Sunday, May 6, 2007

Σκέψεις για το Κίνημα κατά της Παγκοσμιοποίησης


Με αφορμή την Ευρωπαϊκή Σύνοδο της Θεσσαλονίκης και τις αναμενόμενες κινητοποιήσεις του κινήματος διαμαρτυρίας κατά της παγκοσμιοποίησης πολλές συζητήσεις έχουν γίνει τελευταία γύρω από τον χαρακτήρα που αυτές οι κινητοποιήσεις πρέπει να έχουν, τις μεθόδους παρέμβασης που πρέπει να μεταχειριστεί το κίνημα και τους στόχους που αυτές οι κινητοποιήσεις φιλοδοξούν να εκπληρώσουν. Οι συζητήσεις αυτές θέτουν ως κύριο ζήτημα τον διαχωρισμό που τελευταία έχει επέλθει μέσα στους κόλπους του κινήματος μεταξύ της φιλειρηνικής-ρεφορμιστικής πτέρυγας της οποίας πρωταρχικό μέλημα είναι η διοργάνωση μαζικών αλλά φιλειρηνικών διαδηλώσεων, σε ήρεμο κλίμα και σε συνεννόηση πάντα με τις αρχές, και της ριζοσπαστικής-αντιεξουσιαστικής πτέρυγας που δηλώνει έμπρακτα την προτίμηση της σε περισσότερο δυναμικές μεθόδους δράσης, ακόμα και στον βαθμό που αυτές μπορεί να καταλήξουν σε βίαιες συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις επιτήρησης. Το επίκεντρο τέτοιων συζητήσεων είναι η πορεία που το κίνημα θα πρέπει να ακολουθήσει από εδω και στο εξής, ενα δίλλημα που συνοψίζεται από τους πολιτικούς σχολιαστές στις δυο αντιφατικές τάσεις που προαναφέραμε. Η πλειονότητα των πολιτικών σχολιαστών δεν διστάζει να εκφράσει ανοιχτά την προτίμηση της για την ρεφορμιστική τάση που ενσαρκώνεται από το Κοινωνικό Φόρουμ, τις επιδιώξεις που το Φόρουμ έχει οριοθετήσει ως στόχους του κινήματος και τους τρόπους δράσης που αυτό επιλέγει.
Δεν έχουμε σκοπό να εμπλακούμε σε μια συζήτηση γύρω από το κατά πόσο είναι ορθή μια τέτοια στάση. Κι αυτό γιατί πιστεύουμε πως ούτε η μια τάση, ούτε η άλλη διαθέτουν βιώσιμες λύσεις για τα προβλήματα που το κίνημα αντιμετωπίζει τούτη την κρίσιμη ώρα. Η όλη προβληματική των δυο αντιτιθέμενων πόλων είναι κατά την άποψη μου λαθεμένη και συμβολίζει σε ιδεολογικό επίπεδο την σύγχιση, διάσπαση και, εν τέλει μελλοντική ήττα του κινήματος αμφισβήτησης. Η εμμονή της διανόησης σε ένα αναλυτικό-περιγραφικό σχήμα που παρουσιάζει την τρέχουσα εσωτερική διάσπαση ως μια κατάσταση εν πολλοίς δεδομένη, ένα αδιέξοδο από το οποίο το κίνημα μπορεί να εξέλθει μόνο μέσω της ολοκληρωτικής επικράτησης της μιας τάσης σε βάρος της άλλης, φανερώνει είτε ιδεολογική προκατάληψη εις βάρος της μίας ή της άλλης πλευράς, είτε μια σκοπιμότητα συνειδητής επιβολής αντιδραστικών θέσεων και συμφερόντων που σαν στόχο μπορούν να έχουν μόνο την πραγματοποίηση μιας ολικής ρήξης στο εσωτερικό του κινήματος και την ουσιαστική εξουδετέρωση της τάσης για πολιτική και κοινωνική ανανέωση που αυτό τίνει να δημιουργήσει.
