Monday, September 15, 2008

Η Ρωσία στον Καύκασο


Ο πόλεμος στον Καύκασο ήταν ουσιαστικά μια αμυντική αντίδραση της Ρωσίας ενάντια στην πίεση που δέχεται η χώρα για να ενσωματωθεί στο διεθνές σύστημα αυτοκρατορικής κυριαρχίας. Για την υπερεθνική ελίτ είναι φανερό πως η ενσωμάτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει με όρους πολιτικής και οικονομικής ισότητας, παραχωρώντας στη Ρωσία το μερίδιο που της αναλογεί στην άσκηση υπερεθνικής εξουσίας, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την μορφή υποδούλωσης της χώρας στα δυτικά οικονομικά συμφέροντα και της υποταγής της στις περιφερειακές πολιτικές δομές της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Στους κόλπους των δυτικών τμημάτων της υπερεθνικής ελίτ η άνοδος της Ρωσικής οικονομικής ιχύος εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως δυνητική απειλή για την κυριαρχία τους, πράγμα που φανερώνει πως το υπερεθνικό σύστημα διακυβέρνησης δεν είναι ουδέτερο ή πλουραλιστικό, ούτε επιδέχεται την ενσωμάτωση νέων πολιτικών δυνάμεων στους ηγετικούς κύκλους του. Οι προθέσεις των αρχαιότερων μελών της ελίτ (της αριστοκρατίας του διεθνούς συστήματος) σε σχέση με την Ρωσική ισχύ, φάνηκαν από την αρχή, όταν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης χρηματοδότησαν και επέβαλλαν στη χώρα μέσω του οργανωμένου διεθνούς σιωνισμού, ένα καθεστώς κλεπτοκρατίας που οδήγησε στη λεηλασία της Ρωσικής οικονομίας από τους Ρωσοεβραίους ολιγάρχες που κυριάρχησαν για μια δεκαετία στη πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου. Η εξαθλίωση της χώρας τροφοδότησε τον ρωσικό εθνικισμό και παρήγαγε ισχυρή εθνικιστική αντίδραση που εκφράστηκε αρχικά άναρχα με την επανάσταση του 1993 και ύστερα στο πεδιό της οργανωμένης πολιτικής, με το φαινόμενο του «Πουτινισμού». Ο Πούτιν πέτυχε να θέσει τους ολιγάρχες υπό έλεγχο και να ανορθώσει την ρωσική οικονομία επανεθνικοποιώντας τους στρατηγικής σημασίας τομείς της ενέργειας και των μεταλλευμάτων, λαμβάνοντας μέτρα για την αύξηση των εισοδημάτων και το νοικοκύρεμα των οικονομικών του κράτους και εκμεταλλευόμενος τον συγκυριακό παράγοντα της ραγδαίας ανόδου της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές.[i] Η σωστή αξιοποίηση των εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών είχε ως αποτέλεσμα η κρατική εταιρεία πετρελαίου Gazprom να αναπτυχθεί ραγδαία και να καταστεί ναυαρχίδα της ρωσικής οικονομικής στρατηγικής για επενδύσεις και επιθετική επέκταση σε αγορές του εξωτερικού. Όμως τα Ρωσικά επενδυτικά πλάνα προσέκρουσαν στην οργανωμένη αντίδραση των εγχώριων ελίτ των ανεπτυγμένων οικονομιών της Δύσης. Στην Βρετανία η εξαγορά κρατικής εταιρείας από την Gazprom ματαιώθηκε με απόφαση του κοινοβουλίου, ενώ στην Ιταλία ο Μπερλουσκόνι δεν επέτρεψε παρόμοια κατάληψη στρατηγικών τμημάτων της εθνικής οικονομιίας από τα ρωσικά συμφέροντα. Οδηγώντας την πολιτική αυτή στη λογική της κατάληξη, ο Βρετανός πρωθυπουργός Gordon Brown εγκατέλειψε κάθε διπλωματικό πρόσχημα πολιτικοποιώντας τις εμπορικές και ενεργειακές συναλλαγές με τη Ρωσία και υποστηρίζοντας πως η Ευρώπη οφείλει να αποβάλλει την εξάρτηση της από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Συμφωνα με τον Brown, η καθ’όλα νόμιμη και αμοιβαία επωφελής ενεργειακή συνεργασία με την Ρωσία πρέπει να εγκαταλειφθεί αφού υπονομεύει τη δυνατότητα της υπερεθνικής ελίτ να επιβάλλει τις απόψεις της και να διαμορφώσει τη Ρωσική πολιτική.[ii]
Με άλλα λόγια, η Ρωσία δεν μπόρεσε να κάνει χρήση των καθιερωμένων κανόνων ανταγωνισμού του ελεύθερου εμπορίου για να επεκτείνει την οικονομική της ισχύ και να κατοχυρώσει την ανάπτυξη της. Η Ρωσία προορίζεται να παίξει τον ρόλο της δεξαμενής ενεργειακών πόρων που θα τροφοδοτεί την παγκόσμια οικονομία και όχι αυτόν του αυτόνομου μέλους της υπερεθνικής ελίτ.[iii] Οι συναλλαγές με τη Ρωσία δεν πρέπει να γίνονται με βάση καθαρά οικονομικές λογικές που διαμορφώνουν τις εμπορικές δοσοληψίες, αλλά να βασίζονται και να καθορίζονται από γεωπολιτικές παραμέτρους ισχύος.
Στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής, η Ρωσία πέτυχε να αναστείλει προσωρινά τη διαδικασία περικύκλωσης της από εχθρικά κρατίδια υποτελή στην Αμερικανική αυτοκρατορία, όπως προβλέπει το αμερικανικό σχέδιο ανάσχεσης της Ρωσικής ισχύος. Με τη στρατιωτική επέμβαση στον Καύκασο, μια σειρά από θεμελιώδεις μύθους που αναφέρονται στον ρόλο της Ρωσίας στον μετα-ψυχροπολεμικό κόσμο καταρρίφθηκαν. Ο μύθος της ανήμπορης Ρωσίας με τις στρατιωτικές υποδομές σε αποσύνθεση, που σκιαγράφησε η Άννα Πολιτκόφσκαγια στο βιβλίο της «Η Ρωσία του Πούτιν», ανετράπη στην πράξη με μια επίδειξη πολεμικής ετοιμότητας και άρτιας στρατιωτικής οργάνωσης απέναντι στον εκπαιδευμένο από τις ΗΠΑ Γεωργιανό στρατό. Η Μόσχα έδειξε πως έχει ανασυγκροτήσει τις ένοπλες δυνάμεις της και διαθέτει πλέον την απτή στρατιωτική ικανότητα για να διεξάγαγει εκστρατείες εκτός συνόρων, να υπερασπίζει τα συμφέροντα της και να υποστηρίζει με την απαραίτητη ισχύ τις διαπραγματευτικές θέσεις που αναπτύσσει στο διεθνές διπλωματικό πεδίο.
Επίσης, καταρρίφθηκε ο μύθος της Ρωσικής πολιτικής ηγεσίας ως πειθήνιου οργάνου των κοσμοπολίτικων κέντρων εξουσίας. Παρά την ενίοτε φλογερή ρητορεία του Βλάντιμιρ Πούτιν, η ρωσική εξωτερική πολιτική μέχρι τώρα δεν είχε κάποιο σημείο αναφοράς που να αναδεικνύει την αυτοτέλεια της έναντι του δυτικού προγράμματος για παγκόσμια διακυβέρνηση. Η στάση της Μόσχας στο ζήτημα το Κοσσόβου ήταν θαρραλέα, αλλά φορτισμένη με αρνητικό περιεχόμενο. Απέβλεπε στο να αποτρέψει μια εξέλιξη, την οποία τελικά απέτυχε να εμποδίσει. Με την εκστρατεία αντιποίνων που ανέλαβε έναντια στη Γεωργία και τη συνακόλουθη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Οσεττίας και της Αμπχαζίας, η ρωσική διπλωματία δείχνει ότι ίσως να μην μπόρεσε να παίξει ρόλο εγγυητή της εδαφικής ακεραιότητας της Σερβίας, αλλά είναι ικανή να χρησιμοποιήσει το νομικό προηγούμενο που επέφερε η βίαιη απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου για να παράξει νομικές εξελίξεις στην περιφερειακή σφαίρα συμφερόντων της. Μπορεί κανείς να πει πως η αναγκαία συνθήκη για την ανασύσταση αυτής της σφαίρας περιφερειακής κυριαρχίας ήταν η ικανότητα προβολής της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος στο εξωτερικό. Η ικανή συνθήκη ήταν η αναγνώριση της ανεξαρτησίας των δύο επαναστατημένων επαρχιών της Γεωργίας.
Πρέπει εδω να σημειωθεί πως οι βασικοί στόχοι της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής δεν αφορούν την ριζική αναμόρφωση του διεθνούς συστήματος κυριαρχίας, αλλά έχουν καθαρά ρεαλιστική, περιφερειακή διάσταση.[iv] Με άλλα λόγια, δεν θα πρέπει να αναμένουμε μια αποκατάσταση του διπολικού συστήματος ισορροπίας δυνάμεων, ούτε την ανάδειξη της Ρωσίας σε αντίπαλο δέος των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή, αφού εξέλειπαν οι προϋποθέσεις για μια τέτοια διαρκή αντιπαλότητα. Δηλαδή, δεν υπάρχει στη Ρωσία ένα διαφορετικό κοινωνικό σύστημα όπως κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, η ενσωμάτωση της χώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς προχωρά με γοργούς ρυθμούς, ενώ η Ρωσία δεν διακατέχεται πλέον από τη φιλοδοξία ή τη γεωπολιτική αναγκαιότητα δημιουργίας ενός πλανητικού συνασπισμού δυνάμεων, ενός διακριτού πολιτικο-οικονομικού μπλοκ που θα αποτελεί ασπίδα για τα Ρωσικά συμφέροντα στο εξωτερικό και θα είναι συνδεδεμένο με την επιβίωση του καθεστώτος στο εσωτερικό. Αυτό που επιθυμεί η Μόσχα είναι η επαναφορά της στο καθεστώς της περιφερειακής υπερδύναμης, σε αντίθεση με τις πλανητικές αυτοκρατορικές επιδιώξεις των ΗΠΑ, που μέχρι και ο φιλελεύθερος υποψήφιος για την προεδρία Μπάρακ Ομπάμα, εσχάτως έσπευσε να υιοθετήσει.[v]
Η ικανότητα της να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στο διεθνές σύστημα υπερεθνικής διακυβέρνησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητα της να σφυρηλατεί διακρατικές συμμαχίες και να δρα σε συνάρτηση με άλλες δυνάμεις στο διεθνή πολιτικό στίβο (Κίνα, Ε.Ε., Ινδία). Όμως, ενώ οι ελίτ των ανεπτυγμένων οικονομιών της Δύσης είναι πλήρως ενσωματωμένες στις δομές της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και ακολουθούν μια αποεθνικοποιημένη εξωτερική πολιτική που έχει συνδέσει οργανικά τις επιδιώξεις της με την απόπειρα οικοδόμησης μιας απο-εδαφικοποιημένης, κοσμοπολίτικης καπιταλιστικής αυτοκρατορίας (π.χ. τα κράτη της Ε.Ε.), οι θεμελιώδεις επιδιώξεις της εθνικιστικής ρωσικής οικονομικής ελίτ στο εξωτερικό παραμένουν εξαρτημένες από παραδοσιακές γεωπολιτικές παραμέτρους και γι' αυτό έρχονται σε σύγκρουση με πολλές πτυχές του αυτοκρατορικού εγχειρήματος. Γι'αυτό θα πρέπει να αναμένουμε ότι τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, η πολιτική της Μόσχας στα διεθνή πολιτικά φόρα θα επικεντρωθεί στην σύναψη πολιτικών συμμαχιών με εκείνες τις οικονομικοπολιτικές ελίτ που διαπνέονται από παρόμοιο εθνικιστικό πνεύμα (Λατινική Αμερική, Κίνα, Ιράν).
Αυτό δεν σημαίνει πως η Ρωσία θα επιδιώξει να έλθει σε καθολική ρήξη με την Ε.Ε. Σε αυτό το πνεύμα οφείλουμε να ερμηνεύσουμε την μη-παραβίαση, σε γενικές γραμμές, από το Κρεμλίνο των στρατιωτικών συμβάσεων που διέπουν τις "ανθρωπιστικές" στρατιωτικές επεμβάσεις σε ότι αφορά τον τρόπο που διεξήγαγε την εκστρατεία στον Καύκασο (ο βομβαρδισμός αμάχων στο Γκόρι δεν διαφέρει σε τίποτα από τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς αμάχων στη Σερβία το 1999), καθώς και τον σεβασμό που επέδειξε το ρωσικό γενικό επιτελείο στις επικοινωνιακές νόρμες διεξαγωγής του σύγχρονου ιδεολογικού πολέμου (τακτική ενημέρωση ξένων ανταποκριτών μέσω συνεντεύξεων τύπου στα πρότυπα του αμερικανικού στρατού, κατηγορίες για γενοκτονία των Οσέτιων, διαχωρισμός της εχθρικής κυβέρνησης Σαακασβίλι από τον Γεωργιανό λαό, κλπ.). Όμως οι σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρώπη θα εξετάζονται πλέον κατά περίπτωση, μέχρι να μπορέσει η Μόσχα να δημιουργήσει ένα φιλορωσικό μπλοκ εντός της Ε.Ε. που θα ανατρέψει την υφιστάμενη θεσμική ισορροπία δυνάμεων και θα αποσπάσει την Ευρώπη από την Αμερικανική ηγεμονική επιρροή.
Όπως προείπαμε, η Ρωσία δεν επιθυμεί τη διεθνή απομόνωση της, αλλά την εισδοχή της με ίσους όρους στη λέσχη των μεγάλων «πολιτισμένων» κρατών. Γι’αυτό και ουδέποτε αποπειράθηκε να καταλάβει την Γεωργιανή πρωτεύουσα Τιφλίδα, ή να εγκαθιδρύσει μόνιμη στρατιωτική κατοχή στη χώρα. Σε ότι αφορά το «εγγύς εξωτερικό», θεμελιώδης αρχή της πολιτικής της Μόσχας είναι η ανατροπή των φιλοαμερικανικών κυβερνήσεων που προέκυψαν από τις «έγχρωμες επαναστάσεις» που επιβλήθηκαν έξωθεν σε Γεωργία και Ουκρανία και η ενσωμάτωση αυτών των χωρών σε ένα ρωσοκεντρικό περιφερειακό σύστημα. Απαραίτητο στοιχείο αυτής της πολιτικής είναι η ανάδειξη του πολύπλευρου κόστους της φιλοαμερικανικής επιλογής, καθώς και της απόλυτης αδυναμίας της Ουάσινγκτον να προστατέψει τα υποτελή αντιρωσικά καθεστώτα σαν αυτό του Σαακασβίλι.
Στην περίπτωση της Γεωργίας, η μονομερής κήρυξη ανεξαρτησίας από Αμπχαζία και Οσετία και η διπλωματική αναγνώριση τους από την Μόσχα, είχε ακριβώς τον στόχο να καταστήσει τον Σαακασβίλι υπόλογο για την απώλεια εθνικών εδαφών και μέσω αυτής της αποτυχίας να δώσει πολιτική ώθηση στα αντιπολιτευόμενα κόμματα που θα προκύψουν από την κρίση. Σε καιρό πολέμου, τα κόμματα αυτά είναι αναγκασμένα να συνταχτούν με τον γεωργιανό σοβινισμό και να παράσχουν υποστήριξη στην πολιορκούμενη «εθνική» κυβέρνηση. Όταν όμως ο ορυμαγδός της σύγκρουσης καταλαγιάσει, το αδιαμφισβήτητο γεγονός θα είναι πως η Γεωργία απώλεσε οριστικά δύο επαρχίες της χάρη στους λεονταρισμούς του Σαακασβίλι, πράγμα που σίγουρα θα επηρρεάσει τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας. Άλλωστε, όπου υπάρχουν οι προϋποθέσεις, η Ρωσία αναμένεται να επιδιώξει την ανασύσταση της σφαίρας επιρροής της με πολιτικά μέσα και όχι μέσω πολυέξοδων και αντπαραγωγικών στρατιωτικών επεμβάσεων.


[i] Όπως αναφέρει ο Άλεξ Καλλίνικος, η Ρωσία είναι αυτή τη στιγμή τρίτη στον κόσμο σε ότι αφορά το μέγεθος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της, με 581 δισεκατομμύρια δολάρια. Στο Α. Καλλίνικος, Aλλη μια ήττα για Mπους – Tσένεϊ, http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=903735.
[ii] «Σε κανένα έθνος δεν μπορεί να επιτραπεί να έχει το μονοπώλιο πάνω στις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης και τα γεγονότα του Αυγούστου έδειξαν πόσο σημαντική είναι η προσπάθεια για διαφοροποίηση στην παροχή των ενεργειακών μας πόρων [...] Χωρίς να το καταλάβουμε ρισκάρουμε να αφεθούμε σε μια σχέση ενεργειακής εξάρτησης από ασταθείς και αναξιόπιστους εταίρους». Στο Russia will not hold us to ransom – Brown, The Observer, http://www.guardian.co.uk/politics/2008/aug/31/gordonbrown.russia .

[iii] Γράφει ο Μπράουν, «Πιστεύω πως η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια επιλογή σε ότι αφορά τη φύση των ευθυνών που την βαρύνουν ως ένα ηγετικό και αξιοσεβαστο μέλος της διεθνούς κοινότητας. Το μήνυμα μου προς τη Ρωσία είναι απλό: εάν θέλετε να είστε ευπρόσδεκτοι στο τραπέζι των αποφάσεων σε κορυφαίες οργανώσεις όπως το G8, ο ΟΑΣΑ και ο ΠΟΕ, θα πρέπει να δεχτείτε ότι από τα δικαιώματα απορρέουν και υποχρεώσεις. Θέλουμε η Ρωσία να είναι ένας καλός εταίρος στο G8 και σε άλλες οργανώσεις, αλλά δεν μπορεί να επιλέγει ποιους κανόνες θέλει να ακολουθήσει». Στο G. Brown, This is how we will stand up to Russia's naked aggression, The Observer, 31-08-2008.
[iv] Όπως γράφει ο επίτιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του Παν/μιου του Πρίνστον και ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη, «Η ρωσική συμπεριφορά φαίνεται κυρίως να υποκινείται από μια παραδοσιακά περιορισμένη «χωροταξικά» προσπάθεια για την εγκαθίδρυση μιας φιλικής και σταθερής από άποψη ασφάλειας ζώνης σε χώρες κοντά στα σύνορα της». Στο R. Falk, Μια Αποτίμηση της Κρίσης στη Γεώργια, Ελευθεροτυπία, 31-08-2008.
[v] Για τις προεκλογικές μεταλλάξεις του Ομπάμα και την υιοθέτηση από μέρους του των βασικών θέσεων που βρίσκονται στον πυρήνα της αυτοκρατορικής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, βλ. S. Halimi, Η Προεκλογική Μετάλλαξη του Δημοκρατικού Ομπάμα, Ελευθεροτυπία, 31-08-2008. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν τη λογική μιας παγκόσμιας ‘αυτοκρατορίας’, έναντι της ρωσικής επιδίωξης μιας περιορισμένης ‘περιφερειακής’ σφαίρας συμφερόντων. Όπως γράφει ο Falk, «Αν λάβουμε υπόψη αυτές τις προσεγγίσεις καταλαβαίνουμε οτι η Γεωργία εμπίπτει επικίνδυνα στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί πεδίο μάχης για την αμερικανική προσπάθεια οικοδόμησης μιας άτυπης παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Ολόκληρος ο κόσμος είναι για την Ουάσινγκτον ‘εγγυς εξωτερικό’», ibid.

No comments: