«Ας κάνει κάθε άνθρωπος γνωστό τι είδους κυβέρνηση θα είχε το σεβασμό του, και αυτό θα είναι το πρώτο βήμα ώστε να την αποκτήσει».
Χ. Θορώ, «Κοινωνική Ανυπακοή»
Σκοπός του παρόντος σημειώματος είναι η απαρίθμηση μιας σειράς από ενέργειες που εάν εφαρμοστούν συστηματικά και σε μαζική κλίμακα μπορούν να χρησιμεύσουν ως όπλα στα χέρια των πολιτών ενάντια στην καταπίεση και τη ληστρική διακυβέρνηση των σύγχρονων κοινοβουλευτικών ολιγαρχιών. Είναι αλήθεια πως, στην παρούσα φάση, η δυνατότητα του μέσου πολίτη για να ενεργοποιηθεί πολιτικά κάνοντας χρήση των παραδοσιακών μέσων αμφισβήτησης έχει φθίνει δραματικά. Το κόστος της συμμετοχής σε κινήματα διαμαρτυρίας έχει καταστεί δυσβάστακτο.
Από την μία, ο μέσος πολίτης βρίσκεται αντιμέτωπος με την εντατικοποίηση της αστυνομικής καταστολής και την θεσμοθέτηση αντιτρομοκρατικών διατάξεων που εκχωρούν έκτακτες εξουσίες στα σώματα ασφαλείας και διευκολύνουν την πάταξη φαινομένων κοινωνικής ανυπακοής μέσω της βίας και των αυθαίρετων συλλήψεων. Όποιος παραβρέθηκε σε κάποια από τις αντιπολεμικές πορείες που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα στο διάστημα των τελευταίων δύο ετών θα είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι το κλίμα εκφοβισμού που φροντίζουν να καλλιεργήσουν οι αρχές πριν, κατά την διάρκεια και μετά το πέρας των κινητοποιήσεων. Το μακάβριο θέαμα των πάνοπλων αστυνομικών που πορεύονται στρατηγικά παρατεταγμένοι στα νώτα και κατά μήκος των διαδηλωτών, πέρα από το ότι είναι ενδεικτικό για το περιεχόμενο της «δημοκρατίας» μας, είναι αρκετό ώστε να κρατήσει μακριά από εκδηλώσεις διαμαρτυρίας τους πιο φιλήσυχους, λιγότερο ευαισθητοποιημένους ή απλώς τρομοκρατημένους από την επιβλητική παρουσία των δυνάμεων της τάξης ανθρώπους.
Άλλωστε αυτός είναι και ένας εκ των βασικών στόχων της αστυνομικής κινητοποίησης. Η μαζική παρουσία αστυνομικών, που πολλές φορές πλαισιώνονται και από δυνάμεις ακροβολισμένες στα στενά με σκοπό την δημιουργία ασφυκτικού κλοιού ασφαλείας γύρω από την περιοχή όπου εκτυλίσσεται η διαδήλωση, αναμφίβολα αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για μια πολυπληθή προσέλευση στις κινητοποιήσεις.
Παράλληλα, συνιστά και στρατηγικό τέχνασμα των διαμορφωτών της πολιτικής για τη δημόσια ασφάλεια που αποβλέπει σε κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στους διαδηλωτές και τις δυνάμεις αστυνόμευσης και κατ’επέκταση στη συντριβή της διαμαρτυρίας με την μέθοδο της βίαιης καταστολής. Αυτό συμβαίνει γιατί πολλές φορές, από μόνη της η στενή αστυνομική επιτήρηση ειρηνικών διαδηλώσεων εκλαμβάνεται ως σκόπιμη και προσχεδιασμένη πρόκληση από τους διαδηλωτές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εντάσεων που καταλήγουν σε βίαιες συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Είναι μάλιστα αντικείμενο προς συζήτηση κατά πόσο η ανάπτυξη αστυνομικών δυνάμεων είναι μια τακτική ενδεδειγμένη για την διαφύλαξη της δημόσιας τάξης ή αντίθετα, συντελεί αναπόδραστα στην δημιουργία μιας συγκρουσιακής δυναμικής με τους παρευρισκομένους σε χώρους και εκδηλώσεις μαζικής διαμαρτυρίας.
Από την άλλη, σε ότι αφορά την καθημερινότητα του, ο απλός πολίτης τελεί υπό καθεστώς ομηρείας που τον εμποδίζει να αποκτήσει συνείδηση της κοινωνικής του υπόστασης και κατά συνέπεια να ασχοληθεί με ζητήματα που άπτονται του γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος. Ο σύγχρονος εργαζόμενος στερείται του πολύτιμου δημοκρατικού αγαθού του ελεύθερου χρόνου. Λόγω της απελευθέρωσης του εργασιακού ωραρίου και της εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης στον χώρο της δουλειάς, δεν μένει πλέον χρόνος στον σκεπτόμενο πολίτη για να αναπτύξει τα ενδιαφέροντα του, να ασχοληθεί με τα κοινά και να είναι έτσι εις θέσιν να προβεί σε ενημερωμένες αξιολογικές κρίσεις σχετικά με την υλική και ηθική κατάσταση της πολιτικής κοινότητας στην οποία ανήκει. Οι αρχαίοι έλληνες είχαν κατανοήσει την αιτιοκρατική σχέση που υπήρχε μεταξύ της δυνατότητας εξασφάλισης ελεύθερου χρόνου για περισυλλογή και ενασχόληση με τα κοινά και του βαθμού στον οποίο ο κάθε πολίτης ήταν ικανός να ανταποκριθεί στην άσκηση των καθηκόντων που απέρρεαν από την ενεργή συμμετοχή του στις πολιτικές διαδικασίες της Πόλης-Κράτους. Το βασικό αντικείμενο του μεταρρυθμιστικού έργου του Περικλή που λέγεται πως ουσιαστικά προσέδωσε νόημα και χειροπιαστό περιεχόμενο στις κενές δημοκρατικές διακηρύξεις της Αθηναϊκής νομοθεσίας, ήταν ακριβώς η θεσμοθέτηση της καταβολής οικονομικής αποζημίωσης για όσους αναλάμβαναν δημόσια αξιώματα, μέσω της οποίας δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για μια πραγματική ισονομία των πολιτών ανεξαρτήτως εισοδήματος και για την αποτελεσματικότερη άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων.[i]
Τόσο η καθολική ενασχόληση με τον βιοπορισμό, όσο και η έλλειψη ελευθέρου χρόνου αφιερωμένου στην μελέτη των δημοσίων θεμάτων σπρώχνει τον πολίτη προς την ιδιώτευση, αφού τον καθιστά ανίκανο να διατυπώσει εμπεριστατωμένη κριτική άποψη περί του κυβερνητικού έργου και να προβεί σε ώριμες και επίκαιρες πολιτικές τοποθετήσεις.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως το παλιό μοντέλο πολιτικής στράτευσης που προϋπέθετε ενισχυμένη ταξική συνείδηση και έναν αυτοπροσδιορισμό του ατόμου ως πολιτικού υποκειμένου είναι στις μέρες μας πολύ δύσκολο να ευδοκιμήσει. Το αυξημένο κόστος μιας τέτοιας επιλογής, υπό την απειλή των αστυνομικών διώξεων και της ποινικοποίησης της διαφωνίας, καθώς και η έλλειψη γνώσεων αλλά και προσωπικού ενδιαφέροντος για την πολιτική διαδικασία καθιστά το αίτημα για συλλογική συσπείρωση στο πλαίσιο των παλαιών αντισυστημικών κινημάτων ολοένα και πιο δυσεκπλήρωτο. Με αυτό δεν θέλουμε να πούμε πως εναλλακτικοί πολιτικοί θεσμοί, όπως ο συμμετοχικός θεσμός των επαναστατικών επιτροπών ή των αυτόνομων συνελεύσεων των πολιτών όπως αυτοί σφυρηλατήθηκαν μέσα από αιώνες επαναστατικής παράδοσης, έπαψαν να συνιστούν προνομιακούς χώρους πολιτικής χειραφέτησης. Οι πολίτες εξακολουθούν να συναντώνται εκεί για να μετάσχουν στις διαδικασίες της άμεσης δημοκρατίας, να συσκεφθούν, να ανταλλάξουν απόψεις και να συντονίσουν την πολιτική τους δράση. Μόλις πρόσφατα, μέσα από τους κόλπους του αντιπολεμικού κινήματος της Βρετανίας ξεπήδησε ένα εκτεταμένο δίκτυο από εναλλακτικές συνελεύσεις πολιτών που λειτούργησε ως το κύριο αντιπροσωπευτικό και συντονιστικό όργανο του κινήματος την περίοδο που προηγήθηκε της Αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ. Επιπλέον, στη Βενεζουέλα η άμεση δημοκρατία οικοδομείται πάνω σε μια ραχοκοκαλιά από συνελεύσεις κατοίκων των παραγκουπόλεων, εν λευκώ εξουσιοδοτημένες από το Μπολιβαριανό καθεστώς σε ότι αφορά την εισήγηση μέτρων καταπολέμησης της φτώχειας αλλά και την οργάνωση άμεσων πρωτοβουλιών βάσης για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις υποβαθμισμένες αυτές αστικές κοινότητες. Η συνέλευση ως μέσο αυτόνομης πολιτικής έκφρασης δεν είναι λοιπόν ξεπερασμένη ούτε φαίνεται να έχει περιπέσει σε αχρηστία.
Όμως πεποίθηση μας είναι ότι η μορφή και η πρακτική της μαζικής διαμαρτυρίας ως μεθόδου πολιτικής παρέμβασης που μετέρχονται οι εκάστοτε οργανωμένες μειοψηφίες ενδέχεται να αλλάξει δραματικά στο μέλλον και μαζί της θα μεταβληθούν ριζικά και οι προδιαγραφές ένταξης και ενεργού συμμετοχής της μεγάλης μάζας των πολιτών σε τέτοιου τύπου συλλογικές εκδηλώσεις. Το προοίμιο αυτής της αλλαγής το έχουμε ήδη δει στις κινητοποιήσεις του Σιάτλ, της Γένοβας και της Θες/νίκης όπου ορισμένα μπλοκ διαδηλωτών παρατάχθηκαν με εξαιρετική οργάνωση, πειθαρχία και αποφασιστικότητα απέναντι στις δυνάμεις καταστολής με προφανή πρόθεση να αντιτάξουν μια αποτελεσματική γραμμή άμυνας στις επιθέσεις των ειδικών μονάδων της αστυνομίας. Φαίνεται λοιπόν πως η πρακτική της μαζικής αντιβίας τείνει να προσλάβει κάποια οργανωτικά στοιχεία, όπως η επαρκής γνώση των μεθόδων ελέγχου του πλήθους που χρησιμοποιεί η αστυνομία και η λήψη αντιμέτρων ενάντια σε αυτές τις τακτικές, η εκπαίδευση των διαδηλωτών στη χρήση αυτοσχέδιου εξοπλισμού (βόμβες μολότοφ, ασπίδες, κράνη, αντιασφυξιογόνες μάσκες) και η κατάρτιση και εφαρμογή ενός εμβρυακού στρατηγικού σχεδιασμού που θα εμπεριέχει στοιχειώδεις κατευθύνσεις για καλύτερο καταμερισμό εργασίας και ορθολογικοποίηση της δράσης των εξεγερμένων. Επιπλέον, η προσφυγή σε στρατιωτικοποιημένες μεθόδους δράσης προϋποθέτει και την συστηματική καλλιέργεια μιας ριζοσπαστικής κουλτούρας αντίστασης μεταξύ των διαδηλωτών που ανήκουν στο σκληρό πυρήνα των κινημάτων διαμαρτυρίας και μια βαθύτερη κατανόηση και εμπέδωση από μέρους τους των βασικών αρχών και στόχων της κοινωνικής ανυπακοής. Με άλλα λόγια, αυτό που απαιτείται από τις μονάδες κρούσης των μελλοντικών κινημάτων αμφισβήτησης είναι ένα ανώτερο επίπεδο γνώσης, πολιτικής παιδείας και ηθικής δέσμευσης που αποκτάται μόνο μέσα από τη κατάλληλη εκπαίδευση και αδιάλειπτη επιμόρφωση σχετικά με τις μοντέρνες πρακτικές ανατρεπτικής δράσης και πολιτικής χειραφέτησης. Πρόκειται για μια ελίτ διαδηλωτών, το δυναμικότερο και πρωτοποριακότερο κομμάτι των μαζικών κινημάτων του μέλλοντος.[ii]
Από τις παραπάνω διαπιστώσεις προκύπτει το μέγα θέμα του καθορισμού των σχέσεων που θα επικρατήσουν μεταξύ του επίλεκτου αυτού τμήματος των μελλοντικών κινημάτων αμφισβήτησης και του ευρύτερου κινηματικού χώρου καθώς και της μερίδας εκείνης του κοινωνικού συνόλου στην οποία έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε ως «Σιωπηλή Πλειοψηφία», της οποίας χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η φαινομενική αποστασιοποίηση και η στάση αναμονής που τηρεί σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής. Ας σημειωθεί ότι ουδεμία αντίφαση υφίσταται ανάμεσα στην ύπαρξη οργανώσεων που εντάσσονται σε μια κινηματική πρωτοπορία και στη διατήρηση του μαζικού, δημοκρατικού χαρακτήρα του εκάστοτε κινήματος, αφού εξ ορισμού η ανάδειξη μιας πρωτοπορίας προϋποθέτει τη λειτουργία της εντός μιας συλλογικής οντότητας την οποία δύναται να προστατεύσει και να καθοδηγήσει με τις πράξεις και τις παρεμβάσεις της. Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ ομάδων αυτοάμυνας και κοινωνικού σώματος με την ευρύτερη έννοια είναι όμως ζωτικής σημασίας διότι από τις εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα και από το πλέγμα των σχέσεων που θα διαμορφωθεί, θα εξαρτηθεί εάν η ανάληψη άμεσης δράσης από την εμπροσθοφυλακή του κινήματος θα τοποθετείται σε ένα περιβάλλον που θα ευνοεί την κοινωνική μεταρρύθμιση, ή θα εκλαμβάνεται ως ανταγωνιστική και ζημιογόνα προσπάθεια από την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Με άλλα λόγια, η επιλογή είναι ανάμεσα σε ένα διασπασμένο και αποδυναμωμένο κίνημα που θα χωρίζεται σε ιδεολογικά αντιτιθέμενες και ανταγωνιστικές μεταξύ τους πτέρυγες, ή σε ένα ενιαίο κίνημα αμφισβήτησης τα συστατικά στοιχεία του οποίου θα βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία και οι πρωτοβουλίες του ενός θα έχουν ρόλο επικουρικό προς τις ενέργειες του άλλου.
