Στην εποχή μας η απεργία θεωρείται μια ξεπερασμένη μορφή βιομηχανικής πάλης. Στο όνομα ενός αφηρημένου ιδεολογικού κατασκευάσματος που αυθαίρετα αποκαλούν "δημόσιο συμφέρον", οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης επιτίθενται στους απεργούς. Τους δυσφημούν και τους διαπομπεύουν όταν μια απεργία γίνεται αισθητή στην κοινωνία, ή απομονώνουν και αποσιωπούν τον αγώνα τους εμποδίζοντας τη διάχυση των ιδεών τους στο κοινωνικό πεδίο. Σε συνθήκες κοινωνικής σύγκρουσης, τα μέλη της πολιτικής ελίτ ενστικτωδώς στρέφονται προς έναν μονοδιάστατο ορισμό του κοινωνικού συμφέροντος που ανάγει την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης σε ύψιστο λειτούργημα της διακυβέρνησης και περιορίζεται αποκλειστικά στην διασφάλιση της «ηρεμίας» των πολιτών. Έτσι παραβλέπουν συνειδητά την υποχρέωση τους να μεριμνούν για την ευημερία του συνόλου και να επαγρυπνούν για την διάσωση των υλικών προϋποθέσεων αυτής της ευημερίας.
Με βάση τον παραπάνω ορισμό, οι απεργοί αντιμετωπίζονται ως αποστάτες, αυτοεξόριστοι από μια υπερταξική αρμονική κοινότητα που θυμίζει έντονα φασιστική κοινωνική ουτοπία και παύουν να αποτελούν και οι ίδιοι τμήμα της κοινωνίας με συγκεκριμένες ανάγκες, αιτήματα και διεκδικήσεις. Η απεργία των νοσοκομειακών υπαλλήλων στη Βρετανική Κολούμπια του Καναδά το 2004 είχε ως άμεση συνέπεια την παρακώλυση της ομαλής λειτουργίας των νοσοκομείων της περιοχής για όσο κράτησαν οι κινητοποιήσεις. Φαινομενικά, ήταν επιβλαβείς για το κοινωνικό σύνολο. Ο στρατηγικός στόχος όμως των κινητοποιήσεων ήταν η αποτροπή του κυβερνητικού προγράμματος ιδιωτικοποίησης του πολιτειακού συστήματος υγείας, η διασφάλιση της δωρεάν ιατρικής περίθαλψης για το σύνολο των πολιτών και η ποιοτική αναβάθμιση των νοσοκομειακών υπηρεσιών μέσω της άρνησης των νοσοκόμων να παρακολουθούν παραπάνω από έξι ασθενείς η κάθε μία.[i] Βραχυπρόθεσμα, η παύση των εργασιών στα νοσοκομεία είχε σαν αποτέλεσμα την διακοπή της παροχής μιας βασικής κοινωνικής υπηρεσίας προς το σύνολο. Μακροπρόθεσμα, απέβλεπε στην διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα αυτών των υπηρεσιών και στην λειτουργική βελτίωση τους. Συνεπώς, η διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης αποτέλεσε προϋπόθεση για την υπεράσπιση του συμφέροντος του συνόλου.
Αυτοί που χάνουν πρώτοι σε μια απεργιακή κινητοποίηση είναι οι ίδιοι οι απεργοί. Συνεπώς, η δυνατότητα ισοσκέλισης των οικονομικών απωλειών που υφίστανται οι απεργοί με ανάλογη διόγκωση του κοινωνικού κόστους που απορρέει από τη διακοπή της εργασίας, συνιστά την αναγκαία συνθήκη για την επιτυχή έκβαση των απεργιακών κινητοποιήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στη Βρετανία, το 1984-5. Παρά το γεγονός ότι η απεργία συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια ολόκληρου του χειμώνα του 1984, οι συνέπειες της δεν έγιναν αισθητές από το σύνολο του κοινωνικού σώματος, αφού το επίκεντρο των κινητοποιήσεων εστιάστηκε στα ορυχεία εξόρυξης λιγνίτη. Όμως, το κάρβουνο είχε πάψει να αποτελεί την πρώτη ύλη για τις περισσότερες από τις υποδομές των βρετανικών υπηρεσιών κοινής ωφελείας όπως η θέρμανση, το σιδηροδρομικό δίκτυο, κλπ. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο χρησιμοποιήθηκαν ως εναλλακτικές πηγές ενέργειας για την τροφοδοσία των παραπάνω εγκαταστάσεων. Έτσι, η παρατεταμένη απεργία στα ορυχεία λιγνίτη δεν είχε επιπτώσεις στη δυνατότητα των βρετανικών νοικοκυριών να έχουν θέρμανση για τον χειμώνα, ή στην ομαλή κίνηση των τραίνων.