Είναι γνωστό πως το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης είχε σαν εφαλτήριο τις μαζικές διαδηλώσεις στο Seattle των ΗΠΑ το 1999. Μια σύντομη επισκόπηση εκείνων των γεγονότων και μια σύγκριση με τις πρόσφατες κινητοποιήσεις στην Θεσσαλονίκη μας βοηθά να διακρίνουμε τις εσωτερικές μεταβολές που συντελέστηκαν σε ότι αφορά την σύνθεση του κινήματος απο το ’99 μέχρι σήμερα καθώς και να εντοπίσουμε τις ιδεολογικές αλλοιώσεις που αυτό υπέστη κατα την αξιόλογη εως τώρα πορεία του. Θα πρέπει λοιπόν να θυμηθούμε πως το βασικό χαρακτηριστικό των πρώτων διαδηλώσεων του Seattle, όπως και της Βαρκελώνης, του Quebec και της Γένοβας που ακολούθησαν, ήταν η έμφαση στην άμεση δράση (direct action) ως πρωταρχική μορφή πολιτικής έκφρασης του κινήματος και βασικής μεθόδου παρέμβασης στις πολιτικές εξελίξεις. Αυτή η οπτική των πραγμάτων απέρρεε από μια συγκεκριμένη μέθοδο ανάλυσης της παγκοσμιοποίησης ως οικονομικο-πολιτικού φαινομένου και μιας ριζοσπαστικής προγραμματικής πλατφόρμας που προέκυψε με βάση αυτές τις αναλύσεις. Στους διακυρηγμένους στόχους του κινήματος περιλαμβάνονταν μια σειρά από αιτήματα για ριζικές μεταρρυθμίσεις με κεντρικό άξονα τον εκδημοκρατισμό των μηχανισμών επιβολής της παγκοσμιοποιημένης εξουσίας και την ανάδειξη ενός εναλλακτικού πολιτικού προτάγματος εδραιωμένου στις αρχές της δημοκρατικής συμμετοχής και της λαικής κυριαρχίας. Η κατάργηση εκείνων των διεθνών οργανισμών που αποτελούν τον σκελετό του παγκοσμιοποιημένου συστήματος διακυβέρνησης και δρούν ως κέντρα υλοποίησης νεοφιλελεύθερων πολιτικών που διευκολύνουν την επέκταση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, αρχικά απετέλεσε βασική προϋπόθεση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η εναλλακτική κοινωνική πρόταση του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης. Η πρακτική της δυναμικής παρεμπόδισης των τακτικών συνδιασκέψεων των μελών της υπερεθνικής ελίτ, που στο Seattle στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, αποκτά νόημα μόνο στο πλαίσιο μιας συνολικής απόρριψης του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου της παγκοσμιοποίησης και της αντικατάστασης του από μηχανισμούς που απηχούν τις απόψεις και τους προβληματισμούς των κοινωνικών ομάδων που έχουν πλήγει άμεσα από τις νεοφιλέλευθερες οικονομικές πολιτικές
[1]
Συνειδητοποιούμε λοιπόν πως ο εξοβελισμός της μαζικής βίας από το ρεπερτόριο των τακτικών ελιγμών του κινήματος και η προσπάθεια περιθωριοποίησης των ομάδων εκείνων που εξακολουθούν να αρνούνται να αποκηύξουν την βία, ισοδυναμεί όχι με πολιτική ωρίμανση του κινήματος, όπως πολλοί αναλυτές θέλουν να το παρουσιάσουν, αλλά με την πραγματοποίηση μιας στρατηγικής στροφής όσον αφορά τους στόχους και τις ριζοσπαστικές απόψεις που αρχικά είχαν εκφραστεί απο το κίνημα σε Seattle, Γένοβα, κτλ. Γίνεται αντιληπτό οτι το πνεύμα του κινήματος καθώς και ο αρχικός του ιδεολογικός προσανατολισμός έχουν υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις την στιγμή που βασικό μέλημα των διοργανωτών των εκδηλώσεων κατα της παγκοσμιοποίησης φαίνεται να είναι αποκλειστικά και μόνο η ειρηνική διοργάνωση των διαδηλώσεων, πράγμα που έχει ανάχθει από τους μετριοπαθείς ηγέτες του κινήματος σε κορυφαίο στρατηγικό και πολιτικό στόχο. Η ‘εργαλειακή’ αντίληψη της μαζικής βίας δεν έχει θέση στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής. Η εξάλειψη της βίας από τους κόλπους του κινήματος αντιστοιχεί σε μια προσπάθεια επίδειξης ‘καλής διαγωγής’ και αποτελεί σημαντική παραχώρηση απο μέρους των οργανώσεων με σκοπό τον εφησυχασμό του πολιτικού κατεστημένου και την δημιουργία της αίσθησης ότι το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ είναι μια υπεύθυνη πολιτική δύναμη που αξίζει να αναγνωριστεί από τις ελίτ σαν ισότιμος συνομιλιτής, και κατα συνέπεια σαν ο επίσημος εκφραστής των επιδιώξεων του κινήματος. Πράγμα απόλυτα φυσικό αφού σε αυτήν την περίπτωση το πεδίο δράσης του κινήματος μετατοπίζεται από το πεζοδρόμιο στους διαδρόμους των υπουργικών κτιρίων και στα αρχηγεία των διεθνών οργανισμών.