Με γνώμονα την επίτευξη της ενότητας των μελλοντικών κινημάτων αμφισβήτησης σε επίπεδο προγραμματικού σχεδιασμού αλλά και επαναστατικής πρακτικής, εισηγούμαστε μια σειρά από μη-βίαιες ενέργειες κοινωνικής ανυπακοής που εάν περιληφθούν στο στρατηγικό οπλοστάσιο των κινημάτων διαμαρτυρίας και εφαρμοστούν συστηματικά και με συνέπεια από την πλειοψηφία των πολιτών, είναι ικανές να αποσταθεροποιήσουν τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα σε σημείο που να προκαλέσουν την πολιτική και οικονομική κατάρρευση τους. Φυσικά, κάτι τέτοιο είναι εφικτό μόνο στην περίπτωση που οι ειρηνικές εκστρατείες κοινωνικής ανυπακοής συνοδεύονται από μαχητικές κινητοποιήσεις των κινηματικών ελίτ, από δυναμικές ενέργειες μαζικής αντιβίας με στόχο κρατικές υπηρεσίες, υπουργεία, και τα κατά τόπους αρχηγεία και παραρτήματα υπερεθνικών οργανισμών. Δεν μιλούμε εδώ για παροδικά ξεσπάσματα τυφλής και άλογης βίας, αλλά για οργανωμένα και καλά σχεδιασμένα εγχειρήματα άμεσης δράσης κατά τα οποία οι διαδηλωτές θα αντιπαρατίθενται με την αστυνομία εκ του σύνεγγυς και θα επιχειρούν βάση σχεδίου να υπερκεράσουν ή να παρακάμψουν την αντίσταση της για να εκπληρώσουν έναν ξεκάθαρο στόχο εκ προοιμίου καθορισμένο.[iii] Η διττή αυτή επαναστατική στρατηγική είναι μονόδρομος και οφείλεται όχι σε αδυναμία επιλογής ανάμεσα στον ένα τρόπο δράσης ή στον άλλο, αλλά στην αμφισημία του σύγχρονου κοινοβουλευτικού συστήματος που εξακολουθεί να στηρίζεται στους παραδοσιακούς μηχανισμούς ιδεολογικής νομιμοποίησης, έχοντας όμως παράλληλα πολλαπλασιάσει στον υπερθετικό βαθμό τα υλικά μέσα που διαθέτει για την άσκηση φυσικής βίας και έχοντας φροντίσει να καλλιεργήσει επιμελώς μια αυταρχική συνταγματική λογική που του επιτρέπει την αδιάλειπτη και αδιαμεσολάβητη προσφυγή σε αυτά τα μέσα (βλ. τρομοκρατική απειλή). Συνεπώς, κανένα κίνημα που στοχεύει στην πολιτική ανατροπή και την κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να επικρατήσει βασιζόμενο αποκλειστικά και μόνο στην κατά μέτωπο ένοπλη αντιπαράθεση με το Κράτος, εάν προηγουμένως έχει αποτύχει ή αμελήσει να ευαισθητοποιήσει και να κινητοποιήσει το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων σχετικά με τον άνισο αγώνα που διεξάγει. Παρομοίως, καμία εκστρατεία παθητικής κοινωνικής αντίστασης δεν μπορεί να ελπίζει στην τελική επικράτηση, εάν δεν συνεπικουρείται από αμυντικούς μηχανισμούς αντιβίας που με τη δράση τους θα είναι σε θέση να καταφέρουν το τελειωτικό χτύπημα στο παραπαίων καθεστώς και να υπεραμυνθούν δυναμικά των πολιτικών κατακτήσεων του κινήματος (π.χ. παρεμπόδιση ανακατάληψης αυτοδιοικούμενων περιοχών ή εργοστασίων, περιφρούρηση των χώρων όπου συνεδριάζουν οι επαναστατικές επιτροπές). Απαιτείται η συνδυασμένη ισχύ και των δύο συνιστωσών του κινήματος για να συντριφθεί η κρατική εξουσία. Οι ριζοσπαστικές ομάδες κρούσεις επιτίθενται στους φυσικούς εκπροσώπους του Κράτους και εγείρουν δια της βίας τα επαναστατικά αιτήματα. Η μετριοπαθής, και πολυπληθέστερη, πτέρυγα του κινήματος υποστηρίζει τις παραπάνω προσπάθειες φθείροντας τον κρατικό μηχανισμό, αποστερώντας τον από ζωτικούς οικονομικούς πόρους, αποδιοργανώνοντας και αποσταθεροποιώντας το πολιτικό σύστημα κάνοντας «δημιουργική» χρήση του εκλογικού της δικαιώματος, υπονομεύοντας την ικανότητα του για αστυνομική καταστολή της εξέγερσης.
Ποιες όμως είναι οι μέθοδοι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς της παθητικής αντίστασης; Το περίεργο είναι πως τα μέσα για μια σταδιακή αποσταθεροποίηση της πολιτικής εξουσίας εμπεριέχονται ήδη στην οργανωτική δομή της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και οι πολίτες δεν χρειάζεται να αγωνιστούν για να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτά. Χρειάζεται όμως να εφευρεθούν εκ νέου από τα μαζικά κινήματα διαμαρτυρίας και να τονιστεί η σημασία της αξιοποίησης τους ως στρατηγικού μέσου πίεσης για τη ριζική αποδιοργάνωση του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος.
1) Μη Καταβολή Φόρων
Είναι απαραίτητο να καταπολεμηθεί η αντίληψη που έχει επικρατήσει μεταξύ των ακτιβιστών που ανήκουν στον χώρο των οργανώσεων κοινωνικής ανυπακοής ότι η θεωρία και πρακτική της κοινωνικής ανυπακοής αφορά μόνο στρατηγικές παθητικής αντίστασης σε δημόσιους χώρους, στο πλαίσιο οργανωμένων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας. Άποψη μου είναι πως θα πρέπει να επανεξεταστούν και να αναπτυχθούν οι ιδέες του Αμερικανού στοχαστή Henry David Thoreau περί κοινωνικής ανυπακοής, να υποβληθούν σε κατάλληλη επεξεργασία με γνώμονα τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του σήμερα και να επαναπροταθούν ως μέσον όχι απλώς για συμβολική αντίσταση κατά της εξουσίας, αλλά ως επαναστατική στρατηγική που μπορεί να πλήξει άμεσα το οικονομικό και δημοσιονομικό υπόβαθρο του κρατικού μηχανισμού. Ιδιαίτερη βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στην ιδέα της άρνησης εκ μέρους των πολιτών της καταβολής φορολογικών εισφορών σε ένα κρατικό μόρφωμα που έχει προ πολλού πάψει να τους αντιπροσωπεύει. Αναλογιστείτε για λίγο την απήχηση που θα είχε η ενσωμάτωση ενός αιτήματος κατά της αυθαίρετης φορολογίας στην προγραμματική πλατφόρμα ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος. Πρόκειται για πραγματιστική επίκληση στο οικονομικό συμφέρον του μέσου πολίτη και όχι για αφηρημένες παραινέσεις προς την αγάπη τους για το ιδανικό της ελευθερίας. Σκεφτείτε ακόμα το επίκαιρο και εκρηκτικό περιεχόμενο που προσλαμβάνει μια τέτοια τοποθέτηση σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι υπάρχουσες κυβερνήσεις κατηγορούνται για οικονομική κακοδιαχείριση και διασπάθιση του δημόσιου χρήματος εξαιτίας της διοχέτευσης υπέρογκων κεφαλαίων για τη διεξαγωγή του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας», τη στιγμή που εισηγούνται παράλληλα τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και την μερική κατάργηση των κρατικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας λόγω έλλειψης κονδυλίων.
Πέρα από αίτημα με προπαγανδιστική αξία όμως, η μη καταβολή φόρων μπορεί να αποτελέσει και μια μέθοδο παράλυσης της κρατικής εξουσίας, απομυζώντας μια εκ των κύριων πηγών χρηματοδότησης του κρατικού μηχανισμού. Η άρνηση του Thoreau να πληρώσει φόρο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε τον χαρακτήρα μιας πράξης διαμαρτυρίας, μιας συμβολικής ατομικής εξέγερσης έναντι σε μια διεφθαρμένη και τυραννική κυβέρνηση που εκείνη την περίοδο δρομολογούσε την εγκληματική εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο έδαφος του Μεξικού.[iv] Εάν αυτή η λησμονημένη χειρονομία περιφρόνησης προς τις Αμερικανικές αρχές βρει τους μιμητές που δικαιούται ανά την υφήλιο μπορεί να χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για την ανάδειξη ενός νέου μαζικού κινήματος κοινωνικής ανυπακοής με αίτημα την καθολική κατάργηση της επίσημης άμεσης φορολογίας και την αναθεώρηση του υπάρχοντος φορολογικού καθεστώτος με όρους - οικονομικούς και πολιτικούς - που θα αποφασίσει και θα θεσπίσει το ίδιο το εκλογικό σώμα. Πλαισιωμένο από κατάλληλες βοηθητικές υπηρεσίες (π.χ. υπηρεσία παροχής νομικής βοήθειας), το κίνημα αυτό δύναται να εξελιχθεί σε βόμβα στα θεμέλια του κοινοβουλευτικού συστήματος. Ο Thoreau έδρασε μόνος προσπαθώντας να παραδειγματίσει τους συμπατριώτες του και να τους εφιστήσει την προσοχή σχετικά με την αδικία που εκείνη την περίοδο διέπραττε η κυβέρνηση τους σε βάρος του αδύναμου γείτονα της. Δοκίμασε να τους υπενθυμίσει ότι μέσω της πληρωμής των φόρων λειτουργούσαν ως χρηματοδότες του ιμπεριαλιστικού αυτού εγχειρήματος και να τους υποδείξει τρόπους με τους οποίους ο απλός πολίτης μπορούσε να αντιδράσει και να αντισταθεί. Η απομόνωση του από τους συμπολίτες του τον οδήγησε για ένα βράδυ στο κρατητήριο της μικρής Αμερικανικής πόλης στην οποία διέμενε, αφού η φυλακή είναι η προσφιλής τακτική που χρησιμοποιούν όλες οι κυβερνήσεις για να φιμώνουν τις ενοχλητικές φωνές διαμαρτυρίας που καταγγέλλουν πειστικά και με επιχειρήματα τα εγκλήματα και τις αυθαιρεσίες τους. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που το παράδειγμα του Αμερικανού στοχαστή ακολουθήσουν, όχι ένας, αλλά δέκα, εκατό, χίλιοι, δέκα χιλιάδες πολίτες; Μπορεί η εξουσία να τους θεωρήσει όλους έκνομους και να τους αντιμετωπίσει με προγραφές και συλλήψεις; Κατά τη δική μας άποψη, μόνο το μέγεθος της οικονομικής ζημίας θα ήταν αρκετό ώστε να εξαναγκάσει το Κράτος να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αποδεχτεί τους όρους των εξεγερμένων. Η εθελούσια παρακράτηση φόρων είναι το μοναδικό ουσιαστικό μέσον που διαθέτει η κοινωνία των πολιτών για να διεκδικήσει την αυτονομία της απέναντι στην κρατική αρχή, να αποκαταστήσει το δικαίωμα της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης που η οικονομική παγκοσμιοποίηση και η κοινοβουλευτική συναίνεση των τελευταίων χρόνων της έχουν προ πολλού αφαιρέσει και τελικά, να διαδραματίσει τον ρόλο που της αναλογεί στη μελλοντική επαναστατική εξελικτική διαδικασία.
2) Δημιουργική Ψήφος
Η πολυδιάστατη κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Πολλοί μελετητές εντοπίζουν τη ρίζα του κακού στην άνοδο του υπερεθνικού παράγοντα και στην απώλεια εθνικής κυριαρχίας που έχουν επιφέρει οι διεργασίες της παγκοσμιοποίησης. Άλλοι προβάλλουν την αποσύνθεση των παραδοσιακών ιδεολογιών και την έλλειψη πλουραλισμού που χαρακτηρίζει τα πολιτικά προγράμματα φαινομενικά αντιτιθέμενων κομμάτων για να εξηγήσουν την αλλοτρίωση του εκλογικού σώματος από την επίσημη πολιτική διαδικασία. Ανεξάρτητα από την οπτική γωνία από την οποία επιλέγει κανείς να προσεγγίσει το φαινόμενο της κρίσης νομιμότητας της δημοκρατίας, είτε εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στις τάσεις αποχής των ψηφοφόρων «από τα κάτω», είτε στη διεθνοποίηση της εξουσίας «από τα πάνω», όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι η δυσλειτουργία του συστήματος έγκειται στην διάχυση παθητικών συμπεριφορών μεταξύ του εκλογικού σώματος και στην αδιαφορία τους σε ότι αφορά την συστηματική και υπεύθυνη άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος.
