Το 1989, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας και την πτώση του τείχους του Βερολίνου, φάνηκε να ανατέλλει μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα. Πολλοί Δυτικοί διανοητές έσπευσαν να χαιρετίσουν τον οριστικό θρίαμβο της φιλελεύθερης ιδεολογίας και να προαναγγείλουν την άφιξη μιας ομοιόμορφης οικουμενικότητας, βασισμένης στην εξάπλωση της οικονομίας της αγοράς και την εγκαθίδρυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μέχρι τις εσχατίες του κόσμου. Διατεινόμενος ότι έχουμε φτάσει στο Τέλος της Ιστορίας, ο Φουκουγιάμα στην πραγματικότητα ισχυριζόταν ότι οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για την πραγμάτωση του φιλελεύθερου ιδεώδους της διαρκούς παγκόσμιας ειρήνης και της υλικής ευημερίας μέσω μιας πορείας συνεχιζόμενης οικονομικής ανάπτυξης.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, οι προβλέψεις αυτές ηχούν στα αυτιά μας σαν ένα κακόγουστο αστείο. Η σιγουριά και η αισιοδοξία που χαρακτήριζε τις προβλέψεις των φιλελεύθερων οραματιστών της δεκαετίας του ‘90 έχει συντριβεί στις στάχτες ενός νέου παγκόσμιου πολέμου, που διεξάγεται με δυσδιάκριτους στόχους και ανάμεσα σε ασαφώς καθορισμένους αντιπάλους. Αντί να αναδειχθεί σε παράγοντα διεθνούς ευημερίας και οικονομικής σταθερότητας, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός διεύρυνε το χάσμα που χωρίζει τις αναπτυγμένες χώρες από την Περιφέρεια του διεθνούς οικονομικού συστήματος και οδήγησε στην υπέρμετρη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μιας ασύδωτης και δεσποτικής υπερεθνικής ελίτ που δρά και αποφασίζει έξω από κάθε δημοκρατικό έλεγχο.
Διαβάζοντας τα παραπάνω δημιουργείται η εντύπωση πως μιλάμε για δύο ριζικά αντίθετες πραγματικότητες, δυο ενδεχομενικότητες που χαρακτηρίζονται από μια σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού χωρίς το παραμικρό σημείο τομής. Με ποια ένοια άλλωστε θα μπορούσε να υπάρχει οποιαδήποτε συγγένεια ανάμεσα στον εγκόσμιο παράδεισο που ευαγγελίζονταν οι φιλελεύθεροι ζηλωτές στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και στην σημερινή κατάσταση της επιστροφής στην βαρβαρότητα που βιώνουμε καθημερινά σε όλα τα επίπεδα;
Κι όμως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η εικόνα των αντιτιθέμενων πόλων είναι πλασματική και ότι η παρούσα πολιτική και οικονομική συγκυρία αποτελεί την δυσμενή κατάληξη της συστηματικής προσπάθειας επιβολής του νεοφιλελεύθερου πολιτικού οράματος σε παγκόσμια κλίμακα. Κραδαίνοντας τις δάφνες του θριαμβευτή του Ψυχρού Πολέμου και όντας απόλυτα πεπεισμένοι για την ηθική υπεροχή του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου, οι αυτόκλητοι αναμορφωτές της ανθρωπότητας εδραίωσαν την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, οικοδόμησαν υπερεθνικούς μηχανισμούς διακυβέρνησης και τους έντυσαν με τον μανδύα της διεθνούς νομιμότητας, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο εκτός νόμου την παραμικρή απόπειρα πολιτικής διαφοροποίησης ή οικονομικής παρέκκλισης. Όταν τα πρώτα σημάδια αποτυχίας των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών έγιναν εμφανή (οικονομική ύφεση στην νοτιανατολική Ασία, αλλεπάληλες κοινωνικές εκρήξεις στην Λατινική Αμερική), ελάχιστοι από τους απολογητές του διεθνούς κατεστημένου διέγνωσαν σε αυτά την ανάγκη μιας αναθεώρησης των απόψεων τους. Σαν άλλοι δεισιδαίμονες θρησκόληπτοι που αντί να καταστήσουν τον Θεό υπόλογο για μια συμφορά που τους βρήκε, εκλαμβάνουν την εν λόγω συμφορά ως δίκαιη τιμωρία για ενδεχόμενη ανυπακοή τους στον Θεϊκό νόμο, επέπληξαν μέσω του ΠΟΕ και του ΔΝΤ τις Λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις για τον ανεπαρκή μεταρρυθμιστικό τους ζήλο και υποστήριξαν ότι η λύση βρισκόταν στην υιοθέτηση ακόμα πιο δραστικών μέτρων για την ολοκληρωτική απελευθέρωση της αγοράς.
Ο νατοϊκός βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας ήταν η εξέλιξη που σηματοδότησε την μετάλλαξη του οράματος μιας ευνομούμενης, παγκόσμιοποιημένης, καπιταλιστικής Αυτοκρατορίας υπό την "πεφωτισμένη" διοίκηση των δυνάμεων της Δύσης, σε πολιτικό νεο-βαρβαρισμό ενός αυταρχικού, μιλιταριστικού καθεστώτος, στηριζόμενου πρωτίστως στην μέθοδο του στρατιωτικού εξαναγκασμού. Η Αυτοκρατορία δεν φιλοδοξεί πλέον να συνδέσει την κυριαρχία της με την καθιέρωση ενός προνομιακού χώρου διεθνούς διαλόγου (ΟΗΕ), όπου μέσα από την θέσπιση και συμμετοχή της σε μηχανισμούς διεθνούς διαιτησίας εκδηλώνεται έμπρακτα η διάθεση της να κινηθεί πέρα από τα όρια των συσχετισμών της ισχύος που αναμφίβολα την ευνοούν. Στην καρδιά αυτής της πολιτικής παραμερισμού της ισχύος βρισκόταν η αυτοπεποίθηση της Δύσης, η διαδεδομένη πίστη ότι το παράδειγμα της υλικής ευημερίας και των οικονομικών επιδόσεων του δυτικού καπιταλιστικού μοντέλου θα λειτουργούσε από μόνο του ως το πιο πειστικό επιχείρημα για τον προσηλυτισμό των αναπτυσσόμενων χωρών του Νότου στην θρησκεία της παγκόσμιας αγοράς.
Αυτή η ικανότητα εκμαίευσης της οικιοθελούς υποταγής των αναπτυσσόμενων χωρών, της εσωτερίκευσης από μέρους τους των κυρίαρχων ιδεολογικών θέσεων του νεοφιλελευθερισμού και της εκούσιας ευθυγράμμισης τους με τις πολιτικές που υπαγορεύει η Δύση μέσω του ΠΟΕ και του ΔΝΤ, αποτελεί την καθαρότερη έκφραση ιδεολογικής υποδούλωσης μιας κοινωνίας σε μιαν άλλη που παρουσιάζεται ως "καλύτερη" και περισσότερο προηγμένη από αυτήν. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, η εικόνα της ισχυρής αλλά πολιτισμένης και συνεργάσιμης Δύσης, ο προσεταιρισμός της οποίας πολλά συμβολικά και υλικά οφέλη μπορούσε να αποδόσει στα κράτη του Τρίτου Κόσμου που αποφάσιζαν να έρθουν σε συνεννόηση μαζί της, απετέλεσε το σημαντικότερο ιδεολογικό εργαλείο εξάπλωσης της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Για παράδειγμα, ο Κλίντον στηρίχθηκε σε αυτόν τον ιδεολογικό μύθο για να πετύχει το άνοιγμα της τεράστιας Κινεζικής αγοράς και την αποικιοποίηση της Κινεζικής οικονομίας από το πολυεθνικό κεφάλαιο.
Τρία ήταν τα γεγονότα που, σε συνδυασμό με την γενικευμένη κρίση που έπληξε τις Ασιατικές οικονομίες το 1997 και την περίοδο διεθνούς οικονομικής αποσταθεροποίησης από την οποία ακόμη δεν έχουμε εξέλθει, προκάλεσαν τριγμούς στο συναινετικό μοντέλο της παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Κόσσυφοπέδιο
Το πρώτο ήταν, όπως προείπαμε, ο νατοϊκός βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας. Αν και η επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο είχε περισσότερο τον χαρακτήρα αστυνομικής παρέμβασης και δρομολογήθηκε με σκοπό να ενισχύσει τον σεβασμό προς το κανονιστικό, νομικό πλαίσιο της Αυτοκρατορίας (ανατροπή Μιλόσεβιτς, ανθρώπινα δικαίωματα), εντούτοις είχε σημαντικό αντίκτυπο στην αντίληψη που είχαν για τον χαρακτήρα της συναινετικής διακυβέρνησης τα περισσότερα μη-Δυτικά κράτη. Η βάναυση καταστρατήγηση του δικαιώματος της εθνικής κυριαρχίας της Γιουγκοσλαβίας με αφορμή που κρίνεται ανεπαρκής με καθαρά νομικά κριτήρια, καθώς και ο παραμερισμός του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με την (χοντροκομμένη) αιτιολογία οτι η Ρωσία και η Κίνα θα προβάλλανε βέτο στην πιθανότητα ανάληψης στρατιωτικής δράσης των ΗΠΑ, οδήγησαν την, εκτός Δύσης, διεθνή κοινότητα στο δυσάρεστο συμπέρασμα ότι ακόμα κι εντός του διεθνούς ‘Κράτους Δικαίου’ της Αυτοκρατορίας, η προθυμία της Δύσης, και ειδικότερα των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, να υποτάσσουν την ισχύ τους σε νομικές ρυθμίσεις και προδιαγραφές ήταν μάλλον περιορισμένη.[i]
Ακόμη πιο ανησυχητική ήταν η διαπίστωση ότι ακόμη κι εντός του πολυμερούς πλαισίου κυριαρχίας, η επιρροή που ήταν σε θέση να ασκήσουν στις ΗΠΑ οι Ευρωπαίοι στρατηγικοί τους εταίροι ήταν μηδαμινή. Όχι μόνο οι τελευταίοι δεν στάθηκαν ικανοί να αποτρέψουν την Αμερικανική εμπλοκή σε ένα μάλλον καθαρά ευρωπαϊκό ζήτημα, αλλά φανέρωσαν και τις στρατιωτικές τους αδυναμίες με την σιωπηλή αποδοχή της Αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας κατα τον στρατηγικό σχεδιασμό και τον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων. Η αδυναμία αυτή που επέδειξαν οι Ευρωπαίοι επέφερε καίριο πλήγμα στην λογική της πολυμερούς διακυβέρνησης, αφού:
α) Ώθησε τους Αμερικανούς να επανεξετάσουν την σχέση τους με μια ανίσχυρη στρατιωτικά Ευρώπη, που ούτε σε πολεμικό υλικό μπορούσε να συνεισφέρει αποφασιστικά, ούτε μπορούσε να αναλάβει δράση για να εμποδίσει τις επιμέρους αμερικανικές στρατηγικές πρωτοβουλίες. Στην θέση της επιβεβλημένης έξωθεν (βλέπε Σοβιετικό κίνδυνο) ισότιμης, ευρωατλαντικής εταιρικής σχέσης, προωθήθηκε η φιλοσοφία της τμηματικής συνεργασίας και της μονομερούς αμερικανικής δράσης που αποκρυσταλλώθηκε με την εισβολή στο Ιρακ.
β) Όπως υποστηρίζει ο Ρόμπερτ Κέιγκαν, η συνειδητοποίηση της αδυναμίας τους, αποτέλεσε ένα ψυχολογικό σοκ για τους Ευρωπαίους που τους έπεισε ότι μια διαδικασία μερικής απεξάρτησης από την αμερικανική προστασία στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας έπρεπε να τεθεί σε κίνηση.[ii] Παράλληλα οι αυξανόμενες τάσεις ανεξαρτητοποίησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτκής κατέστησαν επιβεβλημένη την δημιουργία μιας πιο συμπαγούς πολιτικής ενότητας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, που θα επιτρέψει στην Ευρώπη να λειτουργεί σαν ενιαίος στρατηγικός παράγοντας με υπολογίσιμο ειδικό βάρος στις διεθνείς υποθέσεις. Το δυστύχημα για τους Ευρωπαίους είναι πως η ανάληψη όλων αυτών των πρωτοβουλιών προσκρούει πλέον στην καχυποψία του αμερικανικού νεοσυντηρητικού κατεστημένου, που ολοένα και περισσότερο βλέπει την Ενωμένη Ευρώπη σαν δυνητικό στρατηγικό ανταγωνιστή. Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής, οι Αμερικανοί επιδίδονται σε μια συστηματική προσπάθεια ποδηγέτησης και υπόσκαψης του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μέσω των ‘Ατλαντιστών’ συμμάχων τους (Βρετανία, πρώην Ανατολικό μπλοκ, Ολλανδία).
γ) Στα μάτια των κρατών του Τρίτου Κόσμου, μια αποδυναμωμένη Ευρώπη ισοδυναμούσε με αναίρεση στην πράξη της θεωρητικής αρχής της πολυμέρειας. Είναι φανερό πως μια Ευρώπη πολιτικά διαιρεμένη και χωρίς στρατηγική υπόσταση, δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως ρεαλιστικό πολιτικό αντιστάθμισμα έναντι της ισχύος των ΗΠΑ. Είναι αλήθεια πως η θεωρητική βάση του συστήματος πολυμερούς διακυβέρνησης είναι πως οι επιμέρους διαφορές σε στρατιωτική ισχύ παύουν να λειτουργούν ως ρυθμιστικοί παράγοντες των διεθνών σχέσεων και υποβιβάζονται στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου (διεθνές δίκαιο). Στην πραγματική της διάσταση όμως, η πολυμέρεια λειτουργεί ως μηχανισμός κατανομής εξουσίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Οι μεγάλες δυνάμεις είναι αυτές που συναινούν στον καθορισμό των μεταξύ τους σχέσεων από ένα πλέγμα νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και ως προς τον καθορισμό των δεσμεύσεων που το κλάμπ των μεγάλων αναλαμβάνει προς τρίτα κράτη. Η μοναδική λοιπόν εγγύηση για την μελλοντική τήρηση αυτών των δεσμεύσεων είναι η διατήρηση μιας σχετικής στρατηγικής ισορροπίας εντός του πολυμερούς διευθυντηρίου, τον ρόλο του οποίου στην προκειμένη περίπτωση προορίζεται να παίξει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, όχι μόνο δεν δούλεψε η στρατηγική ισορροπία, αλλά οι ΗΠΑ απλώς παρέκαμψαν το Συμβούλιο Ασφαλείας, πράγμα που φανέρωσε την περιορισμένη στρατηγική εμβέλεια των υπολοίπων συμβαλλόμενων μερών (ΕΕ, Ρωσία, Κίνα) στην πολιτική της πολυμερούς διευθέτησης των κρίσεων. Κατά τρόπο σχεδόν ειρωνικό, την στιγμή που η ψευδαίσθηση της πολυμερούς διεθνούς εξουσίας διαλύθηκε βιαίως από τους ισοπεδωτικούς νατοϊκούς βομβαρδισμούς, ξεκίνησε μια πραγματική προσπάθεια δημιουργίας των βασικών προϋποθέσεων που χρειάζεται το μοντέλο της πολυμερούς διαχείρισης κρίσεων για να ευδοκιμήσει (στρατηγική αυτονόμηση της Ευρώπης, προσέγγιση Ευρώπης-Ρωσίας, Ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση).
Σιάτλ
Το δεύτερο γεγονός που λειτούργησε ως παράγοντας αποσταθεροποίησης του Αυτοκρατορικού συναινετικού μοντέλου ήταν η δυναμική εμφάνιση ενός διεθνοποιημένου κινήματος αμφισβητισής στο Σιάτλ, το 1999. Σίγουρα η σημασία του εν λόγω κινήματος δεν εντοπίζεται τόσο στον άμεσο ρόλο που είναι σε θέση να διαδραματίσει ως εναλλακτική λύση απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις του κοινοβουλευτικού κατεστημένου. Ο λόγος γι’αυτό είναι πώς κανένας από τους διαφορετικούς πόλους του κινήματος δεν έχει καταφέρει να παραγάγει ολοκληρωμένο πολιτικό λόγο σε σημείο που να συνδυάζει την κριτική του καπιταλιστικού συστήματος με ένα ρεαλιστικό όραμα αναμόρφωσης ή αντικατάστασης του από ένα διαφορετικό οικονομικοκοινωνικό μοντέλο. Επιπλέον, οι αντιλήψεις του κινήματος γύρω από το θέμα της κατάκτησης της εξουσίας παραμένουν συγκεχυμένες, αφού υπάρχει μεγάλη διάσταση απόψεων μέσα στον χώρο του κινήματος σχετικά με τον χαρακτήρα της υπάρχουσας πολιτικής εξουσίας, τις μορφές αντίστασης που πρέπει να υιοθετήσει το κίνημα, ακόμα και σχετικά με το κατά πόσο η ίδια η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας συνιστά ρεαλιστικό ή θεμιτό στόχο.
Όμως, παρά τις εσωτερικές διχογνωμίες που οδήγησαν στην πολυδιάσπαση του κινήματος και, κατά συνέπεια, στον περιορισμό του πεδίου της πολιτικής του δράσης, η εμφάνιση ενός ευρέως διαδεδομένου ‘μεταμοντέρνου’ πολιτικού ριζοσπαστισμού συνιστά από μόνη της εξέλιξη κεφαλαιώδους σημασίας. Ας αναλογιστούμε ότι μόλις δεκαπέντε χρόνια πρίν, η ιδεολογική ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης ιντελλιγκέντσιας ήταν τόσο καλά εδραιωμένη ώστε κάθε απόπειρα κριτικής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου με βάση την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης, κινδύνευε είτε να θεωρηθεί ως δείγμα επιστημονικής αγκίλωσης (προσκόλληση σε παρωχημένα ερμηνευτικά μοντέλα, π.χ. Μαρξισμός), είτε να χαρακτηριστεί ανεδαφική ή ‘ουτοπιστική’. Η αναψηλάφιση και η δημόσια συζήτηση στο πλαίσιο των Φόρουμ του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, ‘απαγορεύμένων’ θεμάτων που έχουν να κάνουν με τον καταπιεστικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και τις καταστροφικές επιπτώσεις που αυτή έχει για το κοινωνικό σύνολο, αποτελεί ήδη μια σοβαρή κατάκτηση του μαζικού κινήματος και κίνδυνο πρώτου μεγέθους για ένα πολιτικό σύστημα που βασίζεται στην γενικευμένη απάθεια και στην απουσία πολιτικής συνείδησης.
Επίσης, μια ακόμα σημαντική συνέπεια της νέας αυτής εξέλιξης αφορά την αποκατάσταση, ούτως ειπείν, του "δικαιώματος στη διαφωνία" μέσα στους κόλπους μιας υπερεθνικής ελίτ, που ως εκείνη την στιγμή λειτουργούσε σαν μια ομοιογενής, μονολιθική σε πεποιθήσεις, κοινωνική ομάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι την αρχική πανικόβλητη αντίδραση του κατεστημένου που μετουσιώθηκε στην μαζική αστυνομική καταστολή που ασκήθηκε ενάντια στους διαδηλώτες του Σιάτλ, του Γκέτεμποργκ και φυσικά της Γένοβας, διαδέχτηκε μια οργανωμένη προσπάθεια χειραγώγησης και μερικής ενσωμάτωσης ορισμένων ρευμάτων του κινήματος, μέσω του διαλόγου και της προσεκτικής αναγνώρισης της νομιμότητας μερικών από τα, λιγότερο ριζοσπαστικά, αιτήματα τους. Αυτή η τακτική μπορεί να είχε σαν συνέπεια την διάσπαση του κινήματος αμφισβήτησης σε δύο στρατόπεδα (ρεφορμιστικό / ριζοσπαστικό), όμως έβαλε σε κίνηση μια παράλληλη διαδικασία στο εσωτερικό της υπερεθνικής ελίτ που μετέτρεψε τον καθορισμό του καθεστώτος των σχέσεων μεταξύ κινήματος και κατεστημένου σε πολιτικό διακύβευμα της πάλης για εξουσία που διεξάγεται μεταξύ των αντιτιθέμενων πόλων υπερεθνικής εξουσίας.
Ο ‘Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας’ και η στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων που επιχειρείται από τις ΗΠΑ και τους βασικούς συμμάχους της (Μεγάλη Βρετανία, Αυστραλία), εκφράζουν την διάθεση του Αγγλοσαξωνικού, μοναρχικού μπλοκ να ‘στραγγαλίσει τον αναδυόμενο ριζοσπαστισμό εν τη γεννέσει του’. Να δημιουργήσει δηλαδή ένα πλέγμα από νομικές δικλείδες ασφαλείας για την μελλοντική διαφύλαξη της κοινωνικής τάξης μέσω της ταύτισης της κοινωνικής αμφισβήτισης με την τρομοκρατία και της ποινικοποίησης της σε μεγάλο βαθμό.
Παράλληλα, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων η αντι-τρομοκρατική εκστρατεία χρησιμοποιείται ως εργαλείο επιβολής των Αμερικανικών αυτοκρατορικών σχεδιασμών μέσω της μονομερούς ανάληψης στρατιωτικής δράσης και της υπονόμευσης των διεθνών οργανισμών και συμβάσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των ΗΠΑ, σε ότι αφορά τους τρόπους άσκησης της στρατιωτικής τους ισχύος. Η στρατιωτική ισχύς αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του αυτοκρατορικού-μοναρχικού μοντέλου διεθνούς διακυβέρνησης, ενώ η περιστολή των ατομικών ελευθεριών και η ποινικοποίηση όλων των μορφών αντίστασης ή κοινωνικής διαμαρτυρίας συνιστούν την συγκεκριμένη, ‘εθνική’ διάσταση του διεθνούς Αυτοκρατορικού συστήματος.
Τέλος, η έκρηξη της λαϊκής δυσαρέσκειας μέσα από τις κινητοποιήσεις του Σιάτλ, εισήγαγε μία τρίτη, συμβολική-ιδεολογική παράμετρο στην πολυδιάστατη κρίση που έπληξε το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Η επανεμφάνιση του πολιτκού ριζοσπαστισμού στο Σιάτλ, συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάρριψη ενός κυριαρχικού ιδεολογικού μύθου που οι κοσμοπολίτες διανοούμενοι του νεοφιλελευθερισμού καλλιεργούσαν με επιμέλεια από το 1989, του μύθου της αποπολιτικοποίησης της Δύσης. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου, οι Δυτικές δημοκρατίες εισήλθαν σε μια περίοδο παρατεταμένης, σχεδόν ‘μετα-ιστορικής’, πολιτικής σταθερότητας, την οποία διευκόλυναν η ιστορική ήττα του κομμουνιστικού ιδανικού που επέφερε την ύφεση των παραδοσιακών ιδεολογικών διενέξεων και την αλλοίωση του κλασσικού περιεχομένου της έννοιας της "αντιπολίτευσης", η σταδιακή αποσύνθεση των συλλογικών πολιτικών ταυτοτήτων που είχαν οικοδομηθεί τις τελευταίες δεκαετίες καθώς και η άνευ όρων συνθηκολόγηση των κοινωνικών αγώνων και των συλλογικών κινημάτων.
Η εικόνα αυτή της καθολικής επικράτησης του καπιταλισμού και του κοινοβουλευτισμού, υποβλήθηκε σε ιδεολογική επεξεργασία από τους απολογητές της παγκοσμιοποίησης και προβλήθηκε ως η αναγκαία συνθήκη της παγκόσμιας επικράτησης του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου.[iii] Κι αυτό γιατί η εικόνα μιας ειρηνικής, πολιτικά αδρανούς Δύσης ανταποκρινόταν σε δύο βασικές λειτουργίες του νομιμοποιητικού, ιδεολογικού μηχανισμού της Αυτοκρατορίας:
α) αντιπροσώπευε την ενσάρκωση της ύψιστης μορφής πολιτικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, ένα κοινωνικο-πολιτικό σύστημα η νομιμότητα του οποίου δεν αμφισβητείτο από καμία οργανωμένη πολιτική δύναμη κι από κανένα τμήμα του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών, και που οι οικονομικές του επιδόσεις εξασφάλιζαν για τις Δυτικές, δημοκρατικές ελίτ την κοινωνική συναίνεση σε συνδυασμό με μια ηγετική θέση στην διεθνή πολιτική. Με άλλα λόγια, αυτό που εξασφάλιζε η έννοια της αποπολιτικοποίησης ήταν η ικανότητα αυτοπροβολής του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου ως πρότυπου, χωρίς την ανάγκη της προσφυγής σε θεωρητικές αναλύσεις κι επιχειρήματα προς επιβεβαίωση της ανωτερότητας του. Η προβολή της θεσμικής παντοδυναμίας των πολιτικών δυνάμεων του κατεστημένου, η απουσία κάθε αυθόρμητης εκδήλωσης διαμαρτυρίας ενάντια στις πολιτικές των ελίτ, ήταν η καλύτερη έξωθεν μαρτυρία για τα πλεονεκτήματα και τα υλικά οφέλη που συνοδεύουν την ενσωμάτωση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Οι βίαιες όσο και μαζικές κινητοποιήσηεις του Σιάτλ, διέλυσαν την ειδυλλιακή εικόνα του νεοφιλελεύθερου αποπολιτικοποιημένου παραδείσου και υπενθύμισαν στους ιθύνοντες ότι ακόμα και μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ, είναι δυνατή η ανάπτυξη νέων αυθόρμητων μορφών αντίστασης που πηγάζουν από τις καταστροφικές κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις της οικονομίας της αγοράς. Η επανεμφάνιση τέτοιων φαινομένων εξέγερσης στις Δυτικές κοινωνίες υπονόμευσε στα μάτια των ηγετών του Τρίτου Κόσμου την ιδεολογική έλξη που ασκούσε επάνω τους η Δύση, ενώ έπεισε ορισμένα τμήματα της υπερεθνικής ελίτ (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία) ότι η διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας τους δεν μπορούσε πλέον να στηρίζεται πρωταρχικά στο στοιχείο της πειθούς (διπλωματικά μέσα), αλλά έπρεπε να επανακαθορισθεί ενισχύοντας τον ρόλο που διαδραματίζει σε αυτήν το στοιχείο της αστυνομικής καταστολής και της στρατιωτικής ισχύος.
β) Στο επίπεδο του πρακτικού πολιτικού σχεδιασμού η απήχηση που είχαν στην κοινή γνώμη της Δύσης οι θεωρητικές θέσεις του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, στέρησαν από τις ελίτ την απεριόριστη ελευθερία κινήσεων που είχαν στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτκών τους και οδήγησαν στην αναστολή στην πράξη, αρκετών πτυχών του πολιτικού προγράμματος της παγκοσμιοποίησης. Στο Σιάτλ το κίνημα πέτυχε να αποτρέψει την επικύρωση νέας διεθνούς εμπορικής συμφωνίας κι έκτοτε πολλές περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες κατέρρευσαν ή υπογράφθηκαν με όρους λιγότερο δεσμευτικούς για τα συμβαλλόμενα μέλη, με πιο πρόσφατα παράδείγματα τις διαπραγματεύσεις του ΠΟΕ στο Κανκούν του Μεξικού και την συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ, Βραζιλίας και Κεντρικής Αμερικής για το FTAA (Free Trade Agreement of the Americas).
11η Σεπτεμβρίου
Τέλος, το τρίτο γεγονός-σταθμός στην διαδικασία μετάλλαξης του παγκόσμιου συστήματος ήταν δίχως άλλο τα τρομοκρατικά χτυπήματα κατά του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Πολλοί αναλυτές της διεθνούς πολιτικής έχουν διατυπώσει την άποψη ότι καμία σημαντική αλλαγή δεν συντελέστηκε στο παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο την ημέρα εκείνη. Υποστηρίζουν ότι το γεγονός πως τα σχέδια για την εισβολή στο Ιράκ προϋπήρχαν των επιθέσεων στους Δίδυμους Πύργους, αποδεικνύει ότι η εκστρατεία κατά του Σαντάμ υπαγορεύτηκε από δομικές αλλαγές στην παγκόσμια στρατηγική ισορροπία και θα είχε πραγματοποιηθεί ακόμη και στην περίπτωση που η Αλ Κάιντα δεν είχε καταφέρει να πλήξει τις ΗΠΑ.
Από την άλλη μεριά, θα ήταν παράλειψη εκ μέρους μας να υποτιμήσουμε τον ρόλο που έπαιξαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ως καταλύτης για την επιτάχυνση των εξελίξεων στον χώρο της διεθνούς πολιτικής. Σίγουρα, η διάσταση απόψεων που παρατηρείται μεταξύ των αντιλήψεων της Αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας σχετικά με τις μεθόδους και τις πρακτικές καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας και τις αντίστοιχες αντιλήψεις του Ευρωπαϊκού μπλοκ όπως αυτές εκφράζονται στο Ευρωπαϊκό δόγμα στρατηγικής κι ασφάλειας, ανάγονται όχι σε συγκυριακούς παράγοντες μεταγενέστερους της 11ης Σεπτεμβρίου, αλλά αντικατοπτρίζουν τα διαφορετικά συμφέροντα των μελών της Βορειοατλαντικής συμμαχίας όπως αυτά είχαν αρχίσει να μορφοποιούνται ακόμα και πρίν τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους.
Με άλλα λόγια η στάση που το κάθε κράτος ή συνασπισμος κρατών υιοθέτησε κατά την επαύριο των τρομοκρατικών χτυπημάτων στην Νέα Υόρκη επικαθορίσθηκε σε μεγάλο βαθμό από την προγενέστερη στρατηγική τους θέση στο παγκόσμιο σύστημα και δεν διαμορφώθηκε αποκλειστικά από την λογική της πάταξης μιας ενδεχόμενης τρομοκρατικής απειλής.
Παρ’όλα αυτά, η 11η Σεπτεμβρίου εισήγαγε μία δική της δυναμική όσον αφορά τις σχέσεις της Αμερικής με το σύνολο του υπόλοιπου κόσμου κι έδωσε στις προϋπάρχουσες τάσεις αυτονόμησης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μία πιο επιτακτική και δογματική χροιά (‘είστε μαζί μας ή εναντίον μας’), αποκρυσταλλώνοντας παράλληλα το χάσμα συμφερόντων και προτεραιοτήτων που χωρίζει τις ΗΠΑ από τους συμμάχους της. Όπως επισημαίνει ο Εμ. Τόντ, η συμπεριφορά της Αμερικής ύστερα από την 11η Σεπτεμβρίου και ο τρόπος με τον οποίο η Κυβέρνηση Μπούς αποφάσισε να διεξαγάγει τον παγκόσμιο αγώνα της κατά της Αλ-Κάιντα, είχε σημαντικό αντίκτυπο στην μεταστροφή της θετικής εικόνας που η διεθνής κοινή γνώμη είχε σχηματίσει για την Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου.[iv]
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τους Ευρωπαίους εταίρους της Αμερικής στο ΝΑΤΟ, που ενώ αρχικά έσπευσαν να ενεργοποίησουν το Άρθρο 11 της συμμαχίας, προσφέροντας υποστήριξη για την εκστρατεία στο Αφγανιστάν (με την προσδοκία ότι έτσι θα ικανοποιηθεί η Αμερικανική επιθυμία για εκδίκηση), ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ανευθυνότητα της υπερδύναμης, που προωθούσε έναν Τέταρτο Παγκόσμιο Πόλεμο όπως δεν διστάζουν να αποκαλούν την τωρινή διεθνή συγκυρία Αμερικανοί αναλυτές. Η συνειδητοποίηση αυτών των αλλαγών στον τρόπο συμπεριφοράς των ΗΠΑ επέφερε μια ποιοτική αλλαγή στις σχέσεις εντός του πλαισίου της Βορειοατλαντικής συμμαχίας δημιουργώντας κλίμα πόλωσης, και ενίσχυσε την πεποίθηση των Ευρωπαίων πολιτικών ηγετών όχι μόνο περί της απόκλισης των αντικειμενικών στρατηγικών συμφερόντων ΗΠΑ και Ευρώπης, αλλά και περί της αυξανόμενης αδιαφορίας ή αδυναμίας των Αμερικανικού πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου να κατανόησει και να συνυπολογίσει στους σχεδιασμούς του τις ευρωπαϊκές θέσεις και απόψεις.
