Saturday, November 8, 2008

Αντι-Βία και Αυτονομία (Συζητήσεις με έναν Ρεφορμιστή)


Κατά καιρούς οι αντιεξουσιαστές έχουν κατηγορηθεί από τους γραφειοκράτες και τα φιλειρηνικά κινηματικά στοιχεία, πως με το να εκτοξεύουν μολότοφ και να προκαλούν επεισόδια στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, ουσιαστικά «καπελώνουν» τις κινητοποιήσεις και παίζουν το παιχνίδι του κράτους και της αστυνομίας δίνοντας τους αφορμή να παρέμβουν δυναμικά και να καταστείλουν τις διαμαρτυρίες. Κατά την άποψη μου, η ρίζα της διαφωνίας σχετικά με την δράση των αντιεξουσιαστών έγκειται σε μια διαφορετική αντίληψη που υπάρχει ανάμεσα σε ρεφορμιστές και αντιεξουσιαστές ως προς το ποιες μορφές αντίστασης συνιστούν αποδεκτές μεθόδους δράσης για ένα κίνημα (μέσον), αλλά και αναφορικά με τους στόχους που πρέπει να έχει ένα αυθεντικά δημοκρατικό κοινωνικό κίνημα (σκοπός).

Σε προηγούμενο άρθρο μου υποστήριξα την άποψη πως ο διασκορπισμός των αντιεξουσιαστών σε πολλά διαφορετικά μπλοκ είναι ένα μέτρο τακτικής και υπαγορεύεται από την ανάγκη αποφυγής της αστυνομικής καταστολής. Αν οι αναρχικοί συγκεντρώνονταν σε ένα ενιαίο μπλοκ για να διαδηλώσουν συντεταγμένα, τότε απλά θα διευκόλυναν το έργο της αστυνομίας που θα μπορούσε εύκολα να τους κυκλώσει, να τους αποκόψει, να τους χτυπήσει και να τους συλλάβει. Και αυτό γιατί οι αναρχικοί δεν αποτελούν στόχο για τις πράξεις τους, αλλά εξαιτίας των ιδεών τους. Το black bloc είναι εκ των προτέρων ταξινομημένο στα εγχειρίδια καταστολής διαδηλώσεων ως ομάδα «υψηλής επικινδυνότητας» και γι’ αυτό είναι πάντα υποψήφιο να δεχτεί επίθεση ή να υποστεί κάθε είδους παρενόχληση από τους ΜΑΤαδες που το περικυκλώνουν στις διαδηλώσεις. Αντίθετα με ότι μπορεί να πιστεύουν οι μετριοπαθείς οπαδοί της μη-βίας, ο στόχος των μπάτσων δεν είναι η πρόληψη και αποτροπή επεισοδίων, αλλά η κατατρομοκράτηση και η πολιτική αδρανοποίηση του αντιεξουσιαστικού κινήματος μέσω του φόβου.

Η λογική σύμφωνα με την οποία η δράση των αναρχικών είναι προβοκατόρικη και εξυπηρετεί την καταστολή διαδηλώσεων είναι απλώς λανθασμένη. Το Κράτος δεν έχει ανάγκη από προσχήματα για να διαπράξει τις κτηνωδίες του ενάντια στους φοιτητές, τους ανέργους, τους συνταξιούχους, κλπ. Όταν η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έσπαγε κεφάλια συνταξιούχων μπροστά από το Υπουργείο Οικονομικών, οι αναρχικοί απουσίαζαν παντελώς από το γεγονός. Οι συνταξιούχοι χτυπήθηκαν με τον πιο άγριο τρόπο επειδή απαίτησαν και επιχείρησαν να εισέλθουν στο Υπουργείο. Με άλλα λόγια, ήταν ο στόχος της κινητοποίησης που δημιούργησε την ανάγκη για την βίαιη καταστολή της.

