«Η αποτροπή αυτής της βαρβαρότητας αποτελεί το πρωταρχικό καθήκον κάθε ουμανιστικής συνείδησης στο χάραμα του 21ου αιώνα».
Κριστοβάμ Μπουάρκε
Πολιτισμός και Κοινωνία
Τι νόημα μπορεί να έχει η προειδοποιητική επίκληση μιάς επερχόμενης βαρβαρότητας όταν τα μεγαλύτερα μυαλά της εποχής μας αδυνατούν να συμφωνήσουν ή να τοποθετηθούν με σαφήνεια πάνω στο ζήτημα μιας σύγχρονης ερμηνείας της έννοιας του πολιτισμού; Η επιστημολογική αντίθεση μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας που κάποτε πρόσφερε στις ανθρωπολογικές και κοινωνικές επιστήμες ένα κριτήριο κοινής αποδοχής για την μελέτη, αξιολόγηση και ταξινόμηση των εκάστοτε πολιτισμικών φαινομένων πλέον έχει περιπέσει σε αχρηστεία. Από μια άποψη μια τέτοια εξέλιξη είναι απολύτως κατανοητή αφού στο όνομα της υπεράσπισης και διάδοσης ενός ανώτερου ‘πολιτισμού’ έχουν διαπραχθεί μερικά από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα της ανθρώπινης ιστορίας σε βάρος λαών υποδεέστερων στην πλασματική πολιτισμική ιεραρχεία. Οι καθολικοί μοναχοί που συνόδευσαν τους Ισπανούς κατακτητές στην Νότια και Κεντρική Αμερική επιστράτευσαν το πρόσχημα του εκπολιτισμού των Ινδιάνων για να οδηγήσουν πολλούς από αυτούς σε μαρτυρικό θάνατο μέσα από βασανιστήρια και κακουχίες. Η Βρετανική Αυτοκρατορία εδραίωσε την πλανητική της κυριαρχία πάνω στο αξίωμα της φυσικής ανωτερότητας της πνευματικής καλλιέργειας του Άγγλου αστού τζεντλμαν, σε σύγκριση με τους πρωτόγονους λαούς που είχε αναλάβει να κυβερνήσει. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι από αυτήν την ανωτερότητα του μορφωτικού επιπέδου του Άγγλου ή του Γάλλου αποικιοκράτη απέρρεε και το δικαίωμα στη στρατιωτική κατάκτηση και καθυπόταξη των υποδεέστερων λαών.
Θα πρέπει λοιπόν να είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός και να ξεκαθαρίσω πως δεν ασπάζομαι έναν ορισμό της έννοιας πολιτισμός πάνω στην βάση αντικειμενικών μεταβλητών που μαζί απαρτίζουν μια προκαθορισμένη βαθμίδα της οικουμενικής ιστορικής εξέλιξης. Επιπλέον η κριτική μου στρέφεται κατά της σημερινής πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της Δύσης, μια κατάσταση που δημιουργήθηκε τα τελευταία 20 χρόνια, που θεωρώ ότι αποτελεί σύμπτωμα νεο-βαρβαρισμού με την έννοια της οπισθοδρόμησης και της κατάρρευσης αξιών που μέχρι σήμερα συνιστούσαν βασικά συστατικά στοιχεία της πολιτισμικής ταυτότητας της Δύσης.
Κριστοβάμ Μπουάρκε
Πολιτισμός και Κοινωνία
Τι νόημα μπορεί να έχει η προειδοποιητική επίκληση μιάς επερχόμενης βαρβαρότητας όταν τα μεγαλύτερα μυαλά της εποχής μας αδυνατούν να συμφωνήσουν ή να τοποθετηθούν με σαφήνεια πάνω στο ζήτημα μιας σύγχρονης ερμηνείας της έννοιας του πολιτισμού; Η επιστημολογική αντίθεση μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας που κάποτε πρόσφερε στις ανθρωπολογικές και κοινωνικές επιστήμες ένα κριτήριο κοινής αποδοχής για την μελέτη, αξιολόγηση και ταξινόμηση των εκάστοτε πολιτισμικών φαινομένων πλέον έχει περιπέσει σε αχρηστεία. Από μια άποψη μια τέτοια εξέλιξη είναι απολύτως κατανοητή αφού στο όνομα της υπεράσπισης και διάδοσης ενός ανώτερου ‘πολιτισμού’ έχουν διαπραχθεί μερικά από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα της ανθρώπινης ιστορίας σε βάρος λαών υποδεέστερων στην πλασματική πολιτισμική ιεραρχεία. Οι καθολικοί μοναχοί που συνόδευσαν τους Ισπανούς κατακτητές στην Νότια και Κεντρική Αμερική επιστράτευσαν το πρόσχημα του εκπολιτισμού των Ινδιάνων για να οδηγήσουν πολλούς από αυτούς σε μαρτυρικό θάνατο μέσα από βασανιστήρια και κακουχίες. Η Βρετανική Αυτοκρατορία εδραίωσε την πλανητική της κυριαρχία πάνω στο αξίωμα της φυσικής ανωτερότητας της πνευματικής καλλιέργειας του Άγγλου αστού τζεντλμαν, σε σύγκριση με τους πρωτόγονους λαούς που είχε αναλάβει να κυβερνήσει. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι από αυτήν την ανωτερότητα του μορφωτικού επιπέδου του Άγγλου ή του Γάλλου αποικιοκράτη απέρρεε και το δικαίωμα στη στρατιωτική κατάκτηση και καθυπόταξη των υποδεέστερων λαών.
Θα πρέπει λοιπόν να είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός και να ξεκαθαρίσω πως δεν ασπάζομαι έναν ορισμό της έννοιας πολιτισμός πάνω στην βάση αντικειμενικών μεταβλητών που μαζί απαρτίζουν μια προκαθορισμένη βαθμίδα της οικουμενικής ιστορικής εξέλιξης. Επιπλέον η κριτική μου στρέφεται κατά της σημερινής πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της Δύσης, μια κατάσταση που δημιουργήθηκε τα τελευταία 20 χρόνια, που θεωρώ ότι αποτελεί σύμπτωμα νεο-βαρβαρισμού με την έννοια της οπισθοδρόμησης και της κατάρρευσης αξιών που μέχρι σήμερα συνιστούσαν βασικά συστατικά στοιχεία της πολιτισμικής ταυτότητας της Δύσης.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι σε αυτό το πλαίσιο η δικαιολόγηση ανθρωπιστικών στρατιωτικών επεμβάσεων σαν αυτήν στην πρώην Γιουγκοσλαβία καθίσταται αδύνατη, αφού η Δύση παύει να παρουσιάζεται ως φορέας ενός πεφωτισμένου δημοκρατικού, ανθρωπιστικού πνεύματος. Αντίθετα, ο τρόπος ζωής στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη υπαναχώρηση των ανθρωπιστικών αξιών που γίνεται εμφανής σε μια σειρά από φαινόμενα όπως η οξεία κρίση στην οποία έχει περιέλθει η λειτουργία του δημοκρατικόυ πολίτευματος, η συστηματική περιστολή των πολιτικών ελευθεριών και η καταπάτηση και κατάργηση θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων.