[2]
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια πως τα επεισόδια της Θεσσαλονίκης και η αδιάκριτη, τυφλή βία στην οποία επιδόθηκε το μπλοκ των αναρχικών αποτελεί την υγιή έκφραση του κινήματος. Όμως κάτι τέτοιο είναι συνέπεια και φυσικό επακόλουθο της γενικής κατεύθυνσης που έχει πάρει το κίνημα. Η απομόνωση των αναρχικών και η ουσιαστική εκδίωξη τους απο τους κόλπους του κινήματος που οι ίδιοι ξεκίνησαν δυναμικά στο Seattle, οδηγεί πολύ λογικά στην κλιμάκωση της βίας, ολοένα και πιο άλλογης και ανεξέλεγκτης, από πλευράς αναρχικών αφού η ανοιχτή, μετωπική σύγκρουση με τις δυνάμεις ασφαλείας είναι η μόνη μέθοδος πολιτικής δράσης που τους έχει απομείνει. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν οι αναρχικοί να καταδείξουν οτι είναι πολιτικά ενεργοί αφού πλέον δεν υπάρχει σύμπνοια κι αγωνιστική αλληλεγγύη ανάμεσα στις δυο τάσεις του κινήματος και μεταξύ τους έχει αναπτυχθεί μια σχέση ανταγωνιστική που ερμηνεύει τις πρωτοβουλίες της μιας ομάδας ως επιβλαβείς για τις δραστηρότητες της άλλης. Παράλληλα, η σύμπλευση του ρεφορμιστικού κομματιού του κινήματος με τις αρχές και η καταδίκη από κοινού των βίαιων μορφών αγώνα των αναρχικών στερεί από το κίνημα το πιο δυναμικό, μαχητικό κομμάτι του, εξαλείφει τα ζωογόνα, αντι-συστημικά στοιχεία από τις τάξεις του και διευκολύνει την επιβολή μεθόδων ωμής καταστολής εναντίον τους. Αυτό συμβαίνει γιατί οι αναρχικοί εμφανίζονται σαν περιθωριακοί, αποκομμένοι από το μαζικό κίνημα από το οποίο ούτε προστασία, ούτε υποστήριξη μπορούν τώρα πια να περιμένουν. Η διαμαρτυρία τους τελικά εμφανίζεται ως ένα φαινόμενο ανομίας που πρέπει να παταχθεί.
