωργίας με ένα απλό ερώτημα: πόσο καλύτερη είναι η ζωή μετά την πραγματοποίηση και της δεύτερης βελούδινης επανάστασης σας; Ίσως έτσι να γλιτώσουν από την μοίρα του τραγικού ήρωα της αρχαιότητας, αυτήν του ανθρώπου που άθελα του, και παρόλο που νομίζει ότι πράττει το σωστό, στην πραγματικότητα με κάθε του ενέργεια βαδίζει ολοένα και πιο κοντά προς την ολοκληρωτική κατα
[i] Αυτό που οι θεολόγοι αποκαλούν ‘Θαύμα’.
[ii] Σ. Ζίζεκ, Μίλησε Κανείς για Ολοκληρωτισμό; (Scripta, 2002), σελ. 345-6.
[iii] Timothy Garton Ash, Freedom’s Front Line, The Guardian, 25/11/2004.

Monday, May 14, 2007

Επίθεση στο Λονδίνο: Μαζική Δολοφονία ή Αντάρτικο;


Την επαύριο των βομβιστικών επιθέσεων στο Λονδίνο ο Τόνι Μπλερ εμφανίστηκε ως φτηνή απομίμηση του Τσόρτσιλ στις τηλεοράσεις και προανήγγειλε την τελική επικράτηση του «ανεπτυγμένου κόσμου» στην μάχη κατά των τρομοκρατών, διατυμπανίζοντας τη χαλύβδινη αποφασιστικότητα του να υπεραμυνθεί του «τρόπου ζωής μας» που εσχάτως έχει περιέλθει στο στόχαστρο της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Οι προαναφερόμενες μελοδραματικές διακηρύξεις του Άγγλου πρωθυπουργού δεν αποσκοπούν στον καθησυχασμό της Βρετανικής κοινής γνώμης, όπως πολλοί αναλυτές διαβεβαιώνουν. Αντίθετα, στοχεύει στον αποπροσανατολισμό του Βρετανικού κοινού και στην παραπληροφόρηση του σχετικά με τις πραγματικές αιτίες της συνεχιζόμενης τρομοκρατικής εκστρατείας ισλαμιστικής προέλευσης που πλήττει τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα των ευρωπαϊκών κρατών. Χρησιμοποιώντας το διάτρητο επιχείρημα της σύγκρουσης των πολιτισμών ο Μπλερ αποπειράται να συγκαλύψει την πολιτική φύση της αντιδικίας με τους στρατευμένους ισλαμιστές καθώς και να αποκρύψει τα πολιτικά διακυβεύματα που εξαρτώνται από την έκβαση της, όπως είναι η συνέχιση της κατοχής μουσουλμανικών εδαφών από ξένες δυνάμεις και η υποδούλωση μιας μεγάλης μερίδας των μουσουλμανικών εθνών με σκοπό την εξασφάλιση του πλήρους ελέγχου της Δύσης επί των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Μέσης Ανατολής. Παράλληλα, με «παιδικές» δηλώσεις περί θρησκόληπτων φανατικών που «μισούν» την ελευθερία η Αγγλική κυβέρνηση επιχειρεί να αποποιηθεί των ευθυνών της σχετικά με την εμπλοκή της στον παράνομο πόλεμο του Ιράκ και να εξοβελίσει προληπτικά από τον επερχόμενο δημόσιο διάλογο κάθε πιθανό συσχετισμό που μπορεί να γίνει μεταξύ της εγκληματικής της πολιτικής στο Ιράκ και των επιθέσεων στο μετρό του Λονδίνου.
Παρ’όλα αυτά, οι επιθέσεις του Λονδίνου πρέπει να εκληφθούν ως αυτό που πραγματικά ήταν. Αντίμετρα δηλαδή εκ μέρους της ένοπλης ισλαμικής αντίστασης για την συμμετοχή της Βρετανίας στην απρόκλητη κατακτητική εκστρατεία εναντίον του Ιράκ και στην συνεχιζόμενη παραμονή Αγγλικών στρατευμάτων σε Αραβικό έδαφος. Το Λονδίνο ήταν το τελευταίο επεισόδιο σε μια εκστρατεία ένοπλης πάλης που διεξάγεται σε παγκόσμια κλίμακα από ένα διεθνές ένοπλο ισλαμικό κίνημα. Το χτύπημα δεν ήταν απροσδόκητο αφού ο Μπιν Λάντεν είχε επανειλημμένα προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο πραγματοποίησης στρατιωτικής επιχείρησης σε Βρετανικό έδαφος σε προγενέστερα μηνύματα του. Ο Λάντεν έθετε σαν όρο για την ματαίωση των επιθέσεων την τροποποίηση της στάσης της Αγγλικής κυβέρνησης έναντι των μουσουλμάνων σε Ιράκ, Αφγανιστάν και Παλαιστίνη και την απόσυρση της υποστήριξης που παρέχει απλόχερα η Βρετανία στη φιλοπόλεμη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ακόμη, σε ξεχωριστό μήνυμα του, ο Λάντεν απευθύνθηκε απευθείας στους λαούς της Ευρώπης παρακάμπτοντας εντελώς τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις τους και τους έθεσε προ των ευθυνών τους, προθυμοποιούμενος να προσφέρει, «…μια πρωτοβουλία συμφιλίωσης σε αυτούς [τους λαούς της Ευρώπης], που περιλαμβάνει την υπόσχεση μας να σταματήσουμε τις επιχειρήσεις ενάντια σε όποια χώρα αναλάβει δέσμευση να απόσχει από επιθέσεις εναντίον μουσουλμάνων και να μην παρεμβαίνει στις υποθέσεις τους – συμπεριλαμβανόμενης της συνομωσίας των ΗΠΑ σε βάρος του ευρύτερου μουσουλμανικού κόσμου».[i]
Σύμφωνα με τον Λάντεν, εάν οι ευρωπαϊκοί λαοί επιθυμούσαν πραγματικά την αποκατάσταση του δικαιώματος τους στην ασφάλεια, ένα δικαίωμα το οποίο υποθηκεύτηκε με αποκλειστική υπαιτιότητα των κυβερνήσεων τους, δεν είχαν παρά να καταψηφίσουν στις εκλογές τα πολεμοχαρή, φιλοαμερικανικά κόμματα (Λαϊκό Κόμμα στην Ισπανία, Νέοι Εργατικοί στη Βρετανία) και να εγκαταστήσουν στην κυβέρνηση κόμματα που δεν διάκεινται εχθρικά προς την παγκόσμια ισλαμική κοινότητα και με τα οποία το διεθνές ένοπλο ισλαμιστικό κίνημα είναι πρόθυμο να συνάψει άτυπο σύμφωνο μη-επίθεσης. Μια τέτοια κίνηση, στην οποία προσφάτως προέβη ο ισπανικός λαός, δεν συνιστά υπαναχώρηση στις διαθέσεις των τρομοκρατών, όπως αρέσκονται να υποστηρίζουν τα αμερικανικά ΜΜΕ, αλλά έμπρακτη συναίνεση στο δίκαιο αίτημα των μουσουλμάνων για τερματισμό της δολοφονικής αμερικανικής και εβραϊκής κατοχής των εδαφών τους και ανάκτηση της αυτονομίας τους απέναντι στον απροκάλυπτο παρεμβατισμό της Δύσης. Παρά την μαζική και εκπεφρασμένη αντίθεση τους στον πόλεμο του Ιράκ, οι Βρετανοί απέτυχαν να τιμωρήσουν τον εγκληματία πολέμου Μπλερ στις εκλογές του Ιουνίου και να του αφαιρέσουν την πρωθυπουργία, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν κόμματα όπως οι Φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί του Τσαρλς Κέννεντυ και το RESPECT του Τζορτζ Γκάλογουέι που αντιτάχθηκαν σθεναρά στην εισβολή κατά του Ιράκ και προέβαλαν ως δόκιμη εναλλακτική λύση έναντι του ζουρλομανδύα του κομματικού διπολισμού.
Τα χτυπήματα του Λονδίνου στόχευαν ακριβώς σε μια αλλαγή αυτής της νοοτροπίας που ευθύνεται για την διατήρηση των Εργατικών στην εξουσία. Ήταν περισσότερο απόπειρα παρέμβασης στην πολιτική διαδικασία και υπενθύμισης της σύγκρουσης που βρίσκεται εν εξελίξει, παρά τρομοκρατική επιχείρηση που στόχευε σε αντεκδικήσεις και μεγιστοποίηση των απωλειών μεταξύ του άμαχου πληθυσμού. Γράφτηκε ότι όπως συνέβη με τον Μπους στις ΗΠΑ, ο Μπλερ στηρίχτηκε για την επανεκλογή του στο έργο που είχε να επιδείξει η κυβέρνηση του σε σχέση με την επιτυχή διαχείριση εσωτερικών ζητημάτων όπως η ανάπτυξη, η μείωση της ανεργίας κλπ. Με τα χτυπήματα του Λονδίνου η al-Qaeda φιλοδοξεί να προσθέσει και την ασφάλεια στον κατάλογο των εσωτερικών αυτών ζητημάτων και να καταδείξει πως η εξέλιξη του πολέμου σε Ιράκ, Αφγανιστάν και Παλαιστίνη δεν είναι απλώς ένα εξειδικευμένο θέμα που εμπίπτει στην κατηγορία της αφηρημένης εξωτερικής πολιτικής, αλλά είναι θέμα που αφορά άμεσα όλους τους βρετανούς πολίτες και γι’αυτό οφείλει να λάβει προτεραιότητα έναντι των άλλων ζητημάτων ως κριτήριο αξιολόγησης του έργου της μίας ή της άλλης κυβέρνησης.
Τα χτυπήματα στο μετρό του Λονδίνου εμπεριέχουν και έναν έντονο συμβολισμό σε ότι αφορά το σκεπτικό και τους σκοπούς πίσω από τη δράση των τρομοκρατών από την άποψη ότι δεν επιλέχθηκαν στόχοι με στρατηγική στρατιωτική σημασία, όπως λόγου χάρη τα γραφεία της Αγγλικής υπηρεσίας πληροφοριών ΜΙ6 στις όχθες του Τάμεση, ή το κέντρο οικονομικής δραστηριότητας της Αγγλικής πρωτεύουσας στην περιοχή του Σίτυ. Η επιλογή του μετρό αποσκοπούσε στο να αποδείξει περίτρανα την βούληση καθώς και την ικανότητα των τρομοκρατών να επιφέρουν καίρια πλήγματα στις υποδομές του μητροπολιτικού Λονδίνου και με αυτόν τον τρόπο να διακόψουν την ομαλή ροή της καθημερινότητας στα αστικά κέντρα της Ευρώπης. Με άλλα λόγια, η al-Qaeda επιχειρεί να δρομολογήσει εξελίξεις στα ζητήματα που απασχολούν τον μουσουλμανικό κόσμο, ταράζοντας τα λιμνάζοντα νερά των κοινωνιών της Ευρώπης που θεωρούν ότι μπορούν να συνεχίζουν τη ζωή τους σε κανονικούς ρυθμούς τη στιγμή που οι κυβερνήσεις τους εμπλέκονται άμεσα ή συνεργούν με έμμεσο τρόπο στη σφαγή μουσουλμάνων παγκοσμίως και σε καθημερινή βάση.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως οι εκκλήσεις του Μπιν Λάντεν για μια ανοιχτή αντιπαράθεση των Βρετανών πολιτών με την κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ καθώς και οι επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις του για επερχόμενα χτυπήματα σε χώρες που πολεμούν στο πλευρό των ΗΠΑ στο Ιράκ, δεν έχουν και μεγάλη αξία από την άποψη των προληπτικών μέτρων που θα μπορούσε να λάβει ο κάθε πολίτης ξεχωριστά προκειμένου να αποφύγει να βρεθεί στη γραμμή πυρός των επιχειρήσεων της al-Qaeda. Όμως, ιδωμένο από τη σκοπιά του ισλαμιστή μαχητή το νόημα των επιθέσεων είναι ακριβώς αυτό: δεν μπορεί να υπάρξει ομαλοποίηση των συνθηκών διαβίωσης στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δεν μπορεί να υπάρξει γαλήνη και κανονικότητα όσο η διαρκής και πολυμέτωπη επίθεση κατά των μουσουλμάνων σε όλο τον κόσμο συνεχίζεται.