Ακόμα, επιχειρώντας να προσδώσουμε μια αναγκαία κοινωνική διάσταση στον ορισμό του πολιτισμικού φαινομένου και να το συσχετίσουμε με μια διαδικασία κατοχύρωσης και συνεχούς μεγιστοποίησης κοινωνικών αγαθών όπως η ελευθερία και η ισότητα, επιχειρούμε ταυτόχρονα να σπάσουμε το ιδεολογικό μονοπώλιο που ταυτίζει την γενικότερη έννοια του πολιτισμού με το δυτικό κοινωνικό μοντέλο και να καταδείξουμε ότι οι κοινωνικές προϋποθέσεις για πολιτισμική προόδο μπορούν να αναδυθούν σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη και δεν αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο της Ευρώπης ή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Για τις ανάγκες αυτού του άρθρου, και αρκετά συνοπτικά, μπορούμε να διατυπώσουμε τρείς βασικές αρχές που θεωρώ πως θα έπρεπε να βρίσκονται στο επίκεντρο κάθε μεθόδου αξιολόγησης του πολιτισμικού επιπέδου μιας κοινωνίας και που αφορούν τον τρόπο διευθέτησης των ανθρώπινων σχέσεων στα πλαίσια ενός κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται για την αρχή της αυτοδιάθεσης και αυτοδιαχείρισης του ατόμου, την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνεργασίας καθώς και την αρχή της υπακοής στον νόμο.[i] Θεωρώ ως αυταπόδεικτες τη λογική βάση των παραπάνω αιτημάτων καθώς και την αναγκαιότητα της εφαρμογής τους αναφορικά με την αρμονική εξισορρόπηση των ανθρώπινων σχέσεων και συμφερόντων μέσα σε μια οργανωμένη και ελεύθερη πολιτεία. Το αυταπόδεικτο των προαναφερόμενων αρχών απορρέει από το γεγονός πως αποτελούν την λογική προέκταση του πρωτογενούς συλλογισμού που οδήγησε τους ανθρώπους στη συγκρότηση κοινωνιών και, μέσω της συμβίωσης, στην μέθοδο της συλλογικής δράσης. Ανεξάρτητα αν αποδίδουμε την απόφαση για την δημιουργία κοινωνιών στη λογική, υπολογιστική σκέψη ή σε μια έμφυτη ψυχική παρόρμηση, είναι λογικό να υποθέσουμε πως οι πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες οργανώθηκαν για να διευκολύνουν την προσπάθεια για επιβίωση μέσα από την ομαδικότητα και τη συλλογική δράση.
Ο πρώτος άνθρωπος γρήγορα συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να πετύχει πολύ περισσότερα ως μέλος μιας ομάδας, παρά σαν μεμονωμένη, αυτοτελής ύπαρξη που βασίζεται αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις. Η σύμπραξη και ο συντονισμός των προσπαθειών είχε σαν αποτέλεσμα την αποτελεσματικότερη προστασία ενάντια σε εξωτερικούς κινδύνους και εισβολείς, την εντατικότερη αξιοποίηση των φυσικών πόρων καθώς και την καλύτερη αντιμετώπιση απροσδόκητων φυσικών καταστροφών μέσω της εδραίωσης πρωτόγονων δικτύων αλληλοβοήθειας.
Αν αυτές οι εικασίες περί της καταγωγής των κοινωνιών αδυνατούν να πείσουν τον αναγνώστη, τότε θα μπορούσαμε να τον παραπέμψουμε στην διαπίστωση ότι ένας ελάχιστος βαθμός συνεργασίας και αλληλοβοήθειας μεταξύ μεμωνομένων ατόμων είναι η αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη της κοινωνίας αυτής καθ’εαυτής, με την έννοια του συνόλου. Η εμφάνιση μορφών συλλογικής δράσης και η εγκαθίδρυση μηχανισμών συνεργασίας και κοινωνικής υποστήριξης μεταξύ των συλλογικών υποκειμένων είναι το καθοριστικό γνώρισμα που μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε και να διαχωρίσουμε μια οργανωμένη κοινωνία με ευεργετική συμβολή και παρουσία σε όλες τις πτυχές της ζωής του ατόμου, από μια απλή συνάθροιση ανεξάρτητων ατόμων χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς αναμεταξύ τους. Από αυτήν την άποψη, μόνο το πρώτο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές πληρότητας του πολιτισμένου κοινωνικού βίου, διασφαλίζοντας μια ορισμένη ικανότητα επιβίωσης για τον κοινωνικό άνθρωπο, την εναρμόνιση των ειδικών συμφερόντων του με αυτά του συνόλου και ένα βαθμό προστασίας του από την επιβουλή ισχυροτέρων οικονομικά ή υπέρτερων σε φυσική δύναμη ατόμων.
Παγκοσμιοποίηση και Φαινόμενα Πολιτισμικής Οπισθοδρόμησης
Αν τα παραπάνω κριτήρια ευσταθούν ως μέθοδος αξιολόγησης του επιπέδου του πολιτισμού μιας κοινωνίας, γίνεται αντιληπτό ότι οι δυτικές κοινωνίες στη σύγχρονη μορφή τους αποτελούν ουσιαστικά μια έκφραση νεο-βαρβαρισμού, αφού η παγκοσμιοποίηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών και η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής έχουν σε μεγάλο βαθμό οδηγήσει στην ακύρωση του κοινωνικού δεσμού. Αναμφίβολα πρόκειται για την έξαρση ενός φαινομένου παρόμοιου με αυτό που ο Βέμπλεν στο έργο του, "The Theory of the Leisure Class", ονόμασε τάση οπισθοδρόμησης από ένα υψηλότερο στάδιο πολτισμικής εξέλιξης. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και ο νέος καταμερισμός εργασίας που επιβάλουν οι υπερεθνικές επιχειρήσεις σε παγκόσμια κλίμακα, έχουν μεταβάλλει σημαντικά τις κοινωνικές συνθήκες στις αναπτυγμένες χώρες προκαλώντας μια γενικότερη αναθεώρηση του καθεστώτος εργασίας προς όφελος των εργοδοτών, και την κατάργηση, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, των κοινωνικών παροχών που αποτέλεσαν την βάση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου στην Αμερική, με την νομοθεσία του New Deal, και στην Ευρώπη με τις πολιτικές των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων.
Στην καρδιά αυτής της μεταμόρφωσης βρίσκεται η παρακμή του συνδικαλιστικού κινήματος που από προνομιακός συνομιλητής του κράτους και της εργοδοσίας σε μια διαδικασία συλλογικής διαπραγμάτευσης για τον καθορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων, περνάει σήμερα σε μια φάση αποδυνάμωσης και ουσιαστικής περιθωριοποίησης σε ότι αφορά τη διαμόρφωση του γενικότερου πλαισίου των εργασιακών σχέσεων. Η αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής παραγωγής, η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στις τεχνικές παραγωγής που μείωσε δραματικά την αριθμητική (και άρα πολιτική) δύναμη τών βιομηχανικών μισθωτών εργατών, καθώς και η δυνατότητα διάσποράς και αποκέντρωσης της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας σε βιομηχανικές μονάδες πέραν των εθνικών συνόρων, είναι παράγοντες που εξηγούν την παρακμή των συνδικαλιστικών ενώσεων.
