Wednesday, December 10, 2008

Δεκεμβριανά 2008


Η Ελλάδα φλέγεται για πέμπτη συνεχόμενη ημέρα. Φοβισμένα από το μέγεθος και την αγριότητα της λαϊκής αντίδρασης, τα καθεστωτικά ΜΜΕ προσπαθούν να ξορκίσουν το «κακό» διατυμπανίζοντας διαρκώς τον μύθο ότι η γενικευμένη αναταραχή είναι έργο μιας μειοψηφίας κουκουλοφόρων, σκληροπυρηνικών αναρχικών και κακοποιών στοιχείων. Ο μαγικός αριθμός που επαναλαμβάνεται, με ύφος σχεδόν τελετουργικό, είναι «300». Τόσοι υποτίθεται πως είναι ο σκληρός πυρήνας των αντιεξουσιαστών με ροπή προς την βία. Γίνεται όμως ένας γενικός ξεσηκωμός να ερμηνεύεται ως έργο τριακοσίων ατόμων; Θα έπρεπε να είναι τριακόσια άτομα που ως άλλοι 300 του Λεωνίδα, πολεμούν γενναία και ακούραστα από το Σάββατο το βράδυ έναν υπέρτερο και βάρβαρο εχθρό.
Όμως αντίθετα από τους αρχαίους Σπαρτιάτες, οι «300» δεν υπερασπίζονται κάποιες Θερμοπύλες, αλλά εμφανίζονται πότε στα Προπύλαια, πότε στο Σύνταγμα, πότε στο Εξάρχεια και πότε στη Νέα Σμύρνη, πότε στην Αθήνα και πότε σε Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα. Οι ίδιοι «300» ως δια μαγείας φαίνονται να βρίσκονται την ίδια στιγμή παντού. Ναι, οι αναρχικοί είναι παντού αλλά όχι με την έννοια που το εννοούν τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Για πρώτη φορά μετά την μεταπολίτευση, η απηυδισμένη κοινωνία εμφανίζεται δεκτική στις αντιεξουσιαστικές αντιλήψεις, εξεγείρεται και διαμαρτύρεται. Για πρώτη φορά, αναρχικές ιδέες και διαθέσεις διαποτίζουν την κοινωνία και το Κράτος παρακολουθεί τρομοκρατημένο.
Κάποιος τηλε-κάφρος, πληρωμένος προπαγανδιστής του συστήματος, σχολίασε πως η αστυνομία «δεν επεμβαίνει» επειδή υποφέρει από «τύψεις συνειδήσεως» για τον θάνατο του μικρού Αλέξη Γρηγορόπουλου. Πώς γίνεται ένας κρατικός οργανισμός να υποφέρει από τύψεις; Όχι, οι αποκτηνωμένοι μπάτσοι δεν υποφέρουν από τύψεις, όπως δείχνει η καθημερινή συμπεριφορά τους απέναντι σε άοπλους διαδηλωτές, παιδιά, γονείς και απλούς ανθρώπους. Η αλήθεια είναι πως οι πολιτικοί προϊστάμενοι των μπάτσων, αυτό που λέμε «κυβέρνηση», τρέμουν ότι ένας ακόμη θάνατος θα προκαλέσει διάχυση των ριζοσπαστικών τάσεων σε όλη την κοινωνία και θα πυροδοτήσει μια επαναστατική έκρηξη που θα σαρώσει και θα κατακάψει ολόκληρο το σάπιο σύστημα τους που επιβιώνει χάρη στην ανοχή του κόσμου.
Μία, μία οι ομάδες του πληθυσμού αποσπώνται από την υποταγμένη, φοβισμένη μάζα που αποκαλούμε «σιωπηλή πλειοψηφία» και στρέφονται αυθόρμητα ενάντια στο Κράτος, επειδή πλέον δεν έχουν άλλη επιλογή. Η κτηνωδία του Κράτους τους αναγκάζει να πάρουν θέση και να προσχωρήσουν στην εξέγερση. Η αρχή έγινε με τους εξαγριωμένους κατοίκους των Εξαρχείων που την Κυριακή (7/12) το βράδυ συμμάχησαν με τους μαχόμενους αναρχικούς και επιτέθηκαν στους μπάτσους με ότι έβρισκαν μπροστά τους επειδή δεν άντεχαν άλλο την αποπνικτική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει στη γειτονιά τους η χρήση χημικών όπλων από τους ΜΑΤαδες.
Ύστερα ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές και οι μαθητές διαμαρτυρόμενοι που ένας συνομήλικος τους έπεσε νεκρός στα 15 του από τη σφαίρα ενός πωρωμένου μπάτσου που είχε μάθει ότι στα Εξάρχεια πρώτα πυροβολείς και μετά ρωτάς. Οι μαθητές, όπως τόσες άλλες ομάδες, επαγγελματικές και μη, της ελληνικής κοινωνίας, δοκίμασαν και αυτοί τις τελευταίες ημέρες το κάψιμο που φέρνει στα μάτια το φονικό αέριο που απελευθερώνεται από τα δακρυγόνα, τους μώλωπες από τα χτυπήματα των αστυνομικών κλομπ. Αντιμετωπίστηκαν σαν εσωτερικός εχθρός και ξυλοκοπήθηκαν. Στον Πειραιά πολλοί ανήλικοι μαθητές συνελήφθησαν. Έτσι, το βράδυ της Δευτέρας (8/12) μια μάζα από απελπισμένους γονείς περικύκλωσε και πολιόρκησε την Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά απαιτώντας να ελευθερωθούν τα παιδιά τους που κινδυνεύουν να πολτοποιηθούν στην ανάλγητη Κρατική κρεατομηχανή.
Οι χιλιάδες άνθρωποι που βγαίνουν καθημερινά και διαδηλώνουν δεν είναι περιθώριο. Είναι κοινωνικό και πολιτικό κίνημα.
Στο χθεσινό του διάγγελμα ο «πρωθυπουργός» ζήτησε από την κοινωνία να αποδοκιμάσει τα ακραία στοιχεία που διαπράττουν βίαιες ενέργειες και «καταστρέφουν περιουσίες». Προφανώς φοβάται ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού όχι μόνο δεν αποδοκιμάζει αλλά συμμερίζεται τους στόχους των εξεγερμένων. Προσπαθώντας να προσεταιριστούν την κοινή γνώμη, τα κανάλια έχουν αναγάγει τον «Καταστηματάρχη» και τον «Μικροεπιχειρηματία» σε εμβληματικές φυσιογνωμίες της αντεπανάστασης. Θα πρέπει να αναρωτηθούν ποιός μικροεπιχειρηματίας έχει τη δυνατότητα να εκμισθώνει ακίνητο στον ακριβότερο εμπορικό δρόμο της Αθήνας (Ερμού) και να διατηρεί πολυτελή καταστήματα που κατά κανόνα υπερτιμούν και μας υπερχρεώνουν για τα προϊόντα τους.
Πριν από μερικές ημέρες, το Υπουργείο Οικονομικών εγκαινίασε τηλεοπτική διαφημιστική εκστρατεία (χρηματοδοτούμενη από τα χρήματα των φορολογουμένων) που προέτρεπε τους πολίτες να έχουν «φορολογική συνείδηση». Εν μέσω οικονομικών σκανδάλων, κατεστημένης διαφθοράς, συγχώνευσης των θεσμών με το εθνικό και πολυεθνικό κεφάλαιο, απαξίωσης και σκόπιμης υπονόμευσης των δημόσιων υπηρεσιών προς όφελος του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα, συρρίκνωσης των ατομικών δικαιωμάτων σε όλα τα επίπεδα και γενικευμένης φτώχιας κι εξαθλίωσης, το Κράτος είχε το θράσος να ζητήσει από τους πολίτες να επιδείξουν «αίσθηση του καθήκοντος» στη σύνταξη της φορολογικής δήλωσης τους. Οι απλοί άνθρωποι αντέδρασαν με θυμηδία και αρκετοί οργίσθηκαν, διότι το Κράτος αυτό έχει πάψει να τους αντιπροσωπεύει. Ξέρουν ότι οι εισφορές τους ποτέ δεν θα επιστραφούν υπό την μορφή της παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Γνωρίζουν καλά πως χρόνια τώρα, το Κράτος εισπράττει τακτικά τους φόρους των πολιτών αυξάνοντας διαρκώς την έμμεση φορολογία, αλλά ισχυρίζεται πως τα ταμεία του είναι άδεια. Προφασιζόμενο έλλειψη κονδυλίων, επέτρεψε την κατάρρευση των συνταξιοδοτικών ταμείων καθώς και αυτών της κοινωνικής πρόνοιας, αλλά μέσα σε μια νύχτα ενέκρινε πακέτο βοηθείας 28 δισεκατομμυρίων ευρώ για τους «δοκιμαζόμενους» αετονύχηδες των τραπεζών.
Η θυμηδία των πολιτών απέναντι στην Κρατική κοροϊδία, είναι η άλλη όψη της καταστροφικής μανίας ενάντια στα σύμβολα της Κρατικής εξουσίας που ξέσπασε τις τελευταίες ημέρες.
Οι δημοκράτες της τηλεόρασης ισχυρίζονται πως το Κράτος έχει χρέος να διαφυλάξει την κοινωνική ειρήνη. Όμως, ακόμη και με τα κριτήρια των ψευτοδημοκρατών που αποδέχονται την ύπαρξη του Κράτους, ο ισχυρισμός τους δεν ευσταθεί. Μας λεν πως αποστολή του Κράτους είναι να υπηρετεί τους πολίτες και να φροντίζει για την συνολική ευημερία της κοινωνίας. Όμως, όταν το «δημοκρατικό» Κράτος δεν εκπληρώνει το ένα σκέλος των καθηκόντων του (αυτό της ευημερίας), όταν κλέβει, σπαταλά, καταχράται, όταν καταστρέφει την υγεία, την εκπαίδευση, το περιβάλλον, τότε η περιφρούρηση της κοινωνικής ειρήνης συνιστά ευφημισμό για ένα και μόνο πράγμα: την Τυραννία. Καμία διαφορά δεν υπάρχει σε αυτή την περίπτωση ανάμεσα στη δημοκρατία και τη δικτατορία.
Τόσο τεράστιο είναι το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στο Κράτος και τους πολίτες του, τόση είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στη ληστρική ολιγαρχία και τα όργανα της, που η οικογένεια του Αλέξη αισθάνθηκε υποχρεωμένη να προσλάβει τεχνικό σύμβουλο για να παραστεί στην ιατροδικαστική εξέταση και στη βαλλιστική έρευνα που θα καθορίσουν τις αιτίες του θανάτου του παιδιού. Φαίνεται πως η οικογένεια Γρηγορόπουλου δεν πίστεψε τις δημόσιες διαβεβαιώσεις του «πρωθυπουργού» και των παρατρεχάμενων του περί απόδοσης δικαιοσύνης και φοβάται συγκάλυψη του περιστατικού από τους δολοφόνους του Κράτους.
Τελικά, πόσα περιστατικά «μεμονωμένης αστυνομικής βίας» θα πρέπει να συμβούν για να καταλάβουμε πως αφού επαναλαμβάνονται, δεν μπορεί να συνιστούν εξαίρεση;
Η κτηνώδης αστυνομική βία και ο ωμός καταναγκασμός είναι η μέθοδος την οποία η ελίτ έχει επιλέξει για να επιβάλλει τη θέληση της στην κοινωνία. Το αστυνομικό Κράτος είναι μονόδρομος στον βαθμό που οι πολίτες ολοένα και πιο πολύ, δυσπιστούν και εξεγείρονται ενάντια στους αποτυχημένους, διάτρητους θεσμούς του «υπαρκτού καπιταλισμού».
Ο Αλέξης είναι νεκρός επειδή το Κράτος φοβάται τους πολίτες του. Κι έχει κάθε λόγο να τους φοβάται.

Saturday, November 8, 2008

Αντι-Βία και Αυτονομία (Συζητήσεις με έναν Ρεφορμιστή)


Κατά καιρούς οι αντιεξουσιαστές έχουν κατηγορηθεί από τους γραφειοκράτες και τα φιλειρηνικά κινηματικά στοιχεία, πως με το να εκτοξεύουν μολότοφ και να προκαλούν επεισόδια στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, ουσιαστικά «καπελώνουν» τις κινητοποιήσεις και παίζουν το παιχνίδι του κράτους και της αστυνομίας δίνοντας τους αφορμή να παρέμβουν δυναμικά και να καταστείλουν τις διαμαρτυρίες. Κατά την άποψη μου, η ρίζα της διαφωνίας σχετικά με την δράση των αντιεξουσιαστών έγκειται σε μια διαφορετική αντίληψη που υπάρχει ανάμεσα σε ρεφορμιστές και αντιεξουσιαστές ως προς το ποιες μορφές αντίστασης συνιστούν αποδεκτές μεθόδους δράσης για ένα κίνημα (μέσον), αλλά και αναφορικά με τους στόχους που πρέπει να έχει ένα αυθεντικά δημοκρατικό κοινωνικό κίνημα (σκοπός).

Σε προηγούμενο άρθρο μου υποστήριξα την άποψη πως ο διασκορπισμός των αντιεξουσιαστών σε πολλά διαφορετικά μπλοκ είναι ένα μέτρο τακτικής και υπαγορεύεται από την ανάγκη αποφυγής της αστυνομικής καταστολής. Αν οι αναρχικοί συγκεντρώνονταν σε ένα ενιαίο μπλοκ για να διαδηλώσουν συντεταγμένα, τότε απλά θα διευκόλυναν το έργο της αστυνομίας που θα μπορούσε εύκολα να τους κυκλώσει, να τους αποκόψει, να τους χτυπήσει και να τους συλλάβει. Και αυτό γιατί οι αναρχικοί δεν αποτελούν στόχο για τις πράξεις τους, αλλά εξαιτίας των ιδεών τους. Το black bloc είναι εκ των προτέρων ταξινομημένο στα εγχειρίδια καταστολής διαδηλώσεων ως ομάδα «υψηλής επικινδυνότητας» και γι’ αυτό είναι πάντα υποψήφιο να δεχτεί επίθεση ή να υποστεί κάθε είδους παρενόχληση από τους ΜΑΤαδες που το περικυκλώνουν στις διαδηλώσεις. Αντίθετα με ότι μπορεί να πιστεύουν οι μετριοπαθείς οπαδοί της μη-βίας, ο στόχος των μπάτσων δεν είναι η πρόληψη και αποτροπή επεισοδίων, αλλά η κατατρομοκράτηση και η πολιτική αδρανοποίηση του αντιεξουσιαστικού κινήματος μέσω του φόβου.

Η λογική σύμφωνα με την οποία η δράση των αναρχικών είναι προβοκατόρικη και εξυπηρετεί την καταστολή διαδηλώσεων είναι απλώς λανθασμένη. Το Κράτος δεν έχει ανάγκη από προσχήματα για να διαπράξει τις κτηνωδίες του ενάντια στους φοιτητές, τους ανέργους, τους συνταξιούχους, κλπ. Όταν η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έσπαγε κεφάλια συνταξιούχων μπροστά από το Υπουργείο Οικονομικών, οι αναρχικοί απουσίαζαν παντελώς από το γεγονός. Οι συνταξιούχοι χτυπήθηκαν με τον πιο άγριο τρόπο επειδή απαίτησαν και επιχείρησαν να εισέλθουν στο Υπουργείο. Με άλλα λόγια, ήταν ο στόχος της κινητοποίησης που δημιούργησε την ανάγκη για την βίαιη καταστολή της.

Αυτό μας φέρνει στο ζήτημα των σκοπών τους οποίους εξυπηρετεί μια κινητοποίηση. Οι φοιτητές, οι απολυμένοι, οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι μπορεί να επιθυμούν να διαδηλώσουν ειρηνικά. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως όλες οι μαζικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, υπόκεινται στην αστυνόμευση των σωμάτων καταστολής τα οποία πάντα παρατάσσονται περιμετρικά των διαδηλώσεων και είναι οπλισμένα μέχρι τα δόντια, σε ετοιμότητα για μάχη. Ο λόγος για αυτή τη φαινομενική αντίφαση είναι απλός. Η συγκέντρωση διαμαρτυρίας έχει εξ ορισμού την έννοια της εναντίωσης στη θέληση του Κράτους. Είναι μια συλλογική εκδήλωση ανυπακοής ενάντια στο υποτιθέμενο δικαίωμα του Κράτους να διαμορφώνει και να υπαγορεύει πολιτικές στο σύνολο της κοινωνίας. Η υπεροπλία των σωμάτων ασφαλείας είναι ο παράγοντας που εγγυάται τον θρίαμβο της εξουσιαστικής λογικής. Δηλαδή εγγυάται την ικανότητα του Κράτους να επιβάλλει με τη βία τη θέληση του στους πολίτες που αρνούνται να συμμορφωθούν. Όσο αυτή η ισορροπία δυνάμεων παραμένει αναλλοίωτη, οι συλλογικές κινητοποιήσεις έχουν απλώς συμβολικό χαρακτήρα και αμφίβολη πολιτική χρησιμότητα, στο μέτρο που την αποδέχονται αδιαμαρτύρητα και απλώς επιβεβαιώνουν την παντοδυναμία του κρατικού οργανισμού.

Η ανατροπή μπορεί να συντελεστεί σε δύο επίπεδα. Πρώτα στο πεδίο των ιδεών. Παρ’ όλο που δεν ήταν αναρχικός, ο μεγάλος φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ είχε γράψει πως ο αναρχισμός συνιστά, «το απώτατο ιδανικό το οποίο κάθε κοινωνία θα πρέπει συνεχώς να προσεγγίζει»
[i]. Το ευγενές ιδανικό για το οποίο μιλούσε ο Ράσελ είναι η ανάθεση της πολιτικής δύναμης στα χέρια των ίδιων των πολιτών, που ως έλλογα όντα είναι οι κατεξοχήν αρμόδιοι να αποφασίζουν οι ίδιοι για τα συμφέροντα τους. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη δημιουργία συλλογικών, δημοκρατικών θεσμών που θα κατοχυρώνουν την ισοκατανομή πολιτικής και οικονομικής δύναμης μεταξύ των πολιτών και θα επιτρέπουν στο κοινωνικό σώμα να αποφασίζει ελεύθερα και συνολικά για τα κρίσιμα θέματα που το αφορούν. Αν θεωρούμε πως είμαστε ορθολογικά όντα, προικισμένα με την ικανότητα της αναλυτικής σκέψης στο όνομα της οποίας δεν διστάζουμε να εκφέρουμε απόψεις και να κάνουμε κριτική στους θεσμούς και τους διεφθαρμένους άρχοντες που μας κυβερνούν, γιατί πρέπει να συμβιβαζόμαστε με το να ασκούμε έξωθεν κριτική και δεν απαιτούμε την κατάργηση των αρχόντων και την θέσμιση μιας μορφής αυτοκυβέρνησης; Γι’ αυτό τον λόγο, η αναρχία δεν μπορεί να στοχεύει στην άσκηση πίεσης στο Κράτος, ούτε στην εκμαίευση παραχωρήσεων από αυτό, παρά οφείλει να αποβλέπει στην ολική κατάργηση της παρασιτικής κρατικής γραφειοκρατίας και στην αντικατάσταση της από το ζωντανό σώμα της κοινωνίας.

Η τακτική των ειρηνικών κινητοποιήσεων δεν μπορεί παρά να εξυπηρετεί μια λογική συνδιαλλαγής με το Κράτος και να αποβλέπει στην αναγνώριση των αιτημάτων των διαδηλωτών από τις αρχές ως «νομίμων» και «δικαιολογημένων». Όμως αυτή η στρατηγική αντιστοιχεί σε μια αντίληψη που ουσιαστικά αναγνωρίζει την ηθική πρωτοκαθεδρία και την νομιμότητα του Κράτους από το οποίο, ως άλλος πολιτικός επαίτης, επιζητά «νομιμοποίηση». Αντίθετα, η λογική της αυτονομίας οδηγεί αναπόδραστα σε μια στρατηγική μετωπικής σύγκρουσης με το Κράτος σε όλα τα επίπεδα. Κατά τη γνώμη μου, ο στόχος ενός αυθεντικά δημοκρατικού κινήματος οφείλει να είναι η άνευ όρων επιβολή των επιδιώξεων του και η συντριβή της Κρατικής εξουσίας στον βαθμό που αυτή εναντιώνεται στην αυτόνομα καθορισμένη βούληση των πολιτών.

Ένα κίνημα είναι επαναστατικό όχι επειδή χρησιμοποιεί βίαιες μεθόδους, αλλά επειδή εμπεριέχει αιτήματα με ριζοσπαστικό πολιτικοοικονομικό περιεχόμενο. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός, ότι ένα επαναστατικό κίνημα οφείλει να προσφεύγει στην μαζική αντι-βία ως μέσον υπέρβασης και σε αντιδιαστολή με τα βίαια μέτρα που λαμβάνει το Κράτος εναντίον των πολιτών του για να εμποδίσει την χειραφέτηση τους.

Πράγμα που μας φέρνει στο δεύτερο επίπεδο, αυτό της πολιτικής πράξης. Αυτό που λαμβάνει χώρα στον δρόμο ανάμεσα στους ακτιβιστές και τους μπάτσους δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια σύγκρουση θελήσεων. Όταν το Κράτος καταδιώκει τους αναρχικούς επειδή αυτοί υποστηρίζουν την κατάλυση του και την θέσμιση της πραγματικής δημοκρατίας με την μορφή της αυτοκυβέρνησης, το υπόλοιπο κίνημα, εάν θέλει να λέγεται δημοκρατικό, έχει χρέος να τους προστατεύσει. Το λεγόμενο «καπέλωμα» των «λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων» από τους αναρχικούς (που μπορεί να οριστεί ως η μονομερής δράση των αντιεξουσιαστών) γίνεται διότι οι αναρχικοί εξοβελίζονται εκ των προτέρων ως ανεπιθύμητοι από τα ρεφορμιστικά μπλοκ, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή επικοινωνία ανάμεσα σε μετριοπαθείς και σκληροπυρηνικούς προκειμένου να συντονίσουν τις ενέργειες τους. Μάλιστα, έχουμε φτάσει στο σημείο οι αυτόνομοι να χτυπιούνται άγρια από τις ίδιες τις ομάδες περιφρούρησης των «μετριοπαθών».

Είναι αυτές οι ρεφορμιστικές κινηματικές ελίτ που συνεργάζονται με τις αρχές, οι οποίες ανακόπτουν την εξεγερσιακό ενθουσιασμό των μαζών και αρνούνται να τις εξοικειώσουν με την ιδέα και την πρακτική της μαζικής αντι-βίας. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούν κατευναστικά και αποτρέπουν την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Κράτος και τους πολίτες του. Κρατούν εγκλωβισμένο στον ζουρλομανδύα της μη-βίας το πλήθος των ανθρώπων οι οποίοι δεν ανέχονται άλλο την ακρίβεια, τη διαφθορά, την ανισότητα και την καταπίεση και προσπαθούν να επιβάλλουν προκαθορισμένες φόρμες και όρια στον χαρακτήρα της διαμαρτυρίας τους, που φυσικά δεν περιλαμβάνουν την απευθείας αντιπαράθεση με τους φυσικούς εκπροσώπους της κρατικής εξουσίας. Αυτό είναι το πραγματικό «καπέλωμα» και όχι η δράση των αντιεξουσιαστών.

Οφείλω εδώ να επισημάνω πως όταν μιλώ για εκδηλώσεις μαζικής αντι-βίας αναφέρομαι σε βίαιες ενέργειες που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο συλλογικών εκδηλώσεων διαμαρτυρίας και δεν αποβλέπουν στην αλόγιστη καταστροφή περιουσίας και τους βανδαλισμούς, αλλά συνδέονται οργανικά με την προώθηση των επιδιώξεων του κινήματος. Είμαι βέβαιος πως εάν αντί για μια μαχητική μειοψηφία διακοσίων, τριακοσίων ατόμων, οι μπάτσοι έβρισκαν μπροστά τους ένα αποφασισμένο πλήθος διαδηλωτών πρόθυμο να ρίξει το τεράστιο φυσικό βάρος του στην μάχη για την κατάκτηση των δρόμων στο πλευρό των αντιεξουσιαστών, τότε το ισοζύγιο της δύναμης θα ήταν για μια φορά με το μέρος των κινημάτων. Με άλλα λόγια, η απομόνωση που έχει επιβληθεί στους αναρχικούς από τις λοιπές κινηματικές δυνάμεις διευκολύνει την εντατικοποίηση της καταστολής τους.

Που καταλήγουμε λοιπόν; Κατά την γνώμη μου, ο αντιεξουσιαστικός αγώνας είναι δίκαιος και συνιστά την μόνη ρεαλιστική διέξοδο από τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Για όσους ταυτίζουν τον αναρχισμό με την ατομιστική βία, έχω να παρατηρήσω πως η δημιουργική ενέργεια της αναρχικής ιδεολογίας δεν εξαντλείται στις βίαιες πράξεις περιθωριακών γκρουπούσκουλων. Μάλιστα, στο παρελθόν μεγάλοι αναρχικοί διανοητές έχουν ασκήσει έντονη πολιτική και φιλοσοφική κριτική σε αυτήν την εσφαλμένη αντίληψη. Ο κορυφαίος ιστορικός της αναρχίας και ελευθεριακός στοχαστής Μαξ Νέττλαου έγραψε σχετικά, «Η ιδέα [της αναρχικής αυτοδιεύθυνσης] που είχε σφραγίσει τα μεγάλα συνέδρια της Διεθνούς και που θαυμάστηκε (και χειροκροτήθηκε) στο πρόσωπο των κατηγορουμένων των μεγάλων δικών της Ιταλίας στη Φλωρεντία, στο Τράνι, στην Μπολώνια […], δεν είχε καμία ανάγκη να εκδηλωθεί με μια δράση, που η κοινωνική και ιδεατή της αξία συχνά αμφισβητήθηκε. Οι πράξεις αυτές δεν έπρεπε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να αναχθούν στη σημαντικότερη και σχεδόν μοναδική πρακτική των Αναρχικών, ακόμη και αν θα είχαν ολοκληρωτικά δικαιωθεί, γιατί πολύ συχνά δεν ήταν παρά πράξεις αμείλικτής εκδίκησης. Αλλά το χειρότερο είναι ότι πολλοί εκείνη την εποχή πίστεψαν πως το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, για να αφυπνίσουν τον λαό και να προκαλέσουν μια γενικότερη κοινωνική εξέγερση, ήταν οι βίαιες ενέργειες. Έτσι η κοινή γνώμη οδηγήθηκε και εθίστηκε στην πίστη ότι αυτές οι ενέργειες ήταν το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι Αναρχικοί. Τη στιγμή ακριβώς που οι τρεις αυτές τάσεις [ο Νέττλαου αναφέρεται εδώ στα αναρχικά ρεύματα του κολλεκτιβισμού, του αναρχοκομμουνισμού και του μουτουαλισμού] άνθιζαν, η κοινή γνώμη απέρριψε την αναρχική ιδέα και τη θεώρησε πνευματική και ψυχική κατάσταση ορισμένων μόνον ανθρώπων που τόσο στο λόγο όσο και στην πράξη εκφράζονταν αποκλειστικά μέσω της απόλυτης βίας»
[ii].

Όμως η παραμόρφωση των αναρχικών ιδεών και η εκφυλιστική τάση της ταύτισης τους με μια αντίληψη της βίας ως αυτοσκοπό, εν μέρει είναι προϊόν της εσωστρέφειας από την οποία υποφέρει το αναρχικό κίνημα, η οποία με τη σειρά της απορρέει από το καθεστώς πολιτικής «καραντίνας» που του έχουν επιβάλλει οι γραφειοκρατικές ρεφορμιστικές ηγεσίες, σε κρυφή συνέργεια με το Κράτος. Για να καταπολεμηθεί αυτή η τάση γκετοποίησης, είναι απαραίτητο να αρθεί ο σιωπηρός αποκλεισμός από τους χώρους κοινωνικής διαμαρτυρίας που έχει επιβληθεί στους αντιεξουσιαστές. Εάν επιτραπεί η εγκόλπωση τους στο μαζικό κίνημα και η επανασύνδεση τους με την κοινωνία, οι αναρχικές αντιλήψεις θα υποβληθούν σε μια διαδικασία κοινωνικοποίησης (επεξεργασίας από την κοινωνία) και θα υποστούν μια ποιοτική μεταβολή που θα τους ξαναδώσει τη διάσταση μιας αυθεντικής εναλλακτικής πρότασης για μια νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Σε αυτή τη νέα αναρχική αντίληψη, η αναγκαιότητα και η σημασία του στοιχείου της επαναστατικής βίας θα συναρτάται από τον βαθμό στον οποίο το Κράτος θα είναι έτοιμο να πολεμήσει το μαζικό αυτόνομο κίνημα για να διασφαλίσει την επιβίωση του. Υπό αυτή την έννοια, η ανάγκη για αντι-βία θα εκλείψει εντελώς, μόνο όταν το Κράτος αποφασίσει να διαπράξει αυτοκτονία ή να παραδοθεί αμαχητί στους ανθρώπους που επιθυμούν να αποτινάξουν τον ζυγό του και να ζήσουν με αξιοπρέπεια και αληθινά ελεύθεροι.


[i] Τάκης Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος κατά της «Τρομοκρατίας» (Γόρδιος, 2003), σελ.247.
[ii] Μαξ Νέττλαου, Ιστορία της Αναρχίας (Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1999), σελ.172.

Friday, October 24, 2008

Οι Αναρχικοί Όπως Εμφανίζονται στην Μυθολογία των ΜΜΕ




Δεν έχει υπάρξει άλλη πολιτική ομάδα στην νεώτερη Ελλάδα που να έχει λοιδορηθεί και να έχει συκοφαντηθεί περισσότερο από αυτή των αναρχικών. Υποψιάζομαι πως με αφορμή τα συγκρουσιακά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην πορεία της 21ης Οκτ., η γνωστή κουστωδία από ειρηνόφιλους ρεφορμιστές, υποτιθέμενους «αγανακτισμένους» πολίτες και θιασώτες του «νόμου και της τάξης», θα λάβει ξανά θέση στο μετερίζι των ελεγχόμενων ΜΜΕ για να αποκηρύξει τους απολίτιστους βαρβάρους που προκάλεσαν επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας. Θα αποκαλέσουν τους αναρχικούς κοινούς εγκληματίες, χούλιγκαν και κουκουλοφόρους των οποίων η δράση στερείται πολιτικού νοήματος. Με μπόλικο λαϊκισμό, θα καταδικάσουν την καταστροφή από μέρους τους «δημόσιας περιουσίας» την οποία «θα κληθεί να πληρώσει ο έλλην φορολογούμενος» (λες και φταίνε οι αναρχικοί που οι φόροι ανεβαίνουν) και θα απαιτήσουν τη λήψη μέτρων από ένα κράτος που αδυνατεί να «προστατεύσει» τους φιλήσυχους πολίτες του από τον εσωτερικό εχθρό.
Το παράδοξο είναι πως όλοι στην Ελλάδα έχουν κατά καιρούς μιλήσει για το αντιεξουσιαστικό κίνημα, εκτός από τα ίδια τα μέλη του. Πράγματι, ο τρόπος που περιγράφονται στα ελληνικά ΜΜΕ οι αναρχικοί θυμίζει τον σκοτεινό τρόπο με τον οποίο απεικονίζονταν οι Ινδιάνοι στα παλαιά «πατριωτικά» αμερικανικά ουέστερν με τον Τζον Ουέιν: βουβές, απρόσωπες μάζες αγρίων που ποτέ δεν μιλούσαν, ποτέ δεν τους δινόταν ο λόγος για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Ήταν ικανοί μόνο να ενσαρκώνουν μια ζωώδη απειλή που έπρεπε να παταχθεί.
Τα επιχειρήματα που επιστρατεύουν οι επικριτές των αναρχικών για να απαξιώσουν τη δράση τους είναι γνωστά. Μιλούν για πωρωμένα εγκληματικά στοιχεία που, στο μέτρο που είναι ικανά για πολιτική δράση, αυτή εξαντλείται στην πρόκληση βίαιων ταραχών, πίσω από την ασφαλή κάλυψη που τους παρέχει η ανωνυμία τους («γνωστοί άγνωστοι» γαρ).
Οι κατηγορίες που υπονοούνται από τα παραπάνω είναι, α) πως οι αντιεξουσιαστές είναι δειλοί, β) πως εκμεταλλεύονται με παρασιτικό τρόπο την «υπεύθυνη» πολιτική δράση άλλων οργανώσεων για να εκτρέψουν τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας προς βίαιες συγκρουσιακές μορφές και γ) πως είναι άτομα χωρίς πολιτική ωριμότητα που δεν εμπνέονται από καμιά πολιτική φιλοσοφία, αλλά απλώς ψάχνουν τρόπο για να εκδηλώσουν την μπερδεμένη νεανική οργή τους (οι περίφημοι «νεαροί» των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων).
Ας δούμε συνοπτικά τα βασικά επιχειρήματα πάνω στα οποία βασίζεται η αντι-αναρχική μυθολογία των ΜΜΕ και ας τα αποδομήσουμε ένα προς ένα:

1) Οι αντιεξουσιαστές είναι ξένα σώματα που «παρεισφρύουν» σε άλλα μπλοκ διαδηλωτών. Αυτό συμβαίνει διότι οι αναρχικοί δεν μπορούν να διαδηλώσουν ελεύθερα. Λόγω ιδεολογίας και διακηρυγμένων πολιτικών στόχων, το αντιεξουσιαστικό κίνημα έχει καταχωρηθεί ως «εσωτερικός εχθρός» από την ολιγαρχία και γίνεται συχνά αποδέκτης βίαιης προληπτικής καταστολής από την αστυνομία. Αν όλοι οι αναρχικοί συγκεντρώνονταν σε ένα ενιαίο μπλοκ για να διαδηλώσουν συντεταγμένα, τότε οι ΜΑΤαδες δεν θα είχαν παρά να δημιουργήσουν έναν κλοιό γύρω από το μπλοκ για να το απομονώσουν και να συλλάβουν τα πιο μαχητικά στοιχεία (όπως έγινε με την επίθεση κατά του μπλοκ της αντιεξουσιαστικής κίνησης στο συλλαλητήριο της 21ης Οκτ). Η διασπορά των αναρχικών στις διαδηλώσεις είναι λοιπόν θέμα τακτικής και απορρέει από το κλίμα τρομοκρατίας που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις και όχι από τον «τυχοδιωκτισμό» των αναρχικών.
2) Οι αναρχικοί κρύβονται πίσω από τις κουκούλες τους. Αυτό συμβαίνει γιατί το αντιεξουσιαστικό κίνημα παρενοχλείται διαρκώς και βρίσκεται υπό καθεστώς μόνιμης παρακολούθησης από τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό. Οι αναρχικοί απλώς προσπαθούν να προστατεύσουν τα προσωπικά δεδομένα τους από τις κάμερες και τους ασφαλίτες που τραβούν συνεχώς φωτογραφίες όσων συμμετέχουν στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.
3) Οι αναρχικοί ευθύνονται πάντα για τα επεισόδια. Ξέχωρα από το ότι η πολιτική βία είναι ηθικά δικαιολογημένη, η πραγματικότητα είναι ότι οι αντιεξουσιαστές τις περισσότερες φορές βρίσκονται σε νόμιμη άμυνα. Η άποψη που καλλιεργείται επιμελώς από τα ΜΜΕ είναι πως οι αναρχικοί έχουν προδιάθεση προς την βία. Τα όργανα καταστολής εκμεταλλεύονται αυτήν την προπαγάνδα για να επιτεθούν απροκάλυπτα στους αναρχικούς, να τους τρομοκρατήσουν και να προβούν σε συλλήψεις, οι οποίες δικαιολογούνται με τη λογική της πρόληψης και αποτροπής επεισοδίων. Ένας μύθος που μετά αναπαράγεται πρόθυμα από τα ΜΜΕ και παρουσιάζεται ως επιβεβλημένη δράση κατά των «ινδιάνων» της πολιτικής.
4) Οι αναρχικοί δεν είναι τίποτα περισσότερο από οργισμένα παιδιά. Όμως πέρασαν οι εποχές που οι αναρχικοί κατέστρεφαν και έκαιγαν αδιακρίτως το κέντρο της Αθήνας. Πλέον η δράση τους απομακρύνεται από χουλιγκανίστικα στερεότυπα και προσιδιάζει τα χαρακτηριστικά της Άμεσης Δράσης. Οι παρεμβάσεις και οι ενέργειες τους είναι καλά μελετημένες, έχουν συμβολική αξία και γι’ αυτό πολλές φορές επιδοκιμάζονται από τον απλό κόσμο που παρακολουθεί. Η πρωτοβουλία των αναρχικών να σπάσουν και να πετάξουν μολότοφ σε υποκ/μα τράπεζας στο Πεδίο του Άρεως κατά την πορεία της 21ης Οκτ. (αφού πρώτα εκκένωσαν την τράπεζα από τους υπαλλήλους), χειροκροτήθηκε από τους παρευρισκόμενους που μάλιστα τους παρακινούσαν να απαλλοτριώσουν και τα χρήματα που υπήρχαν στο ταμείο και να τα μοιράσουν στον κόσμο! Την ίδια αποδοχή έχει από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας η απαλλοτρίωση προϊόντων από τα σουπερμάρκετ και η ελεύθερη διανομή τους στις λαϊκές αγορές.
Η απαλλοτρίωση αγαθών είναι μια πράξη εκτός νόμου, μια μορφή αντίστασης που συνεπάγεται την προσωρινή κατάλυση της έννομης τάξης. Θα πρέπει άραγε να σεβαστούμε το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία και να το τοποθετήσουμε στην πανανθρώπινη κλίμακα αξιών, πάνω από το δικαίωμα του συνταξιούχου (που δεν έχει να πληρώσει το σουπερμάρκετ) στην επιβίωση; Όταν η νομιμότητα προστατεύει την αδικία και ακυρώνει το δικαίωμα στην επιβίωση, δεν είναι ύψιστο καθήκον μας ως ανθρώπινων όντων να την καταργήσουμε; Η νομιμότητα είναι κατασκεύασμα εφήμερο, όπως οι θεσμοί. Όταν ένας θεσμός είναι καταπιεστικός από τη φύση του και δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, τότε πρέπει να τον καταλύσουμε, δια της βίας αν χρειαστεί. Αυτοί που υπερασπίζονται ένα άδικο και τυραννικό κράτος είναι οι πραγματικοί εχθροί του λαού, όχι οι αντιεξουσιαστές.

Sunday, October 5, 2008

Η «Ιδεολογία της Ηρεμίας» και Το Δικαίωμα στην Απεργία


Στην εποχή μας η απεργία θεωρείται μια ξεπερασμένη μορφή βιομηχανικής πάλης. Στο όνομα ενός αφηρημένου ιδεολογικού κατασκευάσματος που αυθαίρετα αποκαλούν "δημόσιο συμφέρον", οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης επιτίθενται στους απεργούς. Τους δυσφημούν και τους διαπομπεύουν όταν μια απεργία γίνεται αισθητή στην κοινωνία, ή απομονώνουν και αποσιωπούν τον αγώνα τους εμποδίζοντας τη διάχυση των ιδεών τους στο κοινωνικό πεδίο. Σε συνθήκες κοινωνικής σύγκρουσης, τα μέλη της πολιτικής ελίτ ενστικτωδώς στρέφονται προς έναν μονοδιάστατο ορισμό του κοινωνικού συμφέροντος που ανάγει την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης σε ύψιστο λειτούργημα της διακυβέρνησης και περιορίζεται αποκλειστικά στην διασφάλιση της «ηρεμίας» των πολιτών. Έτσι παραβλέπουν συνειδητά την υποχρέωση τους να μεριμνούν για την ευημερία του συνόλου και να επαγρυπνούν για την διάσωση των υλικών προϋποθέσεων αυτής της ευημερίας.
Με βάση τον παραπάνω ορισμό, οι απεργοί αντιμετωπίζονται ως αποστάτες, αυτοεξόριστοι από μια υπερταξική αρμονική κοινότητα που θυμίζει έντονα φασιστική κοινωνική ουτοπία και παύουν να αποτελούν και οι ίδιοι τμήμα της κοινωνίας με συγκεκριμένες ανάγκες, αιτήματα και διεκδικήσεις. Η απεργία των νοσοκομειακών υπαλλήλων στη Βρετανική Κολούμπια του Καναδά το 2004 είχε ως άμεση συνέπεια την παρακώλυση της ομαλής λειτουργίας των νοσοκομείων της περιοχής για όσο κράτησαν οι κινητοποιήσεις. Φαινομενικά, ήταν επιβλαβείς για το κοινωνικό σύνολο. Ο στρατηγικός στόχος όμως των κινητοποιήσεων ήταν η αποτροπή του κυβερνητικού προγράμματος ιδιωτικοποίησης του πολιτειακού συστήματος υγείας, η διασφάλιση της δωρεάν ιατρικής περίθαλψης για το σύνολο των πολιτών και η ποιοτική αναβάθμιση των νοσοκομειακών υπηρεσιών μέσω της άρνησης των νοσοκόμων να παρακολουθούν παραπάνω από έξι ασθενείς η κάθε μία.[i] Βραχυπρόθεσμα, η παύση των εργασιών στα νοσοκομεία είχε σαν αποτέλεσμα την διακοπή της παροχής μιας βασικής κοινωνικής υπηρεσίας προς το σύνολο. Μακροπρόθεσμα, απέβλεπε στην διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα αυτών των υπηρεσιών και στην λειτουργική βελτίωση τους. Συνεπώς, η διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης αποτέλεσε προϋπόθεση για την υπεράσπιση του συμφέροντος του συνόλου.
Αυτοί που χάνουν πρώτοι σε μια απεργιακή κινητοποίηση είναι οι ίδιοι οι απεργοί. Συνεπώς, η δυνατότητα ισοσκέλισης των οικονομικών απωλειών που υφίστανται οι απεργοί με ανάλογη διόγκωση του κοινωνικού κόστους που απορρέει από τη διακοπή της εργασίας, συνιστά την αναγκαία συνθήκη για την επιτυχή έκβαση των απεργιακών κινητοποιήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στη Βρετανία, το 1984-5. Παρά το γεγονός ότι η απεργία συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια ολόκληρου του χειμώνα του 1984, οι συνέπειες της δεν έγιναν αισθητές από το σύνολο του κοινωνικού σώματος, αφού το επίκεντρο των κινητοποιήσεων εστιάστηκε στα ορυχεία εξόρυξης λιγνίτη. Όμως, το κάρβουνο είχε πάψει να αποτελεί την πρώτη ύλη για τις περισσότερες από τις υποδομές των βρετανικών υπηρεσιών κοινής ωφελείας όπως η θέρμανση, το σιδηροδρομικό δίκτυο, κλπ. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο χρησιμοποιήθηκαν ως εναλλακτικές πηγές ενέργειας για την τροφοδοσία των παραπάνω εγκαταστάσεων. Έτσι, η παρατεταμένη απεργία στα ορυχεία λιγνίτη δεν είχε επιπτώσεις στη δυνατότητα των βρετανικών νοικοκυριών να έχουν θέρμανση για τον χειμώνα, ή στην ομαλή κίνηση των τραίνων.
Μόνο το εθνικό δίκτυο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθούσε να εξαρτάται από το κάρβουνο για τη λειτουργία των υποσταθμών του. Η κυβέρνηση της Θάτσερ ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία αξιοποιώντας τα στρατηγικά αποθέματα λιγνίτη που είχε συγκεντρώσει προκειμένου να μην επηρεαστεί η λειτουργία των υποσταθμών από το επερχόμενο κύμα βιομηχανικών ταραχών. Έτσι, η μοίρα των ανθρακωρύχων αποσυνδέθηκε από αυτή του κοινωνικού συνόλου. Οι απεργοί βρέθηκαν να δίνουν μια άνιση μάχη και παρά την έμπρακτη στήριξη από φορείς του διεθνούς εργατικού κινήματος, αλλά και την οργάνωση επιτροπών αλληλεγγύης προς τους απεργούς, η απώλεια των εισοδημάτων τους και η αδιάλλακτη στάση του σκληροπυρηνικού Θατσερισμού οδήγησαν ολόκληρες κοινότητες ανθρακωρύχων (ειδικά στη βόρεια Αγγλία) στα πρόθυρα της λιμοκτονίας.
Η εξάλειψη του κοινωνικού κόστους με την έννοια της διασφάλισης της ομαλής ροής των κοινωνικών υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο, καταδίκασε τους απεργούς σε μια ηρωική ήττα και συντέλεσε τα μέγιστα ώστε το άλλοτε ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα των ανθρακωρύχων να οδηγηθεί σε οριστική παρακμή. Ας σημειωθεί εδώ πως το πρόγραμμα της κυβέρνησης για την «μεταρρύθμιση» του ενεργειακού τομέα προέβλεπε την άμεση απόλυση χωρίς αποζημίωση 20.000 εργατών, σε σύνολο 27.000 θέσεων εργασίας. Η απεργία από αυτή την άποψη ήταν επιβεβλημένη επιλογή για τους ανθρακωρύχους που δεν είχαν άλλο τρόπο για να αντιδράσουν.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως δεν υφίσταται απεργιακό κίνημα χωρίς την κοινωνική του διάσταση και ότι η πρόκληση κοινωνικής αναταραχής μέσω της παρακώλυσης του παραγωγικού μηχανισμού αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της απεργίας σαν μεθόδος βιομηχανικής πάλης. Το κοινωνικό σώμα οφείλει να αναλαμβάνει πρόθυμα το κοινωνικό κόστος των κινητοποιήσεων, με αντάλλαγμα την παροχή υποστήριξης από τους κοινωνικούς φορείς στο δικαίωμα του καθενός να απεργεί. Οι πολίτες θα πρέπει να δουν πέρα από την ιδεολογία της ηρεμίας και να συνειδητοποιήσουν πως οι συλλογικοί αγώνες των εργαζομένων στην εποχή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς δεν συνιστούν μεμονωμένα επεισόδια βιομηχανικής ανυπακοής, αλλά τμήματα μιας ενιαίας παγκόσμιας σύγκρουσης ανάμεσα στο πολυεθνικό κεφάλαιο από την μία, και τις κοινωνίες από την άλλη.
Με αυτό δεν προκρίνουμε μια δογματική θεώρηση της απεργίας από το κοινωνικό σώμα ως a priori σωστής και ηθικής επιλογής. Οι γραφειοκρατικές ηγεσίες των νόμιμων συνδικάτων είναι πράγματι αναξιόπιστες, επιρρεπείς σε πολιτική χειραγώγηση και υποκινούμενες από συντεχνιακά συμφέροντα. Όμως το δικαίωμα στην απεργία οφείλει να είναι αυτονόητο και αδιαπραγμάτευτο και ως τέτοιο, να αποτελεί το σημείο αναφοράς για τη διατύπωση μιας ουσιαστικής κριτικής ενάντια στα επίσημα γραφειοκρατικά συνδικάτα. Αντί να συναινούμε σιωπηρά στην κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία, πρέπει να αγωνιστούμε για την ριζική μεταρρύθμιση της εσωτερικής δομής των συνδικάτων, την κατάργηση της ιεραρχίας με σκοπό τον έλεγχο τους από τη βάση και της επέκτασης του νέου συνδικαλιστικού κινήματος στον ιδιωτικό τομέα, μακριά από κομματικές εξαρτήσεις και συντεχνιακές νοοτροπίες. Μόνο τότε μπορεί η απεργία να ξαναγίνει το πανίσχυρο κοινωνικό όπλο που ήταν κάποτε και ο νέος συνδικαλισμός να επιτελέσει κεντρικό ρόλο στα κοινωνικά κινήματα του μέλλοντος.


[i] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε την ομιλία του καθηγητή εργατικών σχέσεων David Camfield στο συνέδριο της δια-επαγγελματικής συνομοσπονδίας της πολιτείας του Κεμπέκ στις 03-06-2008, http://www.newsocialist.org/index.php?id=1625.

Monday, September 15, 2008

Η Ρωσία στον Καύκασο


Ο πόλεμος στον Καύκασο ήταν ουσιαστικά μια αμυντική αντίδραση της Ρωσίας ενάντια στην πίεση που δέχεται η χώρα για να ενσωματωθεί στο διεθνές σύστημα αυτοκρατορικής κυριαρχίας. Για την υπερεθνική ελίτ είναι φανερό πως η ενσωμάτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει με όρους πολιτικής και οικονομικής ισότητας, παραχωρώντας στη Ρωσία το μερίδιο που της αναλογεί στην άσκηση υπερεθνικής εξουσίας, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την μορφή υποδούλωσης της χώρας στα δυτικά οικονομικά συμφέροντα και της υποταγής της στις περιφερειακές πολιτικές δομές της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Στους κόλπους των δυτικών τμημάτων της υπερεθνικής ελίτ η άνοδος της Ρωσικής οικονομικής ιχύος εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως δυνητική απειλή για την κυριαρχία τους, πράγμα που φανερώνει πως το υπερεθνικό σύστημα διακυβέρνησης δεν είναι ουδέτερο ή πλουραλιστικό, ούτε επιδέχεται την ενσωμάτωση νέων πολιτικών δυνάμεων στους ηγετικούς κύκλους του. Οι προθέσεις των αρχαιότερων μελών της ελίτ (της αριστοκρατίας του διεθνούς συστήματος) σε σχέση με την Ρωσική ισχύ, φάνηκαν από την αρχή, όταν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης χρηματοδότησαν και επέβαλλαν στη χώρα μέσω του οργανωμένου διεθνούς σιωνισμού, ένα καθεστώς κλεπτοκρατίας που οδήγησε στη λεηλασία της Ρωσικής οικονομίας από τους Ρωσοεβραίους ολιγάρχες που κυριάρχησαν για μια δεκαετία στη πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου. Η εξαθλίωση της χώρας τροφοδότησε τον ρωσικό εθνικισμό και παρήγαγε ισχυρή εθνικιστική αντίδραση που εκφράστηκε αρχικά άναρχα με την επανάσταση του 1993 και ύστερα στο πεδιό της οργανωμένης πολιτικής, με το φαινόμενο του «Πουτινισμού». Ο Πούτιν πέτυχε να θέσει τους ολιγάρχες υπό έλεγχο και να ανορθώσει την ρωσική οικονομία επανεθνικοποιώντας τους στρατηγικής σημασίας τομείς της ενέργειας και των μεταλλευμάτων, λαμβάνοντας μέτρα για την αύξηση των εισοδημάτων και το νοικοκύρεμα των οικονομικών του κράτους και εκμεταλλευόμενος τον συγκυριακό παράγοντα της ραγδαίας ανόδου της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές.[i] Η σωστή αξιοποίηση των εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών είχε ως αποτέλεσμα η κρατική εταιρεία πετρελαίου Gazprom να αναπτυχθεί ραγδαία και να καταστεί ναυαρχίδα της ρωσικής οικονομικής στρατηγικής για επενδύσεις και επιθετική επέκταση σε αγορές του εξωτερικού. Όμως τα Ρωσικά επενδυτικά πλάνα προσέκρουσαν στην οργανωμένη αντίδραση των εγχώριων ελίτ των ανεπτυγμένων οικονομιών της Δύσης. Στην Βρετανία η εξαγορά κρατικής εταιρείας από την Gazprom ματαιώθηκε με απόφαση του κοινοβουλίου, ενώ στην Ιταλία ο Μπερλουσκόνι δεν επέτρεψε παρόμοια κατάληψη στρατηγικών τμημάτων της εθνικής οικονομιίας από τα ρωσικά συμφέροντα. Οδηγώντας την πολιτική αυτή στη λογική της κατάληξη, ο Βρετανός πρωθυπουργός Gordon Brown εγκατέλειψε κάθε διπλωματικό πρόσχημα πολιτικοποιώντας τις εμπορικές και ενεργειακές συναλλαγές με τη Ρωσία και υποστηρίζοντας πως η Ευρώπη οφείλει να αποβάλλει την εξάρτηση της από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Συμφωνα με τον Brown, η καθ’όλα νόμιμη και αμοιβαία επωφελής ενεργειακή συνεργασία με την Ρωσία πρέπει να εγκαταλειφθεί αφού υπονομεύει τη δυνατότητα της υπερεθνικής ελίτ να επιβάλλει τις απόψεις της και να διαμορφώσει τη Ρωσική πολιτική.[ii]
Με άλλα λόγια, η Ρωσία δεν μπόρεσε να κάνει χρήση των καθιερωμένων κανόνων ανταγωνισμού του ελεύθερου εμπορίου για να επεκτείνει την οικονομική της ισχύ και να κατοχυρώσει την ανάπτυξη της. Η Ρωσία προορίζεται να παίξει τον ρόλο της δεξαμενής ενεργειακών πόρων που θα τροφοδοτεί την παγκόσμια οικονομία και όχι αυτόν του αυτόνομου μέλους της υπερεθνικής ελίτ.[iii] Οι συναλλαγές με τη Ρωσία δεν πρέπει να γίνονται με βάση καθαρά οικονομικές λογικές που διαμορφώνουν τις εμπορικές δοσοληψίες, αλλά να βασίζονται και να καθορίζονται από γεωπολιτικές παραμέτρους ισχύος.
Στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής, η Ρωσία πέτυχε να αναστείλει προσωρινά τη διαδικασία περικύκλωσης της από εχθρικά κρατίδια υποτελή στην Αμερικανική αυτοκρατορία, όπως προβλέπει το αμερικανικό σχέδιο ανάσχεσης της Ρωσικής ισχύος. Με τη στρατιωτική επέμβαση στον Καύκασο, μια σειρά από θεμελιώδεις μύθους που αναφέρονται στον ρόλο της Ρωσίας στον μετα-ψυχροπολεμικό κόσμο καταρρίφθηκαν. Ο μύθος της ανήμπορης Ρωσίας με τις στρατιωτικές υποδομές σε αποσύνθεση, που σκιαγράφησε η Άννα Πολιτκόφσκαγια στο βιβλίο της «Η Ρωσία του Πούτιν», ανετράπη στην πράξη με μια επίδειξη πολεμικής ετοιμότητας και άρτιας στρατιωτικής οργάνωσης απέναντι στον εκπαιδευμένο από τις ΗΠΑ Γεωργιανό στρατό. Η Μόσχα έδειξε πως έχει ανασυγκροτήσει τις ένοπλες δυνάμεις της και διαθέτει πλέον την απτή στρατιωτική ικανότητα για να διεξάγαγει εκστρατείες εκτός συνόρων, να υπερασπίζει τα συμφέροντα της και να υποστηρίζει με την απαραίτητη ισχύ τις διαπραγματευτικές θέσεις που αναπτύσσει στο διεθνές διπλωματικό πεδίο.
Επίσης, καταρρίφθηκε ο μύθος της Ρωσικής πολιτικής ηγεσίας ως πειθήνιου οργάνου των κοσμοπολίτικων κέντρων εξουσίας. Παρά την ενίοτε φλογερή ρητορεία του Βλάντιμιρ Πούτιν, η ρωσική εξωτερική πολιτική μέχρι τώρα δεν είχε κάποιο σημείο αναφοράς που να αναδεικνύει την αυτοτέλεια της έναντι του δυτικού προγράμματος για παγκόσμια διακυβέρνηση. Η στάση της Μόσχας στο ζήτημα το Κοσσόβου ήταν θαρραλέα, αλλά φορτισμένη με αρνητικό περιεχόμενο. Απέβλεπε στο να αποτρέψει μια εξέλιξη, την οποία τελικά απέτυχε να εμποδίσει. Με την εκστρατεία αντιποίνων που ανέλαβε έναντια στη Γεωργία και τη συνακόλουθη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Οσεττίας και της Αμπχαζίας, η ρωσική διπλωματία δείχνει ότι ίσως να μην μπόρεσε να παίξει ρόλο εγγυητή της εδαφικής ακεραιότητας της Σερβίας, αλλά είναι ικανή να χρησιμοποιήσει το νομικό προηγούμενο που επέφερε η βίαιη απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου για να παράξει νομικές εξελίξεις στην περιφερειακή σφαίρα συμφερόντων της. Μπορεί κανείς να πει πως η αναγκαία συνθήκη για την ανασύσταση αυτής της σφαίρας περιφερειακής κυριαρχίας ήταν η ικανότητα προβολής της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος στο εξωτερικό. Η ικανή συνθήκη ήταν η αναγνώριση της ανεξαρτησίας των δύο επαναστατημένων επαρχιών της Γεωργίας.
Πρέπει εδω να σημειωθεί πως οι βασικοί στόχοι της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής δεν αφορούν την ριζική αναμόρφωση του διεθνούς συστήματος κυριαρχίας, αλλά έχουν καθαρά ρεαλιστική, περιφερειακή διάσταση.[iv] Με άλλα λόγια, δεν θα πρέπει να αναμένουμε μια αποκατάσταση του διπολικού συστήματος ισορροπίας δυνάμεων, ούτε την ανάδειξη της Ρωσίας σε αντίπαλο δέος των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή, αφού εξέλειπαν οι προϋποθέσεις για μια τέτοια διαρκή αντιπαλότητα. Δηλαδή, δεν υπάρχει στη Ρωσία ένα διαφορετικό κοινωνικό σύστημα όπως κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, η ενσωμάτωση της χώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς προχωρά με γοργούς ρυθμούς, ενώ η Ρωσία δεν διακατέχεται πλέον από τη φιλοδοξία ή τη γεωπολιτική αναγκαιότητα δημιουργίας ενός πλανητικού συνασπισμού δυνάμεων, ενός διακριτού πολιτικο-οικονομικού μπλοκ που θα αποτελεί ασπίδα για τα Ρωσικά συμφέροντα στο εξωτερικό και θα είναι συνδεδεμένο με την επιβίωση του καθεστώτος στο εσωτερικό. Αυτό που επιθυμεί η Μόσχα είναι η επαναφορά της στο καθεστώς της περιφερειακής υπερδύναμης, σε αντίθεση με τις πλανητικές αυτοκρατορικές επιδιώξεις των ΗΠΑ, που μέχρι και ο φιλελεύθερος υποψήφιος για την προεδρία Μπάρακ Ομπάμα, εσχάτως έσπευσε να υιοθετήσει.[v]
Η ικανότητα της να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στο διεθνές σύστημα υπερεθνικής διακυβέρνησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητα της να σφυρηλατεί διακρατικές συμμαχίες και να δρα σε συνάρτηση με άλλες δυνάμεις στο διεθνή πολιτικό στίβο (Κίνα, Ε.Ε., Ινδία). Όμως, ενώ οι ελίτ των ανεπτυγμένων οικονομιών της Δύσης είναι πλήρως ενσωματωμένες στις δομές της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και ακολουθούν μια αποεθνικοποιημένη εξωτερική πολιτική που έχει συνδέσει οργανικά τις επιδιώξεις της με την απόπειρα οικοδόμησης μιας απο-εδαφικοποιημένης, κοσμοπολίτικης καπιταλιστικής αυτοκρατορίας (π.χ. τα κράτη της Ε.Ε.), οι θεμελιώδεις επιδιώξεις της εθνικιστικής ρωσικής οικονομικής ελίτ στο εξωτερικό παραμένουν εξαρτημένες από παραδοσιακές γεωπολιτικές παραμέτρους και γι' αυτό έρχονται σε σύγκρουση με πολλές πτυχές του αυτοκρατορικού εγχειρήματος. Γι'αυτό θα πρέπει να αναμένουμε ότι τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, η πολιτική της Μόσχας στα διεθνή πολιτικά φόρα θα επικεντρωθεί στην σύναψη πολιτικών συμμαχιών με εκείνες τις οικονομικοπολιτικές ελίτ που διαπνέονται από παρόμοιο εθνικιστικό πνεύμα (Λατινική Αμερική, Κίνα, Ιράν).
Αυτό δεν σημαίνει πως η Ρωσία θα επιδιώξει να έλθει σε καθολική ρήξη με την Ε.Ε. Σε αυτό το πνεύμα οφείλουμε να ερμηνεύσουμε την μη-παραβίαση, σε γενικές γραμμές, από το Κρεμλίνο των στρατιωτικών συμβάσεων που διέπουν τις "ανθρωπιστικές" στρατιωτικές επεμβάσεις σε ότι αφορά τον τρόπο που διεξήγαγε την εκστρατεία στον Καύκασο (ο βομβαρδισμός αμάχων στο Γκόρι δεν διαφέρει σε τίποτα από τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς αμάχων στη Σερβία το 1999), καθώς και τον σεβασμό που επέδειξε το ρωσικό γενικό επιτελείο στις επικοινωνιακές νόρμες διεξαγωγής του σύγχρονου ιδεολογικού πολέμου (τακτική ενημέρωση ξένων ανταποκριτών μέσω συνεντεύξεων τύπου στα πρότυπα του αμερικανικού στρατού, κατηγορίες για γενοκτονία των Οσέτιων, διαχωρισμός της εχθρικής κυβέρνησης Σαακασβίλι από τον Γεωργιανό λαό, κλπ.). Όμως οι σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρώπη θα εξετάζονται πλέον κατά περίπτωση, μέχρι να μπορέσει η Μόσχα να δημιουργήσει ένα φιλορωσικό μπλοκ εντός της Ε.Ε. που θα ανατρέψει την υφιστάμενη θεσμική ισορροπία δυνάμεων και θα αποσπάσει την Ευρώπη από την Αμερικανική ηγεμονική επιρροή.
Όπως προείπαμε, η Ρωσία δεν επιθυμεί τη διεθνή απομόνωση της, αλλά την εισδοχή της με ίσους όρους στη λέσχη των μεγάλων «πολιτισμένων» κρατών. Γι’αυτό και ουδέποτε αποπειράθηκε να καταλάβει την Γεωργιανή πρωτεύουσα Τιφλίδα, ή να εγκαθιδρύσει μόνιμη στρατιωτική κατοχή στη χώρα. Σε ότι αφορά το «εγγύς εξωτερικό», θεμελιώδης αρχή της πολιτικής της Μόσχας είναι η ανατροπή των φιλοαμερικανικών κυβερνήσεων που προέκυψαν από τις «έγχρωμες επαναστάσεις» που επιβλήθηκαν έξωθεν σε Γεωργία και Ουκρανία και η ενσωμάτωση αυτών των χωρών σε ένα ρωσοκεντρικό περιφερειακό σύστημα. Απαραίτητο στοιχείο αυτής της πολιτικής είναι η ανάδειξη του πολύπλευρου κόστους της φιλοαμερικανικής επιλογής, καθώς και της απόλυτης αδυναμίας της Ουάσινγκτον να προστατέψει τα υποτελή αντιρωσικά καθεστώτα σαν αυτό του Σαακασβίλι.
Στην περίπτωση της Γεωργίας, η μονομερής κήρυξη ανεξαρτησίας από Αμπχαζία και Οσετία και η διπλωματική αναγνώριση τους από την Μόσχα, είχε ακριβώς τον στόχο να καταστήσει τον Σαακασβίλι υπόλογο για την απώλεια εθνικών εδαφών και μέσω αυτής της αποτυχίας να δώσει πολιτική ώθηση στα αντιπολιτευόμενα κόμματα που θα προκύψουν από την κρίση. Σε καιρό πολέμου, τα κόμματα αυτά είναι αναγκασμένα να συνταχτούν με τον γεωργιανό σοβινισμό και να παράσχουν υποστήριξη στην πολιορκούμενη «εθνική» κυβέρνηση. Όταν όμως ο ορυμαγδός της σύγκρουσης καταλαγιάσει, το αδιαμφισβήτητο γεγονός θα είναι πως η Γεωργία απώλεσε οριστικά δύο επαρχίες της χάρη στους λεονταρισμούς του Σαακασβίλι, πράγμα που σίγουρα θα επηρρεάσει τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας. Άλλωστε, όπου υπάρχουν οι προϋποθέσεις, η Ρωσία αναμένεται να επιδιώξει την ανασύσταση της σφαίρας επιρροής της με πολιτικά μέσα και όχι μέσω πολυέξοδων και αντπαραγωγικών στρατιωτικών επεμβάσεων.


[i] Όπως αναφέρει ο Άλεξ Καλλίνικος, η Ρωσία είναι αυτή τη στιγμή τρίτη στον κόσμο σε ότι αφορά το μέγεθος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της, με 581 δισεκατομμύρια δολάρια. Στο Α. Καλλίνικος, Aλλη μια ήττα για Mπους – Tσένεϊ, http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=903735.
[ii] «Σε κανένα έθνος δεν μπορεί να επιτραπεί να έχει το μονοπώλιο πάνω στις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης και τα γεγονότα του Αυγούστου έδειξαν πόσο σημαντική είναι η προσπάθεια για διαφοροποίηση στην παροχή των ενεργειακών μας πόρων [...] Χωρίς να το καταλάβουμε ρισκάρουμε να αφεθούμε σε μια σχέση ενεργειακής εξάρτησης από ασταθείς και αναξιόπιστους εταίρους». Στο Russia will not hold us to ransom – Brown, The Observer, http://www.guardian.co.uk/politics/2008/aug/31/gordonbrown.russia .

[iii] Γράφει ο Μπράουν, «Πιστεύω πως η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια επιλογή σε ότι αφορά τη φύση των ευθυνών που την βαρύνουν ως ένα ηγετικό και αξιοσεβαστο μέλος της διεθνούς κοινότητας. Το μήνυμα μου προς τη Ρωσία είναι απλό: εάν θέλετε να είστε ευπρόσδεκτοι στο τραπέζι των αποφάσεων σε κορυφαίες οργανώσεις όπως το G8, ο ΟΑΣΑ και ο ΠΟΕ, θα πρέπει να δεχτείτε ότι από τα δικαιώματα απορρέουν και υποχρεώσεις. Θέλουμε η Ρωσία να είναι ένας καλός εταίρος στο G8 και σε άλλες οργανώσεις, αλλά δεν μπορεί να επιλέγει ποιους κανόνες θέλει να ακολουθήσει». Στο G. Brown, This is how we will stand up to Russia's naked aggression, The Observer, 31-08-2008.
[iv] Όπως γράφει ο επίτιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του Παν/μιου του Πρίνστον και ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη, «Η ρωσική συμπεριφορά φαίνεται κυρίως να υποκινείται από μια παραδοσιακά περιορισμένη «χωροταξικά» προσπάθεια για την εγκαθίδρυση μιας φιλικής και σταθερής από άποψη ασφάλειας ζώνης σε χώρες κοντά στα σύνορα της». Στο R. Falk, Μια Αποτίμηση της Κρίσης στη Γεώργια, Ελευθεροτυπία, 31-08-2008.
[v] Για τις προεκλογικές μεταλλάξεις του Ομπάμα και την υιοθέτηση από μέρους του των βασικών θέσεων που βρίσκονται στον πυρήνα της αυτοκρατορικής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, βλ. S. Halimi, Η Προεκλογική Μετάλλαξη του Δημοκρατικού Ομπάμα, Ελευθεροτυπία, 31-08-2008. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν τη λογική μιας παγκόσμιας ‘αυτοκρατορίας’, έναντι της ρωσικής επιδίωξης μιας περιορισμένης ‘περιφερειακής’ σφαίρας συμφερόντων. Όπως γράφει ο Falk, «Αν λάβουμε υπόψη αυτές τις προσεγγίσεις καταλαβαίνουμε οτι η Γεωργία εμπίπτει επικίνδυνα στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί πεδίο μάχης για την αμερικανική προσπάθεια οικοδόμησης μιας άτυπης παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Ολόκληρος ο κόσμος είναι για την Ουάσινγκτον ‘εγγυς εξωτερικό’», ibid.