Με άλλα λόγια, αποτελεί κοινό τόπο του εν εξελίξει επιστημονικού διαλόγου γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα ότι το πρόβλημα συνίσταται στην επικρατούσα τάση για ιδιώτευση και στην εκτεταμένη αποχή των πολιτών από τις εκλογικές αρχαιρεσίες.
Θα θέλαμε εδώ να αντιστρέψουμε αυτήν την λογική ακολουθία και να διατυπώσουμε την άποψη ότι μια μαζική παλλιννόστηση του εκλογικού σώματος στις κάλπες μπορεί εξίσου να αποτελέσει πηγή αστάθειας και παρακώλυσης της ομαλής λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Οι πολίτες των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης έχουν από καιρό λησμονήσει ότι μέσα από το δικαίωμα της περιοδικής ψήφου δεν διαθέτουν απλώς ένα «μέσον πίεσης» προς τις ελίτ που διαχειρίζονται την εξουσία, αλλά μια πραγματική θεσμική διέξοδο για να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια τους και ένα τρόπο για να δρομολογήσουν ουσιαστικές ανακατατάξεις σε ότι αφορά τα πολιτικά υποκείμενα που διαχρονικά μονοπωλούν την κατοχή της κυβερνητικής εξουσίας. Δεν μιλούμε εδώ για τη πολιτική μικροφυσική του δικομματισμού που με νόμους θαρρείς πιο άκαμπτους και από αυτούς που κυβερνούν τις φυσικές επιστήμες επιτάσσει την αέναη και αδιάκοπη εναλλαγή δύο φαινομενικά αντίπαλων κομμάτων στο ρόλο της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η συστηματοποίηση και παγίωση του απατηλού αυτού διπολισμού σε μια εποχή όπου οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων εξουσίας έχουν εξαλειφθεί, ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους στον οποίο οφείλεται η αλλοτρίωση των ψηφοφόρων και η εξάπλωση της αποχής ως επικρατούσας προτίμησης του εκλογικού σώματος. Είναι όμως γεγονός πως η διογκούμενη απάθεια των ψηφοφόρων ισοδυναμεί με οικειοθελή παράδοση και σταδιακή αποποίηση εκ μέρους των πολιτών της σημαντικότερης δημοκρατικής τους κατάκτησης, του δικαιώματος δηλαδή να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους. Μέσω της αποχής συντελείται μια αναίμακτη αντιδημοκρατική επανάσταση, μια αμαχητί επιστροφή σε δεσποτικές μορφές διακυβέρνησης που μάλιστα φαίνεται να έχει τη συγκατάθεση των ίδιων των κυβερνωμένων.
Βάσει αυτής της λογικής, προκρίνουμε ενεργητικούς τρόπους έκφρασης της κοινωνικής δυσαρέσκειας με στόχο την μερική έστω αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων στις σύγχρονες δημοκρατίες και την μετατροπή της εκλογικής διαδικασίας από δικλείδα ασφαλείας του κοινοβουλευτικού συστήματος, σε εργαλείο αντικομφορμιστικής πολιτικής και μέσον ανατροπής του κατεστημένου. Σε αυτούς τους τρόπους συγκαταλέγονται οι ακόλουθοι:
Α) Πραγματοποίηση δολιοφθοράς στις κάλπες με σκοπό την ακύρωση του συνόλου των ψηφοδελτίων που περιλαμβάνονται σε αυτές. Για το σκοπό αυτό ενδείκνυται η καθυστερημένη προσέλευση στο εκλογικό κέντρο ούτως ώστε να έχει ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων και να ακυρωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα ψηφοδέλτια. Σημειωτέον, ότι η ανάληψη δράσης τέτοιου τύπου περιλαμβάνει μηδαμινό κίνδυνο για την προσωπική ασφάλεια του δρώντα λόγω της μυστικότητας με την οποία περιβάλλεται η ψηφοφορία. Η πραγματοποίηση συνάντησης πριν την έναρξη της εκλογικής διαδικασίας, ο κεντροποιημένος σχεδιασμός της δράσης των εθελοντών και η αποτελεσματική διασπορά των ταγμάτων δολιοφθοράς σε ικανό αριθμό εκλογικών κέντρων ανά την επικράτεια μπορεί να αποδώσει καλύτερα αποτελέσματα.
Β) Προηγουμένως ταχθήκαμε κατά της εκλογικής αποχής με το επιχείρημα ότι αποτελεί αντιπαραγωγική τακτική για το επαναστατικό κίνημα ενώ οι συνέπειες της σε καμία περίπτωση δεν γίνονται αισθητές σε πολιτικό επίπεδο (π.χ. πρόκληση κυβερνητικής κρίσης). Οφείλουμε εδώ να διευκρινίσουμε πως σε χώρες όπως η Σερβία, όπου ένα κατώτατο ποσοστό συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία έχει οριστεί ως συνταγματικό κριτήριο για την εγκυρότητα του εκλογικού αποτελέσματος και τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από τον νικητή, η αποχή από την ψηφοφορία συνιστά ιδεατή τακτική αποσταθεροποίησης του πολιτεύματος, αφού οδηγεί σε παρατεταμένες συνταγματικές κρίσεις και αδυναμία διεκπεραίωσης των κρατικών υποθέσεων από τις προσωρινές, υπηρεσιακές κυβερνήσεις. Παρ’όλα αυτά το συμμετοχικό κριτήριο εφαρμόζεται σε ελάχιστα κράτη. Όπου αυτό δεν ισχύει όπως π.χ. στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ, ή την Μ. Βρετανία, η προσφυγή σε θετικές μεθόδους αμφισβήτησης πρέπει να θεωρηθεί προτιμητέα.
Γ) Περισσότερο όμως από την αποχή ή την διενέργεια δολιοφθοράς κατά εκλογικών κέντρων, η δράση που μπορούν να αναλάβουν οι πολίτες συνίσταται στη δημιουργική άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος και στην αξιοποίηση του έτσι ώστε να δοθεί το χρίσμα σε νέες πολιτικές δυνάμεις για να παίξουν τον ρόλο του πολιτικού αναχώματος στις ισοπεδωτικές τάσεις που εισάγει παντού η παγκόσμια οικονομία της αγοράς. Ο πολιτικός αγώνας μέσω του ψηφοδελτίου θα έχει αναγκαστικά αμυντικό χαρακτήρα, θα πρέπει δηλαδή να στοχεύει στην αντιστροφή των τάσεων για περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών σε διεθνές επίπεδο και στην επιβολή κάποιας μορφής κοινωνικού ελέγχου και μιας σειράς από κριτήρια κοινωνικής συνοχής επί του τρόπου λειτουργίας τους.
Σε επίπεδο στρατηγικής των απανταχού ψηφοφόρων αυτό μεταφράζεται σε μαζική ενίσχυση της εκλογικής δύναμης των κομμάτων που εντάσσονται στον χώρο της άκρας αριστεράς, ανεξάρτητα εάν αυτά ανήκουν στα υπολείμματα του πάλαι ποτέ κραταιού διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος όπως το προσφάτως αναγεννημένο Τροτσκιστικό Κόμμα Γαλλίας, ή αποτελούν νεοπαγείς πολιτικούς σχηματισμούς που προήλθαν μέσα από τις διασπάσεις των κομμάτων της παραδοσιακής κοινοβουλευτικής αριστεράς, όπως το αντιπολεμικό κόμμα RESPECT του χαρισματικού Τζ. Γκάλογουει στη Βρετανία, ή η Εναλλακτική Πρωτοβουλία για την Απασχόληση και την Κοινωνική Δικαιοσύνη του Όσκαρ Λαφονταίν στη Γερμανία. Για να είμαστε απολύτως σαφείς, δεν θεωρούμε πως η εξασφάλιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την ρεφορμιστική αριστερά είναι από μόνη της αρκετή ώστε να επιλύσει τα πολιτικά, οικονομικά και οικολογικά προβλήματα που προκύπτουν από τις παγκοσμιοποιημένες δομές του σύγχρονου καπιταλιστικού προτύπου παραγωγής. Συμφωνώ με εκείνους τους διανοητές που ερμηνεύουν την παγκοσμιοποίηση ως συστημικό φαινόμενο που έχει τις ρίζες του σε αντικειμενικές εξελίξεις στον χώρο της τεχνολογίας και της διεθνούς οικονομίας και δεν αποτελεί προϊόν λαθεμένων πολιτικών επιλογών. Συνεπάγεται ότι η αποτελεσματική διαχείριση και ανακοπή της ισοπεδωτικής επέλασης της παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί να προέλθει από ένα πολιτικό κόμμα που δεσμεύεται από τις συμβατικές υποχρεώσεις μιας κοινοβουλευτικής κυβέρνησης και είναι αναγκασμένο να επιδεικνύει καλή διαγωγή έναντι των υπερεθνικών οργανισμών που ανά πάσα στιγμή εποπτεύουν και αξιολογούν το έργο της. Όπως επανειλημμένα έχει γράψει και ο Τάκης Φωτόπουλος, η απάντηση στην παγκοσμιοποίηση μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από τη συγκρότηση ενός διεθνιστικού αντισυστημικού κινήματος γύρω από μια επεξεργασμένη προγραμματική πλατφόρμα για την επίτευξη του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα.
Η πραγματοποίηση όμως αυτού του φιλόδοξου στόχου δεν πρέπει να αποτελέσει αφορμή για να επιβληθεί στο κίνημα ο οικειοθελής εξοβελισμός από τον αστικό πολιτικό στίβο ή να λειτουργήσει ως πρόσκομμα για την εκπόνηση μιας πραγματιστικής συμπληρωματικής κοινοβουλευτικής στρατηγικής η οποία δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την σύσταση ενός πολιτικού κόμματος στα αστικά κοινοβουλευτικά πρότυπα, αλλά μπορεί να αφορά και τη σύναψη άτυπων συμμαχιών με συγκεκριμένα κόμματα της αριστεράς όπως αυτά που προαναφέραμε, χωρίς την άμεση εμπλοκή των κινηματικών οργανώσεων σε αδιαφανείς διαπραγματεύσεις ή καιροσκοπικά παιχνίδια εξουσίας. Ο προσεταιρισμός συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων της νέας αριστεράς που δραστηριοποιούνται στον κοινοβουλευτικό χώρο μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για το κίνημα συνολικά, αφού ακόμα και ο πλέον ριζοσπάστης μεταρρυθμιστής οφείλει να αναγνωρίσει την ποσοτική, αν όχι ποιοτική, διαφορά που υφίσταται μεταξύ μιας κυβέρνησης αποτελούμενης από συντηρητικούς εκπροσώπους του δικομματικού κατεστημένου και μιας εναλλακτικής κυβέρνησης των νέων αριστερών κομμάτων. Η παγκόσμια εξωκοινοβουλευτική αριστερά, της οποίας επίδοξος εκφραστής είναι ο Τάκης Φωτόπουλος, θα πρέπει να σταματήσει να διαπράττει το σφάλμα της υποτίμησης των ανταγωνισμών που δημιουργεί το σύστημα μεταξύ αντιτιθέμενων πολιτικών δυνάμεων και του βαθμού στον οποίο αυτοί οι ανταγωνισμοί και οι αντιφάσεις μπορούν να επηρεάσουν την ίδια τη λειτουργία του συστήματος.
Το σφάλμα αυτό κόστισε ακριβά στην αριστερά σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της και το ίδιο συνέβη και με τη διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ ΗΠΑ και Γαλλογερμανικού άξονα γύρω από τον πόλεμο του Ιράκ. Στο σύνολο των τοποθετήσεων και αναλύσεων του γύρω από το Ιρακινό ζήτημα, ο Φωτόπουλος παρέμεινε αμετακίνητος σε μια γραμμή ταυτόχρονης καταδίκης του επεκτατισμού των ΗΠΑ αλλά και των ευρωπαϊκών κρατών που αντιτάχθηκαν σφόδρα στον πόλεμο και που ανέλαβαν διπλωματικές πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΟΗΕ για την αποτροπή του. Από δογματικής άποψης η στάση του Φωτόπουλου είναι η ενδεδειγμένη. Όμως μια τέτοια προσέγγιση δεν παύει να παραβλέπει την ποιοτική μετάλλαξη του παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης από ένα φιλελεύθερο, πολυμερές μοντέλο (υπερεθνική αριστοκρατική διακυβέρνηση) σε ένα μιλιταριστικό, συγκεντρωτικό σύστημα (μοναρχική αυτοκρατορική διακυβέρνηση).[v] Οι Γερμανοί κομμουνιστές του μεσοπολέμου συνήθιζαν να εξισώνουν τη δημοκρατία της Βαιμάρης, την οποία αποκαλούσαν «σοσιαλφασιστική», με την επερχόμενη ναζιστική λαίλαπα, διαβλέποντας μια ποσοτική διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο καθεστώτα σε ότι αφορούσε τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, που θα είχε περιορισμένο αντίκτυπο στο μέλλον και τις προοπτικές του κινήματος στη Γερμανία. Το πόσο λάθος ήταν η συγκεκριμένη εκτίμηση αποδεικνύεται από την μετέπειτα ιστορική εξέλιξη. Το αντεπιχείρημα σε αυτή την παρατήρηση συνίσταται στο ότι το καθεστώς της Βαιμάρης ενείχε από πριν τα σπέρματα της φασιστικοποίησης του, η οποία αποτέλεσε μια ακραία αλλά νομοτελειακή μορφή αντίδρασης στην αυξανόμενη πολιτική ισχύ του κομμουνιστικού κινήματος. Όμως είμαστε της άποψης ότι στην ιστορική συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε, η αστυνομοκρατία και ο πολιτικός αυταρχισμός επιβάλλονται όχι ως κατασταλτικά μέτρα καταπολέμησης των κοινωνικών κινημάτων, αλλά ως προληπτικά μέτρα κατά της μελλοντικής τους εξάπλωσης. Επιπλέον, η ριζική αναδιάρθρωση της πολιτικής εξουσίας σε πλανητικό επίπεδο, όπως αυτή προωθείται από τη φιλομοναρχική μερίδα της υπερεθνικής ελίτ, έχει δημιουργήσει διχογνωμίες και αντιπαλότητες μεταξύ των πολιτικών διαχειριστών της παγκοσμιοποίησης τις οποίες το κίνημα οφείλει να οξύνει και να εκμεταλλευτεί για δικό του όφελος. Αναμφίβολα, ο κίνδυνος του πολιτικού-ιδεολογικού εκφυλισμού του κινήματος ελλοχεύει μέσα στην πρακτική του συγχρωτισμού με τα αστικά πολιτικά κόμματα και της προσχώρησης σε κοινοβουλευτικές συμμαχίες. Αυτός ο κίνδυνος όμως δεν αποτελεί λόγο ώστε τα κινήματα αμφισβήτησης να παραμένουν στο περιθώριο καθ’όσον αποφάσεις λαμβάνονται για λογαριασμό τους και πολιτικές διαμορφώνονται και τίθενται σε ισχύ, ούτε είναι αποτρεπτικός παράγοντας για τη σύναψη τακτικών συμμαχιών με το εκάστοτε κόμμα που εξυπηρετεί καλύτερα τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα του κινήματος. Είναι το είδος της επιδιωκόμενης συμμαχίας και η ταυτότητα των συμβαλλόμενων μερών που θα πρέπει να αποφασίζονται βάσει πολιτικών αρχών και ιδεολογικών σταθερών και όχι η απουσία της πρακτικής των συμμαχιών αυτή καθ’εαυτή.
Επαναλαμβάνουμε πως η προτεινόμενη εδώ στρατηγική δεν ευαγγελίζεται ούτε προκρίνει τη συμμετοχή της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ή των οργανώσεων της αντι-παγκοσμιοποίησης στην εκλογική διαδικασία. Απλώς, υποδεικνύει μια εναλλακτική μέθοδο άσκησης πίεσης κατά του κοινοβουλευτικού κατεστημένου με στόχο όχι την ενδυνάμωση και ισχυροποίηση του αλλά την υπονόμευση του και, τελικά, την οριστική του κατάλυση και αντικατάσταση από την πρακτική της άμεσης δημοκρατίας. Επιγραμματικά, η μέθοδος της δημιουργικής ψήφου και της υπερψήφισης κομμάτων όπως το WASG, το RESPECT και το Τροτσκιστικό Κόμμα Γαλλίας μπορεί να δημιουργήσει,
α) ανακολουθία στην πολιτική των κυβερνήσεων των ανεπτυγμένων κρατών σε σχέση με τις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής εξουσίας που κατέχουν και διαχειρίζονται οι πολυεθνικές. Αλήθεια, μπορεί κανείς να φανταστεί τον Παλαιστινιακής καταγωγής Ρ. Νέιντερ, να συνδιαλέγεται με τους εκπροσώπους του εβραϊκού λόμπι των ΗΠΑ με θέμα τη συνέχιση της Αμερικανικής υποστήριξης προς το Ισραήλ; Ή τον Όσκαρ Λαφονταίν να διαπραγματεύεται με τους Γερμανούς κεφαλαιούχους την περαιτέρω απορύθμιση της Γερμανικής αγοράς εργασίας; Ή τον Τζ. Γκάλογουει να εισηγείται στη Βρετανική βουλή δέσμη αντιδημοκρατικών νομοθετικών μέτρων με στόχο την πάταξη της τρομοκρατίας; Η ύπαρξη ισχυρών αριστερόστροφων κομμάτων στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, δύναται να διαταράξει την υφιστάμενη συναίνεση μεταξύ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στην οποία στηρίζεται το πολυεθνικό κεφάλαιο για να επιτύχει την νομική κωδικοποίηση και συνταγματική κατοχύρωση σε τοπικό και διεθνές επίπεδο των πιο βάρβαρων και ανεξέλεγκτων πτυχών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Ακόμα και αν έπειτα από την μετωπική σύγκρουση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας επέλθει ο οικονομικός μαρασμός μιας χώρας λόγω της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου και της μαζικής φυγής κεφαλαίου για «ελκυστικότερους» επιχειρηματικούς προορισμούς και τόπους εγκατάστασης στον Τρίτο Κόσμο, το αποτέλεσμα δεν θα είναι η καταστροφή. Το παράδειγμα της Αργεντινής μας δείχνει πως μια γενικευμένη κρίση της οικονομίας μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την δημιουργία επιτυχημένων εναλλακτικών μορφών οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης, όπως είναι τα υπό κατάληψη αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια της Zanon και της Bruckman. Πράγματι, μετά την μαζική αποχώρηση των εργοδοτών οι εργάτες κατέλαβαν τα χρεοκοπημένα εργοστάσια, ανέλαβαν την διοίκηση τους και σημείωσαν εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής πετυχαίνοντας να τα μετατρέψουν σε επικερδείς επιχειρήσεις. Σήμερα τα επιτεύγματα τους κινδυνεύουν από τη δυναμική επιστροφή των ιδιοκτητών που διεκδικούν τις παλαιές τους επιχειρήσεις έχοντας τις υπηρεσίες ασφαλείας ως σύμμαχο, μετερχόμενοι πρακτικές καταστολής και κρατικής τρομοκρατίας που θυμίζουν ολοένα και περισσότερο τη ζοφερή εποχή της στρατιωτικής χούντας.
β) Θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει προσφορότερες συνθήκες για τη δράση αντιπολιτευτικών κινημάτων. Η επισήμανση αυτή δεν μπορεί φυσικά να έχει την έννοια ενός βαθμιαίου κοινωνικού μετασχηματισμού με ειρηνικά μέσα, αφού η επιθυμητή κατάληξη οποιουδήποτε σύγχρονου επαναστατικού εγχειρήματος αφορά αποκλειστικά την κατάλυση του κοινοβουλευτικού συστήματος και την αντικατάσταση του από μια πολιτική εξουσία που θα εκπορεύεται και θα ασκείται απ’ευθείας από το σύνολο των πολιτών. Θεωρούμε απίθανο ότι ακόμη και η προοδευτικότερη των κυβερνήσεων θα μπορούσε να συναινέσει στην αυτοκατάργηση της και αυτός είναι ο λόγος που μια βίαιη σύγκρουση με το κράτος αποτελεί τη λογική και προδιαγεγραμμένη κατάληξη της πορείας κάθε επαναστατικού κινήματος. Όμως όταν η ώρα της αναμέτρησης επέλθει θα ήταν καλύτερα για τους επαναστάτες να τεθούν αντιμέτωποι με μια διαιρεμένη και διστακτική πολιτική εξουσία, που θα ενεργεί με περίσκεψη αναλογιζόμενη το πολιτικό κόστος των ενεργειών της και θα καθίσταται δυσκίνητη εξαιτίας των συνταγματικών περιορισμών που μειώνουν την ελευθερία δράσης της, παρά να συγκρουστούν με μια δεσποτική διακυβέρνηση που από καιρό θα έχει μεταβάλει τις θεσμικές ισορροπίες προς όφελος της εκτελεστικής εξουσίας, θα έχει καταργήσει το κράτος δικαίου και ελάχιστα θα συνδέει το πολιτικό της μέλλον με τις μετατοπίσεις και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης.
[i] T.Fotopoulos, Direct and Economic Democracy in Ancient Athens and its Significance Today, Democracy & Nature, Vol.I.
[ii] Ως πρότυπο για τη διατύπωση των παραπάνω παρατηρήσεων λειτούργησαν πρωτοπόρες οργανώσεις διαμαρτυρίας και κοινωνικής ανυπακοής όπως οι αμερικανική Ruckus Society (RS) ή η ιταλική Tutte Bianche (TB) που εντυπωσίασαν με τη δυναμική παρουσία τους στις διαδηλώσεις του Σιάτλ και της Γένοβας αντίστοιχα. Η RS προσφέρει αφιλοκερδώς εκπαίδευση στα μέλη της πάνω σε θέματα όπως η συγκρότηση ομάδων αυτοάμυνας των διαδηλωτών, ο σχηματισμός ανθεκτικών ανθρώπινων αλυσίδων και η μάχη σώμα με σώμα με την αστυνομία. Η εκπαίδευση λαμβάνει χώρα σε ειδικά διαμορφωμένα, κινητά στρατόπεδα που περιοδεύουν σε ΗΠΑ και Καναδά καθ’όλη τη διάρκεια του χρόνου. Περισσότερες πληροφορίες στο http://www.ruckus.org/. Οι ΤΒ έχουν εμπνευστεί από το Ζαπατιστικό αντάρτικο και στοχεύουν στη δημιουργία αποτελεσματικών μονάδων κρούσης διαδηλωτών που θα λειτουργούν με πειθαρχία, αυτοσυγκράτηση και συγκεκριμένη τακτική κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων μαζικής αντιβίας και θα μπορούν να αποτελέσουν στην πράξη το αντίβαρο στις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας. Η πορεία σε παράταξη και ο εξοπλισμός των μελών τους με αντιασφυξιογόνες μάσκες, κράνη, ασπίδες, ρόπαλα και άσπρες, ενισχυμένες προστατευτικές στολές αποτελούν το σήμα κατατεθέν του κινήματος. Το προσωνύμιο ΤΒ άλλωστε μπορεί να μεταφραστεί και ως «Όλα Άσπρα», σαφής αναφορά στις χαρακτηριστικές άσπρες ενδυμασίες των μελών της οργάνωσης.
[iii] Για παράδειγμα, ένας τέτοιος στόχος θα μπορούσε να είναι η βίαιη παρεμπόδιση και διακοπή των εργασιών διεθνών οργανισμών όπως η G8, ο ΠΟΕ ή των διαρκώς μετακινούμενων συνόδων κορυφής της ΕΕ.
[iv] Εγείροντας τα ζητήματα της δουλείας και της παράνομης εισβολής στο Μεξικό, ο Θορώ γράφει:, «Πως έχει χρέος να συμπεριφερθεί ένας άντρας απέναντι στην τωρινή Αμερικανική κυβέρνηση; Η απάντηση είναι ότι δεν μπορεί να σχετίζεται μαζί της και να μην νιώθει ντροπή. Δεν μπορώ ούτε για μια στιγμή να αναγνωρίσω αυτόν τον πολιτικό οργανισμό σαν δική μου κυβέρνηση, αυτήν που κυβερνά και σκλάβους». Και αλλού, «Αυτοί που ενώ δεν εγκρίνουν το χαρακτήρα και τα μέτρα μιας κυβέρνησης, καταθέτουν σε αυτήν την αφοσίωση και την υποστήριξη τους, είναι αναμφίβολα οι πιο συνειδητοί υποστηρικτές της και πολύ συχνά τα πιο σοβαρά εμπόδια στην μεταρρύθμιση. Μερικοί ζητούν από την Πολιτεία να διαλύσει την Ένωση και να αγνοήσει τις επιταγές του Προέδρου. Γιατί δεν την διαλύουν οι ίδιοι – την ένωση μεταξύ των ιδίων και της Πολιτείας – αρνούμενοι να πληρώσουν την εισφορά τους στο θησαυροφυλάκιο; Δεν έχουν μια σχέση με την Πολιτεία, όμοια με αυτήν που η Πολιτεία έχει με την Ένωση [ο Θορώ μιλάει εδώ για την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση]; Και οι λόγοι που δεν άφησαν την Πολιτεία να αντισταθεί στην Ένωση [Ομοσπονδία], δεν ήταν οι ίδιοι που τους εμπόδισαν από το να αντισταθούν στην Πολιτεία;». Τέλος ο Θορώ γράφει: «Συναντώ αυτή την Αμερικανική κυβέρνηση, ή τον εκπρόσωπο της την Πολιτειακή κυβέρνηση, άμεσα και πρόσωπο με πρόσωπο, μια φορά το χρόνο, όχι παραπάνω, στο πρόσωπο του φοροεισπράκτορα της. Αυτός δεν είναι απαραίτητα ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ένας άνθρωπος της δικής μου θέσης την συναντά. Και τότε αυτή λέει χαρακτηριστικά, Αναγνώρισε με΄ και ο πιο απλός, ο αποτελεσματικότερος και στη δεδομένη κατάσταση των πραγμάτων, ο πιο απαραίτητος τρόπος που κάποιος μπορεί να τη χειριστεί, να εκφράσει την μικρή του ικανοποίηση και την αγάπη του για αυτήν [την κυβέρνηση], είναι να την αρνηθεί». Στο H. D. Thoreau, Walden and “Civil Disobedience” (Signet; New York), σς. 224-230.
Χ. Θορώ, «Κοινωνική Ανυπακοή»
Σκοπός του παρόντος σημειώματος είναι η απαρίθμηση μιας σειράς από ενέργειες που εάν εφαρμοστούν συστηματικά και σε μαζική κλίμακα μπορούν να χρησιμεύσουν ως όπλα στα χέρια των πολιτών ενάντια στην καταπίεση και τη ληστρική διακυβέρνηση των σύγχρονων κοινοβουλευτικών ολιγαρχιών. Είναι αλήθεια πως, στην παρούσα φάση, η δυνατότητα του μέσου πολίτη για να ενεργοποιηθεί πολιτικά κάνοντας χρήση των παραδοσιακών μέσων αμφισβήτησης έχει φθίνει δραματικά. Το κόστος της συμμετοχής σε κινήματα διαμαρτυρίας έχει καταστεί δυσβάστακτο.
Από την μία, ο μέσος πολίτης βρίσκεται αντιμέτωπος με την εντατικοποίηση της αστυνομικής καταστολής και την θεσμοθέτηση αντιτρομοκρατικών διατάξεων που εκχωρούν έκτακτες εξουσίες στα σώματα ασφαλείας και διευκολύνουν την πάταξη φαινομένων κοινωνικής ανυπακοής μέσω της βίας και των αυθαίρετων συλλήψεων. Όποιος παραβρέθηκε σε κάποια από τις αντιπολεμικές πορείες που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα στο διάστημα των τελευταίων δύο ετών θα είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι το κλίμα εκφοβισμού που φροντίζουν να καλλιεργήσουν οι αρχές πριν, κατά την διάρκεια και μετά το πέρας των κινητοποιήσεων. Το μακάβριο θέαμα των πάνοπλων αστυνομικών που πορεύονται στρατηγικά παρατεταγμένοι στα νώτα και κατά μήκος των διαδηλωτών, πέρα από το ότι είναι ενδεικτικό για το περιεχόμενο της «δημοκρατίας» μας, είναι αρκετό ώστε να κρατήσει μακριά από εκδηλώσεις διαμαρτυρίας τους πιο φιλήσυχους, λιγότερο ευαισθητοποιημένους ή απλώς τρομοκρατημένους από την επιβλητική παρουσία των δυνάμεων της τάξης ανθρώπους.
Άλλωστε αυτός είναι και ένας εκ των βασικών στόχων της αστυνομικής κινητοποίησης. Η μαζική παρουσία αστυνομικών, που πολλές φορές πλαισιώνονται και από δυνάμεις ακροβολισμένες στα στενά με σκοπό την δημιουργία ασφυκτικού κλοιού ασφαλείας γύρω από την περιοχή όπου εκτυλίσσεται η διαδήλωση, αναμφίβολα αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για μια πολυπληθή προσέλευση στις κινητοποιήσεις.
Παράλληλα, συνιστά και στρατηγικό τέχνασμα των διαμορφωτών της πολιτικής για τη δημόσια ασφάλεια που αποβλέπει σε κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στους διαδηλωτές και τις δυνάμεις αστυνόμευσης και κατ’επέκταση στη συντριβή της διαμαρτυρίας με την μέθοδο της βίαιης καταστολής. Αυτό συμβαίνει γιατί πολλές φορές, από μόνη της η στενή αστυνομική επιτήρηση ειρηνικών διαδηλώσεων εκλαμβάνεται ως σκόπιμη και προσχεδιασμένη πρόκληση από τους διαδηλωτές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εντάσεων που καταλήγουν σε βίαιες συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Είναι μάλιστα αντικείμενο προς συζήτηση κατά πόσο η ανάπτυξη αστυνομικών δυνάμεων είναι μια τακτική ενδεδειγμένη για την διαφύλαξη της δημόσιας τάξης ή αντίθετα, συντελεί αναπόδραστα στην δημιουργία μιας συγκρουσιακής δυναμικής με τους παρευρισκομένους σε χώρους και εκδηλώσεις μαζικής διαμαρτυρίας.
Από την άλλη, σε ότι αφορά την καθημερινότητα του, ο απλός πολίτης τελεί υπό καθεστώς ομηρείας που τον εμποδίζει να αποκτήσει συνείδηση της κοινωνικής του υπόστασης και κατά συνέπεια να ασχοληθεί με ζητήματα που άπτονται του γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος. Ο σύγχρονος εργαζόμενος στερείται του πολύτιμου δημοκρατικού αγαθού του ελεύθερου χρόνου. Λόγω της απελευθέρωσης του εργασιακού ωραρίου και της εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης στον χώρο της δουλειάς, δεν μένει πλέον χρόνος στον σκεπτόμενο πολίτη για να αναπτύξει τα ενδιαφέροντα του, να ασχοληθεί με τα κοινά και να είναι έτσι εις θέσιν να προβεί σε ενημερωμένες αξιολογικές κρίσεις σχετικά με την υλική και ηθική κατάσταση της πολιτικής κοινότητας στην οποία ανήκει. Οι αρχαίοι έλληνες είχαν κατανοήσει την αιτιοκρατική σχέση που υπήρχε μεταξύ της δυνατότητας εξασφάλισης ελεύθερου χρόνου για περισυλλογή και ενασχόληση με τα κοινά και του βαθμού στον οποίο ο κάθε πολίτης ήταν ικανός να ανταποκριθεί στην άσκηση των καθηκόντων που απέρρεαν από την ενεργή συμμετοχή του στις πολιτικές διαδικασίες της Πόλης-Κράτους. Το βασικό αντικείμενο του μεταρρυθμιστικού έργου του Περικλή που λέγεται πως ουσιαστικά προσέδωσε νόημα και χειροπιαστό περιεχόμενο στις κενές δημοκρατικές διακηρύξεις της Αθηναϊκής νομοθεσίας, ήταν ακριβώς η θεσμοθέτηση της καταβολής οικονομικής αποζημίωσης για όσους αναλάμβαναν δημόσια αξιώματα, μέσω της οποίας δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για μια πραγματική ισονομία των πολιτών ανεξαρτήτως εισοδήματος και για την αποτελεσματικότερη άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων.[i]
Τόσο η καθολική ενασχόληση με τον βιοπορισμό, όσο και η έλλειψη ελευθέρου χρόνου αφιερωμένου στην μελέτη των δημοσίων θεμάτων σπρώχνει τον πολίτη προς την ιδιώτευση, αφού τον καθιστά ανίκανο να διατυπώσει εμπεριστατωμένη κριτική άποψη περί του κυβερνητικού έργου και να προβεί σε ώριμες και επίκαιρες πολιτικές τοποθετήσεις.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως το παλιό μοντέλο πολιτικής στράτευσης που προϋπέθετε ενισχυμένη ταξική συνείδηση και έναν αυτοπροσδιορισμό του ατόμου ως πολιτικού υποκειμένου είναι στις μέρες μας πολύ δύσκολο να ευδοκιμήσει. Το αυξημένο κόστος μιας τέτοιας επιλογής, υπό την απειλή των αστυνομικών διώξεων και της ποινικοποίησης της διαφωνίας, καθώς και η έλλειψη γνώσεων αλλά και προσωπικού ενδιαφέροντος για την πολιτική διαδικασία καθιστά το αίτημα για συλλογική συσπείρωση στο πλαίσιο των παλαιών αντισυστημικών κινημάτων ολοένα και πιο δυσεκπλήρωτο. Με αυτό δεν θέλουμε να πούμε πως εναλλακτικοί πολιτικοί θεσμοί, όπως ο συμμετοχικός θεσμός των επαναστατικών επιτροπών ή των αυτόνομων συνελεύσεων των πολιτών όπως αυτοί σφυρηλατήθηκαν μέσα από αιώνες επαναστατικής παράδοσης, έπαψαν να συνιστούν προνομιακούς χώρους πολιτικής χειραφέτησης. Οι πολίτες εξακολουθούν να συναντώνται εκεί για να μετάσχουν στις διαδικασίες της άμεσης δημοκρατίας, να συσκεφθούν, να ανταλλάξουν απόψεις και να συντονίσουν την πολιτική τους δράση. Μόλις πρόσφατα, μέσα από τους κόλπους του αντιπολεμικού κινήματος της Βρετανίας ξεπήδησε ένα εκτεταμένο δίκτυο από εναλλακτικές συνελεύσεις πολιτών που λειτούργησε ως το κύριο αντιπροσωπευτικό και συντονιστικό όργανο του κινήματος την περίοδο που προηγήθηκε της Αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ. Επιπλέον, στη Βενεζουέλα η άμεση δημοκρατία οικοδομείται πάνω σε μια ραχοκοκαλιά από συνελεύσεις κατοίκων των παραγκουπόλεων, εν λευκώ εξουσιοδοτημένες από το Μπολιβαριανό καθεστώς σε ότι αφορά την εισήγηση μέτρων καταπολέμησης της φτώχειας αλλά και την οργάνωση άμεσων πρωτοβουλιών βάσης για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις υποβαθμισμένες αυτές αστικές κοινότητες. Η συνέλευση ως μέσο αυτόνομης πολιτικής έκφρασης δεν είναι λοιπόν ξεπερασμένη ούτε φαίνεται να έχει περιπέσει σε αχρηστία.
Όμως πεποίθηση μας είναι ότι η μορφή και η πρακτική της μαζικής διαμαρτυρίας ως μεθόδου πολιτικής παρέμβασης που μετέρχονται οι εκάστοτε οργανωμένες μειοψηφίες ενδέχεται να αλλάξει δραματικά στο μέλλον και μαζί της θα μεταβληθούν ριζικά και οι προδιαγραφές ένταξης και ενεργού συμμετοχής της μεγάλης μάζας των πολιτών σε τέτοιου τύπου συλλογικές εκδηλώσεις. Το προοίμιο αυτής της αλλαγής το έχουμε ήδη δει στις κινητοποιήσεις του Σιάτλ, της Γένοβας και της Θες/νίκης όπου ορισμένα μπλοκ διαδηλωτών παρατάχθηκαν με εξαιρετική οργάνωση, πειθαρχία και αποφασιστικότητα απέναντι στις δυνάμεις καταστολής με προφανή πρόθεση να αντιτάξουν μια αποτελεσματική γραμμή άμυνας στις επιθέσεις των ειδικών μονάδων της αστυνομίας. Φαίνεται λοιπόν πως η πρακτική της μαζικής αντιβίας τείνει να προσλάβει κάποια οργανωτικά στοιχεία, όπως η επαρκής γνώση των μεθόδων ελέγχου του πλήθους που χρησιμοποιεί η αστυνομία και η λήψη αντιμέτρων ενάντια σε αυτές τις τακτικές, η εκπαίδευση των διαδηλωτών στη χρήση αυτοσχέδιου εξοπλισμού (βόμβες μολότοφ, ασπίδες, κράνη, αντιασφυξιογόνες μάσκες) και η κατάρτιση και εφαρμογή ενός εμβρυακού στρατηγικού σχεδιασμού που θα εμπεριέχει στοιχειώδεις κατευθύνσεις για καλύτερο καταμερισμό εργασίας και ορθολογικοποίηση της δράσης των εξεγερμένων. Επιπλέον, η προσφυγή σε στρατιωτικοποιημένες μεθόδους δράσης προϋποθέτει και την συστηματική καλλιέργεια μιας ριζοσπαστικής κουλτούρας αντίστασης μεταξύ των διαδηλωτών που ανήκουν στο σκληρό πυρήνα των κινημάτων διαμαρτυρίας και μια βαθύτερη κατανόηση και εμπέδωση από μέρους τους των βασικών αρχών και στόχων της κοινωνικής ανυπακοής. Με άλλα λόγια, αυτό που απαιτείται από τις μονάδες κρούσης των μελλοντικών κινημάτων αμφισβήτησης είναι ένα ανώτερο επίπεδο γνώσης, πολιτικής παιδείας και ηθικής δέσμευσης που αποκτάται μόνο μέσα από τη κατάλληλη εκπαίδευση και αδιάλειπτη επιμόρφωση σχετικά με τις μοντέρνες πρακτικές ανατρεπτικής δράσης και πολιτικής χειραφέτησης. Πρόκειται για μια ελίτ διαδηλωτών, το δυναμικότερο και πρωτοποριακότερο κομμάτι των μαζικών κινημάτων του μέλλοντος.[ii]
Από τις παραπάνω διαπιστώσεις προκύπτει το μέγα θέμα του καθορισμού των σχέσεων που θα επικρατήσουν μεταξύ του επίλεκτου αυτού τμήματος των μελλοντικών κινημάτων αμφισβήτησης και του ευρύτερου κινηματικού χώρου καθώς και της μερίδας εκείνης του κοινωνικού συνόλου στην οποία έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε ως «Σιωπηλή Πλειοψηφία», της οποίας χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η φαινομενική αποστασιοποίηση και η στάση αναμονής που τηρεί σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής. Ας σημειωθεί ότι ουδεμία αντίφαση υφίσταται ανάμεσα στην ύπαρξη οργανώσεων που εντάσσονται σε μια κινηματική πρωτοπορία και στη διατήρηση του μαζικού, δημοκρατικού χαρακτήρα του εκάστοτε κινήματος, αφού εξ ορισμού η ανάδειξη μιας πρωτοπορίας προϋποθέτει τη λειτουργία της εντός μιας συλλογικής οντότητας την οποία δύναται να προστατεύσει και να καθοδηγήσει με τις πράξεις και τις παρεμβάσεις της. Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ ομάδων αυτοάμυνας και κοινωνικού σώματος με την ευρύτερη έννοια είναι όμως ζωτικής σημασίας διότι από τις εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα και από το πλέγμα των σχέσεων που θα διαμορφωθεί, θα εξαρτηθεί εάν η ανάληψη άμεσης δράσης από την εμπροσθοφυλακή του κινήματος θα τοποθετείται σε ένα περιβάλλον που θα ευνοεί την κοινωνική μεταρρύθμιση, ή θα εκλαμβάνεται ως ανταγωνιστική και ζημιογόνα προσπάθεια από την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Με άλλα λόγια, η επιλογή είναι ανάμεσα σε ένα διασπασμένο και αποδυναμωμένο κίνημα που θα χωρίζεται σε ιδεολογικά αντιτιθέμενες και ανταγωνιστικές μεταξύ τους πτέρυγες, ή σε ένα ενιαίο κίνημα αμφισβήτησης τα συστατικά στοιχεία του οποίου θα βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία και οι πρωτοβουλίες του ενός θα έχουν ρόλο επικουρικό προς τις ενέργειες του άλλου.