Αυτό μας φέρνει στο ζήτημα των σκοπών τους οποίους εξυπηρετεί μια κινητοποίηση. Οι φοιτητές, οι απολυμένοι, οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι μπορεί να επιθυμούν να διαδηλώσουν ειρηνικά. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως όλες οι μαζικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, υπόκεινται στην αστυνόμευση των σωμάτων καταστολής τα οποία πάντα παρατάσσονται περιμετρικά των διαδηλώσεων και είναι οπλισμένα μέχρι τα δόντια, σε ετοιμότητα για μάχη. Ο λόγος για αυτή τη φαινομενική αντίφαση είναι απλός. Η συγκέντρωση διαμαρτυρίας έχει εξ ορισμού την έννοια της εναντίωσης στη θέληση του Κράτους. Είναι μια συλλογική εκδήλωση ανυπακοής ενάντια στο υποτιθέμενο δικαίωμα του Κράτους να διαμορφώνει και να υπαγορεύει πολιτικές στο σύνολο της κοινωνίας. Η υπεροπλία των σωμάτων ασφαλείας είναι ο παράγοντας που εγγυάται τον θρίαμβο της εξουσιαστικής λογικής. Δηλαδή εγγυάται την ικανότητα του Κράτους να επιβάλλει με τη βία τη θέληση του στους πολίτες που αρνούνται να συμμορφωθούν. Όσο αυτή η ισορροπία δυνάμεων παραμένει αναλλοίωτη, οι συλλογικές κινητοποιήσεις έχουν απλώς συμβολικό χαρακτήρα και αμφίβολη πολιτική χρησιμότητα, στο μέτρο που την αποδέχονται αδιαμαρτύρητα και απλώς επιβεβαιώνουν την παντοδυναμία του κρατικού οργανισμού.

Η ανατροπή μπορεί να συντελεστεί σε δύο επίπεδα. Πρώτα στο πεδίο των ιδεών. Παρ’ όλο που δεν ήταν αναρχικός, ο μεγάλος φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ είχε γράψει πως ο αναρχισμός συνιστά, «το απώτατο ιδανικό το οποίο κάθε κοινωνία θα πρέπει συνεχώς να προσεγγίζει»
[i]. Το ευγενές ιδανικό για το οποίο μιλούσε ο Ράσελ είναι η ανάθεση της πολιτικής δύναμης στα χέρια των ίδιων των πολιτών, που ως έλλογα όντα είναι οι κατεξοχήν αρμόδιοι να αποφασίζουν οι ίδιοι για τα συμφέροντα τους. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη δημιουργία συλλογικών, δημοκρατικών θεσμών που θα κατοχυρώνουν την ισοκατανομή πολιτικής και οικονομικής δύναμης μεταξύ των πολιτών και θα επιτρέπουν στο κοινωνικό σώμα να αποφασίζει ελεύθερα και συνολικά για τα κρίσιμα θέματα που το αφορούν. Αν θεωρούμε πως είμαστε ορθολογικά όντα, προικισμένα με την ικανότητα της αναλυτικής σκέψης στο όνομα της οποίας δεν διστάζουμε να εκφέρουμε απόψεις και να κάνουμε κριτική στους θεσμούς και τους διεφθαρμένους άρχοντες που μας κυβερνούν, γιατί πρέπει να συμβιβαζόμαστε με το να ασκούμε έξωθεν κριτική και δεν απαιτούμε την κατάργηση των αρχόντων και την θέσμιση μιας μορφής αυτοκυβέρνησης; Γι’ αυτό τον λόγο, η αναρχία δεν μπορεί να στοχεύει στην άσκηση πίεσης στο Κράτος, ούτε στην εκμαίευση παραχωρήσεων από αυτό, παρά οφείλει να αποβλέπει στην ολική κατάργηση της παρασιτικής κρατικής γραφειοκρατίας και στην αντικατάσταση της από το ζωντανό σώμα της κοινωνίας.

Η τακτική των ειρηνικών κινητοποιήσεων δεν μπορεί παρά να εξυπηρετεί μια λογική συνδιαλλαγής με το Κράτος και να αποβλέπει στην αναγνώριση των αιτημάτων των διαδηλωτών από τις αρχές ως «νομίμων» και «δικαιολογημένων». Όμως αυτή η στρατηγική αντιστοιχεί σε μια αντίληψη που ουσιαστικά αναγνωρίζει την ηθική πρωτοκαθεδρία και την νομιμότητα του Κράτους από το οποίο, ως άλλος πολιτικός επαίτης, επιζητά «νομιμοποίηση». Αντίθετα, η λογική της αυτονομίας οδηγεί αναπόδραστα σε μια στρατηγική μετωπικής σύγκρουσης με το Κράτος σε όλα τα επίπεδα. Κατά τη γνώμη μου, ο στόχος ενός αυθεντικά δημοκρατικού κινήματος οφείλει να είναι η άνευ όρων επιβολή των επιδιώξεων του και η συντριβή της Κρατικής εξουσίας στον βαθμό που αυτή εναντιώνεται στην αυτόνομα καθορισμένη βούληση των πολιτών.

Ένα κίνημα είναι επαναστατικό όχι επειδή χρησιμοποιεί βίαιες μεθόδους, αλλά επειδή εμπεριέχει αιτήματα με ριζοσπαστικό πολιτικοοικονομικό περιεχόμενο. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός, ότι ένα επαναστατικό κίνημα οφείλει να προσφεύγει στην μαζική αντι-βία ως μέσον υπέρβασης και σε αντιδιαστολή με τα βίαια μέτρα που λαμβάνει το Κράτος εναντίον των πολιτών του για να εμποδίσει την χειραφέτηση τους.

Πράγμα που μας φέρνει στο δεύτερο επίπεδο, αυτό της πολιτικής πράξης. Αυτό που λαμβάνει χώρα στον δρόμο ανάμεσα στους ακτιβιστές και τους μπάτσους δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια σύγκρουση θελήσεων. Όταν το Κράτος καταδιώκει τους αναρχικούς επειδή αυτοί υποστηρίζουν την κατάλυση του και την θέσμιση της πραγματικής δημοκρατίας με την μορφή της αυτοκυβέρνησης, το υπόλοιπο κίνημα, εάν θέλει να λέγεται δημοκρατικό, έχει χρέος να τους προστατεύσει. Το λεγόμενο «καπέλωμα» των «λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων» από τους αναρχικούς (που μπορεί να οριστεί ως η μονομερής δράση των αντιεξουσιαστών) γίνεται διότι οι αναρχικοί εξοβελίζονται εκ των προτέρων ως ανεπιθύμητοι από τα ρεφορμιστικά μπλοκ, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή επικοινωνία ανάμεσα σε μετριοπαθείς και σκληροπυρηνικούς προκειμένου να συντονίσουν τις ενέργειες τους. Μάλιστα, έχουμε φτάσει στο σημείο οι αυτόνομοι να χτυπιούνται άγρια από τις ίδιες τις ομάδες περιφρούρησης των «μετριοπαθών».

Είναι αυτές οι ρεφορμιστικές κινηματικές ελίτ που συνεργάζονται με τις αρχές, οι οποίες ανακόπτουν την εξεγερσιακό ενθουσιασμό των μαζών και αρνούνται να τις εξοικειώσουν με την ιδέα και την πρακτική της μαζικής αντι-βίας. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούν κατευναστικά και αποτρέπουν την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Κράτος και τους πολίτες του. Κρατούν εγκλωβισμένο στον ζουρλομανδύα της μη-βίας το πλήθος των ανθρώπων οι οποίοι δεν ανέχονται άλλο την ακρίβεια, τη διαφθορά, την ανισότητα και την καταπίεση και προσπαθούν να επιβάλλουν προκαθορισμένες φόρμες και όρια στον χαρακτήρα της διαμαρτυρίας τους, που φυσικά δεν περιλαμβάνουν την απευθείας αντιπαράθεση με τους φυσικούς εκπροσώπους της κρατικής εξουσίας. Αυτό είναι το πραγματικό «καπέλωμα» και όχι η δράση των αντιεξουσιαστών.

Οφείλω εδώ να επισημάνω πως όταν μιλώ για εκδηλώσεις μαζικής αντι-βίας αναφέρομαι σε βίαιες ενέργειες που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο συλλογικών εκδηλώσεων διαμαρτυρίας και δεν αποβλέπουν στην αλόγιστη καταστροφή περιουσίας και τους βανδαλισμούς, αλλά συνδέονται οργανικά με την προώθηση των επιδιώξεων του κινήματος. Είμαι βέβαιος πως εάν αντί για μια μαχητική μειοψηφία διακοσίων, τριακοσίων ατόμων, οι μπάτσοι έβρισκαν μπροστά τους ένα αποφασισμένο πλήθος διαδηλωτών πρόθυμο να ρίξει το τεράστιο φυσικό βάρος του στην μάχη για την κατάκτηση των δρόμων στο πλευρό των αντιεξουσιαστών, τότε το ισοζύγιο της δύναμης θα ήταν για μια φορά με το μέρος των κινημάτων. Με άλλα λόγια, η απομόνωση που έχει επιβληθεί στους αναρχικούς από τις λοιπές κινηματικές δυνάμεις διευκολύνει την εντατικοποίηση της καταστολής τους.