Μαζική Δολοφονία ή Αντάρτικο;

Ο δήμαρχος του Λονδίνου Κεν Λίβινγκστον παρομοίασε τις επιθέσεις του Λονδίνου με μαζική δολοφονία. Με βάση τα λεγόμενα του «Κόκκινου Κεν», τα χτυπήματα ήταν εγκληματικές ενέργειες που στερούνται πολιτικού νοήματος και δεν επιδέχονται θεωρητικής ή ιδεολογικής δικαιολόγησης. Άποψη μου είναι πως ακριβώς το αντίθετο ισχύει και ότι τα χτυπήματα στο βρετανικό μετρό αποτελούν μια ορθολογική επιλογή από άποψη στρατιωτικής τακτικής, σε συμφωνία με τις βασικές αρχές που διέπουν τη θεωρία και πρακτική ενός αντάρτικου κινήματος. Επιγραμματικά, μπορούμε να αναφέρουμε πως οι βασικές επιδιώξεις σε επίπεδο τακτικής και στρατηγικής, των χτυπημάτων σε μαλακούς στόχους όπως είναι το δίκτυο δημοσίων συγκοινωνιών της Αγγλικής πρωτεύουσας είναι οι εξής: α) να δυσχεράνουν τη θέση της βρετανικής κυβέρνησης αυξάνοντας το κόστος σε ανθρώπινες ζωές της δράσης μαχητών του εχθρού εντός της βρετανικής επικράτειας και, β) να αυξήσουν τη λαϊκή πίεση για επίλυση του ισλαμικού ζητήματος με πολιτικά μέσα καταδεικνύοντας την αναποτελεσματικότητα των κατασταλτικών μέτρων ασφαλείας. Από άποψη επιχειρησιακής εφαρμογής και υλοποίησης οι επιθέσεις ενάντια σε μαλακούς στόχους είναι σίγουρα μια απόλυτα λογική επιλογή καθώς, α) καθιστά τη πρόβλεψη και πρόληψη τρομοκρατικών χτυπημάτων εκ μέρους των υπηρεσιών ασφαλείας ουσιαστικά αδύνατη, β) έχει πολιτική απήχηση στους πληγέντες μουσουλμανικούς πληθυσμούς που συνεχίζουν να τελούν υπό το βάρβαρο καθεστώς μιας πολυεθνικής ξένης κατοχής (ΗΠΑ, Ισραήλ, Βρετανία, Ρωσία) και γ) συνιστά ρεαλιστική στρατιωτική προσέγγιση εκ μέρους των στρατηγικών εγκεφάλων που κατέστρωσαν το σχέδιο επίθεσης αφού την ίδια στιγμή που το Λονδίνο ήταν μια ανοχύρωτη πόλη με παρουσία μόλις χιλίων αστυνομικών, το Gleneagles στη Σκοτία όπου διεξαγόταν η σύνοδος του G8 και που κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει φυσικό στόχο των τρομοκρατών βρισκόταν σε ανεπίσημη κατάσταση πολιορκίας φυλασσόμενο από 5.000 πάνοπλους αστυνομικούς. Στον σχεδιασμό των επιθέσεων του Λονδίνου φαίνεται λοιπόν πως πρυτάνευσε η πολιτική φρόνηση και ο στρατιωτικός ρεαλισμός και όχι όπως λέει ο Κεν Λίβινγκστον το δολοφονικό μένος των βομβιστών αυτοκτονίας.

[i] «Μήνυμα του Οσάμα Μπιν Λάντεν στους Λαούς της Ευρώπης», στο http://www.muhajiroun.com/.