Όμως από την άποψη της πολιτισμικής προοπτικής που έχουμε υιοθετήσει σε αυτό το άρθρο είναι σκόπιμο να παρατηρήσουμε ότι αυτές οι δομικές αλλαγές του καπιταλιστικού συστήματος συνοδεύτηκαν από μια βαθύτερη πολιτισμική αλλαγή, μια αναθεώρηση του τρόπου που το σύγχρονο παραγωγικό υποκείμενο, δηλαδή ο εργαζόμενος, αντιλαμβάνεται τον οικονομικό του ρόλο και την θέση του μέσα στην κοινωνία. Ο κοινωνικός τύπος του διεκδικητικού εργαζομένου, φορέα προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και κοινωνικού μετασχηματισμού φαίνεται να έχει εκλείψει, δίνοντας τη θέση του στον εργαζόμενο-μάζα, μέλος μιας άλογης, ευμετάβολης και χειραγωγίσιμης κοινωνικής ομάδας που βρίσκεται σε διαρκή ανταγωνισμό με το σύνολο των επαγγελματικών ομάδων που μετέχουν στα σύγχρονα καπιταλιστικά δίκτυα παραγωγής για ένα μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα των εισοδημάτων.
Σε επαγγέλματα που υπάγονται άτυπα στην πιο προωθημένη σφαίρα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της υψηλής τεχνολογίας, της βιομηχανίας της πληροφορίας και της ‘άυλης’ διανοητικής παραγωγής (π.χ. παροχή υπηρεσιών), ο ανθρωπολογικός / κοινωνικός τύπος που προκύπτει είναι αυτός του εργαζομένου-συντεχνεία, ενός παραγωγικού υποκειμένου που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της επαγγελματικής συντεχνείας στην μεμονωμένη, εξατομικευμένη επαγγελματική του υπόσταση. Απουσιάζει από αυτόν κάθε ίχνος ταξικής συνείδησης, κάθε αίσθηση συμμετοχής σε μια μεγαλύτερη επαγγελματική ή κοινωνική οντότητα. Το σύνολο ελάχιστα προσφέρει σε αυτόν και ως φυσική συνέπεια κι αυτός / η δεν είναι διατεθειμένος να συνεισφέρει παρα ελάχιστα για τις ανάγκες του συνόλου, καλύπτοντας για παράδειγμα μέρος του κόστους για τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας. Συνάμα είναι εχθρικός σε κάθε συλλογική πρωτοβουλία, κάθε μαζική κίνηση που απαιτεί την ενδεχόμενη ενσωμάτωση της ατομικότητας του σε μια συμμετρική συλλογική δράση.
Στην ουσία πρόκειται για την ανάδυση ενός τύπου προλετάριου πολυτελείας, δεδομένου ότι η έλλειψη αυτοοργάνωσης στο επίπεδο της κοινωνικής ομάδας στην οποία αντικειμενικά ανήκει, καθιστά ανύπαρκτη την διαπραγματευτική του ισχύ σε σχέση με τις οικονομικές επιλογές και στρατηγικές αποφάσεις των επιχειρηματικών διοικήσεων. Ως υποκείμενο στην πάλη μεταξύ των προνομιούχων κοινωνικών ελιτ και των χαμηλότερων ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων, ο σύγχρονος προλετάριος απλά δεν υπάρχει. Βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με το εταιρικό μόρφωμα στο οποίο ανήκει. Υποχρεούται να συμμετέχει σε μια κούρσα συμπίεσης των εισοδημάτων του προθυμοποιούμενος να δουλεύει πιο εντατικά και περισσότερες ώρες χωρίς ουσιαστικό μισθολογικό αντίκρυσμα, βρισκόμενος καθημερινά αντιμέτωπος με το φάσμα της απόλυσης. Μέσα από την απορρύθμιση και την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, η απόλυση έχει αποκατασταθεί ως το κύριο εργαλείο διεξαγωγής κοινωνικού πολέμου, που το υπερεθνικό κεφάλαιο μετέρχεται για να εκμαίευσει την υποταγή της κοινωνίας σε πολιτικές που μοναδικό στόχο έχουν την μεγιστοποίηση του κέρδους.
Οι παραπάνω αλλαγές στον τρόπο σκέψης των εργαζομένων που οδήγησαν στην παρακμή του συνδικαλιστικού μοντέλου και στην εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων, θα ήταν αδύνατο να συντελεστούν χωρίς να σημειώθει μια παράλληλη μεταβολή στην επικρατούσα αντίληψη που η κοινωνία έχει για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και για τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία. Αυτό έγινε φανερό όταν σε πρόσφατη δημοσκόπηση, η Γερμανική κοινή γνώμη κατέδειξε ως πρωταρχικό υπαίτιο για τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της Γερμανικής οικονομίας τα συνδικάτα της χώρας, που υπό την καθοδήγηση μιας νέας μαχητικής ηγεσίας, αντέδρασαν δυναμικά στις κυβερνητικές εξαγγελίες για την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Σε αυτήν της την εκτίμηση, η κοινή γνώμη ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τις θέσεις του Γερμανικού επιχειρηματικού τομέα, που θεωρούσε το ισχύον συνταξιοδοτικό σύστημα ανεφάρμοστο με όρους καθαρά δημοσιονομικούς και απέβλεπε στην μεταρρύθμιση του για την εξυγίανση και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Το καθολικό δικαίωμα σε μια δίκαιη και αξιοπρεπή σύνταξη πέρασε κατά την εκτίμηση των Γερμανών εργαζομένων σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στην ανάγκη για τη λήψη διαρθρωτικών μέτρων που θα συμβάλλουν στην οικονομική ανάκαμψη.
Αναλύοντας την στάση αυτή της Γερμανικής κοινής γνώμης, μπορούμε να διακρίνουμε στο επίκεντρο της την, χαρακτηριστικά νεοφιλελεύθερη, πεποίθηση πως η υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν συνεπάγεται την αναγνώριση μιας σειράς από απαραβίαστα δικαιώματα που παλαιότερα προσδιόριζαν το περιεχόμενο της σχέσης ανάμεσα στο Άτομο και την Κοινωνία. Για την ακρίβεια, τα δικαιώματα αυτά, όπως το δικαίωμα της πλήρους απασχόλησης, ποτέ δεν ενσωματώθηκαν πλήρως στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Όμως, αποτέλεσαν το φιλοσοφικό / ηθικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε ο πρακτικός προσανατολισμός του συνδικαλιστικού κινήματος και διαμορφώθηκε το περιεχόμενο των επιμέρους εργασιακών αιτημάτων.
Η παρακμή των συνδικαλιστικών μορφών οργάνωσης και η απαξίωση τους από το ίδιο το εργατικό δυναμικό, συνεπάγεται μια σημαντική οπισθοδρόμηση στο πεδίο της προστασίας της εργασίας. Σηματοδοτεί ταυτόχρονα την άνευ όρων υποταγή της κοινωνίας στην αυταρχική λειτουργία των μηχανισμών της ελεύθερης αγοράς. Το οικονομικό στοιχείο καθίσταται πλέον απαραίτητος διαμεσολαβητής μεταξύ του ατόμου και της εξυπηρέτησης των πιο θεμελιωδών αναγκών του. Η ανάγκη για ιατρική περίθαλψη, η χορήγηση φαρμάκων, η εξασφάλιση μορφωτικών πόρων και η πνευματική καλλιέργεια, ακόμα και αυτή η σίτηση και η πρόσβαση του ατόμου σε φυσικά αγαθά πρώτης ανάγκης όπως το νερό, λαμβάνουν την μορφή εμπορικής συναλλαγής και οργανώνονται σε κερδοσκοπικά δίκτυα προς όφελος πολυεθνικών επιχειρηματικών ομίλων.
Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μιας επιστροφής του ανθρώπου στην πιο πρωτόγονη φυσική του κατάσταση, ενορχηστρωμένη σε παγκόσμια κλίμακα από την υπερεθνική εξουσία του κεφαλαίου. Η εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της καπιταλιστικής αγοράς επί της κοινωνίας, ακυρώνει πρακτικά τα οφέλη που προκύπτουν από την κοινωνική συμβίωση και αντίκειται σε κάθε λογική κοινωνικής συνοχής. Σήμερα ο άνθρωπος είναι μόνος του εν τω μέσω των συνανθρώπων του. Διαβιεί σε μια κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού με τους άλλους, που δεν διαφέρει σημαντικά από τον γενικευμένο πόλεμο όλων εναντίον όλων που ήταν η χαρακτηριστική συνθήκη της πρότερης φυσικής του κατάστασης.
Πρωτόγονες Μορφές Εκμετάλλευσης: Προς μια Δουλοκτητική Κοινωνία
Πέρα από τις τάσεις για συρρίκνωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και τον επαναπροσδιορισμό των εργασιακών σχέσεων στη βάση της επιχειρηματικής μονομέρειας, η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης προσλαμβάνει στις μέρες μας νέες εξωθεσμικές διαστάσεις τις οποίες δεν θα ήταν υπερβολικό να παραλληλίσουμε με το φαινόμενο της δουλοπαροικίας του παρελθόντος. Αναφερόμαστε φυσικά στο σύγχρονο φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης που μέσα από την ακατάπαυστη εισροή ανθρώπινου δυναμικού από τα ετοιμόρροπα κι εξαθλιωμένα κράτη του Τρίτου Κόσμου, και τη συνακόλουθη εγκατάσταση τους στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, έχει οδηγήσει στην αλλοίωση της ταξικής μορφολογίας των δυτικών κοινωνιών και στην ανάδυση μιας σύγχρονης παραλλαγής του κοινωνικού μοντέλου που επικράτησε κατά την περίοδο της δουλοκτητικής φάσης του δυτικού πολιτισμού.
Ένας τέτοιος ιστορικός παραλληλισμός γίνεται πειστικότερος εαν αναλογιστούμε εκείνα τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που συνδυάζονται για να συνθέσουν τη διακριτή ταυτότητα των λαθρομεταναστών ως ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας και ως οικονομικής μονάδας ενταγμένης στο ισχύον σύστημα καπιταλιστικής παραγωγής. Θα μπορούσε κανείς να εστιάσει την προσοχή του στην εθνολογική διαφοροποίηση που εξ ορισμού αποτελεί μια από τις ιδιότητες του σύγχρονου λαθρομετανάστη και που την συναντάμε και στο κοινωνιολογικό τύπο του δουλοπάροικου της αρχαίας Αθηναικής κοινωνίας. Χωρίς οι παράνομοι μετανάστες να συγκροτούν μια ομοιογενή εθνολογική κοινότητα, αφού προέρχονται από διαφορετικές πολιτισμικές αφετηρίες, παραταύτα βρίσκουν στην παγιωμένη πολιτιστική αντίθεση μεταξύ της κυρίαρχης κουλτούρας της κοινωνίας υποδοχής και της δικής τους κουλτούρας, το συνεκτικό εκείνο στοιχείο μέσα από το οποίο σχηματοποίειται μια κοινή συνείδηση με επίκεντρο την εμπειρία της πολιτιστικής σύγκρουσης και της σκληρής πραγματικότητας του πολιτιστικού αποκλεισμού.
Η άτυπη συνάρθρωση του μεταναστευτικού υποπρολεταριάτου σε κοινωνική ομάδα δεν έχει όμως μόνο πολιτισμικά ερείσματα. Όπως ο θεσμός της δουλείας συνιστούσε απαραίτητο λειτουργικό συστατικό του οικονομικού συστήματος της αρχαίας Αθήνας, έτσι και το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης τίνει να εξελιχθεί σε δομικό παράγοντα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, εξασφαλίζοντας φτηνό εργατικό δυναμικό και συντελώντας στη συνεχή ανανέωση των διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων που πλέον δεν μπορούν να παράσχουν οι γηγενείς ευρωπαικοί πληθυσμοί με τις πτωτικές δημογραφικές τους τάσεις.
Ακόμα, επιχειρώντας να προσδώσουμε μια αναγκαία κοινωνική διάσταση στον ορισμό του πολιτισμικού φαινομένου και να το συσχετίσουμε με μια διαδικασία κατοχύρωσης και συνεχούς μεγιστοποίησης κοινωνικών αγαθών όπως η ελευθερία και η ισότητα, επιχειρούμε ταυτόχρονα να σπάσουμε το ιδεολογικό μονοπώλιο που ταυτίζει την γενικότερη έννοια του πολιτισμού με το δυτικό κοινωνικό μοντέλο και να καταδείξουμε ότι οι κοινωνικές προϋποθέσεις για πολιτισμική προόδο μπορούν να αναδυθούν σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη και δεν αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο της Ευρώπης ή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Για τις ανάγκες αυτού του άρθρου, και αρκετά συνοπτικά, μπορούμε να διατυπώσουμε τρείς βασικές αρχές που θεωρώ πως θα έπρεπε να βρίσκονται στο επίκεντρο κάθε μεθόδου αξιολόγησης του πολιτισμικού επιπέδου μιας κοινωνίας και που αφορούν τον τρόπο διευθέτησης των ανθρώπινων σχέσεων στα πλαίσια ενός κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται για την αρχή της αυτοδιάθεσης και αυτοδιαχείρισης του ατόμου, την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνεργασίας καθώς και την αρχή της υπακοής στον νόμο.[i] Θεωρώ ως αυταπόδεικτες τη λογική βάση των παραπάνω αιτημάτων καθώς και την αναγκαιότητα της εφαρμογής τους αναφορικά με την αρμονική εξισορρόπηση των ανθρώπινων σχέσεων και συμφερόντων μέσα σε μια οργανωμένη και ελεύθερη πολιτεία. Το αυταπόδεικτο των προαναφερόμενων αρχών απορρέει από το γεγονός πως αποτελούν την λογική προέκταση του πρωτογενούς συλλογισμού που οδήγησε τους ανθρώπους στη συγκρότηση κοινωνιών και, μέσω της συμβίωσης, στην μέθοδο της συλλογικής δράσης. Ανεξάρτητα αν αποδίδουμε την απόφαση για την δημιουργία κοινωνιών στη λογική, υπολογιστική σκέψη ή σε μια έμφυτη ψυχική παρόρμηση, είναι λογικό να υποθέσουμε πως οι πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες οργανώθηκαν για να διευκολύνουν την προσπάθεια για επιβίωση μέσα από την ομαδικότητα και τη συλλογική δράση.
Ο πρώτος άνθρωπος γρήγορα συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να πετύχει πολύ περισσότερα ως μέλος μιας ομάδας, παρά σαν μεμονωμένη, αυτοτελής ύπαρξη που βασίζεται αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις. Η σύμπραξη και ο συντονισμός των προσπαθειών είχε σαν αποτέλεσμα την αποτελεσματικότερη προστασία ενάντια σε εξωτερικούς κινδύνους και εισβολείς, την εντατικότερη αξιοποίηση των φυσικών πόρων καθώς και την καλύτερη αντιμετώπιση απροσδόκητων φυσικών καταστροφών μέσω της εδραίωσης πρωτόγονων δικτύων αλληλοβοήθειας.