Με γνώμονα την επίτευξη της ενότητας των μελλοντικών κινημάτων αμφισβήτησης σε επίπεδο προγραμματικού σχεδιασμού αλλά και επαναστατικής πρακτικής, εισηγούμαστε μια σειρά από μη-βίαιες ενέργειες κοινωνικής ανυπακοής που εάν περιληφθούν στο στρατηγικό οπλοστάσιο των κινημάτων διαμαρτυρίας και εφαρμοστούν συστηματικά και με συνέπεια από την πλειοψηφία των πολιτών, είναι ικανές να αποσταθεροποιήσουν τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα σε σημείο που να προκαλέσουν την πολιτική και οικονομική κατάρρευση τους. Φυσικά, κάτι τέτοιο είναι εφικτό μόνο στην περίπτωση που οι ειρηνικές εκστρατείες κοινωνικής ανυπακοής συνοδεύονται από μαχητικές κινητοποιήσεις των κινηματικών ελίτ, από δυναμικές ενέργειες μαζικής αντιβίας με στόχο κρατικές υπηρεσίες, υπουργεία, και τα κατά τόπους αρχηγεία και παραρτήματα υπερεθνικών οργανισμών. Δεν μιλούμε εδώ για παροδικά ξεσπάσματα τυφλής και άλογης βίας, αλλά για οργανωμένα και καλά σχεδιασμένα εγχειρήματα άμεσης δράσης κατά τα οποία οι διαδηλωτές θα αντιπαρατίθενται με την αστυνομία εκ του σύνεγγυς και θα επιχειρούν βάση σχεδίου να υπερκεράσουν ή να παρακάμψουν την αντίσταση της για να εκπληρώσουν έναν ξεκάθαρο στόχο εκ προοιμίου καθορισμένο.[iii] Η διττή αυτή επαναστατική στρατηγική είναι μονόδρομος και οφείλεται όχι σε αδυναμία επιλογής ανάμεσα στον ένα τρόπο δράσης ή στον άλλο, αλλά στην αμφισημία του σύγχρονου κοινοβουλευτικού συστήματος που εξακολουθεί να στηρίζεται στους παραδοσιακούς μηχανισμούς ιδεολογικής νομιμοποίησης, έχοντας όμως παράλληλα πολλαπλασιάσει στον υπερθετικό βαθμό τα υλικά μέσα που διαθέτει για την άσκηση φυσικής βίας και έχοντας φροντίσει να καλλιεργήσει επιμελώς μια αυταρχική συνταγματική λογική που του επιτρέπει την αδιάλειπτη και αδιαμεσολάβητη προσφυγή σε αυτά τα μέσα (βλ. τρομοκρατική απειλή). Συνεπώς, κανένα κίνημα που στοχεύει στην πολιτική ανατροπή και την κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να επικρατήσει βασιζόμενο αποκλειστικά και μόνο στην κατά μέτωπο ένοπλη αντιπαράθεση με το Κράτος, εάν προηγουμένως έχει αποτύχει ή αμελήσει να ευαισθητοποιήσει και να κινητοποιήσει το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων σχετικά με τον άνισο αγώνα που διεξάγει. Παρομοίως, καμία εκστρατεία παθητικής κοινωνικής αντίστασης δεν μπορεί να ελπίζει στην τελική επικράτηση, εάν δεν συνεπικουρείται από αμυντικούς μηχανισμούς αντιβίας που με τη δράση τους θα είναι σε θέση να καταφέρουν το τελειωτικό χτύπημα στο παραπαίων καθεστώς και να υπεραμυνθούν δυναμικά των πολιτικών κατακτήσεων του κινήματος (π.χ. παρεμπόδιση ανακατάληψης αυτοδιοικούμενων περιοχών ή εργοστασίων, περιφρούρηση των χώρων όπου συνεδριάζουν οι επαναστατικές επιτροπές). Απαιτείται η συνδυασμένη ισχύ και των δύο συνιστωσών του κινήματος για να συντριφθεί η κρατική εξουσία. Οι ριζοσπαστικές ομάδες κρούσεις επιτίθενται στους φυσικούς εκπροσώπους του Κράτους και εγείρουν δια της βίας τα επαναστατικά αιτήματα. Η μετριοπαθής, και πολυπληθέστερη, πτέρυγα του κινήματος υποστηρίζει τις παραπάνω προσπάθειες φθείροντας τον κρατικό μηχανισμό, αποστερώντας τον από ζωτικούς οικονομικούς πόρους, αποδιοργανώνοντας και αποσταθεροποιώντας το πολιτικό σύστημα κάνοντας «δημιουργική» χρήση του εκλογικού της δικαιώματος, υπονομεύοντας την ικανότητα του για αστυνομική καταστολή της εξέγερσης.
Ποιες όμως είναι οι μέθοδοι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς της παθητικής αντίστασης; Το περίεργο είναι πως τα μέσα για μια σταδιακή αποσταθεροποίηση της πολιτικής εξουσίας εμπεριέχονται ήδη στην οργανωτική δομή της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και οι πολίτες δεν χρειάζεται να αγωνιστούν για να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτά. Χρειάζεται όμως να εφευρεθούν εκ νέου από τα μαζικά κινήματα διαμαρτυρίας και να τονιστεί η σημασία της αξιοποίησης τους ως στρατηγικού μέσου πίεσης για τη ριζική αποδιοργάνωση του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος.
1) Μη Καταβολή Φόρων
Είναι απαραίτητο να καταπολεμηθεί η αντίληψη που έχει επικρατήσει μεταξύ των ακτιβιστών που ανήκουν στον χώρο των οργανώσεων κοινωνικής ανυπακοής ότι η θεωρία και πρακτική της κοινωνικής ανυπακοής αφορά μόνο στρατηγικές παθητικής αντίστασης σε δημόσιους χώρους, στο πλαίσιο οργανωμένων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας. Άποψη μου είναι πως θα πρέπει να επανεξεταστούν και να αναπτυχθούν οι ιδέες του Αμερικανού στοχαστή Henry David Thoreau περί κοινωνικής ανυπακοής, να υποβληθούν σε κατάλληλη επεξεργασία με γνώμονα τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του σήμερα και να επαναπροταθούν ως μέσον όχι απλώς για συμβολική αντίσταση κατά της εξουσίας, αλλά ως επαναστατική στρατηγική που μπορεί να πλήξει άμεσα το οικονομικό και δημοσιονομικό υπόβαθρο του κρατικού μηχανισμού. Ιδιαίτερη βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στην ιδέα της άρνησης εκ μέρους των πολιτών της καταβολής φορολογικών εισφορών σε ένα κρατικό μόρφωμα που έχει προ πολλού πάψει να τους αντιπροσωπεύει. Αναλογιστείτε για λίγο την απήχηση που θα είχε η ενσωμάτωση ενός αιτήματος κατά της αυθαίρετης φορολογίας στην προγραμματική πλατφόρμα ενός σύγχρονου επαναστατικού κινήματος. Πρόκειται για πραγματιστική επίκληση στο οικονομικό συμφέρον του μέσου πολίτη και όχι για αφηρημένες παραινέσεις προς την αγάπη τους για το ιδανικό της ελευθερίας. Σκεφτείτε ακόμα το επίκαιρο και εκρηκτικό περιεχόμενο που προσλαμβάνει μια τέτοια τοποθέτηση σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι υπάρχουσες κυβερνήσεις κατηγορούνται για οικονομική κακοδιαχείριση και διασπάθιση του δημόσιου χρήματος εξαιτίας της διοχέτευσης υπέρογκων κεφαλαίων για τη διεξαγωγή του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας», τη στιγμή που εισηγούνται παράλληλα τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και την μερική κατάργηση των κρατικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας λόγω έλλειψης κονδυλίων.
Πέρα από αίτημα με προπαγανδιστική αξία όμως, η μη καταβολή φόρων μπορεί να αποτελέσει και μια μέθοδο παράλυσης της κρατικής εξουσίας, απομυζώντας μια εκ των κύριων πηγών χρηματοδότησης του κρατικού μηχανισμού. Η άρνηση του Thoreau να πληρώσει φόρο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε τον χαρακτήρα μιας πράξης διαμαρτυρίας, μιας συμβολικής ατομικής εξέγερσης έναντι σε μια διεφθαρμένη και τυραννική κυβέρνηση που εκείνη την περίοδο δρομολογούσε την εγκληματική εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο έδαφος του Μεξικού.[iv] Εάν αυτή η λησμονημένη χειρονομία περιφρόνησης προς τις Αμερικανικές αρχές βρει τους μιμητές που δικαιούται ανά την υφήλιο μπορεί να χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για την ανάδειξη ενός νέου μαζικού κινήματος κοινωνικής ανυπακοής με αίτημα την καθολική κατάργηση της επίσημης άμεσης φορολογίας και την αναθεώρηση του υπάρχοντος φορολογικού καθεστώτος με όρους - οικονομικούς και πολιτικούς - που θα αποφασίσει και θα θεσπίσει το ίδιο το εκλογικό σώμα. Πλαισιωμένο από κατάλληλες βοηθητικές υπηρεσίες (π.χ. υπηρεσία παροχής νομικής βοήθειας), το κίνημα αυτό δύναται να εξελιχθεί σε βόμβα στα θεμέλια του κοινοβουλευτικού συστήματος. Ο Thoreau έδρασε μόνος προσπαθώντας να παραδειγματίσει τους συμπατριώτες του και να τους εφιστήσει την προσοχή σχετικά με την αδικία που εκείνη την περίοδο διέπραττε η κυβέρνηση τους σε βάρος του αδύναμου γείτονα της. Δοκίμασε να τους υπενθυμίσει ότι μέσω της πληρωμής των φόρων λειτουργούσαν ως χρηματοδότες του ιμπεριαλιστικού αυτού εγχειρήματος και να τους υποδείξει τρόπους με τους οποίους ο απλός πολίτης μπορούσε να αντιδράσει και να αντισταθεί. Η απομόνωση του από τους συμπολίτες του τον οδήγησε για ένα βράδυ στο κρατητήριο της μικρής Αμερικανικής πόλης στην οποία διέμενε, αφού η φυλακή είναι η προσφιλής τακτική που χρησιμοποιούν όλες οι κυβερνήσεις για να φιμώνουν τις ενοχλητικές φωνές διαμαρτυρίας που καταγγέλλουν πειστικά και με επιχειρήματα τα εγκλήματα και τις αυθαιρεσίες τους. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που το παράδειγμα του Αμερικανού στοχαστή ακολουθήσουν, όχι ένας, αλλά δέκα, εκατό, χίλιοι, δέκα χιλιάδες πολίτες; Μπορεί η εξουσία να τους θεωρήσει όλους έκνομους και να τους αντιμετωπίσει με προγραφές και συλλήψεις; Κατά τη δική μας άποψη, μόνο το μέγεθος της οικονομικής ζημίας θα ήταν αρκετό ώστε να εξαναγκάσει το Κράτος να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αποδεχτεί τους όρους των εξεγερμένων. Η εθελούσια παρακράτηση φόρων είναι το μοναδικό ουσιαστικό μέσον που διαθέτει η κοινωνία των πολιτών για να διεκδικήσει την αυτονομία της απέναντι στην κρατική αρχή, να αποκαταστήσει το δικαίωμα της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης που η οικονομική παγκοσμιοποίηση και η κοινοβουλευτική συναίνεση των τελευταίων χρόνων της έχουν προ πολλού αφαιρέσει και τελικά, να διαδραματίσει τον ρόλο που της αναλογεί στη μελλοντική επαναστατική εξελικτική διαδικασία.
2) Δημιουργική Ψήφος
Η πολυδιάστατη κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Πολλοί μελετητές εντοπίζουν τη ρίζα του κακού στην άνοδο του υπερεθνικού παράγοντα και στην απώλεια εθνικής κυριαρχίας που έχουν επιφέρει οι διεργασίες της παγκοσμιοποίησης. Άλλοι προβάλλουν την αποσύνθεση των παραδοσιακών ιδεολογιών και την έλλειψη πλουραλισμού που χαρακτηρίζει τα πολιτικά προγράμματα φαινομενικά αντιτιθέμενων κομμάτων για να εξηγήσουν την αλλοτρίωση του εκλογικού σώματος από την επίσημη πολιτική διαδικασία. Ανεξάρτητα από την οπτική γωνία από την οποία επιλέγει κανείς να προσεγγίσει το φαινόμενο της κρίσης νομιμότητας της δημοκρατίας, είτε εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στις τάσεις αποχής των ψηφοφόρων «από τα κάτω», είτε στη διεθνοποίηση της εξουσίας «από τα πάνω», όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι η δυσλειτουργία του συστήματος έγκειται στην διάχυση παθητικών συμπεριφορών μεταξύ του εκλογικού σώματος και στην αδιαφορία τους σε ότι αφορά την συστηματική και υπεύθυνη άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος.
Με άλλα λόγια, αποτελεί κοινό τόπο του εν εξελίξει επιστημονικού διαλόγου γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα ότι το πρόβλημα συνίσταται στην επικρατούσα τάση για ιδιώτευση και στην εκτεταμένη αποχή των πολιτών από τις εκλογικές αρχαιρεσίες.