Που καταλήγουμε λοιπόν; Κατά την γνώμη μου, ο αντιεξουσιαστικός αγώνας είναι δίκαιος και συνιστά την μόνη ρεαλιστική διέξοδο από τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Για όσους ταυτίζουν τον αναρχισμό με την ατομιστική βία, έχω να παρατηρήσω πως η δημιουργική ενέργεια της αναρχικής ιδεολογίας δεν εξαντλείται στις βίαιες πράξεις περιθωριακών γκρουπούσκουλων. Μάλιστα, στο παρελθόν μεγάλοι αναρχικοί διανοητές έχουν ασκήσει έντονη πολιτική και φιλοσοφική κριτική σε αυτήν την εσφαλμένη αντίληψη. Ο κορυφαίος ιστορικός της αναρχίας και ελευθεριακός στοχαστής Μαξ Νέττλαου έγραψε σχετικά, «Η ιδέα [της αναρχικής αυτοδιεύθυνσης] που είχε σφραγίσει τα μεγάλα συνέδρια της Διεθνούς και που θαυμάστηκε (και χειροκροτήθηκε) στο πρόσωπο των κατηγορουμένων των μεγάλων δικών της Ιταλίας στη Φλωρεντία, στο Τράνι, στην Μπολώνια […], δεν είχε καμία ανάγκη να εκδηλωθεί με μια δράση, που η κοινωνική και ιδεατή της αξία συχνά αμφισβητήθηκε. Οι πράξεις αυτές δεν έπρεπε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να αναχθούν στη σημαντικότερη και σχεδόν μοναδική πρακτική των Αναρχικών, ακόμη και αν θα είχαν ολοκληρωτικά δικαιωθεί, γιατί πολύ συχνά δεν ήταν παρά πράξεις αμείλικτής εκδίκησης. Αλλά το χειρότερο είναι ότι πολλοί εκείνη την εποχή πίστεψαν πως το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, για να αφυπνίσουν τον λαό και να προκαλέσουν μια γενικότερη κοινωνική εξέγερση, ήταν οι βίαιες ενέργειες. Έτσι η κοινή γνώμη οδηγήθηκε και εθίστηκε στην πίστη ότι αυτές οι ενέργειες ήταν το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι Αναρχικοί. Τη στιγμή ακριβώς που οι τρεις αυτές τάσεις [ο Νέττλαου αναφέρεται εδώ στα αναρχικά ρεύματα του κολλεκτιβισμού, του αναρχοκομμουνισμού και του μουτουαλισμού] άνθιζαν, η κοινή γνώμη απέρριψε την αναρχική ιδέα και τη θεώρησε πνευματική και ψυχική κατάσταση ορισμένων μόνον ανθρώπων που τόσο στο λόγο όσο και στην πράξη εκφράζονταν αποκλειστικά μέσω της απόλυτης βίας»
[ii].

Όμως η παραμόρφωση των αναρχικών ιδεών και η εκφυλιστική τάση της ταύτισης τους με μια αντίληψη της βίας ως αυτοσκοπό, εν μέρει είναι προϊόν της εσωστρέφειας από την οποία υποφέρει το αναρχικό κίνημα, η οποία με τη σειρά της απορρέει από το καθεστώς πολιτικής «καραντίνας» που του έχουν επιβάλλει οι γραφειοκρατικές ρεφορμιστικές ηγεσίες, σε κρυφή συνέργεια με το Κράτος. Για να καταπολεμηθεί αυτή η τάση γκετοποίησης, είναι απαραίτητο να αρθεί ο σιωπηρός αποκλεισμός από τους χώρους κοινωνικής διαμαρτυρίας που έχει επιβληθεί στους αντιεξουσιαστές. Εάν επιτραπεί η εγκόλπωση τους στο μαζικό κίνημα και η επανασύνδεση τους με την κοινωνία, οι αναρχικές αντιλήψεις θα υποβληθούν σε μια διαδικασία κοινωνικοποίησης (επεξεργασίας από την κοινωνία) και θα υποστούν μια ποιοτική μεταβολή που θα τους ξαναδώσει τη διάσταση μιας αυθεντικής εναλλακτικής πρότασης για μια νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Σε αυτή τη νέα αναρχική αντίληψη, η αναγκαιότητα και η σημασία του στοιχείου της επαναστατικής βίας θα συναρτάται από τον βαθμό στον οποίο το Κράτος θα είναι έτοιμο να πολεμήσει το μαζικό αυτόνομο κίνημα για να διασφαλίσει την επιβίωση του. Υπό αυτή την έννοια, η ανάγκη για αντι-βία θα εκλείψει εντελώς, μόνο όταν το Κράτος αποφασίσει να διαπράξει αυτοκτονία ή να παραδοθεί αμαχητί στους ανθρώπους που επιθυμούν να αποτινάξουν τον ζυγό του και να ζήσουν με αξιοπρέπεια και αληθινά ελεύθεροι.


[i] Τάκης Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος κατά της «Τρομοκρατίας» (Γόρδιος, 2003), σελ.247.
[ii] Μαξ Νέττλαου, Ιστορία της Αναρχίας (Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1999), σελ.172.