Αν αυτές οι εικασίες περί της καταγωγής των κοινωνιών αδυνατούν να πείσουν τον αναγνώστη, τότε θα μπορούσαμε να τον παραπέμψουμε στην διαπίστωση ότι ένας ελάχιστος βαθμός συνεργασίας και αλληλοβοήθειας μεταξύ μεμωνομένων ατόμων είναι η αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη της κοινωνίας αυτής καθ’εαυτής, με την έννοια του συνόλου. Η εμφάνιση μορφών συλλογικής δράσης και η εγκαθίδρυση μηχανισμών συνεργασίας και κοινωνικής υποστήριξης μεταξύ των συλλογικών υποκειμένων είναι το καθοριστικό γνώρισμα που μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε και να διαχωρίσουμε μια οργανωμένη κοινωνία με ευεργετική συμβολή και παρουσία σε όλες τις πτυχές της ζωής του ατόμου, από μια απλή συνάθροιση ανεξάρτητων ατόμων χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς αναμεταξύ τους. Από αυτήν την άποψη, μόνο το πρώτο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές πληρότητας του πολιτισμένου κοινωνικού βίου, διασφαλίζοντας μια ορισμένη ικανότητα επιβίωσης για τον κοινωνικό άνθρωπο, την εναρμόνιση των ειδικών συμφερόντων του με αυτά του συνόλου και ένα βαθμό προστασίας του από την επιβουλή ισχυροτέρων οικονομικά ή υπέρτερων σε φυσική δύναμη ατόμων.
Παγκοσμιοποίηση και Φαινόμενα Πολιτισμικής Οπισθοδρόμησης
Αν τα παραπάνω κριτήρια ευσταθούν ως μέθοδος αξιολόγησης του επιπέδου του πολιτισμού μιας κοινωνίας, γίνεται αντιληπτό ότι οι δυτικές κοινωνίες στη σύγχρονη μορφή τους αποτελούν ουσιαστικά μια έκφραση νεο-βαρβαρισμού, αφού η παγκοσμιοποίηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών και η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής έχουν σε μεγάλο βαθμό οδηγήσει στην ακύρωση του κοινωνικού δεσμού. Αναμφίβολα πρόκειται για την έξαρση ενός φαινομένου παρόμοιου με αυτό που ο Βέμπλεν στο έργο του, "The Theory of the Leisure Class", ονόμασε τάση οπισθοδρόμησης από ένα υψηλότερο στάδιο πολτισμικής εξέλιξης. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και ο νέος καταμερισμός εργασίας που επιβάλουν οι υπερεθνικές επιχειρήσεις σε παγκόσμια κλίμακα, έχουν μεταβάλλει σημαντικά τις κοινωνικές συνθήκες στις αναπτυγμένες χώρες προκαλώντας μια γενικότερη αναθεώρηση του καθεστώτος εργασίας προς όφελος των εργοδοτών, και την κατάργηση, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, των κοινωνικών παροχών που αποτέλεσαν την βάση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου στην Αμερική, με την νομοθεσία του New Deal, και στην Ευρώπη με τις πολιτικές των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων.
Στην καρδιά αυτής της μεταμόρφωσης βρίσκεται η παρακμή του συνδικαλιστικού κινήματος που από προνομιακός συνομιλητής του κράτους και της εργοδοσίας σε μια διαδικασία συλλογικής διαπραγμάτευσης για τον καθορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων, περνάει σήμερα σε μια φάση αποδυνάμωσης και ουσιαστικής περιθωριοποίησης σε ότι αφορά τη διαμόρφωση του γενικότερου πλαισίου των εργασιακών σχέσεων. Η αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής παραγωγής, η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στις τεχνικές παραγωγής που μείωσε δραματικά την αριθμητική (και άρα πολιτική) δύναμη τών βιομηχανικών μισθωτών εργατών, καθώς και η δυνατότητα διάσποράς και αποκέντρωσης της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας σε βιομηχανικές μονάδες πέραν των εθνικών συνόρων, είναι παράγοντες που εξηγούν την παρακμή των συνδικαλιστικών ενώσεων.
Όμως από την άποψη της πολιτισμικής προοπτικής που έχουμε υιοθετήσει σε αυτό το άρθρο είναι σκόπιμο να παρατηρήσουμε ότι αυτές οι δομικές αλλαγές του καπιταλιστικού συστήματος συνοδεύτηκαν από μια βαθύτερη πολιτισμική αλλαγή, μια αναθεώρηση του τρόπου που το σύγχρονο παραγωγικό υποκείμενο, δηλαδή ο εργαζόμενος, αντιλαμβάνεται τον οικονομικό του ρόλο και την θέση του μέσα στην κοινωνία. Ο κοινωνικός τύπος του διεκδικητικού εργαζομένου, φορέα προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και κοινωνικού μετασχηματισμού φαίνεται να έχει εκλείψει, δίνοντας τη θέση του στον εργαζόμενο-μάζα, μέλος μιας άλογης, ευμετάβολης και χειραγωγίσιμης κοινωνικής ομάδας που βρίσκεται σε διαρκή ανταγωνισμό με το σύνολο των επαγγελματικών ομάδων που μετέχουν στα σύγχρονα καπιταλιστικά δίκτυα παραγωγής για ένα μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα των εισοδημάτων.
Σε επαγγέλματα που υπάγονται άτυπα στην πιο προωθημένη σφαίρα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της υψηλής τεχνολογίας, της βιομηχανίας της πληροφορίας και της ‘άυλης’ διανοητικής παραγωγής (π.χ. παροχή υπηρεσιών), ο ανθρωπολογικός / κοινωνικός τύπος που προκύπτει είναι αυτός του εργαζομένου-συντεχνεία, ενός παραγωγικού υποκειμένου που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της επαγγελματικής συντεχνείας στην μεμονωμένη, εξατομικευμένη επαγγελματική του υπόσταση. Απουσιάζει από αυτόν κάθε ίχνος ταξικής συνείδησης, κάθε αίσθηση συμμετοχής σε μια μεγαλύτερη επαγγελματική ή κοινωνική οντότητα. Το σύνολο ελάχιστα προσφέρει σε αυτόν και ως φυσική συνέπεια κι αυτός / η δεν είναι διατεθειμένος να συνεισφέρει παρα ελάχιστα για τις ανάγκες του συνόλου, καλύπτοντας για παράδειγμα μέρος του κόστους για τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας. Συνάμα είναι εχθρικός σε κάθε συλλογική πρωτοβουλία, κάθε μαζική κίνηση που απαιτεί την ενδεχόμενη ενσωμάτωση της ατομικότητας του σε μια συμμετρική συλλογική δράση.
Στην ουσία πρόκειται για την ανάδυση ενός τύπου προλετάριου πολυτελείας, δεδομένου ότι η έλλειψη αυτοοργάνωσης στο επίπεδο της κοινωνικής ομάδας στην οποία αντικειμενικά ανήκει, καθιστά ανύπαρκτη την διαπραγματευτική του ισχύ σε σχέση με τις οικονομικές επιλογές και στρατηγικές αποφάσεις των επιχειρηματικών διοικήσεων. Ως υποκείμενο στην πάλη μεταξύ των προνομιούχων κοινωνικών ελιτ και των χαμηλότερων ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων, ο σύγχρονος προλετάριος απλά δεν υπάρχει. Βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με το εταιρικό μόρφωμα στο οποίο ανήκει. Υποχρεούται να συμμετέχει σε μια κούρσα συμπίεσης των εισοδημάτων του προθυμοποιούμενος να δουλεύει πιο εντατικά και περισσότερες ώρες χωρίς ουσιαστικό μισθολογικό αντίκρυσμα, βρισκόμενος καθημερινά αντιμέτωπος με το φάσμα της απόλυσης. Μέσα από την απορρύθμιση και την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, η απόλυση έχει αποκατασταθεί ως το κύριο εργαλείο διεξαγωγής κοινωνικού πολέμου, που το υπερεθνικό κεφάλαιο μετέρχεται για να εκμαίευσει την υποταγή της κοινωνίας σε πολιτικές που μοναδικό στόχο έχουν την μεγιστοποίηση του κέρδους.
Οι παραπάνω αλλαγές στον τρόπο σκέψης των εργαζομένων που οδήγησαν στην παρακμή του συνδικαλιστικού μοντέλου και στην εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων, θα ήταν αδύνατο να συντελεστούν χωρίς να σημειώθει μια παράλληλη μεταβολή στην επικρατούσα αντίληψη που η κοινωνία έχει για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και για τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία. Αυτό έγινε φανερό όταν σε πρόσφατη δημοσκόπηση, η Γερμανική κοινή γνώμη κατέδειξε ως πρωταρχικό υπαίτιο για τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της Γερμανικής οικονομίας τα συνδικάτα της χώρας, που υπό την καθοδήγηση μιας νέας μαχητικής ηγεσίας, αντέδρασαν δυναμικά στις κυβερνητικές εξαγγελίες για την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Σε αυτήν της την εκτίμηση, η κοινή γνώμη ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τις θέσεις του Γερμανικού επιχειρηματικού τομέα, που θεωρούσε το ισχύον συνταξιοδοτικό σύστημα ανεφάρμοστο με όρους καθαρά δημοσιονομικούς και απέβλεπε στην μεταρρύθμιση του για την εξυγίανση και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Το καθολικό δικαίωμα σε μια δίκαιη και αξιοπρεπή σύνταξη πέρασε κατά την εκτίμηση των Γερμανών εργαζομένων σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στην ανάγκη για τη λήψη διαρθρωτικών μέτρων που θα συμβάλλουν στην οικονομική ανάκαμψη.
Αναλύοντας την στάση αυτή της Γερμανικής κοινής γνώμης, μπορούμε να διακρίνουμε στο επίκεντρο της την, χαρακτηριστικά νεοφιλελεύθερη, πεποίθηση πως η υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν συνεπάγεται την αναγνώριση μιας σειράς από απαραβίαστα δικαιώματα που παλαιότερα προσδιόριζαν το περιεχόμενο της σχέσης ανάμεσα στο Άτομο και την Κοινωνία. Για την ακρίβεια, τα δικαιώματα αυτά, όπως το δικαίωμα της πλήρους απασχόλησης, ποτέ δεν ενσωματώθηκαν πλήρως στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Όμως, αποτέλεσαν το φιλοσοφικό / ηθικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε ο πρακτικός προσανατολισμός του συνδικαλιστικού κινήματος και διαμορφώθηκε το περιεχόμενο των επιμέρους εργασιακών αιτημάτων.
Η παρακμή των συνδικαλιστικών μορφών οργάνωσης και η απαξίωση τους από το ίδιο το εργατικό δυναμικό, συνεπάγεται μια σημαντική οπισθοδρόμηση στο πεδίο της προστασίας της εργασίας. Σηματοδοτεί ταυτόχρονα την άνευ όρων υποταγή της κοινωνίας στην αυταρχική λειτουργία των μηχανισμών της ελεύθερης αγοράς. Το οικονομικό στοιχείο καθίσταται πλέον απαραίτητος διαμεσολαβητής μεταξύ του ατόμου και της εξυπηρέτησης των πιο θεμελιωδών αναγκών του. Η ανάγκη για ιατρική περίθαλψη, η χορήγηση φαρμάκων, η εξασφάλιση μορφωτικών πόρων και η πνευματική καλλιέργεια, ακόμα και αυτή η σίτηση και η πρόσβαση του ατόμου σε φυσικά αγαθά πρώτης ανάγκης όπως το νερό, λαμβάνουν την μορφή εμπορικής συναλλαγής και οργανώνονται σε κερδοσκοπικά δίκτυα προς όφελος πολυεθνικών επιχειρηματικών ομίλων.
Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μιας επιστροφής του ανθρώπου στην πιο πρωτόγονη φυσική του κατάσταση, ενορχηστρωμένη σε παγκόσμια κλίμακα από την υπερεθνική εξουσία του κεφαλαίου. Η εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της καπιταλιστικής αγοράς επί της κοινωνίας, ακυρώνει πρακτικά τα οφέλη που προκύπτουν από την κοινωνική συμβίωση και αντίκειται σε κάθε λογική κοινωνικής συνοχής. Σήμερα ο άνθρωπος είναι μόνος του εν τω μέσω των συνανθρώπων του. Διαβιεί σε μια κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού με τους άλλους, που δεν διαφέρει σημαντικά από τον γενικευμένο πόλεμο όλων εναντίον όλων που ήταν η χαρακτηριστική συνθήκη της πρότερης φυσικής του κατάστασης.
Πρωτόγονες Μορφές Εκμετάλλευσης: Προς μια Δουλοκτητική Κοινωνία
Πέρα από τις τάσεις για συρρίκνωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και τον επαναπροσδιορισμό των εργασιακών σχέσεων στη βάση της επιχειρηματικής μονομέρειας, η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης προσλαμβάνει στις μέρες μας νέες εξωθεσμικές διαστάσεις τις οποίες δεν θα ήταν υπερβολικό να παραλληλίσουμε με το φαινόμενο της δουλοπαροικίας του παρελθόντος. Αναφερόμαστε φυσικά στο σύγχρονο φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης που μέσα από την ακατάπαυστη εισροή ανθρώπινου δυναμικού από τα ετοιμόρροπα κι εξαθλιωμένα κράτη του Τρίτου Κόσμου, και τη συνακόλουθη εγκατάσταση τους στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, έχει οδηγήσει στην αλλοίωση της ταξικής μορφολογίας των δυτικών κοινωνιών και στην ανάδυση μιας σύγχρονης παραλλαγής του κοινωνικού μοντέλου που επικράτησε κατά την περίοδο της δουλοκτητικής φάσης του δυτικού πολιτισμού.
Ένας τέτοιος ιστορικός παραλληλισμός γίνεται πειστικότερος εαν αναλογιστούμε εκείνα τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που συνδυάζονται για να συνθέσουν τη διακριτή ταυτότητα των λαθρομεταναστών ως ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας και ως οικονομικής μονάδας ενταγμένης στο ισχύον σύστημα καπιταλιστικής παραγωγής. Θα μπορούσε κανείς να εστιάσει την προσοχή του στην εθνολογική διαφοροποίηση που εξ ορισμού αποτελεί μια από τις ιδιότητες του σύγχρονου λαθρομετανάστη και που την συναντάμε και στο κοινωνιολογικό τύπο του δουλοπάροικου της αρχαίας Αθηναικής κοινωνίας. Χωρίς οι παράνομοι μετανάστες να συγκροτούν μια ομοιογενή εθνολογική κοινότητα, αφού προέρχονται από διαφορετικές πολιτισμικές αφετηρίες, παραταύτα βρίσκουν στην παγιωμένη πολιτιστική αντίθεση μεταξύ της κυρίαρχης κουλτούρας της κοινωνίας υποδοχής και της δικής τους κουλτούρας, το συνεκτικό εκείνο στοιχείο μέσα από το οποίο σχηματοποίειται μια κοινή συνείδηση με επίκεντρο την εμπειρία της πολιτιστικής σύγκρουσης και της σκληρής πραγματικότητας του πολιτιστικού αποκλεισμού.
Η άτυπη συνάρθρωση του μεταναστευτικού υποπρολεταριάτου σε κοινωνική ομάδα δεν έχει όμως μόνο πολιτισμικά ερείσματα. Όπως ο θεσμός της δουλείας συνιστούσε απαραίτητο λειτουργικό συστατικό του οικονομικού συστήματος της αρχαίας Αθήνας, έτσι και το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης τίνει να εξελιχθεί σε δομικό παράγοντα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, εξασφαλίζοντας φτηνό εργατικό δυναμικό και συντελώντας στη συνεχή ανανέωση των διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων που πλέον δεν μπορούν να παράσχουν οι γηγενείς ευρωπαικοί πληθυσμοί με τις πτωτικές δημογραφικές τους τάσεις.
Από την άλλη μεριά, οι ευεργετικές οικονομικές συνέπειες της μετανάστευσης συνδέονται άμεσα με το απάνθρωπο καθεστώς εκμετάλλευσης κάτω από το οποίο ζούν κι εργάζονται οι περισσότεροι λαθρομετανάστες. Σαν άλλος δουλοπάροικος, ο παράνομος μετανάστης δεν υπόκειται στην εργατική νομοθεσία, δεν διαθέτει οικονομικά δικαιώματα ούτε πολιτικές ελευθερίες αφού η νομική του υπόσταση δεν αναγνωρίζεται από το Κράτος. Οι λαθρομετανάστες δεν μετέχουν σε συνδικαλιστικές ενώσεις και δεν διαθέτουν κάποιο συλλογικό όργανο που θα τους επέτρεπε να αποκτήσουν συνδιασμένη διαπραγματευτική ισχύ με σκοπό την βελτίωση των συνθηκών κάτω από τις οποίες ζούν κι εργάζονται. Τα περιθώρια εκμετάλλευσης κι εξαγωγής πλεονασμάτων από την εργασία των παράνομων μεταναστών είναι γι’αυτόν τον λόγο σχεδόν ανεξάντλητα, αφού ουδεμία μορφή νομικής προστασίας μεσολαβεί μεταξύ του μετανάστη-εργάτη και της εργοδοσίας.
Επιπλέον, ο λαθρομετανάστης είναι απόλυτα αναλώσιμος ως εργατικό δυναμικό αφού δουλεύει χωρίς ασφάλιση που να τον εξασφαλίζει σε περίπτωση εργατικών ατυχημάτων και είναι εύκολα αντικαταστάσιμος από μια μάζα άνεργων παράνομων μεταναστών-εργατών που περιμένουν να πάρουν την θέση του. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη πιο πολύ από το γεγονός ότι οι περισσότεροι λαθρομετανάστες που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης αποφεύγουν να προχωρήσουν σε επίσημη καταγγελία στις αρμόδιες αρχές από φόβο μήπως συλληφθούν κι απελαθούν λόγω της παράνομης εισόδου και διαμονής τους στην χώρα. Από αυτήν την άποψη, θα μπορούσε να πεί κανείς ότι ο σύγχρονος λαθρομετανάστης βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από τον σκλάβο προκάτοχο του, κι αυτό γιατί η ιδιότητα του σκλάβου της αρχαιότητας ως περουσιακού στοιχείου υποχρέωνε τον ιδιοκτήτη ή τον σκλαβέμπορο να μεταχειρίζεται καλύτερα τους σκλάβους που είχε υπό την κατοχή του, να προνοεί για την στοιχειώδη σήτιση και ιατρική περίθαλψη τους με σκοπό την διατήρηση της αξίας μεταπώλησης τους.
Η απουσία κάθε έννοιας πολιτικής αντιπροσώπευσης είναι ένα ακόμη στοιχείο που οι παράνομοι μετανάστες του σήμερα μοιράζονται με την τάξη των σκλάβων της αρχαιότητας. Η αντίθεση μεταξύ της παραγωγικής ισχύος των λαθρομεταναστών (του πλούτου που παράγουν μέσω της εργασίας τους δηλαδή) και της ανυπαρξίας τους στο πολιτικό πεδίο μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε εκρηκτικά αποτελέσματα, όπως την αναβίωση της αρχέγονης απειλής μιας ενδεχόμενης Εξέγερσης των Σκλάβων, που στοίχειωνε τα όνειρα των πολιτικών, συγγραφέων και νομοθετών της αρχαιότητας. Η παγκοσμιότητα του φαινομένου της λαθρομετανάστευσης, από την Ιαπωνία μέχρι την Γαλλία και από την Αυστραλία μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες, και η κινητικότητα που χαρακτηρίζει τους παράνομους μετανάστες με τις συχνές μεταπηδήσεις και μετεγκαταστάσεις τους από χώρα σε χώρα έχει συμβάλλει στην ανάπτυξη στο συλλογικό υποσεινήδητο αυτής της εξαθλιωμένης μάζας ανθρώπων μιας πρωτογενούς μαχητικής τριτοκοσμικής συνείδησης, που αντιλαμβάνεται τις χώρες της Δύσης ως μια εννιαία, συμπαγή πολιτικο-οικονομική οντότητα και τους εξοπλίζει με ένα αίσθημα αλληλεγγύης που προέρχεται από την ανάμνηση, την επίγνωση ή μια αφηρημένη αίσθηση ότι ως κάτοικοι του Τρίοτυ Κόσμου είναι όλοι φορείς και θύματα μιας ανεπανόρθωτης ιστορικής αδικίας που διαπράχθηκε και εξακολουθεί να διαπράτεται από την Δύση σε βάρος των μη-χριστιανικών, μη-λευκών φυλών. Η επίδραση των σπερμάτων αυτής της τριτοκοσμικής συνείδησης, με την έμφαση που περιέχει στην κοινή καταγωγή των μεταναστών ως Απόκληρων της Γης (όπως θα έλεγε ο Φανόν) και την αντίληψη ενός πεπρωμένου που είναι κοινό για όλους, είναι φανερή στις μορφές στρατευμένης τέχνης που έχουν ξεπηδήσει δυναμικά από τις μεταναστευτικές κοινότητες της Δύσης, ιδιαίτερα στις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες που βρίσκουμε σε Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία και στις ΗΠΑ.