Θα θέλαμε εδώ να αντιστρέψουμε αυτήν την λογική ακολουθία και να διατυπώσουμε την άποψη ότι μια μαζική παλλιννόστηση του εκλογικού σώματος στις κάλπες μπορεί εξίσου να αποτελέσει πηγή αστάθειας και παρακώλυσης της ομαλής λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Οι πολίτες των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης έχουν από καιρό λησμονήσει ότι μέσα από το δικαίωμα της περιοδικής ψήφου δεν διαθέτουν απλώς ένα «μέσον πίεσης» προς τις ελίτ που διαχειρίζονται την εξουσία, αλλά μια πραγματική θεσμική διέξοδο για να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια τους και ένα τρόπο για να δρομολογήσουν ουσιαστικές ανακατατάξεις σε ότι αφορά τα πολιτικά υποκείμενα που διαχρονικά μονοπωλούν την κατοχή της κυβερνητικής εξουσίας. Δεν μιλούμε εδώ για τη πολιτική μικροφυσική του δικομματισμού που με νόμους θαρρείς πιο άκαμπτους και από αυτούς που κυβερνούν τις φυσικές επιστήμες επιτάσσει την αέναη και αδιάκοπη εναλλαγή δύο φαινομενικά αντίπαλων κομμάτων στο ρόλο της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η συστηματοποίηση και παγίωση του απατηλού αυτού διπολισμού σε μια εποχή όπου οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων εξουσίας έχουν εξαλειφθεί, ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους στον οποίο οφείλεται η αλλοτρίωση των ψηφοφόρων και η εξάπλωση της αποχής ως επικρατούσας προτίμησης του εκλογικού σώματος. Είναι όμως γεγονός πως η διογκούμενη απάθεια των ψηφοφόρων ισοδυναμεί με οικειοθελή παράδοση και σταδιακή αποποίηση εκ μέρους των πολιτών της σημαντικότερης δημοκρατικής τους κατάκτησης, του δικαιώματος δηλαδή να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους. Μέσω της αποχής συντελείται μια αναίμακτη αντιδημοκρατική επανάσταση, μια αμαχητί επιστροφή σε δεσποτικές μορφές διακυβέρνησης που μάλιστα φαίνεται να έχει τη συγκατάθεση των ίδιων των κυβερνωμένων.
Βάσει αυτής της λογικής, προκρίνουμε ενεργητικούς τρόπους έκφρασης της κοινωνικής δυσαρέσκειας με στόχο την μερική έστω αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων στις σύγχρονες δημοκρατίες και την μετατροπή της εκλογικής διαδικασίας από δικλείδα ασφαλείας του κοινοβουλευτικού συστήματος, σε εργαλείο αντικομφορμιστικής πολιτικής και μέσον ανατροπής του κατεστημένου. Σε αυτούς τους τρόπους συγκαταλέγονται οι ακόλουθοι:
Α) Πραγματοποίηση δολιοφθοράς στις κάλπες με σκοπό την ακύρωση του συνόλου των ψηφοδελτίων που περιλαμβάνονται σε αυτές. Για το σκοπό αυτό ενδείκνυται η καθυστερημένη προσέλευση στο εκλογικό κέντρο ούτως ώστε να έχει ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων και να ακυρωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα ψηφοδέλτια. Σημειωτέον, ότι η ανάληψη δράσης τέτοιου τύπου περιλαμβάνει μηδαμινό κίνδυνο για την προσωπική ασφάλεια του δρώντα λόγω της μυστικότητας με την οποία περιβάλλεται η ψηφοφορία. Η πραγματοποίηση συνάντησης πριν την έναρξη της εκλογικής διαδικασίας, ο κεντροποιημένος σχεδιασμός της δράσης των εθελοντών και η αποτελεσματική διασπορά των ταγμάτων δολιοφθοράς σε ικανό αριθμό εκλογικών κέντρων ανά την επικράτεια μπορεί να αποδώσει καλύτερα αποτελέσματα.
Β) Προηγουμένως ταχθήκαμε κατά της εκλογικής αποχής με το επιχείρημα ότι αποτελεί αντιπαραγωγική τακτική για το επαναστατικό κίνημα ενώ οι συνέπειες της σε καμία περίπτωση δεν γίνονται αισθητές σε πολιτικό επίπεδο (π.χ. πρόκληση κυβερνητικής κρίσης). Οφείλουμε εδώ να διευκρινίσουμε πως σε χώρες όπως η Σερβία, όπου ένα κατώτατο ποσοστό συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία έχει οριστεί ως συνταγματικό κριτήριο για την εγκυρότητα του εκλογικού αποτελέσματος και τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από τον νικητή, η αποχή από την ψηφοφορία συνιστά ιδεατή τακτική αποσταθεροποίησης του πολιτεύματος, αφού οδηγεί σε παρατεταμένες συνταγματικές κρίσεις και αδυναμία διεκπεραίωσης των κρατικών υποθέσεων από τις προσωρινές, υπηρεσιακές κυβερνήσεις. Παρ’όλα αυτά το συμμετοχικό κριτήριο εφαρμόζεται σε ελάχιστα κράτη. Όπου αυτό δεν ισχύει όπως π.χ. στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ, ή την Μ. Βρετανία, η προσφυγή σε θετικές μεθόδους αμφισβήτησης πρέπει να θεωρηθεί προτιμητέα.
Γ) Περισσότερο όμως από την αποχή ή την διενέργεια δολιοφθοράς κατά εκλογικών κέντρων, η δράση που μπορούν να αναλάβουν οι πολίτες συνίσταται στη δημιουργική άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος και στην αξιοποίηση του έτσι ώστε να δοθεί το χρίσμα σε νέες πολιτικές δυνάμεις για να παίξουν τον ρόλο του πολιτικού αναχώματος στις ισοπεδωτικές τάσεις που εισάγει παντού η παγκόσμια οικονομία της αγοράς. Ο πολιτικός αγώνας μέσω του ψηφοδελτίου θα έχει αναγκαστικά αμυντικό χαρακτήρα, θα πρέπει δηλαδή να στοχεύει στην αντιστροφή των τάσεων για περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών σε διεθνές επίπεδο και στην επιβολή κάποιας μορφής κοινωνικού ελέγχου και μιας σειράς από κριτήρια κοινωνικής συνοχής επί του τρόπου λειτουργίας τους.
Σε επίπεδο στρατηγικής των απανταχού ψηφοφόρων αυτό μεταφράζεται σε μαζική ενίσχυση της εκλογικής δύναμης των κομμάτων που εντάσσονται στον χώρο της άκρας αριστεράς, ανεξάρτητα εάν αυτά ανήκουν στα υπολείμματα του πάλαι ποτέ κραταιού διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος όπως το προσφάτως αναγεννημένο Τροτσκιστικό Κόμμα Γαλλίας, ή αποτελούν νεοπαγείς πολιτικούς σχηματισμούς που προήλθαν μέσα από τις διασπάσεις των κομμάτων της παραδοσιακής κοινοβουλευτικής αριστεράς, όπως το αντιπολεμικό κόμμα RESPECT του χαρισματικού Τζ. Γκάλογουει στη Βρετανία, ή η Εναλλακτική Πρωτοβουλία για την Απασχόληση και την Κοινωνική Δικαιοσύνη του Όσκαρ Λαφονταίν στη Γερμανία. Για να είμαστε απολύτως σαφείς, δεν θεωρούμε πως η εξασφάλιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την ρεφορμιστική αριστερά είναι από μόνη της αρκετή ώστε να επιλύσει τα πολιτικά, οικονομικά και οικολογικά προβλήματα που προκύπτουν από τις παγκοσμιοποιημένες δομές του σύγχρονου καπιταλιστικού προτύπου παραγωγής. Συμφωνώ με εκείνους τους διανοητές που ερμηνεύουν την παγκοσμιοποίηση ως συστημικό φαινόμενο που έχει τις ρίζες του σε αντικειμενικές εξελίξεις στον χώρο της τεχνολογίας και της διεθνούς οικονομίας και δεν αποτελεί προϊόν λαθεμένων πολιτικών επιλογών. Συνεπάγεται ότι η αποτελεσματική διαχείριση και ανακοπή της ισοπεδωτικής επέλασης της παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί να προέλθει από ένα πολιτικό κόμμα που δεσμεύεται από τις συμβατικές υποχρεώσεις μιας κοινοβουλευτικής κυβέρνησης και είναι αναγκασμένο να επιδεικνύει καλή διαγωγή έναντι των υπερεθνικών οργανισμών που ανά πάσα στιγμή εποπτεύουν και αξιολογούν το έργο της. Όπως επανειλημμένα έχει γράψει και ο Τάκης Φωτόπουλος, η απάντηση στην παγκοσμιοποίηση μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από τη συγκρότηση ενός διεθνιστικού αντισυστημικού κινήματος γύρω από μια επεξεργασμένη προγραμματική πλατφόρμα για την επίτευξη του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα.
Η πραγματοποίηση όμως αυτού του φιλόδοξου στόχου δεν πρέπει να αποτελέσει αφορμή για να επιβληθεί στο κίνημα ο οικειοθελής εξοβελισμός από τον αστικό πολιτικό στίβο ή να λειτουργήσει ως πρόσκομμα για την εκπόνηση μιας πραγματιστικής συμπληρωματικής κοινοβουλευτικής στρατηγικής η οποία δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την σύσταση ενός πολιτικού κόμματος στα αστικά κοινοβουλευτικά πρότυπα, αλλά μπορεί να αφορά και τη σύναψη άτυπων συμμαχιών με συγκεκριμένα κόμματα της αριστεράς όπως αυτά που προαναφέραμε, χωρίς την άμεση εμπλοκή των κινηματικών οργανώσεων σε αδιαφανείς διαπραγματεύσεις ή καιροσκοπικά παιχνίδια εξουσίας. Ο προσεταιρισμός συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων της νέας αριστεράς που δραστηριοποιούνται στον κοινοβουλευτικό χώρο μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για το κίνημα συνολικά, αφού ακόμα και ο πλέον ριζοσπάστης μεταρρυθμιστής οφείλει να αναγνωρίσει την ποσοτική, αν όχι ποιοτική, διαφορά που υφίσταται μεταξύ μιας κυβέρνησης αποτελούμενης από συντηρητικούς εκπροσώπους του δικομματικού κατεστημένου και μιας εναλλακτικής κυβέρνησης των νέων αριστερών κομμάτων. Η παγκόσμια εξωκοινοβουλευτική αριστερά, της οποίας επίδοξος εκφραστής είναι ο Τάκης Φωτόπουλος, θα πρέπει να σταματήσει να διαπράττει το σφάλμα της υποτίμησης των ανταγωνισμών που δημιουργεί το σύστημα μεταξύ αντιτιθέμενων πολιτικών δυνάμεων και του βαθμού στον οποίο αυτοί οι ανταγωνισμοί και οι αντιφάσεις μπορούν να επηρεάσουν την ίδια τη λειτουργία του συστήματος.
Το σφάλμα αυτό κόστισε ακριβά στην αριστερά σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της και το ίδιο συνέβη και με τη διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ ΗΠΑ και Γαλλογερμανικού άξονα γύρω από τον πόλεμο του Ιράκ. Στο σύνολο των τοποθετήσεων και αναλύσεων του γύρω από το Ιρακινό ζήτημα, ο Φωτόπουλος παρέμεινε αμετακίνητος σε μια γραμμή ταυτόχρονης καταδίκης του επεκτατισμού των ΗΠΑ αλλά και των ευρωπαϊκών κρατών που αντιτάχθηκαν σφόδρα στον πόλεμο και που ανέλαβαν διπλωματικές πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΟΗΕ για την αποτροπή του. Από δογματικής άποψης η στάση του Φωτόπουλου είναι η ενδεδειγμένη. Όμως μια τέτοια προσέγγιση δεν παύει να παραβλέπει την ποιοτική μετάλλαξη του παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης από ένα φιλελεύθερο, πολυμερές μοντέλο (υπερεθνική αριστοκρατική διακυβέρνηση) σε ένα μιλιταριστικό, συγκεντρωτικό σύστημα (μοναρχική αυτοκρατορική διακυβέρνηση).[v] Οι Γερμανοί κομμουνιστές του μεσοπολέμου συνήθιζαν να εξισώνουν τη δημοκρατία της Βαιμάρης, την οποία αποκαλούσαν «σοσιαλφασιστική», με την επερχόμενη ναζιστική λαίλαπα, διαβλέποντας μια ποσοτική διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο καθεστώτα σε ότι αφορούσε τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, που θα είχε περιορισμένο αντίκτυπο στο μέλλον και τις προοπτικές του κινήματος στη Γερμανία. Το πόσο λάθος ήταν η συγκεκριμένη εκτίμηση αποδεικνύεται από την μετέπειτα ιστορική εξέλιξη. Το αντεπιχείρημα σε αυτή την παρατήρηση συνίσταται στο ότι το καθεστώς της Βαιμάρης ενείχε από πριν τα σπέρματα της φασιστικοποίησης του, η οποία αποτέλεσε μια ακραία αλλά νομοτελειακή μορφή αντίδρασης στην αυξανόμενη πολιτική ισχύ του κομμουνιστικού κινήματος. Όμως είμαστε της άποψης ότι στην ιστορική συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε, η αστυνομοκρατία και ο πολιτικός αυταρχισμός επιβάλλονται όχι ως κατασταλτικά μέτρα καταπολέμησης των κοινωνικών κινημάτων, αλλά ως προληπτικά μέτρα κατά της μελλοντικής τους εξάπλωσης. Επιπλέον, η ριζική αναδιάρθρωση της πολιτικής εξουσίας σε πλανητικό επίπεδο, όπως αυτή προωθείται από τη φιλομοναρχική μερίδα της υπερεθνικής ελίτ, έχει δημιουργήσει διχογνωμίες και αντιπαλότητες μεταξύ των πολιτικών διαχειριστών της παγκοσμιοποίησης τις οποίες το κίνημα οφείλει να οξύνει και να εκμεταλλευτεί για δικό του όφελος. Αναμφίβολα, ο κίνδυνος του πολιτικού-ιδεολογικού εκφυλισμού του κινήματος ελλοχεύει μέσα στην πρακτική του συγχρωτισμού με τα αστικά πολιτικά κόμματα και της προσχώρησης σε κοινοβουλευτικές συμμαχίες. Αυτός ο κίνδυνος όμως δεν αποτελεί λόγο ώστε τα κινήματα αμφισβήτησης να παραμένουν στο περιθώριο καθ’όσον αποφάσεις λαμβάνονται για λογαριασμό τους και πολιτικές διαμορφώνονται και τίθενται σε ισχύ, ούτε είναι αποτρεπτικός παράγοντας για τη σύναψη τακτικών συμμαχιών με το εκάστοτε κόμμα που εξυπηρετεί καλύτερα τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα του κινήματος. Είναι το είδος της επιδιωκόμενης συμμαχίας και η ταυτότητα των συμβαλλόμενων μερών που θα πρέπει να αποφασίζονται βάσει πολιτικών αρχών και ιδεολογικών σταθερών και όχι η απουσία της πρακτικής των συμμαχιών αυτή καθ’εαυτή.
Επαναλαμβάνουμε πως η προτεινόμενη εδώ στρατηγική δεν ευαγγελίζεται ούτε προκρίνει τη συμμετοχή της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ή των οργανώσεων της αντι-παγκοσμιοποίησης στην εκλογική διαδικασία. Απλώς, υποδεικνύει μια εναλλακτική μέθοδο άσκησης πίεσης κατά του κοινοβουλευτικού κατεστημένου με στόχο όχι την ενδυνάμωση και ισχυροποίηση του αλλά την υπονόμευση του και, τελικά, την οριστική του κατάλυση και αντικατάσταση από την πρακτική της άμεσης δημοκρατίας. Επιγραμματικά, η μέθοδος της δημιουργικής ψήφου και της υπερψήφισης κομμάτων όπως το WASG, το RESPECT και το Τροτσκιστικό Κόμμα Γαλλίας μπορεί να δημιουργήσει,
α) ανακολουθία στην πολιτική των κυβερνήσεων των ανεπτυγμένων κρατών σε σχέση με τις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής εξουσίας που κατέχουν και διαχειρίζονται οι πολυεθνικές. Αλήθεια, μπορεί κανείς να φανταστεί τον Παλαιστινιακής καταγωγής Ρ. Νέιντερ, να συνδιαλέγεται με τους εκπροσώπους του εβραϊκού λόμπι των ΗΠΑ με θέμα τη συνέχιση της Αμερικανικής υποστήριξης προς το Ισραήλ; Ή τον Όσκαρ Λαφονταίν να διαπραγματεύεται με τους Γερμανούς κεφαλαιούχους την περαιτέρω απορύθμιση της Γερμανικής αγοράς εργασίας; Ή τον Τζ. Γκάλογουει να εισηγείται στη Βρετανική βουλή δέσμη αντιδημοκρατικών νομοθετικών μέτρων με στόχο την πάταξη της τρομοκρατίας; Η ύπαρξη ισχυρών αριστερόστροφων κομμάτων στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, δύναται να διαταράξει την υφιστάμενη συναίνεση μεταξύ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στην οποία στηρίζεται το πολυεθνικό κεφάλαιο για να επιτύχει την νομική κωδικοποίηση και συνταγματική κατοχύρωση σε τοπικό και διεθνές επίπεδο των πιο βάρβαρων και ανεξέλεγκτων πτυχών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Ακόμα και αν έπειτα από την μετωπική σύγκρουση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας επέλθει ο οικονομικός μαρασμός μιας χώρας λόγω της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου και της μαζικής φυγής κεφαλαίου για «ελκυστικότερους» επιχειρηματικούς προορισμούς και τόπους εγκατάστασης στον Τρίτο Κόσμο, το αποτέλεσμα δεν θα είναι η καταστροφή. Το παράδειγμα της Αργεντινής μας δείχνει πως μια γενικευμένη κρίση της οικονομίας μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την δημιουργία επιτυχημένων εναλλακτικών μορφών οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης, όπως είναι τα υπό κατάληψη αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια της Zanon και της Bruckman. Πράγματι, μετά την μαζική αποχώρηση των εργοδοτών οι εργάτες κατέλαβαν τα χρεοκοπημένα εργοστάσια, ανέλαβαν την διοίκηση τους και σημείωσαν εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής πετυχαίνοντας να τα μετατρέψουν σε επικερδείς επιχειρήσεις. Σήμερα τα επιτεύγματα τους κινδυνεύουν από τη δυναμική επιστροφή των ιδιοκτητών που διεκδικούν τις παλαιές τους επιχειρήσεις έχοντας τις υπηρεσίες ασφαλείας ως σύμμαχο, μετερχόμενοι πρακτικές καταστολής και κρατικής τρομοκρατίας που θυμίζουν ολοένα και περισσότερο τη ζοφερή εποχή της στρατιωτικής χούντας.
β) Θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει προσφορότερες συνθήκες για τη δράση αντιπολιτευτικών κινημάτων. Η επισήμανση αυτή δεν μπορεί φυσικά να έχει την έννοια ενός βαθμιαίου κοινωνικού μετασχηματισμού με ειρηνικά μέσα, αφού η επιθυμητή κατάληξη οποιουδήποτε σύγχρονου επαναστατικού εγχειρήματος αφορά αποκλειστικά την κατάλυση του κοινοβουλευτικού συστήματος και την αντικατάσταση του από μια πολιτική εξουσία που θα εκπορεύεται και θα ασκείται απ’ευθείας από το σύνολο των πολιτών. Θεωρούμε απίθανο ότι ακόμη και η προοδευτικότερη των κυβερνήσεων θα μπορούσε να συναινέσει στην αυτοκατάργηση της και αυτός είναι ο λόγος που μια βίαιη σύγκρουση με το κράτος αποτελεί τη λογική και προδιαγεγραμμένη κατάληξη της πορείας κάθε επαναστατικού κινήματος. Όμως όταν η ώρα της αναμέτρησης επέλθει θα ήταν καλύτερα για τους επαναστάτες να τεθούν αντιμέτωποι με μια διαιρεμένη και διστακτική πολιτική εξουσία, που θα ενεργεί με περίσκεψη αναλογιζόμενη το πολιτικό κόστος των ενεργειών της και θα καθίσταται δυσκίνητη εξαιτίας των συνταγματικών περιορισμών που μειώνουν την ελευθερία δράσης της, παρά να συγκρουστούν με μια δεσποτική διακυβέρνηση που από καιρό θα έχει μεταβάλει τις θεσμικές ισορροπίες προς όφελος της εκτελεστικής εξουσίας, θα έχει καταργήσει το κράτος δικαίου και ελάχιστα θα συνδέει το πολιτικό της μέλλον με τις μετατοπίσεις και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης.
[i] T.Fotopoulos, Direct and Economic Democracy in Ancient Athens and its Significance Today, Democracy & Nature, Vol.I.
[ii] Ως πρότυπο για τη διατύπωση των παραπάνω παρατηρήσεων λειτούργησαν πρωτοπόρες οργανώσεις διαμαρτυρίας και κοινωνικής ανυπακοής όπως οι αμερικανική Ruckus Society (RS) ή η ιταλική Tutte Bianche (TB) που εντυπωσίασαν με τη δυναμική παρουσία τους στις διαδηλώσεις του Σιάτλ και της Γένοβας αντίστοιχα. Η RS προσφέρει αφιλοκερδώς εκπαίδευση στα μέλη της πάνω σε θέματα όπως η συγκρότηση ομάδων αυτοάμυνας των διαδηλωτών, ο σχηματισμός ανθεκτικών ανθρώπινων αλυσίδων και η μάχη σώμα με σώμα με την αστυνομία. Η εκπαίδευση λαμβάνει χώρα σε ειδικά διαμορφωμένα, κινητά στρατόπεδα που περιοδεύουν σε ΗΠΑ και Καναδά καθ’όλη τη διάρκεια του χρόνου. Περισσότερες πληροφορίες στο http://www.ruckus.org/. Οι ΤΒ έχουν εμπνευστεί από το Ζαπατιστικό αντάρτικο και στοχεύουν στη δημιουργία αποτελεσματικών μονάδων κρούσης διαδηλωτών που θα λειτουργούν με πειθαρχία, αυτοσυγκράτηση και συγκεκριμένη τακτική κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων μαζικής αντιβίας και θα μπορούν να αποτελέσουν στην πράξη το αντίβαρο στις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας. Η πορεία σε παράταξη και ο εξοπλισμός των μελών τους με αντιασφυξιογόνες μάσκες, κράνη, ασπίδες, ρόπαλα και άσπρες, ενισχυμένες προστατευτικές στολές αποτελούν το σήμα κατατεθέν του κινήματος. Το προσωνύμιο ΤΒ άλλωστε μπορεί να μεταφραστεί και ως «Όλα Άσπρα», σαφής αναφορά στις χαρακτηριστικές άσπρες ενδυμασίες των μελών της οργάνωσης.
[iii] Για παράδειγμα, ένας τέτοιος στόχος θα μπορούσε να είναι η βίαιη παρεμπόδιση και διακοπή των εργασιών διεθνών οργανισμών όπως η G8, ο ΠΟΕ ή των διαρκώς μετακινούμενων συνόδων κορυφής της ΕΕ.
[iv] Εγείροντας τα ζητήματα της δουλείας και της παράνομης εισβολής στο Μεξικό, ο Θορώ γράφει:, «Πως έχει χρέος να συμπεριφερθεί ένας άντρας απέναντι στην τωρινή Αμερικανική κυβέρνηση; Η απάντηση είναι ότι δεν μπορεί να σχετίζεται μαζί της και να μην νιώθει ντροπή. Δεν μπορώ ούτε για μια στιγμή να αναγνωρίσω αυτόν τον πολιτικό οργανισμό σαν δική μου κυβέρνηση, αυτήν που κυβερνά και σκλάβους». Και αλλού, «Αυτοί που ενώ δεν εγκρίνουν το χαρακτήρα και τα μέτρα μιας κυβέρνησης, καταθέτουν σε αυτήν την αφοσίωση και την υποστήριξη τους, είναι αναμφίβολα οι πιο συνειδητοί υποστηρικτές της και πολύ συχνά τα πιο σοβαρά εμπόδια στην μεταρρύθμιση. Μερικοί ζητούν από την Πολιτεία να διαλύσει την Ένωση και να αγνοήσει τις επιταγές του Προέδρου. Γιατί δεν την διαλύουν οι ίδιοι – την ένωση μεταξύ των ιδίων και της Πολιτείας – αρνούμενοι να πληρώσουν την εισφορά τους στο θησαυροφυλάκιο; Δεν έχουν μια σχέση με την Πολιτεία, όμοια με αυτήν που η Πολιτεία έχει με την Ένωση [ο Θορώ μιλάει εδώ για την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση]; Και οι λόγοι που δεν άφησαν την Πολιτεία να αντισταθεί στην Ένωση [Ομοσπονδία], δεν ήταν οι ίδιοι που τους εμπόδισαν από το να αντισταθούν στην Πολιτεία;». Τέλος ο Θορώ γράφει: «Συναντώ αυτή την Αμερικανική κυβέρνηση, ή τον εκπρόσωπο της την Πολιτειακή κυβέρνηση, άμεσα και πρόσωπο με πρόσωπο, μια φορά το χρόνο, όχι παραπάνω, στο πρόσωπο του φοροεισπράκτορα της. Αυτός δεν είναι απαραίτητα ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ένας άνθρωπος της δικής μου θέσης την συναντά. Και τότε αυτή λέει χαρακτηριστικά, Αναγνώρισε με΄ και ο πιο απλός, ο αποτελεσματικότερος και στη δεδομένη κατάσταση των πραγμάτων, ο πιο απαραίτητος τρόπος που κάποιος μπορεί να τη χειριστεί, να εκφράσει την μικρή του ικανοποίηση και την αγάπη του για αυτήν [την κυβέρνηση], είναι να την αρνηθεί». Στο H. D. Thoreau, Walden and “Civil Disobedience” (Signet; New York), σς. 224-230.
[v] Η διαφορά είναι εμφανής στην πρόσφατη διαμάχη που ξέσπασε σχετικά με την άρνηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Γερμανίας να επιτρέψει την έκδοση ενός Γερμανού συριακής καταγωγής στην Ισπανία ως υπόπτου για τρομοκρατική δράση. Το αίτημα του Ισπανού δικαστή Γκαρθόν βασίστηκε στη νεότευκτη νομοθεσία περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αλλά απορρίφθηκε από τους Γερμανούς δικαστές που έκριναν ότι παραβιάζει την εγχώρια νομοθεσία και πως αντίκειται στις αρχές που διέπουν το Γερμανικό σύνταγμα. Η σύγκρουση συμφερόντων και η έλλειψη ομοψυχίας μεταξύ των ευρωπαϊκών ελίτ είναι πρόδηλη και συνιστά δείγμα του πρόσφορου εδάφους που έχει στη διάθεση του το κίνημα για ανάπτυξη και υλοποίηση μιας πολιτικής στρατηγικής που θα επιτείνει και θα μεγαλώσει το ρήγμα που έχει δημιουργηθεί στις τάξεις των κυβερνώντων.
No comments:
Post a Comment