Μία ακόμα πιο σοβαρή εξέλιξη που έθεσε σε κίνηση η 11η Σεπτεμβρίου έχει να κάνει με την αλλοίωση του φιλελεύθερου χαρακτήρα των δυτικών ολιγαρχικών καθεστώτων και την δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σταδιακή μετάβαση σε ένα αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης. Η διαδικασία αυτή ήδη βρίσκεται σε ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την καταπάτηση βασικών ατομικών ελευθεριών και τον βάναυσο παραμερισμό νομικών αρχών στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία του
κράτους δικαίου.
Πρόκειται για μια νομική προσέγγιση που εάν καθιερωθεί μπορεί να μεταβάλλει σημαντικά την σχέση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων σε μια δημοκρατία, παραμορφώνοντας μόνιμα την ίδια την φύση του Αμερικανικού πολιτεύματος. Κι αυτό γιατί ενώ οι νομικές προδιαγραφές που αφορούν την δίωξη ποινικών αδικημάτων παραμένουν σε ισχύ, ο εντοπισμός και η άσκηση δίωξης ενάντια σε ενέργειες που εμπίπτουν στην κατηγορία των πολιτικών εγκλημάτων έχει περιέλθει στην άμεση δικαιοδοσία του Κράτους, χωρίς την απαραίτητη διαμεσολάβηση των διακστηρίων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκτακτη νομοθεσία (Patriot Act) που εισήχθη από την Αμερικανική κυβέρνηση (χωρίς την προβλεπόμενη συνταγματική επικύρωση από το Κογκρέσσο) στον απόηχο των χτυπημάτων στους Δίδυμους Πύργους, εκχωρούνται στο εκτελεστικό σκέλος της κυβέρνησης σημαντικές εξουσίες που περιλαμβάνουν το δικαίωμα σύλληψης υπόπτων για τρομοκρατική δράση χωρίς την απαγγελία επίσημης κατηγορίας, την απεριόριστη παράταση της προφυλάκισης τους καθώς και την στέρηση της πρόσβασης του κατηγορούμένου σε συνήγορο υπεράσπισης.
Αυτά τα έκτακτα νομικά μέτρα δεν αφορούν μόνο ξένους υπηκόους που συλαμβάνονται με την υποψία της τρομοκρατικής δραστηριότητας. Όπως έδειξε η περίπτωση του Χοσέ Παντίγια, Αμερικανού πολίτη που συνελήφθη ως πράκτορας της Αλ Κάιντα και κρατείται στο κάτεργο του Γκουαντάναμο, τα συνταγματικά δικαιώματα του Παντίγια ως Αμερικανού υπηκόου δεν αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα για την εφαρμογή της καινούριας αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας.[v]
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως, με βάση τις δομικές ασάφειες τις οποίες κάθε απόπειρα επιστημονικού ορισμού του φαινομένου της τρομοκρατίας είναι καταδικασμένη να περιέχει, ανοίγεται ο δρόμος για την διάδοση και θεσμική καθιέρωση μιας νομικής πρακτικής που θα θεωρεί την ενδεχόμενη στράτευση του κάθε πολίτη σε αντιπολιτευόμενα κινήματα επαρκή βάση για την στέρηση των συνταγματικών του δικαιωμάτων, αντιμετωπίζοντας τον σαν εν δυνάμει δημόσιο κίνδυνο.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το FBI να συλλέγει πληροφορίες και να έχει υπό διαρκή παρακολούθηση τους ακτιβιστές που δραστηριοποιούνται στις τάξεις του Αμερικανικού αντιπολεμικού κινήματος.[vi]
Οι δύο προαναφερθείσες τάσεις (στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων, αστυνομικοποίηση των δυτικών κοινωνιών) μαζί συνθέτουν το πολιτικό-κοινωνικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο εξελίσσεται η τρέχουσα μετάλλαξη του διεθνούς συστήματος κυριαρχίας. Ακόμα πρέπει να τονισθεί η σχέση αμοιβαίας εξάρτησης που καθορίζει την επιμέρους ανάπτυξη των δύο φαινομένων. Με βάση αυτό το σκεπτικό μπορούμε να διακινδυνεύσουμε δύο προγνωστικά:
α) Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, όπως αυτός σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από τον Αγγλοσαξωνικό πόλο υπερεθνικής εξουσίας, μπορεί να δρομολογήσει μια περαιτέρω αντι-δημοκρατική στροφή των δυτικών ελίτ, και να οδηγήσει στην εγκαθίδρυση και νομική κατοχύρωση ενός ολιγαρχικού μοντέλου διακυβέρνησης, στα πλαίσια του οποίου κάθε απόπειρα συλλογικής αντίστασης ή υπεράσπισης των συμφερόντων του πολίτη θα εκλαμβάνεται ως ευθεία πρόκληση ενάντια στην πολιτική εξουσία και θα αντιμετωπίζεται με θηριώδη καταστολή.
Η εξέλιξη αυτή δεν συνιστά απροσδόκητο γεγονός. Τουναντίον, αντικαθρεφτίζει με νομικούς όρους το χάσμα που από καιρό έχει δημιουργηθεί μεταξύ της ελίτ των επαγγελματιών πολιτικών που διαχειρίζονται την εξουσία σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία και των κοινωνιών που θεωρητικά εκπροσωπούν. Αποτελεί το φυσικό επιστέγασμα της μετατροπής της ιδιότητας του ενεργού πολίτη που προϋποθέτει ένα καθεστώς, περιορισμένης έστω, δημοκρατίας, σε αυτήν του σύγχρονου καταναλωτή-υπηκόου που ουδόλως ενδιαφέρεται ή συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα. Γι’αυτό άλλωστε και ερμηνεύουμε τον αντίκτυπο που είχε η έμφανιση του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης στην αφύπνιση των συνειδήσεων των πολιτών ως σημαντική δημοκρατική κατάκτηση.
β) Όσο η διαδικασία της αυταρχικής αναδιάρθρωσης του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος προχωράει σε βάθος κι επεκτείνεται, τόσο η πιθανότητα της εξαπόλυσης νέων πολέμων από την υπερεθνική ελίτ θα μεγαλώνει. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό αφού η πολιτική εξουσία θωρακίζεται αποτελεσματικά με την εισαγωγή της έκτακτης αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και τα μέσα που διαθέτουν τα συλλογικά κινήματα ή ο κάθε πολίτης μεμονωμένα για να προβάλει νόμιμη αντίσταση και να διεκδικήσει τα δικαιώματα του συρρικνώνονται δραματικά.
Παρ’όλα αυτά μοναδική διέξοδος από το τέλμα, παραμένει η προσχώρηση και αυτο-οργάνωση των Αμερικανών και Ευρωπαίων πολιτών σε ένα μαζικό κίνημα αμφισβήτησης που σαν στόχο θα έχει την αναστροφή της φαύλης διαλεκτικής μεταξύ Αυτοκρατορίας και αστυνομικού κράτους και τη δημιουργία μιας καινούριας διαλεκτικής της απελευθέρωσης μεταξύ της αυτο-διαχείρισης και της άμεσης δημοκρατίας ως κυρίαρχο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης στο εσωτερικό, και του εκδημοκρατισμού των διεθνών σχέσεων στο εξωτερικό. Άλλωστε η συμπεριφορά των κρατών στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής διαμορφώνεται, σε τελευταία ανάλυση, από το είδος και την φύση του πολιτεύματος που επικρατεί στο εσωτερικό τους.
[i] Πράγματι, οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στην, εκτός Δύσης, διεθνή κοινότητα. Ενδεικτικό της αντιδυτικής διάθεσης που επικρατούσε είναι σχετικό άρθρο που δημοσίευτηκε εκείνες τις ημέρες στην Ινδική εφημερίδα Hindu και που καταδίκαζε το ΝΑΤΟ για την διεξαγωγή επιχειρήσεων που τις χαρακτήριζαν «η παρανομία, η ιδιοτέλεια, η αλαζονεία και η ανομία σε μια προσπάθεια του ΝΑΤΟ να υποκαταστήσει τα Ηνωμένα Έθνη στον ρόλο του παγκόσμιου ειρηνοποίου». N. Chomsky, The New Military Humanism (Pluto Press; London), σελ. 143.
[ii] «Η αμερικανική κυριαρχία στην πολεμική προσπάθεια ενόχλησε διπλά τους Ευρωπαίους. Από την μία ήταν ένα μάλλον συγκλονιστικό χτύπημα στην ευρωπαική υπόληψη. Όπως παρατηρούσαν δύο Βρετανοί αναλυτές μετά τον πόλεμο, ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο, ‘που περηφανεύεται ότι είναι σοβαρή στρατιωτική δύναμη, μπόρεσε να συμβάλλει μόλις κατα 4% σε αεροσκάφη και κατα 4% στις βόμβες που ρίχτηκαν’. Για τους πιο έγκρυτους αναλυτές της στρατηγικής στην Γαλλία, στη Γερμανία και στην Βρετανία, ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο απλώς ‘υπογράμμισε την αδυναμία των ένοπλων δυνάμεων της Ευρώπης’. Ήταν ενοχλητικό που ακόμη και σε μία τόσο κοντινή περιοχή, όπως τα Βαλκάνια, ‘η ικανότητα της Ευρώπης να παρατάσσει στρατιωτικές δυνάμεις’ δεν ήταν παρά ‘πενιχρό τμήμα’ της αμερικανικής ικανότητας». Ρ. Κέιγκαν, Παράδεισος και Εξουσία (Καστανιώτη, Αθήνα), σελ. 67-8.
[iii] Όπως γράφει ο Εμάνουελ Τοντ, ο Φουκουγιάμα συμπεραίνει «το τέλος της ιστορίας από τη γενίκευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ένα τέτοιο συμπέρασμα προϋποθέτει ότι αυτή η πολιτική μορφή είναι σταθερή, αν όχι τέλεια, και οτι η ιστορία της σταματά μόλις πραγματοποιηθεί». Εμ. Τοντ, Μετά την Αυτοκρατορία (Κριτική, Αθήνα), σελ. 34.
[iv] «Ο αγώνας ενάντια στην Αλ Κάιντα που θα μπορούσε να θεσμοποιήσει την νομιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών εάν διεξαγόταν σεμνά και λογικά, ανέδειξε μια πολλαπλάσια ανευθυνότητα. Η εικόνα μιας ναρκισιστικής, ταραγμένης και επιθετικής Αμερικής αντικατέστησε, μέσα σε μερικούς μήνες, την εικόνα της πληγωμένης, συμπαθητικής και απαραίτητης για την παγκόσμια ισορροπία χώρας». Op. cit., σελ.18.
[v] D. Johnston, In Debate on Antiterrorism, the Courts Assert Themselves, The New York Times, 19/12/2003.
[vi] E. Lichtblau, FBI Scrutinizes Antiwar Rallies, The New York Times, 23/11/2003.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, οι προβλέψεις αυτές ηχούν στα αυτιά μας σαν ένα κακόγουστο αστείο. Η σιγουριά και η αισιοδοξία που χαρακτήριζε τις προβλέψεις των φιλελεύθερων οραματιστών της δεκαετίας του ‘90 έχει συντριβεί στις στάχτες ενός νέου παγκόσμιου πολέμου, που διεξάγεται με δυσδιάκριτους στόχους και ανάμεσα σε ασαφώς καθορισμένους αντιπάλους. Αντί να αναδειχθεί σε παράγοντα διεθνούς ευημερίας και οικονομικής σταθερότητας, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός διεύρυνε το χάσμα που χωρίζει τις αναπτυγμένες χώρες από την Περιφέρεια του διεθνούς οικονομικού συστήματος και οδήγησε στην υπέρμετρη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μιας ασύδωτης και δεσποτικής υπερεθνικής ελίτ που δρά και αποφασίζει έξω από κάθε δημοκρατικό έλεγχο.
Διαβάζοντας τα παραπάνω δημιουργείται η εντύπωση πως μιλάμε για δύο ριζικά αντίθετες πραγματικότητες, δυο ενδεχομενικότητες που χαρακτηρίζονται από μια σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού χωρίς το παραμικρό σημείο τομής. Με ποια ένοια άλλωστε θα μπορούσε να υπάρχει οποιαδήποτε συγγένεια ανάμεσα στον εγκόσμιο παράδεισο που ευαγγελίζονταν οι φιλελεύθεροι ζηλωτές στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και στην σημερινή κατάσταση της επιστροφής στην βαρβαρότητα που βιώνουμε καθημερινά σε όλα τα επίπεδα;
Κι όμως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η εικόνα των αντιτιθέμενων πόλων είναι πλασματική και ότι η παρούσα πολιτική και οικονομική συγκυρία αποτελεί την δυσμενή κατάληξη της συστηματικής προσπάθειας επιβολής του νεοφιλελεύθερου πολιτικού οράματος σε παγκόσμια κλίμακα. Κραδαίνοντας τις δάφνες του θριαμβευτή του Ψυχρού Πολέμου και όντας απόλυτα πεπεισμένοι για την ηθική υπεροχή του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου, οι αυτόκλητοι αναμορφωτές της ανθρωπότητας εδραίωσαν την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, οικοδόμησαν υπερεθνικούς μηχανισμούς διακυβέρνησης και τους έντυσαν με τον μανδύα της διεθνούς νομιμότητας, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο εκτός νόμου την παραμικρή απόπειρα πολιτικής διαφοροποίησης ή οικονομικής παρέκκλισης. Όταν τα πρώτα σημάδια αποτυχίας των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών έγιναν εμφανή (οικονομική ύφεση στην νοτιανατολική Ασία, αλλεπάληλες κοινωνικές εκρήξεις στην Λατινική Αμερική), ελάχιστοι από τους απολογητές του διεθνούς κατεστημένου διέγνωσαν σε αυτά την ανάγκη μιας αναθεώρησης των απόψεων τους. Σαν άλλοι δεισιδαίμονες θρησκόληπτοι που αντί να καταστήσουν τον Θεό υπόλογο για μια συμφορά που τους βρήκε, εκλαμβάνουν την εν λόγω συμφορά ως δίκαιη τιμωρία για ενδεχόμενη ανυπακοή τους στον Θεϊκό νόμο, επέπληξαν μέσω του ΠΟΕ και του ΔΝΤ τις Λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις για τον ανεπαρκή μεταρρυθμιστικό τους ζήλο και υποστήριξαν ότι η λύση βρισκόταν στην υιοθέτηση ακόμα πιο δραστικών μέτρων για την ολοκληρωτική απελευθέρωση της αγοράς.
Ο νατοϊκός βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας ήταν η εξέλιξη που σηματοδότησε την μετάλλαξη του οράματος μιας ευνομούμενης, παγκόσμιοποιημένης, καπιταλιστικής Αυτοκρατορίας υπό την "πεφωτισμένη" διοίκηση των δυνάμεων της Δύσης, σε πολιτικό νεο-βαρβαρισμό ενός αυταρχικού, μιλιταριστικού καθεστώτος, στηριζόμενου πρωτίστως στην μέθοδο του στρατιωτικού εξαναγκασμού. Η Αυτοκρατορία δεν φιλοδοξεί πλέον να συνδέσει την κυριαρχία της με την καθιέρωση ενός προνομιακού χώρου διεθνούς διαλόγου (ΟΗΕ), όπου μέσα από την θέσπιση και συμμετοχή της σε μηχανισμούς διεθνούς διαιτησίας εκδηλώνεται έμπρακτα η διάθεση της να κινηθεί πέρα από τα όρια των συσχετισμών της ισχύος που αναμφίβολα την ευνοούν. Στην καρδιά αυτής της πολιτικής παραμερισμού της ισχύος βρισκόταν η αυτοπεποίθηση της Δύσης, η διαδεδομένη πίστη ότι το παράδειγμα της υλικής ευημερίας και των οικονομικών επιδόσεων του δυτικού καπιταλιστικού μοντέλου θα λειτουργούσε από μόνο του ως το πιο πειστικό επιχείρημα για τον προσηλυτισμό των αναπτυσσόμενων χωρών του Νότου στην θρησκεία της παγκόσμιας αγοράς.
Αυτή η ικανότητα εκμαίευσης της οικιοθελούς υποταγής των αναπτυσσόμενων χωρών, της εσωτερίκευσης από μέρους τους των κυρίαρχων ιδεολογικών θέσεων του νεοφιλελευθερισμού και της εκούσιας ευθυγράμμισης τους με τις πολιτικές που υπαγορεύει η Δύση μέσω του ΠΟΕ και του ΔΝΤ, αποτελεί την καθαρότερη έκφραση ιδεολογικής υποδούλωσης μιας κοινωνίας σε μιαν άλλη που παρουσιάζεται ως "καλύτερη" και περισσότερο προηγμένη από αυτήν. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, η εικόνα της ισχυρής αλλά πολιτισμένης και συνεργάσιμης Δύσης, ο προσεταιρισμός της οποίας πολλά συμβολικά και υλικά οφέλη μπορούσε να αποδόσει στα κράτη του Τρίτου Κόσμου που αποφάσιζαν να έρθουν σε συνεννόηση μαζί της, απετέλεσε το σημαντικότερο ιδεολογικό εργαλείο εξάπλωσης της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Για παράδειγμα, ο Κλίντον στηρίχθηκε σε αυτόν τον ιδεολογικό μύθο για να πετύχει το άνοιγμα της τεράστιας Κινεζικής αγοράς και την αποικιοποίηση της Κινεζικής οικονομίας από το πολυεθνικό κεφάλαιο.
Τρία ήταν τα γεγονότα που, σε συνδυασμό με την γενικευμένη κρίση που έπληξε τις Ασιατικές οικονομίες το 1997 και την περίοδο διεθνούς οικονομικής αποσταθεροποίησης από την οποία ακόμη δεν έχουμε εξέλθει, προκάλεσαν τριγμούς στο συναινετικό μοντέλο της παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Κόσσυφοπέδιο
Το πρώτο ήταν, όπως προείπαμε, ο νατοϊκός βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας. Αν και η επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο είχε περισσότερο τον χαρακτήρα αστυνομικής παρέμβασης και δρομολογήθηκε με σκοπό να ενισχύσει τον σεβασμό προς το κανονιστικό, νομικό πλαίσιο της Αυτοκρατορίας (ανατροπή Μιλόσεβιτς, ανθρώπινα δικαίωματα), εντούτοις είχε σημαντικό αντίκτυπο στην αντίληψη που είχαν για τον χαρακτήρα της συναινετικής διακυβέρνησης τα περισσότερα μη-Δυτικά κράτη. Η βάναυση καταστρατήγηση του δικαιώματος της εθνικής κυριαρχίας της Γιουγκοσλαβίας με αφορμή που κρίνεται ανεπαρκής με καθαρά νομικά κριτήρια, καθώς και ο παραμερισμός του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με την (χοντροκομμένη) αιτιολογία οτι η Ρωσία και η Κίνα θα προβάλλανε βέτο στην πιθανότητα ανάληψης στρατιωτικής δράσης των ΗΠΑ, οδήγησαν την, εκτός Δύσης, διεθνή κοινότητα στο δυσάρεστο συμπέρασμα ότι ακόμα κι εντός του διεθνούς ‘Κράτους Δικαίου’ της Αυτοκρατορίας, η προθυμία της Δύσης, και ειδικότερα των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, να υποτάσσουν την ισχύ τους σε νομικές ρυθμίσεις και προδιαγραφές ήταν μάλλον περιορισμένη.[i]
Ακόμη πιο ανησυχητική ήταν η διαπίστωση ότι ακόμη κι εντός του πολυμερούς πλαισίου κυριαρχίας, η επιρροή που ήταν σε θέση να ασκήσουν στις ΗΠΑ οι Ευρωπαίοι στρατηγικοί τους εταίροι ήταν μηδαμινή. Όχι μόνο οι τελευταίοι δεν στάθηκαν ικανοί να αποτρέψουν την Αμερικανική εμπλοκή σε ένα μάλλον καθαρά ευρωπαϊκό ζήτημα, αλλά φανέρωσαν και τις στρατιωτικές τους αδυναμίες με την σιωπηλή αποδοχή της Αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας κατα τον στρατηγικό σχεδιασμό και τον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων. Η αδυναμία αυτή που επέδειξαν οι Ευρωπαίοι επέφερε καίριο πλήγμα στην λογική της πολυμερούς διακυβέρνησης, αφού:
α) Ώθησε τους Αμερικανούς να επανεξετάσουν την σχέση τους με μια ανίσχυρη στρατιωτικά Ευρώπη, που ούτε σε πολεμικό υλικό μπορούσε να συνεισφέρει αποφασιστικά, ούτε μπορούσε να αναλάβει δράση για να εμποδίσει τις επιμέρους αμερικανικές στρατηγικές πρωτοβουλίες. Στην θέση της επιβεβλημένης έξωθεν (βλέπε Σοβιετικό κίνδυνο) ισότιμης, ευρωατλαντικής εταιρικής σχέσης, προωθήθηκε η φιλοσοφία της τμηματικής συνεργασίας και της μονομερούς αμερικανικής δράσης που αποκρυσταλλώθηκε με την εισβολή στο Ιρακ.
β) Όπως υποστηρίζει ο Ρόμπερτ Κέιγκαν, η συνειδητοποίηση της αδυναμίας τους, αποτέλεσε ένα ψυχολογικό σοκ για τους Ευρωπαίους που τους έπεισε ότι μια διαδικασία μερικής απεξάρτησης από την αμερικανική προστασία στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας έπρεπε να τεθεί σε κίνηση.[ii] Παράλληλα οι αυξανόμενες τάσεις ανεξαρτητοποίησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτκής κατέστησαν επιβεβλημένη την δημιουργία μιας πιο συμπαγούς πολιτικής ενότητας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, που θα επιτρέψει στην Ευρώπη να λειτουργεί σαν ενιαίος στρατηγικός παράγοντας με υπολογίσιμο ειδικό βάρος στις διεθνείς υποθέσεις. Το δυστύχημα για τους Ευρωπαίους είναι πως η ανάληψη όλων αυτών των πρωτοβουλιών προσκρούει πλέον στην καχυποψία του αμερικανικού νεοσυντηρητικού κατεστημένου, που ολοένα και περισσότερο βλέπει την Ενωμένη Ευρώπη σαν δυνητικό στρατηγικό ανταγωνιστή. Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής, οι Αμερικανοί επιδίδονται σε μια συστηματική προσπάθεια ποδηγέτησης και υπόσκαψης του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μέσω των ‘Ατλαντιστών’ συμμάχων τους (Βρετανία, πρώην Ανατολικό μπλοκ, Ολλανδία).
γ) Στα μάτια των κρατών του Τρίτου Κόσμου, μια αποδυναμωμένη Ευρώπη ισοδυναμούσε με αναίρεση στην πράξη της θεωρητικής αρχής της πολυμέρειας. Είναι φανερό πως μια Ευρώπη πολιτικά διαιρεμένη και χωρίς στρατηγική υπόσταση, δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως ρεαλιστικό πολιτικό αντιστάθμισμα έναντι της ισχύος των ΗΠΑ. Είναι αλήθεια πως η θεωρητική βάση του συστήματος πολυμερούς διακυβέρνησης είναι πως οι επιμέρους διαφορές σε στρατιωτική ισχύ παύουν να λειτουργούν ως ρυθμιστικοί παράγοντες των διεθνών σχέσεων και υποβιβάζονται στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου (διεθνές δίκαιο). Στην πραγματική της διάσταση όμως, η πολυμέρεια λειτουργεί ως μηχανισμός κατανομής εξουσίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Οι μεγάλες δυνάμεις είναι αυτές που συναινούν στον καθορισμό των μεταξύ τους σχέσεων από ένα πλέγμα νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και ως προς τον καθορισμό των δεσμεύσεων που το κλάμπ των μεγάλων αναλαμβάνει προς τρίτα κράτη. Η μοναδική λοιπόν εγγύηση για την μελλοντική τήρηση αυτών των δεσμεύσεων είναι η διατήρηση μιας σχετικής στρατηγικής ισορροπίας εντός του πολυμερούς διευθυντηρίου, τον ρόλο του οποίου στην προκειμένη περίπτωση προορίζεται να παίξει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, όχι μόνο δεν δούλεψε η στρατηγική ισορροπία, αλλά οι ΗΠΑ απλώς παρέκαμψαν το Συμβούλιο Ασφαλείας, πράγμα που φανέρωσε την περιορισμένη στρατηγική εμβέλεια των υπολοίπων συμβαλλόμενων μερών (ΕΕ, Ρωσία, Κίνα) στην πολιτική της πολυμερούς διευθέτησης των κρίσεων. Κατά τρόπο σχεδόν ειρωνικό, την στιγμή που η ψευδαίσθηση της πολυμερούς διεθνούς εξουσίας διαλύθηκε βιαίως από τους ισοπεδωτικούς νατοϊκούς βομβαρδισμούς, ξεκίνησε μια πραγματική προσπάθεια δημιουργίας των βασικών προϋποθέσεων που χρειάζεται το μοντέλο της πολυμερούς διαχείρισης κρίσεων για να ευδοκιμήσει (στρατηγική αυτονόμηση της Ευρώπης, προσέγγιση Ευρώπης-Ρωσίας, Ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση).
Σιάτλ
Το δεύτερο γεγονός που λειτούργησε ως παράγοντας αποσταθεροποίησης του Αυτοκρατορικού συναινετικού μοντέλου ήταν η δυναμική εμφάνιση ενός διεθνοποιημένου κινήματος αμφισβητισής στο Σιάτλ, το 1999. Σίγουρα η σημασία του εν λόγω κινήματος δεν εντοπίζεται τόσο στον άμεσο ρόλο που είναι σε θέση να διαδραματίσει ως εναλλακτική λύση απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις του κοινοβουλευτικού κατεστημένου. Ο λόγος γι’αυτό είναι πώς κανένας από τους διαφορετικούς πόλους του κινήματος δεν έχει καταφέρει να παραγάγει ολοκληρωμένο πολιτικό λόγο σε σημείο που να συνδυάζει την κριτική του καπιταλιστικού συστήματος με ένα ρεαλιστικό όραμα αναμόρφωσης ή αντικατάστασης του από ένα διαφορετικό οικονομικοκοινωνικό μοντέλο. Επιπλέον, οι αντιλήψεις του κινήματος γύρω από το θέμα της κατάκτησης της εξουσίας παραμένουν συγκεχυμένες, αφού υπάρχει μεγάλη διάσταση απόψεων μέσα στον χώρο του κινήματος σχετικά με τον χαρακτήρα της υπάρχουσας πολιτικής εξουσίας, τις μορφές αντίστασης που πρέπει να υιοθετήσει το κίνημα, ακόμα και σχετικά με το κατά πόσο η ίδια η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας συνιστά ρεαλιστικό ή θεμιτό στόχο.
Όμως, παρά τις εσωτερικές διχογνωμίες που οδήγησαν στην πολυδιάσπαση του κινήματος και, κατά συνέπεια, στον περιορισμό του πεδίου της πολιτικής του δράσης, η εμφάνιση ενός ευρέως διαδεδομένου ‘μεταμοντέρνου’ πολιτικού ριζοσπαστισμού συνιστά από μόνη της εξέλιξη κεφαλαιώδους σημασίας. Ας αναλογιστούμε ότι μόλις δεκαπέντε χρόνια πρίν, η ιδεολογική ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης ιντελλιγκέντσιας ήταν τόσο καλά εδραιωμένη ώστε κάθε απόπειρα κριτικής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου με βάση την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης, κινδύνευε είτε να θεωρηθεί ως δείγμα επιστημονικής αγκίλωσης (προσκόλληση σε παρωχημένα ερμηνευτικά μοντέλα, π.χ. Μαρξισμός), είτε να χαρακτηριστεί ανεδαφική ή ‘ουτοπιστική’. Η αναψηλάφιση και η δημόσια συζήτηση στο πλαίσιο των Φόρουμ του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, ‘απαγορεύμένων’ θεμάτων που έχουν να κάνουν με τον καταπιεστικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και τις καταστροφικές επιπτώσεις που αυτή έχει για το κοινωνικό σύνολο, αποτελεί ήδη μια σοβαρή κατάκτηση του μαζικού κινήματος και κίνδυνο πρώτου μεγέθους για ένα πολιτικό σύστημα που βασίζεται στην γενικευμένη απάθεια και στην απουσία πολιτικής συνείδησης.
Επίσης, μια ακόμα σημαντική συνέπεια της νέας αυτής εξέλιξης αφορά την αποκατάσταση, ούτως ειπείν, του "δικαιώματος στη διαφωνία" μέσα στους κόλπους μιας υπερεθνικής ελίτ, που ως εκείνη την στιγμή λειτουργούσε σαν μια ομοιογενής, μονολιθική σε πεποιθήσεις, κοινωνική ομάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι την αρχική πανικόβλητη αντίδραση του κατεστημένου που μετουσιώθηκε στην μαζική αστυνομική καταστολή που ασκήθηκε ενάντια στους διαδηλώτες του Σιάτλ, του Γκέτεμποργκ και φυσικά της Γένοβας, διαδέχτηκε μια οργανωμένη προσπάθεια χειραγώγησης και μερικής ενσωμάτωσης ορισμένων ρευμάτων του κινήματος, μέσω του διαλόγου και της προσεκτικής αναγνώρισης της νομιμότητας μερικών από τα, λιγότερο ριζοσπαστικά, αιτήματα τους. Αυτή η τακτική μπορεί να είχε σαν συνέπεια την διάσπαση του κινήματος αμφισβήτησης σε δύο στρατόπεδα (ρεφορμιστικό / ριζοσπαστικό), όμως έβαλε σε κίνηση μια παράλληλη διαδικασία στο εσωτερικό της υπερεθνικής ελίτ που μετέτρεψε τον καθορισμό του καθεστώτος των σχέσεων μεταξύ κινήματος και κατεστημένου σε πολιτικό διακύβευμα της πάλης για εξουσία που διεξάγεται μεταξύ των αντιτιθέμενων πόλων υπερεθνικής εξουσίας.
Ο ‘Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας’ και η στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων που επιχειρείται από τις ΗΠΑ και τους βασικούς συμμάχους της (Μεγάλη Βρετανία, Αυστραλία), εκφράζουν την διάθεση του Αγγλοσαξωνικού, μοναρχικού μπλοκ να ‘στραγγαλίσει τον αναδυόμενο ριζοσπαστισμό εν τη γεννέσει του’. Να δημιουργήσει δηλαδή ένα πλέγμα από νομικές δικλείδες ασφαλείας για την μελλοντική διαφύλαξη της κοινωνικής τάξης μέσω της ταύτισης της κοινωνικής αμφισβήτισης με την τρομοκρατία και της ποινικοποίησης της σε μεγάλο βαθμό.
Παράλληλα, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων η αντι-τρομοκρατική εκστρατεία χρησιμοποιείται ως εργαλείο επιβολής των Αμερικανικών αυτοκρατορικών σχεδιασμών μέσω της μονομερούς ανάληψης στρατιωτικής δράσης και της υπονόμευσης των διεθνών οργανισμών και συμβάσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των ΗΠΑ, σε ότι αφορά τους τρόπους άσκησης της στρατιωτικής τους ισχύος. Η στρατιωτική ισχύς αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του αυτοκρατορικού-μοναρχικού μοντέλου διεθνούς διακυβέρνησης, ενώ η περιστολή των ατομικών ελευθεριών και η ποινικοποίηση όλων των μορφών αντίστασης ή κοινωνικής διαμαρτυρίας συνιστούν την συγκεκριμένη, ‘εθνική’ διάσταση του διεθνούς Αυτοκρατορικού συστήματος.
Τέλος, η έκρηξη της λαϊκής δυσαρέσκειας μέσα από τις κινητοποιήσεις του Σιάτλ, εισήγαγε μία τρίτη, συμβολική-ιδεολογική παράμετρο στην πολυδιάστατη κρίση που έπληξε το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Η επανεμφάνιση του πολιτκού ριζοσπαστισμού στο Σιάτλ, συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάρριψη ενός κυριαρχικού ιδεολογικού μύθου που οι κοσμοπολίτες διανοούμενοι του νεοφιλελευθερισμού καλλιεργούσαν με επιμέλεια από το 1989, του μύθου της αποπολιτικοποίησης της Δύσης. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου, οι Δυτικές δημοκρατίες εισήλθαν σε μια περίοδο παρατεταμένης, σχεδόν ‘μετα-ιστορικής’, πολιτικής σταθερότητας, την οποία διευκόλυναν η ιστορική ήττα του κομμουνιστικού ιδανικού που επέφερε την ύφεση των παραδοσιακών ιδεολογικών διενέξεων και την αλλοίωση του κλασσικού περιεχομένου της έννοιας της "αντιπολίτευσης", η σταδιακή αποσύνθεση των συλλογικών πολιτικών ταυτοτήτων που είχαν οικοδομηθεί τις τελευταίες δεκαετίες καθώς και η άνευ όρων συνθηκολόγηση των κοινωνικών αγώνων και των συλλογικών κινημάτων.
Η εικόνα αυτή της καθολικής επικράτησης του καπιταλισμού και του κοινοβουλευτισμού, υποβλήθηκε σε ιδεολογική επεξεργασία από τους απολογητές της παγκοσμιοποίησης και προβλήθηκε ως η αναγκαία συνθήκη της παγκόσμιας επικράτησης του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου.[iii] Κι αυτό γιατί η εικόνα μιας ειρηνικής, πολιτικά αδρανούς Δύσης ανταποκρινόταν σε δύο βασικές λειτουργίες του νομιμοποιητικού, ιδεολογικού μηχανισμού της Αυτοκρατορίας:
α) αντιπροσώπευε την ενσάρκωση της ύψιστης μορφής πολιτικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, ένα κοινωνικο-πολιτικό σύστημα η νομιμότητα του οποίου δεν αμφισβητείτο από καμία οργανωμένη πολιτική δύναμη κι από κανένα τμήμα του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών, και που οι οικονομικές του επιδόσεις εξασφάλιζαν για τις Δυτικές, δημοκρατικές ελίτ την κοινωνική συναίνεση σε συνδυασμό με μια ηγετική θέση στην διεθνή πολιτική. Με άλλα λόγια, αυτό που εξασφάλιζε η έννοια της αποπολιτικοποίησης ήταν η ικανότητα αυτοπροβολής του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου ως πρότυπου, χωρίς την ανάγκη της προσφυγής σε θεωρητικές αναλύσεις κι επιχειρήματα προς επιβεβαίωση της ανωτερότητας του. Η προβολή της θεσμικής παντοδυναμίας των πολιτικών δυνάμεων του κατεστημένου, η απουσία κάθε αυθόρμητης εκδήλωσης διαμαρτυρίας ενάντια στις πολιτικές των ελίτ, ήταν η καλύτερη έξωθεν μαρτυρία για τα πλεονεκτήματα και τα υλικά οφέλη που συνοδεύουν την ενσωμάτωση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Οι βίαιες όσο και μαζικές κινητοποιήσηεις του Σιάτλ, διέλυσαν την ειδυλλιακή εικόνα του νεοφιλελεύθερου αποπολιτικοποιημένου παραδείσου και υπενθύμισαν στους ιθύνοντες ότι ακόμα και μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ, είναι δυνατή η ανάπτυξη νέων αυθόρμητων μορφών αντίστασης που πηγάζουν από τις καταστροφικές κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις της οικονομίας της αγοράς. Η επανεμφάνιση τέτοιων φαινομένων εξέγερσης στις Δυτικές κοινωνίες υπονόμευσε στα μάτια των ηγετών του Τρίτου Κόσμου την ιδεολογική έλξη που ασκούσε επάνω τους η Δύση, ενώ έπεισε ορισμένα τμήματα της υπερεθνικής ελίτ (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία) ότι η διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας τους δεν μπορούσε πλέον να στηρίζεται πρωταρχικά στο στοιχείο της πειθούς (διπλωματικά μέσα), αλλά έπρεπε να επανακαθορισθεί ενισχύοντας τον ρόλο που διαδραματίζει σε αυτήν το στοιχείο της αστυνομικής καταστολής και της στρατιωτικής ισχύος.
β) Στο επίπεδο του πρακτικού πολιτικού σχεδιασμού η απήχηση που είχαν στην κοινή γνώμη της Δύσης οι θεωρητικές θέσεις του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, στέρησαν από τις ελίτ την απεριόριστη ελευθερία κινήσεων που είχαν στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτκών τους και οδήγησαν στην αναστολή στην πράξη, αρκετών πτυχών του πολιτικού προγράμματος της παγκοσμιοποίησης. Στο Σιάτλ το κίνημα πέτυχε να αποτρέψει την επικύρωση νέας διεθνούς εμπορικής συμφωνίας κι έκτοτε πολλές περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες κατέρρευσαν ή υπογράφθηκαν με όρους λιγότερο δεσμευτικούς για τα συμβαλλόμενα μέλη, με πιο πρόσφατα παράδείγματα τις διαπραγματεύσεις του ΠΟΕ στο Κανκούν του Μεξικού και την συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ, Βραζιλίας και Κεντρικής Αμερικής για το FTAA (Free Trade Agreement of the Americas).
11η Σεπτεμβρίου
Τέλος, το τρίτο γεγονός-σταθμός στην διαδικασία μετάλλαξης του παγκόσμιου συστήματος ήταν δίχως άλλο τα τρομοκρατικά χτυπήματα κατά του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Πολλοί αναλυτές της διεθνούς πολιτικής έχουν διατυπώσει την άποψη ότι καμία σημαντική αλλαγή δεν συντελέστηκε στο παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο την ημέρα εκείνη. Υποστηρίζουν ότι το γεγονός πως τα σχέδια για την εισβολή στο Ιράκ προϋπήρχαν των επιθέσεων στους Δίδυμους Πύργους, αποδεικνύει ότι η εκστρατεία κατά του Σαντάμ υπαγορεύτηκε από δομικές αλλαγές στην παγκόσμια στρατηγική ισορροπία και θα είχε πραγματοποιηθεί ακόμη και στην περίπτωση που η Αλ Κάιντα δεν είχε καταφέρει να πλήξει τις ΗΠΑ.
Από την άλλη μεριά, θα ήταν παράλειψη εκ μέρους μας να υποτιμήσουμε τον ρόλο που έπαιξαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ως καταλύτης για την επιτάχυνση των εξελίξεων στον χώρο της διεθνούς πολιτικής. Σίγουρα, η διάσταση απόψεων που παρατηρείται μεταξύ των αντιλήψεων της Αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας σχετικά με τις μεθόδους και τις πρακτικές καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας και τις αντίστοιχες αντιλήψεις του Ευρωπαϊκού μπλοκ όπως αυτές εκφράζονται στο Ευρωπαϊκό δόγμα στρατηγικής κι ασφάλειας, ανάγονται όχι σε συγκυριακούς παράγοντες μεταγενέστερους της 11ης Σεπτεμβρίου, αλλά αντικατοπτρίζουν τα διαφορετικά συμφέροντα των μελών της Βορειοατλαντικής συμμαχίας όπως αυτά είχαν αρχίσει να μορφοποιούνται ακόμα και πρίν τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους.
Με άλλα λόγια η στάση που το κάθε κράτος ή συνασπισμος κρατών υιοθέτησε κατά την επαύριο των τρομοκρατικών χτυπημάτων στην Νέα Υόρκη επικαθορίσθηκε σε μεγάλο βαθμό από την προγενέστερη στρατηγική τους θέση στο παγκόσμιο σύστημα και δεν διαμορφώθηκε αποκλειστικά από την λογική της πάταξης μιας ενδεχόμενης τρομοκρατικής απειλής.
Παρ’όλα αυτά, η 11η Σεπτεμβρίου εισήγαγε μία δική της δυναμική όσον αφορά τις σχέσεις της Αμερικής με το σύνολο του υπόλοιπου κόσμου κι έδωσε στις προϋπάρχουσες τάσεις αυτονόμησης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μία πιο επιτακτική και δογματική χροιά (‘είστε μαζί μας ή εναντίον μας’), αποκρυσταλλώνοντας παράλληλα το χάσμα συμφερόντων και προτεραιοτήτων που χωρίζει τις ΗΠΑ από τους συμμάχους της. Όπως επισημαίνει ο Εμ. Τόντ, η συμπεριφορά της Αμερικής ύστερα από την 11η Σεπτεμβρίου και ο τρόπος με τον οποίο η Κυβέρνηση Μπούς αποφάσισε να διεξαγάγει τον παγκόσμιο αγώνα της κατά της Αλ-Κάιντα, είχε σημαντικό αντίκτυπο στην μεταστροφή της θετικής εικόνας που η διεθνής κοινή γνώμη είχε σχηματίσει για την Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου.[iv]
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τους Ευρωπαίους εταίρους της Αμερικής στο ΝΑΤΟ, που ενώ αρχικά έσπευσαν να ενεργοποίησουν το Άρθρο 11 της συμμαχίας, προσφέροντας υποστήριξη για την εκστρατεία στο Αφγανιστάν (με την προσδοκία ότι έτσι θα ικανοποιηθεί η Αμερικανική επιθυμία για εκδίκηση), ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ανευθυνότητα της υπερδύναμης, που προωθούσε έναν Τέταρτο Παγκόσμιο Πόλεμο όπως δεν διστάζουν να αποκαλούν την τωρινή διεθνή συγκυρία Αμερικανοί αναλυτές. Η συνειδητοποίηση αυτών των αλλαγών στον τρόπο συμπεριφοράς των ΗΠΑ επέφερε μια ποιοτική αλλαγή στις σχέσεις εντός του πλαισίου της Βορειοατλαντικής συμμαχίας δημιουργώντας κλίμα πόλωσης, και ενίσχυσε την πεποίθηση των Ευρωπαίων πολιτικών ηγετών όχι μόνο περί της απόκλισης των αντικειμενικών στρατηγικών συμφερόντων ΗΠΑ και Ευρώπης, αλλά και περί της αυξανόμενης αδιαφορίας ή αδυναμίας των Αμερικανικού πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου να κατανόησει και να συνυπολογίσει στους σχεδιασμούς του τις ευρωπαϊκές θέσεις και απόψεις.
Μία ακόμα πιο σοβαρή εξέλιξη που έθεσε σε κίνηση η 11η Σεπτεμβρίου έχει να κάνει με την αλλοίωση του φιλελεύθερου χαρακτήρα των δυτικών ολιγαρχικών καθεστώτων και την δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σταδιακή μετάβαση σε ένα αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης. Η διαδικασία αυτή ήδη βρίσκεται σε ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την καταπάτηση βασικών ατομικών ελευθεριών και τον βάναυσο παραμερισμό νομικών αρχών στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία του
κράτους δικαίου.
Πρόκειται για μια νομική προσέγγιση που εάν καθιερωθεί μπορεί να μεταβάλλει σημαντικά την σχέση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων σε μια δημοκρατία, παραμορφώνοντας μόνιμα την ίδια την φύση του Αμερικανικού πολιτεύματος. Κι αυτό γιατί ενώ οι νομικές προδιαγραφές που αφορούν την δίωξη ποινικών αδικημάτων παραμένουν σε ισχύ, ο εντοπισμός και η άσκηση δίωξης ενάντια σε ενέργειες που εμπίπτουν στην κατηγορία των πολιτικών εγκλημάτων έχει περιέλθει στην άμεση δικαιοδοσία του Κράτους, χωρίς την απαραίτητη διαμεσολάβηση των διακστηρίων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκτακτη νομοθεσία (Patriot Act) που εισήχθη από την Αμερικανική κυβέρνηση (χωρίς την προβλεπόμενη συνταγματική επικύρωση από το Κογκρέσσο) στον απόηχο των χτυπημάτων στους Δίδυμους Πύργους, εκχωρούνται στο εκτελεστικό σκέλος της κυβέρνησης σημαντικές εξουσίες που περιλαμβάνουν το δικαίωμα σύλληψης υπόπτων για τρομοκρατική δράση χωρίς την απαγγελία επίσημης κατηγορίας, την απεριόριστη παράταση της προφυλάκισης τους καθώς και την στέρηση της πρόσβασης του κατηγορούμένου σε συνήγορο υπεράσπισης.
Αυτά τα έκτακτα νομικά μέτρα δεν αφορούν μόνο ξένους υπηκόους που συλαμβάνονται με την υποψία της τρομοκρατικής δραστηριότητας. Όπως έδειξε η περίπτωση του Χοσέ Παντίγια, Αμερικανού πολίτη που συνελήφθη ως πράκτορας της Αλ Κάιντα και κρατείται στο κάτεργο του Γκουαντάναμο, τα συνταγματικά δικαιώματα του Παντίγια ως Αμερικανού υπηκόου δεν αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα για την εφαρμογή της καινούριας αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας.[v]
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως, με βάση τις δομικές ασάφειες τις οποίες κάθε απόπειρα επιστημονικού ορισμού του φαινομένου της τρομοκρατίας είναι καταδικασμένη να περιέχει, ανοίγεται ο δρόμος για την διάδοση και θεσμική καθιέρωση μιας νομικής πρακτικής που θα θεωρεί την ενδεχόμενη στράτευση του κάθε πολίτη σε αντιπολιτευόμενα κινήματα επαρκή βάση για την στέρηση των συνταγματικών του δικαιωμάτων, αντιμετωπίζοντας τον σαν εν δυνάμει δημόσιο κίνδυνο.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το FBI να συλλέγει πληροφορίες και να έχει υπό διαρκή παρακολούθηση τους ακτιβιστές που δραστηριοποιούνται στις τάξεις του Αμερικανικού αντιπολεμικού κινήματος.[vi]
Οι δύο προαναφερθείσες τάσεις (στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων, αστυνομικοποίηση των δυτικών κοινωνιών) μαζί συνθέτουν το πολιτικό-κοινωνικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο εξελίσσεται η τρέχουσα μετάλλαξη του διεθνούς συστήματος κυριαρχίας. Ακόμα πρέπει να τονισθεί η σχέση αμοιβαίας εξάρτησης που καθορίζει την επιμέρους ανάπτυξη των δύο φαινομένων. Με βάση αυτό το σκεπτικό μπορούμε να διακινδυνεύσουμε δύο προγνωστικά:
α) Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, όπως αυτός σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από τον Αγγλοσαξωνικό πόλο υπερεθνικής εξουσίας, μπορεί να δρομολογήσει μια περαιτέρω αντι-δημοκρατική στροφή των δυτικών ελίτ, και να οδηγήσει στην εγκαθίδρυση και νομική κατοχύρωση ενός ολιγαρχικού μοντέλου διακυβέρνησης, στα πλαίσια του οποίου κάθε απόπειρα συλλογικής αντίστασης ή υπεράσπισης των συμφερόντων του πολίτη θα εκλαμβάνεται ως ευθεία πρόκληση ενάντια στην πολιτική εξουσία και θα αντιμετωπίζεται με θηριώδη καταστολή.
Η εξέλιξη αυτή δεν συνιστά απροσδόκητο γεγονός. Τουναντίον, αντικαθρεφτίζει με νομικούς όρους το χάσμα που από καιρό έχει δημιουργηθεί μεταξύ της ελίτ των επαγγελματιών πολιτικών που διαχειρίζονται την εξουσία σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία και των κοινωνιών που θεωρητικά εκπροσωπούν. Αποτελεί το φυσικό επιστέγασμα της μετατροπής της ιδιότητας του ενεργού πολίτη που προϋποθέτει ένα καθεστώς, περιορισμένης έστω, δημοκρατίας, σε αυτήν του σύγχρονου καταναλωτή-υπηκόου που ουδόλως ενδιαφέρεται ή συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα. Γι’αυτό άλλωστε και ερμηνεύουμε τον αντίκτυπο που είχε η έμφανιση του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης στην αφύπνιση των συνειδήσεων των πολιτών ως σημαντική δημοκρατική κατάκτηση.
β) Όσο η διαδικασία της αυταρχικής αναδιάρθρωσης του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος προχωράει σε βάθος κι επεκτείνεται, τόσο η πιθανότητα της εξαπόλυσης νέων πολέμων από την υπερεθνική ελίτ θα μεγαλώνει. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό αφού η πολιτική εξουσία θωρακίζεται αποτελεσματικά με την εισαγωγή της έκτακτης αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και τα μέσα που διαθέτουν τα συλλογικά κινήματα ή ο κάθε πολίτης μεμονωμένα για να προβάλει νόμιμη αντίσταση και να διεκδικήσει τα δικαιώματα του συρρικνώνονται δραματικά.
Παρ’όλα αυτά μοναδική διέξοδος από το τέλμα, παραμένει η προσχώρηση και αυτο-οργάνωση των Αμερικανών και Ευρωπαίων πολιτών σε ένα μαζικό κίνημα αμφισβήτησης που σαν στόχο θα έχει την αναστροφή της φαύλης διαλεκτικής μεταξύ Αυτοκρατορίας και αστυνομικού κράτους και τη δημιουργία μιας καινούριας διαλεκτικής της απελευθέρωσης μεταξύ της αυτο-διαχείρισης και της άμεσης δημοκρατίας ως κυρίαρχο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης στο εσωτερικό, και του εκδημοκρατισμού των διεθνών σχέσεων στο εξωτερικό. Άλλωστε η συμπεριφορά των κρατών στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής διαμορφώνεται, σε τελευταία ανάλυση, από το είδος και την φύση του πολιτεύματος που επικρατεί στο εσωτερικό τους.
[i] Πράγματι, οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στην, εκτός Δύσης, διεθνή κοινότητα. Ενδεικτικό της αντιδυτικής διάθεσης που επικρατούσε είναι σχετικό άρθρο που δημοσίευτηκε εκείνες τις ημέρες στην Ινδική εφημερίδα Hindu και που καταδίκαζε το ΝΑΤΟ για την διεξαγωγή επιχειρήσεων που τις χαρακτήριζαν «η παρανομία, η ιδιοτέλεια, η αλαζονεία και η ανομία σε μια προσπάθεια του ΝΑΤΟ να υποκαταστήσει τα Ηνωμένα Έθνη στον ρόλο του παγκόσμιου ειρηνοποίου». N. Chomsky, The New Military Humanism (Pluto Press; London), σελ. 143.
[ii] «Η αμερικανική κυριαρχία στην πολεμική προσπάθεια ενόχλησε διπλά τους Ευρωπαίους. Από την μία ήταν ένα μάλλον συγκλονιστικό χτύπημα στην ευρωπαική υπόληψη. Όπως παρατηρούσαν δύο Βρετανοί αναλυτές μετά τον πόλεμο, ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο, ‘που περηφανεύεται ότι είναι σοβαρή στρατιωτική δύναμη, μπόρεσε να συμβάλλει μόλις κατα 4% σε αεροσκάφη και κατα 4% στις βόμβες που ρίχτηκαν’. Για τους πιο έγκρυτους αναλυτές της στρατηγικής στην Γαλλία, στη Γερμανία και στην Βρετανία, ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο απλώς ‘υπογράμμισε την αδυναμία των ένοπλων δυνάμεων της Ευρώπης’. Ήταν ενοχλητικό που ακόμη και σε μία τόσο κοντινή περιοχή, όπως τα Βαλκάνια, ‘η ικανότητα της Ευρώπης να παρατάσσει στρατιωτικές δυνάμεις’ δεν ήταν παρά ‘πενιχρό τμήμα’ της αμερικανικής ικανότητας». Ρ. Κέιγκαν, Παράδεισος και Εξουσία (Καστανιώτη, Αθήνα), σελ. 67-8.
[iii] Όπως γράφει ο Εμάνουελ Τοντ, ο Φουκουγιάμα συμπεραίνει «το τέλος της ιστορίας από τη γενίκευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ένα τέτοιο συμπέρασμα προϋποθέτει ότι αυτή η πολιτική μορφή είναι σταθερή, αν όχι τέλεια, και οτι η ιστορία της σταματά μόλις πραγματοποιηθεί». Εμ. Τοντ, Μετά την Αυτοκρατορία (Κριτική, Αθήνα), σελ. 34.
[iv] «Ο αγώνας ενάντια στην Αλ Κάιντα που θα μπορούσε να θεσμοποιήσει την νομιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών εάν διεξαγόταν σεμνά και λογικά, ανέδειξε μια πολλαπλάσια ανευθυνότητα. Η εικόνα μιας ναρκισιστικής, ταραγμένης και επιθετικής Αμερικής αντικατέστησε, μέσα σε μερικούς μήνες, την εικόνα της πληγωμένης, συμπαθητικής και απαραίτητης για την παγκόσμια ισορροπία χώρας». Op. cit., σελ.18.
[v] D. Johnston, In Debate on Antiterrorism, the Courts Assert Themselves, The New York Times, 19/12/2003.
[vi] E. Lichtblau, FBI Scrutinizes Antiwar Rallies, The New York Times, 23/11/2003.
No comments:
Post a Comment