Είμαστε της άποψης ότι η πιο καταστροφική, απορριπτική διάσταση αυτής της υπόγειας διαδικασίας πολιτικής και πολιτιστικής συνειδητοποίησης που μόλις περιγράψαμε βρίσκει την ενσάρκωση της στον συγκερασμό του νέου πνεύματος απείθιας και αποστροφής προς τις αδικίες του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος με το αντι-ιμπεριαλιστικό μήνυμα που πρεσβεύει η ιδεολογία του σαλαφιστικού ριζοσπαστικού ισλαμισμού. Τα αποτελέσματα αυτού του συγκερασμού είναι φυσικά γνωστά. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι η δεύτερη γενιά μαχητών της al-Qaeda που διαδέχτηκε τους βετεράνους του Αφγανικού Τζιχάντ, προέρχεται στην συντριπτική της πλειοψηφεία από τα υποβαθμισμένα και ρυπαρά γκέτο των μεγαλουπόλεων της Ευρώπης και των ΗΠΑ, στα οποία οι σύγχρονοι δουλοπάροικοι συνωστίζονται υποφέροντας από φτώχια, υποαπασχόληση και την εγκατάλειψη από κάθε επίσημη κρατική αρχή. Στα δικά μας μάτια, η ολοένα και μαζικότερη προσχώρηση νεαρών μεταναστών από τα αστικά κέντρα της Δύσης στα δίκτυα της διεθνούς ισλαμικής τρομοκρατίας, ισοδυναμεί με μια εξέγερση χαμηλής έντασης, ένα προμήνυμα για τις μαζικότερες και πιο ανατρεπτικές κοινωνικές εξάρσεις και μετατοπίσεις που πρόκειται να επακολουθήσουν.
[i] Με την έννοια που είχε ο Νόμος στο πλαίσιο της άμεσης δημοκρατίας, όπως αυτή εφαρμοζόταν στην αρχαία Ελλάδα.
Επιπλέον, ο λαθρομετανάστης είναι απόλυτα αναλώσιμος ως εργατικό δυναμικό αφού δουλεύει χωρίς ασφάλιση που να τον εξασφαλίζει σε περίπτωση εργατικών ατυχημάτων και είναι εύκολα αντικαταστάσιμος από μια μάζα άνεργων παράνομων μεταναστών-εργατών που περιμένουν να πάρουν την θέση του. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη πιο πολύ από το γεγονός ότι οι περισσότεροι λαθρομετανάστες που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης αποφεύγουν να προχωρήσουν σε επίσημη καταγγελία στις αρμόδιες αρχές από φόβο μήπως συλληφθούν κι απελαθούν λόγω της παράνομης εισόδου και διαμονής τους στην χώρα. Από αυτήν την άποψη, θα μπορούσε να πεί κανείς ότι ο σύγχρονος λαθρομετανάστης βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από τον σκλάβο προκάτοχο του, κι αυτό γιατί η ιδιότητα του σκλάβου της αρχαιότητας ως περουσιακού στοιχείου υποχρέωνε τον ιδιοκτήτη ή τον σκλαβέμπορο να μεταχειρίζεται καλύτερα τους σκλάβους που είχε υπό την κατοχή του, να προνοεί για την στοιχειώδη σήτιση και ιατρική περίθαλψη τους με σκοπό την διατήρηση της αξίας μεταπώλησης τους.
Η απουσία κάθε έννοιας πολιτικής αντιπροσώπευσης είναι ένα ακόμη στοιχείο που οι παράνομοι μετανάστες του σήμερα μοιράζονται με την τάξη των σκλάβων της αρχαιότητας. Η αντίθεση μεταξύ της παραγωγικής ισχύος των λαθρομεταναστών (του πλούτου που παράγουν μέσω της εργασίας τους δηλαδή) και της ανυπαρξίας τους στο πολιτικό πεδίο μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε εκρηκτικά αποτελέσματα, όπως την αναβίωση της αρχέγονης απειλής μιας ενδεχόμενης Εξέγερσης των Σκλάβων, που στοίχειωνε τα όνειρα των πολιτικών, συγγραφέων και νομοθετών της αρχαιότητας. Η παγκοσμιότητα του φαινομένου της λαθρομετανάστευσης, από την Ιαπωνία μέχρι την Γαλλία και από την Αυστραλία μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες, και η κινητικότητα που χαρακτηρίζει τους παράνομους μετανάστες με τις συχνές μεταπηδήσεις και μετεγκαταστάσεις τους από χώρα σε χώρα έχει συμβάλλει στην ανάπτυξη στο συλλογικό υποσεινήδητο αυτής της εξαθλιωμένης μάζας ανθρώπων μιας πρωτογενούς μαχητικής τριτοκοσμικής συνείδησης, που αντιλαμβάνεται τις χώρες της Δύσης ως μια εννιαία, συμπαγή πολιτικο-οικονομική οντότητα και τους εξοπλίζει με ένα αίσθημα αλληλεγγύης που προέρχεται από την ανάμνηση, την επίγνωση ή μια αφηρημένη αίσθηση ότι ως κάτοικοι του Τρίοτυ Κόσμου είναι όλοι φορείς και θύματα μιας ανεπανόρθωτης ιστορικής αδικίας που διαπράχθηκε και εξακολουθεί να διαπράτεται από την Δύση σε βάρος των μη-χριστιανικών, μη-λευκών φυλών. Η επίδραση των σπερμάτων αυτής της τριτοκοσμικής συνείδησης, με την έμφαση που περιέχει στην κοινή καταγωγή των μεταναστών ως Απόκληρων της Γης (όπως θα έλεγε ο Φανόν) και την αντίληψη ενός πεπρωμένου που είναι κοινό για όλους, είναι φανερή στις μορφές στρατευμένης τέχνης που έχουν ξεπηδήσει δυναμικά από τις μεταναστευτικές κοινότητες της Δύσης, ιδιαίτερα στις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες που βρίσκουμε σε Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία και στις ΗΠΑ.
Είμαστε της άποψης ότι η πιο καταστροφική, απορριπτική διάσταση αυτής της υπόγειας διαδικασίας πολιτικής και πολιτιστικής συνειδητοποίησης που μόλις περιγράψαμε βρίσκει την ενσάρκωση της στον συγκερασμό του νέου πνεύματος απείθιας και αποστροφής προς τις αδικίες του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος με το αντι-ιμπεριαλιστικό μήνυμα που πρεσβεύει η ιδεολογία του σαλαφιστικού ριζοσπαστικού ισλαμισμού. Τα αποτελέσματα αυτού του συγκερασμού είναι φυσικά γνωστά. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι η δεύτερη γενιά μαχητών της al-Qaeda που διαδέχτηκε τους βετεράνους του Αφγανικού Τζιχάντ, προέρχεται στην συντριπτική της πλειοψηφεία από τα υποβαθμισμένα και ρυπαρά γκέτο των μεγαλουπόλεων της Ευρώπης και των ΗΠΑ, στα οποία οι σύγχρονοι δουλοπάροικοι συνωστίζονται υποφέροντας από φτώχια, υποαπασχόληση και την εγκατάλειψη από κάθε επίσημη κρατική αρχή. Στα δικά μας μάτια, η ολοένα και μαζικότερη προσχώρηση νεαρών μεταναστών από τα αστικά κέντρα της Δύσης στα δίκτυα της διεθνούς ισλαμικής τρομοκρατίας, ισοδυναμεί με μια εξέγερση χαμηλής έντασης, ένα προμήνυμα για τις μαζικότερες και πιο ανατρεπτικές κοινωνικές εξάρσεις και μετατοπίσεις που πρόκειται να επακολουθήσουν.
[i] Με την έννοια που είχε ο Νόμος στο πλαίσιο της άμεσης δημοκρατίας, όπως αυτή εφαρμοζόταν στην αρχαία Ελλάδα.
1 comment:
Hello. This post is likeable, and your blog is very interesting, congratulations :-). I will add in my blogroll =). If possible gives a last there on my blog, it is about the Monitor de LCD, I hope you enjoy. The address is http://monitor-de-lcd.blogspot.com. A hug.
Post a Comment