[3] Στο μεταξύ, ο κύριος όγκος του κινήματος αναλείσκεται σε διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις που δεν θυμίζουν σε τίποτα την μαχητικότητα, τον παλμό και την ζωντάνια των κινητοποιήσεων του Seattle και της Γένοβας που έδωσαν στο κίνημα την εκρηκτική, αρχική του ώθηση. Το φιλειρηνικό κομμάτι των διαδηλώσεων της Θεσσαλονίκης είχε τα χαρακτηριστικά μιας λειτανίας, ενός σκηνοθετημένου τελετουργικού από αυτά που αρέσκονται να οργανώνουν οι ελίτ δημιουργώντας μια επίφαση μαζικών, δημοκρατικών τρόπων έκφρασης και συμμετοχής. Το συγκεκριμένο είδος διαδηλώσεων έχει την βάση του στην αρχή των αμοιβέων υποχωρήσεων. Γιατί άλλωστε να μην είναι έτσι; Ποιόν λόγος θα υπήρχε για τις έμπειρες πολιτικά ελίτ να απαγορεύσουν μια μορφή πολιτικής δράσης συμβολικού χαρακτήρα, την μεταρρυθμιστική και συμβιβαστική νοοτροπία της οποίας μπορούν εύκολα να ποδηγετούν και να ελέγχουν, συνεχίζοντας παράλληλα να προωθούν τις αυταρχικές πολιτικές τους; Αυτό λοιπόν είναι το τίμημα που το κίνημα πρέπει να πληρώσει έναντι της εξάπλωσης του; Η γνώμη μας είναι πως αυτή η εξέλιξη δεν είναι αναπότρεπτη, ούτε οφείλεται σε αντικειμενικές συνθήκες. Μάλλον για τραγικό λάθος στρατηγικής πρόκειται.
Ποιά είναι λοιπόν η προτεινόμενη στρατηγική που θα μπορούσε να προκαλέσει μια θεαματική αντιστροφή των φθινουσών, κατά την άποψη μας, τυχών του κινήματος; Η βασική αρχή πάνω στην οποία πρέπει να βασιστεί η περαιτέρω αγωνιστική πορεία του κινήματος είναι αυτή της ενότητας, σε ιδεολογικό αλλά και πρακτικό επίπεδο. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται το κίνημα να αντλήσει εκείνα τα μαθήματα που μπορεί από την ιστορία σε σχέση με τα μεγάλα κοινωνικά κινήματα του αιώνα μας και τους λόγους που αυτά απέτειχαν όσον αφορά τον τελικό τους στόχο, δηλαδή την ποιοτική μεταβολή και αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Οι διασπάσεις που δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό των κινημάτων αυτών, όπως π.χ. η επισημοποίηση του διαχωρισμού μεταξύ της Κομμουνιστικής και της Σοσιαλιστικής διεθνούς που δίχασε το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα όταν αυτό βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα, προήλθαν τόσο από την δογματική προσκόλληση σε άκαμπτα ιδεολογικά σχήματα όσο και από τους οξείς ανταγωνισμούς που αποσκοπούσαν στην απόκτηση πολιτικής ισχύως και στην επέκταση επί της εργατικής τάξης της εξουσίας του κάθε τμήματος ξεχωριστά.
[iv]
Φυσικά η ενότητα που οραματιζόμαστε δεν μπορεί να είναι προιόν μιας πρόσκαιρης συμμαχίας μεταξύ των δυο πόλων του κινήματος, που θα μεριμνά αποκλειστικά για τον καθορισμό διακριτών αλλά συμβατών και αλληλουποστηριζόμενων ρόλων και θα λειτουργεί με βάση την διατήρηση αυτής της διαχωριστικής γραμμής.[v] Σε πρώτη φάση, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί εκ νέου μια στρατηγική συμμαχία ανάμεσα στην αντι-εξουσιαστική πτέρυγα του κινήματος και τις σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις. Εδώ έχουμε κατα νού όχι μια ευκαιριακή προσέγγιση που θα επιδιώξει να ‘συμφιλιώσει’ τις αντιμαχόμενες πλευρές, αλλά μια πολυμέτωπη, συνθετική διαδικασία που θα καταλήξει στην επανένωση των δυο ρευμάτων σε ένα εννιαίο κίνημα αμφισβήτισης, σε ισότιμη βάση και με έναν νέο καταμερισμό εργασίας που θα ανταποκρίνεται στις εσωτερικές ανάγκες της συμμαχίας. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται να προηγηθεί μια συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών που με την σειρά της προυποθέτει την ειλικρινή απόρριψη ορισμένων στερεοτυπικών απόψεων που η μια πλευρά μπορεί να αποδίδει στην άλλη, καθώς και την εκ βαθέων αυτοκριτική και αναθεώρηση πολλών αντιλήψεων που μέσα από την πολιτική μυθολογία του κάθε χώρου έχουν αναχθεί στο καθεστώς απόλυτης και δογματικής αλήθειας.