Μόνο το εθνικό δίκτυο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθούσε να εξαρτάται από το κάρβουνο για τη λειτουργία των υποσταθμών του. Η κυβέρνηση της Θάτσερ ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία αξιοποιώντας τα στρατηγικά αποθέματα λιγνίτη που είχε συγκεντρώσει προκειμένου να μην επηρεαστεί η λειτουργία των υποσταθμών από το επερχόμενο κύμα βιομηχανικών ταραχών. Έτσι, η μοίρα των ανθρακωρύχων αποσυνδέθηκε από αυτή του κοινωνικού συνόλου. Οι απεργοί βρέθηκαν να δίνουν μια άνιση μάχη και παρά την έμπρακτη στήριξη από φορείς του διεθνούς εργατικού κινήματος, αλλά και την οργάνωση επιτροπών αλληλεγγύης προς τους απεργούς, η απώλεια των εισοδημάτων τους και η αδιάλλακτη στάση του σκληροπυρηνικού Θατσερισμού οδήγησαν ολόκληρες κοινότητες ανθρακωρύχων (ειδικά στη βόρεια Αγγλία) στα πρόθυρα της λιμοκτονίας.
Η εξάλειψη του κοινωνικού κόστους με την έννοια της διασφάλισης της ομαλής ροής των κοινωνικών υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο, καταδίκασε τους απεργούς σε μια ηρωική ήττα και συντέλεσε τα μέγιστα ώστε το άλλοτε ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα των ανθρακωρύχων να οδηγηθεί σε οριστική παρακμή. Ας σημειωθεί εδώ πως το πρόγραμμα της κυβέρνησης για την «μεταρρύθμιση» του ενεργειακού τομέα προέβλεπε την άμεση απόλυση χωρίς αποζημίωση 20.000 εργατών, σε σύνολο 27.000 θέσεων εργασίας. Η απεργία από αυτή την άποψη ήταν επιβεβλημένη επιλογή για τους ανθρακωρύχους που δεν είχαν άλλο τρόπο για να αντιδράσουν.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως δεν υφίσταται απεργιακό κίνημα χωρίς την κοινωνική του διάσταση και ότι η πρόκληση κοινωνικής αναταραχής μέσω της παρακώλυσης του παραγωγικού μηχανισμού αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της απεργίας σαν μεθόδος βιομηχανικής πάλης. Το κοινωνικό σώμα οφείλει να αναλαμβάνει πρόθυμα το κοινωνικό κόστος των κινητοποιήσεων, με αντάλλαγμα την παροχή υποστήριξης από τους κοινωνικούς φορείς στο δικαίωμα του καθενός να απεργεί. Οι πολίτες θα πρέπει να δουν πέρα από την ιδεολογία της ηρεμίας και να συνειδητοποιήσουν πως οι συλλογικοί αγώνες των εργαζομένων στην εποχή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς δεν συνιστούν μεμονωμένα επεισόδια βιομηχανικής ανυπακοής, αλλά τμήματα μιας ενιαίας παγκόσμιας σύγκρουσης ανάμεσα στο πολυεθνικό κεφάλαιο από την μία, και τις κοινωνίες από την άλλη.
Με αυτό δεν προκρίνουμε μια δογματική θεώρηση της απεργίας από το κοινωνικό σώμα ως a priori σωστής και ηθικής επιλογής. Οι γραφειοκρατικές ηγεσίες των νόμιμων συνδικάτων είναι πράγματι αναξιόπιστες, επιρρεπείς σε πολιτική χειραγώγηση και υποκινούμενες από συντεχνιακά συμφέροντα. Όμως το δικαίωμα στην απεργία οφείλει να είναι αυτονόητο και αδιαπραγμάτευτο και ως τέτοιο, να αποτελεί το σημείο αναφοράς για τη διατύπωση μιας ουσιαστικής κριτικής ενάντια στα επίσημα γραφειοκρατικά συνδικάτα. Αντί να συναινούμε σιωπηρά στην κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία, πρέπει να αγωνιστούμε για την ριζική μεταρρύθμιση της εσωτερικής δομής των συνδικάτων, την κατάργηση της ιεραρχίας με σκοπό τον έλεγχο τους από τη βάση και της επέκτασης του νέου συνδικαλιστικού κινήματος στον ιδιωτικό τομέα, μακριά από κομματικές εξαρτήσεις και συντεχνιακές νοοτροπίες. Μόνο τότε μπορεί η απεργία να ξαναγίνει το πανίσχυρο κοινωνικό όπλο που ήταν κάποτε και ο νέος συνδικαλισμός να επιτελέσει κεντρικό ρόλο στα κοινωνικά κινήματα του μέλλοντος.
Με βάση τον παραπάνω ορισμό, οι απεργοί αντιμετωπίζονται ως αποστάτες, αυτοεξόριστοι από μια υπερταξική αρμονική κοινότητα που θυμίζει έντονα φασιστική κοινωνική ουτοπία και παύουν να αποτελούν και οι ίδιοι τμήμα της κοινωνίας με συγκεκριμένες ανάγκες, αιτήματα και διεκδικήσεις. Η απεργία των νοσοκομειακών υπαλλήλων στη Βρετανική Κολούμπια του Καναδά το 2004 είχε ως άμεση συνέπεια την παρακώλυση της ομαλής λειτουργίας των νοσοκομείων της περιοχής για όσο κράτησαν οι κινητοποιήσεις. Φαινομενικά, ήταν επιβλαβείς για το κοινωνικό σύνολο. Ο στρατηγικός στόχος όμως των κινητοποιήσεων ήταν η αποτροπή του κυβερνητικού προγράμματος ιδιωτικοποίησης του πολιτειακού συστήματος υγείας, η διασφάλιση της δωρεάν ιατρικής περίθαλψης για το σύνολο των πολιτών και η ποιοτική αναβάθμιση των νοσοκομειακών υπηρεσιών μέσω της άρνησης των νοσοκόμων να παρακολουθούν παραπάνω από έξι ασθενείς η κάθε μία.[i] Βραχυπρόθεσμα, η παύση των εργασιών στα νοσοκομεία είχε σαν αποτέλεσμα την διακοπή της παροχής μιας βασικής κοινωνικής υπηρεσίας προς το σύνολο. Μακροπρόθεσμα, απέβλεπε στην διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα αυτών των υπηρεσιών και στην λειτουργική βελτίωση τους. Συνεπώς, η διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης αποτέλεσε προϋπόθεση για την υπεράσπιση του συμφέροντος του συνόλου.
Αυτοί που χάνουν πρώτοι σε μια απεργιακή κινητοποίηση είναι οι ίδιοι οι απεργοί. Συνεπώς, η δυνατότητα ισοσκέλισης των οικονομικών απωλειών που υφίστανται οι απεργοί με ανάλογη διόγκωση του κοινωνικού κόστους που απορρέει από τη διακοπή της εργασίας, συνιστά την αναγκαία συνθήκη για την επιτυχή έκβαση των απεργιακών κινητοποιήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στη Βρετανία, το 1984-5. Παρά το γεγονός ότι η απεργία συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια ολόκληρου του χειμώνα του 1984, οι συνέπειες της δεν έγιναν αισθητές από το σύνολο του κοινωνικού σώματος, αφού το επίκεντρο των κινητοποιήσεων εστιάστηκε στα ορυχεία εξόρυξης λιγνίτη. Όμως, το κάρβουνο είχε πάψει να αποτελεί την πρώτη ύλη για τις περισσότερες από τις υποδομές των βρετανικών υπηρεσιών κοινής ωφελείας όπως η θέρμανση, το σιδηροδρομικό δίκτυο, κλπ. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο χρησιμοποιήθηκαν ως εναλλακτικές πηγές ενέργειας για την τροφοδοσία των παραπάνω εγκαταστάσεων. Έτσι, η παρατεταμένη απεργία στα ορυχεία λιγνίτη δεν είχε επιπτώσεις στη δυνατότητα των βρετανικών νοικοκυριών να έχουν θέρμανση για τον χειμώνα, ή στην ομαλή κίνηση των τραίνων.
Μόνο το εθνικό δίκτυο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθούσε να εξαρτάται από το κάρβουνο για τη λειτουργία των υποσταθμών του. Η κυβέρνηση της Θάτσερ ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία αξιοποιώντας τα στρατηγικά αποθέματα λιγνίτη που είχε συγκεντρώσει προκειμένου να μην επηρεαστεί η λειτουργία των υποσταθμών από το επερχόμενο κύμα βιομηχανικών ταραχών. Έτσι, η μοίρα των ανθρακωρύχων αποσυνδέθηκε από αυτή του κοινωνικού συνόλου. Οι απεργοί βρέθηκαν να δίνουν μια άνιση μάχη και παρά την έμπρακτη στήριξη από φορείς του διεθνούς εργατικού κινήματος, αλλά και την οργάνωση επιτροπών αλληλεγγύης προς τους απεργούς, η απώλεια των εισοδημάτων τους και η αδιάλλακτη στάση του σκληροπυρηνικού Θατσερισμού οδήγησαν ολόκληρες κοινότητες ανθρακωρύχων (ειδικά στη βόρεια Αγγλία) στα πρόθυρα της λιμοκτονίας.
Η εξάλειψη του κοινωνικού κόστους με την έννοια της διασφάλισης της ομαλής ροής των κοινωνικών υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο, καταδίκασε τους απεργούς σε μια ηρωική ήττα και συντέλεσε τα μέγιστα ώστε το άλλοτε ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα των ανθρακωρύχων να οδηγηθεί σε οριστική παρακμή. Ας σημειωθεί εδώ πως το πρόγραμμα της κυβέρνησης για την «μεταρρύθμιση» του ενεργειακού τομέα προέβλεπε την άμεση απόλυση χωρίς αποζημίωση 20.000 εργατών, σε σύνολο 27.000 θέσεων εργασίας. Η απεργία από αυτή την άποψη ήταν επιβεβλημένη επιλογή για τους ανθρακωρύχους που δεν είχαν άλλο τρόπο για να αντιδράσουν.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως δεν υφίσταται απεργιακό κίνημα χωρίς την κοινωνική του διάσταση και ότι η πρόκληση κοινωνικής αναταραχής μέσω της παρακώλυσης του παραγωγικού μηχανισμού αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της απεργίας σαν μεθόδος βιομηχανικής πάλης. Το κοινωνικό σώμα οφείλει να αναλαμβάνει πρόθυμα το κοινωνικό κόστος των κινητοποιήσεων, με αντάλλαγμα την παροχή υποστήριξης από τους κοινωνικούς φορείς στο δικαίωμα του καθενός να απεργεί. Οι πολίτες θα πρέπει να δουν πέρα από την ιδεολογία της ηρεμίας και να συνειδητοποιήσουν πως οι συλλογικοί αγώνες των εργαζομένων στην εποχή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς δεν συνιστούν μεμονωμένα επεισόδια βιομηχανικής ανυπακοής, αλλά τμήματα μιας ενιαίας παγκόσμιας σύγκρουσης ανάμεσα στο πολυεθνικό κεφάλαιο από την μία, και τις κοινωνίες από την άλλη.
Με αυτό δεν προκρίνουμε μια δογματική θεώρηση της απεργίας από το κοινωνικό σώμα ως a priori σωστής και ηθικής επιλογής. Οι γραφειοκρατικές ηγεσίες των νόμιμων συνδικάτων είναι πράγματι αναξιόπιστες, επιρρεπείς σε πολιτική χειραγώγηση και υποκινούμενες από συντεχνιακά συμφέροντα. Όμως το δικαίωμα στην απεργία οφείλει να είναι αυτονόητο και αδιαπραγμάτευτο και ως τέτοιο, να αποτελεί το σημείο αναφοράς για τη διατύπωση μιας ουσιαστικής κριτικής ενάντια στα επίσημα γραφειοκρατικά συνδικάτα. Αντί να συναινούμε σιωπηρά στην κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία, πρέπει να αγωνιστούμε για την ριζική μεταρρύθμιση της εσωτερικής δομής των συνδικάτων, την κατάργηση της ιεραρχίας με σκοπό τον έλεγχο τους από τη βάση και της επέκτασης του νέου συνδικαλιστικού κινήματος στον ιδιωτικό τομέα, μακριά από κομματικές εξαρτήσεις και συντεχνιακές νοοτροπίες. Μόνο τότε μπορεί η απεργία να ξαναγίνει το πανίσχυρο κοινωνικό όπλο που ήταν κάποτε και ο νέος συνδικαλισμός να επιτελέσει κεντρικό ρόλο στα κοινωνικά κινήματα του μέλλοντος.
[i] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε την ομιλία του καθηγητή εργατικών σχέσεων David Camfield στο συνέδριο της δια-επαγγελματικής συνομοσπονδίας της πολιτείας του Κεμπέκ στις 03-06-2008, http://www.newsocialist.org/index.php?id=1625.
No comments:
Post a Comment