Για παράδειγμα, οι αναρχικοί θα πρέπει να αποκτήσουν συνείδηση των αντιπαραγωγικών ιδιοτήτων της βίας και να σταματήσουν να την θεωρούν αυτοσκοπό. Η χρήση βίας που εκπίπτει σε εκδηλώσεις καταστροφής των αστικών κέντρων και βανδαλισμού της περιουσίας των πολιτών δεν έχει ορθολογικό υπόβαθρο και δεν είναι συμβατή με καμία δημοκρατική ερμηνεία του τι συνιστά πολιτική δράση. Δοθέντος ότι σκοπός του κινήματος θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη μιας σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ κινήματος και ευρύτερης κοινωνίας, όπως π.χ. στο Ιράν, όπου κατά την διάρκεια διαδηλώσεων στην Τεχεράνη πολλοί κάτοικοι άφησαν ανοιχτές τις πόρτες των σπιτιών τους ώστε να βρούν καταφύγιο εκεί φοιτητές κυνηγημένοι από την αστυνομία, οι αναρχικοί θα πρέπει να προσαρμόσουν την ιδεολογία και τις μεθόδους τους στις επιταγές της εργαλειακής βίας.
Από την άλλη, οι ρεφορμιστές είναι ανάγκη να επανεξετάσουν την συλλογιστική τους αναφορικά με την ερμηνεία που δίνουν σε θέματα όπως ο χαρακτήρας που επιχειρούν να προσδώσουν στο κίνημα, η έννοια της πολιτικής εξέλιξης την οποία θεωρούν εφαρμόσιμη και κατάλληλη για την μελλοντική βιωσιμότητα του κινήματος καθώς και την ολοκληρωτική απόρριψη της βίας ως μεθόδου πάλης. Η γραμμή που θέτει σαν στόχο την ολοένα και μαζικότερη προσέλευση του κόσμου στις διάφορες εκδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης είναι σίγουρα σωστή, όμως κρύβει και παγίδες για το κίνημα. Αυτή η μαζικότητα δεν πρέπει να επιδιώκεται από τους ρεφορμιστές ηγέτες σε βάρος της πολιτικής κατεύθυνσης που δίνεται στο κίνημα. Δεν χρειάζεται οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας να γίνουν ελκυστικότερες για να προσελκύσουν πολύ κόσμο. Το να μετατραπούν οι δυναμικές κινητοποιήσεις του Seattle σε φιλειρηνικές φιέστες μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την προσέλευση μεγαλύτερου αριθμού διαδηλωτών αλλά θα καταλήξει δίχως άλλο στην αλλοίωση της ταυτότητας των ακτιβιστών, στην υπονόμευση της πολιτικής τους συνείδησης και της ετοιμότητας τους για δράση.[vi] Η μεθοδευμένη και συστηματική υπονόμευση και διάβρωση των ηθικών και πολιτικών αξιών πάνω στις οποίες στηρίχτηκε ο αγωνιστικός προσανατολισμός του κινήματος δεν είναι θεμιτό μέσο για την προσέλκυση καινούριων οπαδών ή συμπαθούντων. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αν στις εκδηλώσεις κατά τις παγκοσμιοποίησης σημειώνονται κρούσματα βίας η ευθύνη γι’αυτά βαραίνει αποκλειστικά τις δυνάμεις καταστολής. Η εμμονή με την αποφυγή επεισοδίων έχει σαν συνέπεια την υπαναχώρηση του κινήματος σε σημαντικό βαθμό, όσον αφορά την αρχική στρατηγική του και τις δεσμεύσεις που ανέλαβε με την εμφάνιση του στο πολιτικό προσκήνειο. Εάν οι ελίτ αποφασίσουν να αντιμετωπίσουν αυτές τις δεσμεύσεις με ωμή βία και καταστολή, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που οι κινητοποιήσεις παίρνουν τον χαρακτήρα της δυναμικής παρεμπόδισης των διασκέψεων συγκεκριμένων διεθνών οργανισμών, το κίνημα έχει χρέος να απαντήσει με αντι-βία και όχι να διεκδικήσει το δικαίωμα του να υπάρχει και να λειτουργεί σε όρια προδιαγεγραμμένα και ελεγχόμενα από το κατεστημένο, ακόμα κι αν προφανής στόχος αυτής της πολιτικής γραμμής είναι η αποφυγή συγκρούσεων που μπορεί να τρομάξουν και να αλλοτριώσουν μερικούς από τους επίδοξους διαδηλωτές. Η βίαιη αντιπαράθεση ανάμεσα στο κίνημα αμφισβήτισης και τις ελίτ προκύπτει ή εκλείπει ανάλογα με το κατά πόσο μια σύγκρουση τέτοιας μορφής υπαγορεύεται από την στρατηγική που έχει επιλέξει το κίνημα. Η δογματική προσήλωση στις ειρηνικές κινητοποιήσεις αποτελεί στρατηγική υποχώρηση πρώτου μεγέθους.Πολλοί θα πούν ότι μια συμμαχία σαν αυτή που περιγράψαμε παραπάνω είναι δείγμα πολιτικής απειρίας ή αφέλιας. Συμφωνώ, στο μέτρο που η τωρινή τους ιδεολογική και οργανωτική δομή, εμποδίζει τις δύο πτέρυγες του κινήματος να ενώσουν τις δυνάμεις τους σε έναν ενιαίο αγώνα. Όμως, όπως είδαμε η σημαντικότερη προυπόθεση για την επανένωση του κινήματος είναι η εξωτερική (μεθοδολογική) αλλά κι εσωτερική (ιδεολογική) μεταμόρφωση-σύγκλιση των δύο συνιστωσών του κινήματος. Μόνο έτσι το κίνημα θα επανακτήσει την αρχική του εκρηκτική κοινωνική δυναμική και θα μπορέσει να διαδραματίσει έναν ρόλο στις διεθνείς πολτικές και οικονομικές εξελίξεις. Μόνο έτσι θα στερήσει από τις ελίτ το πιο σημαντικό τους όπλο στον πόλεμο που έχουν εξαπολύσει ενάντια στην δημοκρατική αφύπνιση των πολιτών. Το όπλο της διάσπασης και της διχόνοιας
[1] Δεν αναφέρομαι εδώ στην λεγόμενη κοινωνία των πολιτών γιατί θεωρώ πως εξ ορισμού η κοινωνία των πολιτών, α) είναι ένα κοινωνικό μόρφωμα χωρίς σαφή ιδεολογικό προσδιορισμό του οποίου βασικό γνώρισμα είναι ο απολιτικός του χαρακτήρας και κατά συνέπεια δεν διαθέτει ούτε πολιτικό λόγο ούτε όραμα, β) είναι δημιούργημα του ύστερου Δυτικού κοινοβουλευτισμού και γι’αυτό υπόκειται σε σαφείς ιστορικούς και κοινωνικούς περιορισμούς που δεν της επιτρέπουν να λειτουργήσει σαν άτυπο όχημα μιας παγκόσμιας δημοκρατικής διακυβέρνησης και γ) ενυπάρχει σε μια σχέση εξάρτησης προς το πολιτικό κατεστημένο στο οποίο στηρίζεται για την επίσημη οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της, την απρόσκοπτη εσωτερική λειτουργία της καθώς και τις επιτρεπτές μορφές οργάνωσης των κοινωνικών ομάδων που την στελεχώνουν. Με άλλα λόγια η κοινωνία των πολιτών είναι αναπόσπαστο μέρος του συστήματος και γι’αυτό δεν μπορεί ν’αποτελέσει το αντίπαλο δέος σε αυτό.
[2] Ο Τάκης Φωτόπουλος μιλά για ουσιαστικό « ‘καπέλωμα’ του [κινήματος] από το ΠΚΦ που χρηματοδοτούν η Monde Diplomatique, το ίδρυμα Φορντ κ.ο.κ. ». Σαν αποτέλεσμα, το κίνημα « χάνει τον αρχικό αντι-καπιταλιστικό του χαρακτήρα και μετατρέπεται - όπως ήταν η βασική επιδίωξη των χρηματοδοτών του – σε ανώδυνο μέτωπο κατά του νεοφιλελευθερισμού που αποδέχεται ρητά την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’ ». Τ. Φωτόπουλος, ‘Ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας’, σελ.68 (Γορδιος; Αθηνα, 2003).
[3]Σε αυτό το σημείο μπορεί να γίνει αναφορά στον Carl Schmitt και στην μέθοδο ταξινόμησης που αυτός χρησιμοποιούσε για να διαχωρίσει το αυθεντικό πολιτικό αντάρτικο από οργανώσεις παράνομων, κλεφτών, συμμοριτών χωρίς πολιτικά χαρακτηριστικά. Ένα βασικό κριτήριο κατά τον Schmitt ήταν η στήριξη του αντάρτικου από τρίτες χώρες, που πρόσφεραν υλική βοήθεια αλλά κυρίως διπλωματική αναγνώριση και πολιτική υπόσταση στους επαναστάτες. Τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να πούμε ότι παρόμοιο ρόλο παίζει η στάση του ευρύτερου χώρου του κινήματος απέναντι σε ακραίες ομάδες που ξεπηδούν η δρούν μέσα σε αυτό. Η άκριτη υιοθέτηση της επίσημης πολιτικής γραμμής και η ιδεολογική εγκατάλειψη αναρχικών, ακρο-αριστερών και άλλων εκ μέρους του κινήματος επισκιάζει τον πολιτικό χαρακτήρα των πράξεων αντιβίας και τις παρουσιάζει σαν εγκληματικές ενέργειες ανθρώπων χωρίς ηθικούς φραγμούς ή αίσθηση υπακοής στον νόμο.
[iv] Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι διαφορές όχι μόνο δεν εξαφανίστηκαν κατά την διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου, όταν η Ισπανική Αριστερά είχε εμπλακεί συνολικά σε έναν αγώνα ζωής ή θανάτου με τις δυνάμεις της παραδοσιοκρατίας και της αντίδρασης, αλλά αντίθετα έγινε περισσότερο εμφανής η διαχρονική ισχύς αυτών των αντιθέσεων καθώς και οι καταστροφικές τους συνέπειες. Μάλιστα, όπως συμπεραίνει ο ιστορικός Hew Thomas, «...είναι ολοφάνερο ότι η έλλειψη αυτής ακριβώς της ενότητος ανάμεσα στους δημοκρατικούς (που αντίθετα δεν έλειπε από το εθνικιστικό στρατόπεδο) ήταν ο βασικός συντελεστής της ήττας τους». Η. Thomas, ‘Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος’, σελ.467 (Τολίδης; Αθήνα, 1971). Ο Ισπανικός εμφύλιος προσφέρεται ως το κατ’εξοχήν ιστορικό μοντέλο για την μελέτη των ιδεολογικών διασπάσεων από τις οποίες υπέφερε η Αριστερά και των προεκτάσεων τους στον τρόπο που διεξήχθη η πολεμική προσπάθεια της Δημοκρατίας. Ο λόγος γι’αυτό είναι πως σε κατάσταση πολέμου το ζητούμενο για κάθε εμπόλεμο στρατόπεδο είναι η εξάλειψη των εσωτερικών αντιπαραθέσεων και η επίτευξη ενός αυξημένου βαθμού συστράτευσης. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη και η φύση των οποίων διαφορών γίνονται ευκολότερα αντιληπτές μέσω του αντίκτυπου που αυτές είχαν στην διαμόρφωση του στρατηγικού σχεδιασμού του πολέμου. Για παράδειγμα ο Thomas κάνει μνεία αρκετών περιπτώσεων που το Γενικό Επιτελείο της Δημοκρατίας, σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενο απο τους κομμουνιστές, αρνήθηκε να εξοπλίσει κατάλληλα τις ταξιαρχίες των αναρχικών μαχητικών οπαδών, με πρόθεση να προκαλέσει την στρατιωτική ήττα των τελευταίων από τους εθνικόφρονες και έτσι να αποδυναμώσει υλικά αλλά και ηθικά το κίνημα τους που εξακολουθούσε να αποτελεί μια αξιόλογη πολιτική δύναμη στην Δημοκρατική Ισπανία.
[v] Εν προκειμένω, στο μυαλό μας έχουμε τον τύπο της κοινωνικής συμμαχίας μεταξύ κινημάτων που προτείνει η νεο-μαρξιστική Αριστερά και που βασίζονται όχι σε κάποιο κοινό στρατηγικό όραμα ή σε μια ουσιαστική σύγκλιση απόψεων γύρω από το θέμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης, αλλά σε μια υπολογιστική νοοτροπία που αντιλαμβάνεται την συμμαχία σαν έναν μοχλό πίεσης προς τους κατέχοντες για την προώθηση των στόχων του κάθε κινήματος μεμονωμένα. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι συμμαχίες μεταξύ των λεγόμενων single-issue movements, των οποίων τα αιτήματα αναφέρονται στην κατάργηση ή αναμόρφωση συγκεκριμένων πτυχών ή πρακτικών της καπιταλιστικής κοινωνίας, χωρίς όμως να αναπτύσσουν μια διεξοδικότερη κριτική του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού μοντέλου ή να εντάσσουν τους προβληματισμούς τους σε ένα γενικότερο πλαίσιο αμφισβήτισης (πχ. κινήματα για τα δικαιώματα των ζώων, κίνημα των Ευρωπαίων Πρασίνων). Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι οι δυνατότητες οικοδόμησης ενός κινήματος αμφισβήτισης πάνω σε αυτήν την βάση περιορίζονται εξ ορισμού από τον πρωτογενή χαρακτηρα των ίδιων των κινημάτων που καλλούνται να το επανδρώσουν.
[vi] Οι ηγέτες των ρεφορμιστικών οργανώσεων θα πρέπει να απαλλαγούν από την απατηλή αντίληψη πως το κίνημα θα σημειώσει προόδους με την έννοια της αύξησης του αριθμού των μελών του, μέσω μιας τακτικής προσέλκυσης οπαδών. Το κίνημα ξεπήδησε μέσα από τις περιστάσεις σαν μια αναγκαία μορφή πολιτικής εκφράσης της γενικής βούλησης, που δεν μπορεί πλέον να στοιχειοθετηθεί μέσα από τις παραδοσιακές μορφές πολιτικής εκπροσώπησης. Δεν είχε η στιγμή της σύστασης τουτίποτα κοινό με το ιδρυτικό συνέδριο ενός συμβατικού πολιτικού κόμματος. Γι’αυτό λοιπόν δεν χρειάζεται να προσφέρει στον κόσμο κίνητρα, παροχές και ανταμοιβές για να αποσπάσει την λαική υποστήριξη. Η επικαιρότητα του πολιτικού του μηνύματος θα διατηρείται όσο η αποδόμηση των μηχανισμών που προσδίδουν σταθερότητα και συνοχή στο κοινωνικό σώμα συνεχίζεται και οι κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων θυσιάζονται στον βωμό της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Ο μοναδικός τρόπος λοιπόν για να αποκτήσει το κίνημα καινούριους οπαδούς, και φυσικά να μην απωλέσει και αυτούς που έχει, είναι να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και μέσα από μια δυναμική σταρτηγική να δώσει την ευκαιρία στο ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων που ζούν κάτω από τα όρια της φτώχειας, ανέργων κι αποκλεισμένων να παρέμβει σε αυτές ενεργά και να τις διαμορφώσει. Τα χειροπιαστά αποτελέσματα είναι αυτά που θα εγγυηθούν το μέλλον του κινήματος και όχι οι κενές, ρητορικές διακηρύξεις.

No comments: