Friday, September 7, 2007

Το Αυγό του Φιδιού


Σε περιόδους κρίσεως ή σε χαλεπούς καιρούς είναι συνήθης πρακτική των κυβερνήσεων να επικαλούνται τη δράση αόρατων εχθρών για να δικαιολογήσουν τις αποτυχίες τους. Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης αποκάλεσε «ασύμμετρη απειλή» τις πυρκαγιές που μετέτρεψαν την Πελοπόννησο σε στάχτη. Μόνο που η απειλή δεν προέρχεται από εξωτερικούς εχθρούς που απεργάζονται την καταστροφή της χώρας. Είναι το ίδιο το Κράτος και το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που αυτό υπηρετεί, που συνιστά τη σοβαρότερη απειλή για την ευημερία των πολιτών και την βιωσιμότητα της κοινωνίας εν γένει. Οι πυρκαγιές αποτελούν φυσική συνέπεια της ηγεμονικής αγοραίας ιδεολογίας που προσμετρά κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα με γνώμονα το κέρδος. Ο αχαλίνωτος καπιταλισμός δεν αναγνωρίζει αξίες και πανανθρώπινα ιδανικά. Αποδέχεται τη θυσία της ζωής και την υποβάθμιση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου στο όνομα της διαφύλαξης και προστασίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μόλις τον προηγούμενο μήνα, ένας νεαρός οικονομικός μετανάστης από τη Νιγηρία πλήρωσε με το αίμα του επειδή παραβίασε τον «ιερό» κανόνα κερδοφορίας των εταιρειών της εγχώριας και διεθνούς μουσικής βιομηχανίας. Οργισμένοι για την καταπάτηση της εξουσίας τους, οι Θεοί της Αγοράς έπρεπε να κατευναστούν με μια ανθρωποθυσία.
Οι ηθικοί αυτουργοί των πυρκαγιών, που σαν τον Τούρκο ληστοπειρατή του Μεσαίωνα Χαριεντίν Μπαρμπαρόσα, πέρασαν την Πελοπόννησο από φωτιά και ατσάλι, δεν ήταν οι εμπρηστές. Οργανωμένο εμπρηστικό σχέδιο σίγουρα υπήρξε. Η συστηματικότητα και η διασπορά των συνεχών αναφλέξεων αποκλείει τα φυσικά αίτια και την τυχαιότητα ως γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των πυρκαγιών. Πιο πιθανό είναι ότι ενώ οι δυνάμεις πυρόσβεσης επιχειρούσαν νυχθημερόν σε όλο το μήκος και πλάτος της Πελοποννήσου, μία άλλη σκοτεινή δύναμη ενεργούσε παράλληλα για να υποδαυλίσει καινούριες εστίες και να μην αφήσει τις ήδη υπάρχουσες να σβήσουν.
Όμως ο εμπρηστής είναι απλώς εκτελεστικό όργανο που δεν υποκινείται από προσωπικά κίνητρα και επιδιώξεις. Στόχος του εμπρηστή είναι η εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων που χρηματοδοτούν τη δράση του, προκειμένου αργότερα να επωφεληθούν νομότυπα από αυτήν. Μπορούμε ίσως να κατηγορήσουμε τους εμπρηστές για «υπερβολική αποτελεσματικότητα». Σίγουρα, η ταυτόχρονη εκδήλωση πολλαπλών πυρκαγιών καθώς και η προσεκτική επιλογή της χρονικής και μετεωρολογικής συγκυρίας προδίδουν επιστημονικό σχεδιασμό και αυξημένα επίπεδα οργάνωσης με στόχο ακριβώς τούτο: τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας. Να λοιπόν που το Κεφάλαιο απέκτησε τις δικές του παρακρατικές ομάδες, τάγματα θανάτου επιφορτισμένα με την άσκηση οργανωμένης βίας με σκοπό τη διά πυρός και σιδήρου αν χρειαστεί, δημιουργία των ιδανικών συνθηκών του "επιχειρείν".
Το αυγό του φιδιού που επώαζε η κοινωνία στον κόρφο της εκκολάφθηκε και μέσα από αυτό ξεπήδησε το ανοσιούργημα ενός καννιβαλικού καπιταλισμού απαλλαγμένου από ηθικούς φραγμούς και κάθε είδους κοινωνική αναστολή. Ενός καπιταλισμού που δεν σκοτώνει ύπουλα και αθόρυβα, αλλά προελαύνει σφάζοντας και λεηλατώντας παραδειγματικά, αναγγέλοντας έτσι τη θριαμβευτική έλευση του.
Το Κράτος είναι συμμέτοχο σε αυτό το έγκλημα. Η μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντος σε πεδίο επενδύδεων και επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την υποστήριξη της κυβερνητικής ληστοσυμμορίας που νομιμοποιεί την καταπάτηση των δασών και την άγρια οικονομική τους εκμετάλλευση μέσα από αντισυνταγματικούς και εγκληματικούς νόμους. Ο αποχαρακτηρισμός των δασικών εκτάσεων και η εκχώρηση τους με νομοθετικές ρυθμίσεις στα αναπτυξιακά καρτέλ και τις πολυεθνικές, συνιστά πάγια και καθιερωμένη μέθοδο μεταβίβασης του οικολογικού μας πλούτου στα χέρια αδίστακτων οικονομικών συμφερόντων. Εάν το πολιτικό κατεστημένο έπαυε να υποθάλπει και να νομιμοποιεί αυτά τα φαινόμενα, αυτομάτως το μόνο ορθολογικό κίνητρο που μπορεί κανείς να αποδώσει στους εμπρησμούς, το κίνητρο της εμπορικής εκμετάλλευσης των αποτεφρωμένων δασών, θα είχε εξαλειφθεί. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι το Κράτος στάθηκε ανίκανο να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τη φωτιά. Είναι πως οι λειτουργοί του Κράτους είναι οργανικά μέρη του κυκλώματος που ευθύνεται για την εκδήλωση των πυρκαγιών. Γι’ αυτόν τον λόγο το Κράτος δεν συνιστά κομμάτι της λύσης, αλλά αποτελεί μέρος του προβλήματος.
Οι αντιπρόσωποι του λαού έχουν βάψει τα χέρια τους με αίμα. Ποιός θα τους κάνει να πληρώσουν;

Monday, June 11, 2007

Ο Ψευδοπροφήτης


Ο Μπάρακ Ομπάμα είναι ένας ακόμη ψευδοπροφήτης, ένας δημαγωγός που χρησιμοποίησε τις απογοητεύσεις και προσδοκίες της «άλλης Αμερικής» για προσωπικό του όφελος.
Στο ξεκίνημα της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο Ομπάμα συσσώρευσε τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο και απέκτησε φήμη μεταξύ των ακτιβιστών του Δημοκρατικού κόμματος χάρη στην ξεκάθαρη αντίθεση του στον πόλεμο του Ιράκ. Οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών θεώρησαν ότι στο πρόσωπο του νεαρού Αφρό-αμερικανού υποψήφιου βρήκαν έναν ιδεολόγο πολιτικό που ήταν διατεθειμένος να έρθει σε σύγκρουση με τα πάσης φύσεως πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που αλλοιώνουν την δημοκρατική διαδικασία στην Ουάσινγκτον, προκειμένου να προωθήσει συγκεκριμένες αλλαγές μέσω του συστήματος. Με αυτήν την ελπίδα, η εκλογική βάση του Δημοκρατικού Κόμματος στο Ιλινόι αυθόρμητα συσπειρώθηκε γύρω από τον Ομπάμα και του χάρισε καθοριστικές νίκες σε ενδοκομματικές εκλογικές αναμετρήσεις ενάντια σε υποψηφίους που υποστηρίζονταν επίσημα από τον γραφειοκρατικό μηχανισμό του Δημοκρατικού Κόμματος.
Το 2004, εισήλθε θριαμβευτικά στην Γερουσία κραδαίνοντας το λάβαρο του μεταρρυθμιστή, αλλά ταυτόχρονα ξεχώρισε ως ο πιο ελπιδοφόρος νεαρός πολιτικός των Δημοκρατικών με προοπτικές για γρήγορη ανέλιξη στις βαθμίδες της κομματικής ιεραρχίας. Δυστυχώς για τους αφελείς Δημοκρατικούς ψηφοφόρους ο Ομπάμα αποδείχτηκε ιδιαιτέρως επιρρεπής στα θέλγητρα της εξουσίας και γρήγορα επέλεξε τον νέο του ρόλο ως ναυαρχίδα του δικομματικού συστήματος στις ΗΠΑ, αντί γι’ αυτόν του εκλεκτού των μαζών.
Λησμονώντας γρήγορα τις προεκλογικές αντιπολεμικές διακηρύξεις του, ο Ομπάμα απέφυγε επιμελώς στα δύο χρόνια που βρίσκεται στην Γερουσία να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία που θα έθιγε την πολεμική προσπάθεια των ΗΠΑ, ενώ σε καμία περίπτωση δεν αποπειράθηκε να αξιοποιήσει την προσοχή που αφειδώς του αφιερώνουν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης για να συμπεριλάβει στον δημόσιο διάλογο το θέμα του τερματισμού της κατοχής του Ιράκ. Άντ’ αυτού, επιδόθηκε σε μια επίδειξη απροκάλυπτου και επαίσχυντου λαϊκισμού προσαρμόζοντας τις δημόσιες τοποθετήσεις του γύρω από το ζήτημα του πολέμου, στις εκάστοτε διακυμάνσεις της αμερικανικής κοινής γνώμης σχετικά με το Ιράκ αλλά και αναλόγως το κοινό που είχε απέναντι του. Για παράδειγμα μιλώντας σε συγκέντρωση Δημοκρατικών ψηφοφόρων τον Μάιο του 2006, ο Ομπάμα καυτηρίασε τις απώλειες του Αμερικανικού στρατού στο Ιράκ και αμφισβήτησε την συνολική πορεία της χώρας προς τον εκδημοκρατισμό. Όταν όμως εμφανίστηκε στην δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή Meet the Press τον Ιανουάριο, δεν δίστασε να αναμασήσει τα πλέον κοινότυπα και χιλιοειπωμένα επιχειρήματα υπέρ της συνέχισης του πολέμου, προκειμένου να παρουσιάσει οποιοδήποτε αίτημα για αποχώρηση των Αμερικανικών στρατευμάτων ως «πρώιμο».
Αλλά ακόμη και αν ο Ομπάμα είχε τηρήσει μια συνεπή προφορική στάση κατά του πολέμου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που κυρίως απαιτείται από έναν γερουσιαστή είναι η παραγωγή έργου, και δη νομοθετικού. Η επιλεκτική, επικοινωνιακής υφής κριτική του Ομπάμα ωχριά μπροστά στις χειροπιαστές αντιπολεμικές πρωτοβουλίες του σκληροπυρηνικού Δημοκρατικού γερουσιαστή Τζακ Μούρτα που πρώτος έθεσε θέμα αποχώρησης των ΗΠΑ από το Ιράκ. Αυτό, ως μέτρο σύγκρισης της δράσης του Ομπάμα, με την δράση ενός αυθεντικά αντιπολιτευόμενου γερουσιαστή.
Σε αντιδιαστολή με τις δυναμικές παρεμβάσεις του Μούρτα, η μέχρι τώρα παρουσία του Ομπάμα στην νομοθετική διαδικασία χαρακτηρίστηκε από ατολμία, απροθυμία να έρθει σε ρήξη με το κατεστημένο και συμβιβαστικό πνεύμα προς τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Ο Ομπάμα είναι απών από την μεγάλη δημοκρατική μάχη των ημερών μας, την υπεράσπιση δηλαδή των δημοκρατικών θεσμών έναντι των τυραννικών διαθέσεων μιας εκτελεστικής εξουσίας που ολοένα και αποχαλινώνεται. Αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτ., δεν είναι τίποτα άλλο από ένα συνταγματικό πραξικόπημα μακράς διάρκειας. Η προοδευτική Αμερική έχει συνείδηση αυτής της εξέλιξης, όμως ο Μπάρακ αρνείται πεισματικά να αποτελέσει την φωνή της. Όταν ο γερουσιαστής Ράσσελ Φάινγκολντ εισηγήθηκε την κλήση σε απολογία της Αμερικανικής κυβέρνησης για το θέμα των παράνομων εξωδικαστικών παρακολουθήσεων Αμερικανών πολιτών, ο Ομπάμα καταψήφισε την πρόταση, συντασσόμενος με τους απολογητές του «Καισαρισμού» στη Γερουσία και υπονομεύοντας την προσπάθεια ανόρθωσης του κύρους και της εξουσίας του νομοθετικού κλάδου έναντι του Προέδρου.
Επιπλέον, αντί να εργαστεί για την δημιουργία και επιβολή ενός προοδευτικού νομοθετικού πλαισίου με αντικείμενο την φορολόγηση των πολυεθνικών και την προάσπιση του κοινωνικού κράτους, ο Ομπάμα με αλάθητο ένστικτο γραφειοκράτη, προτίμησε να έλθει σε συμβιβασμό με τον επιχειρηματικό τομέα παρέχοντας γενναιόδωρα οικονομικά κίνητρα στις επιχειρήσεις υπό μορφή φοροαπαλλαγών, με αντάλλαγμα την παραχώρηση κοινωνικής ασφάλισης στο προσωπικό τους. Ενδεικτικός της μετριοπαθούς προσέγγισης του είναι ο νόμος του περί «υβριδικής ιατρικής περίθαλψης», που προβλέπει την εκχώρηση δισεκατομμυρίων δολαρίων στις αυτοκινητοβιομηχανίες, προκειμένου να καλύψουν τις δαπάνες που σχετίζονται με την ιατρική περίθαλψη του εργατικού δυναμικού τους.
Τέλος, η μεταμόρφωση του Ομπάμα από «πρίγκιπα» της μεταρρύθμισης σε «ασχημόπαπο» της συναίνεσης, ολοκληρώθηκε με τον πλέον ευκαταφρόνητο τρόπο μέσα από την καταλυτική άνωθεν παρέμβαση του στην προεκλογική εκστρατεία για το χρίσμα των Δημοκρατικών στην περιφέρεια του Σικάγο. Εκεί τέθηκαν αντιμέτωποι η Τάμμυ Ντάκγουωρθ, βετεράνος του πολέμου του Ιράκ και ευνοούμενη της ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος, με την Κριστίν Σέγκελις, αντιπολεμική υποψήφια προερχόμενη από τις οργανώσεις βάσης των Δημοκρατικών. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ομπάμα είχε ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν διατελέσει «επαναστάτης» υποψήφιος κατά της κομματικής νομενκλατούρας, επέλεξε να στηρίξει την επίσημη υποψήφια Ντάκγουωρθ, λειτουργώντας ως θεματοφύλακας της κομματικής νομιμότητας και προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες για την κατάπνιξη της εσωκομματικής εξέγερσης που αντιπροσώπευε η υποψηφιότητα Σέγκελις.
Γράφτηκε ότι το μόνο πράγμα που ο Μπάρακ Ομπάμα έχει κοινό με την Κοντολίσα Ράις είναι το χρώμα του δέρματος. Πέρα όμως από αυτό, δυστυχώς φαίνεται πως και οι δύο πάσχουν εξίσου από απώλεια ιστορικής μνήμης και έλλειψη φυλετικής συνείδησης. Σήμερα, ο Ομπάμα όπως και η Ράις είναι και οι δύο αξιοσέβαστα μέλη της κλειστής λέσχης των επαγγελματιών πολιτικών της Ουάσινγκτον. Γι’ αυτό και όταν ο διορισμός της Ράις στο αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών τέθηκε προς επικύρωση στην Γερουσία, ο Ομπάμα ψήφισε υπέρ του διορισμού χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Η ψήφος του δεν ήταν προϊόν φυλετικής αλληλεγγύης, αλλά σύμβολο ενός διαφορετικού είδους ομοψυχίας. Της ομοψυχίας των κρατούντων.


Η Έκπτωτη Κυβέρνηση του Λιβάνου


Μεγάλο μέρος της ευθύνης για το αιματοκύλισμα του Λιβάνου βαραίνει την ίδια τη Λιβανική κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός Σινιόρα όφειλε να προχωρήσει σε επίσημη κήρυξη πολέμου κατά του Ισραήλ από την πρώτη κιόλας ημέρα έναρξης των εχθροπραξιών. Μέχρι στιγμής, οι πολεμικές επιχειρήσεις του Ισραήλ έχουν ερημώσει ολόκληρο το Νότιο Λίβανο μέχρι τον ποταμό Λιτάνι, έχουν ισοπεδώσει την Βηρυτό, πρωτεύουσα του Λιβανικού κράτους, και έχουν σκορπίσει τον θάνατο σε πάνω από χιλίους Λιβανέζους. Ακόμα κι αν τα θύματα ήταν στο σύνολο τους υποστηρικτές της Χεζμπολά, δεν έπαυσαν να είναι πολίτες του Λιβάνου και η εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας είχε την υποχρέωση να ενεργήσει προκειμένου να προστατέψει τις περιουσίες, τα δικαιώματα και τις ζωές τους. Επιλέγοντας να παραμείνει θεατής στη σύγκρουση, η Λιβανική κυβέρνηση παραβιάζει κατάφωρα τις υποχρεώσεις της έναντι των πολιτών της και ουσιαστικά παραιτείται της κυριαρχίας της από το νότιο τμήμα της λιβανικής επικράτειας.
Μια κυβέρνηση όμως που αρνείται να υπερασπίσει τους πολίτες που την εξέλεξαν και αποδέχεται αδιαμαρτύρητα την άρση της κυριαρχίας της σε σημαντικό τμήμα του εδάφους της, στερείται της νομιμότητας που εκπορεύεται από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της και δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εκπροσωπεί τον λιβανικό λαό. Με την απροθυμία να αναλάβει δράση, η λιβανική κυβέρνηση απώλεσε αυτό το δικαίωμα και μετατράπηκε αυτοδικαίως σε ένα μετέωρο συμβούλιο υπουργών χωρίς αρμοδιότητες και εξουσία. Μοναδικός νόμιμος εκπρόσωπος των Λιβανέζων στη σύγκρουση με το Ισραήλ απομένει η Χεζμπολά που αντιστέκεται στην εισβολή, ανταποδίδει τα ισραηλινά πυρά και υπεραμύνεται σθεναρά του λιβανικού εδάφους.
Ασφαλώς, τα στρατιωτικά μέσα που έχει στην διάθεση του ο πρωθυπουργός Σινιόρα είναι πενιχρά. Η μαχητική ικανότητα του λιβανικού στρατού είναι το λιγότερο αμφίβολη, ο θεσμικός μηχανισμός κινητοποίησης του είναι δαιδαλώδης και η συνοχή του ανύπαρκτη. Παρ’ όλα αυτά, η κήρυξη πολέμου θα μπορούσε να γίνει στα χαρτιά χωρίς ουσιαστικό εδαφικό αντίκρισμα, ως διπλωματικός ελιγμός που σαν στόχο θα είχε να προκαταλάβει τις διπλωματικές εξελίξεις με τρόπο θετικό για τον Λίβανο. Μια τέτοια κίνηση θα είχε σαν αποτέλεσμα να υποσκελιστεί το Ισραήλ στο επίπεδο της διπλωματίας μέσω της διακήρυξης και νομικής κατοχύρωσης της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας του λιβανικού κράτους, που θα ισοδυναμούσε με διάψευση των ισραηλινών ισχυρισμών ότι το Ισραήλ δεν βρίσκεται σε πόλεμο με τον λαό και την κυβέρνηση του Λιβάνου. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή της λιβανικής κρίσης στους κανόνες και τις ρυθμίσεις του διεθνούς δικαίου, είναι η καταγγελία των ισραηλινών επιχειρήσεων ως επιθετικής ενέργειας που συνιστά προάγγελο διακρατικής σύγκρουσης, αφού ως υποκείμενα του διεθνούς δικαίου αναγνωρίζονται μόνο τα κράτη και όχι ανεπίσημες πολιτικές ομάδες και οργανώσεις όπως η Χεζμπολά εναντίον της οποίας ισχυρίζεται ότι πολεμά το Ισραήλ. Επομένως, η κήρυξη πολέμου θα επέτρεπε την ενεργοποίηση των μηχανισμών της διεθνούς διαιτησίας για την επίλυση της κρίσης μέσα σε ένα διπλωματικό πλαίσιο πολύ πιο ευνοϊκό για τον Λίβανο.
Μοναδικός τρόπος για να αποκαταστήσει ο Σινιόρα την χαμένη νομιμότητα της κυβέρνησης του, είναι η ετεροχρονισμένη έστω, κήρυξη πολέμου κατά του Ισραήλ και η αποστολή μονάδων του λιβανικού στρατού, που θα είναι επιφορτισμένοι να συνδράμουν τους αντάρτες της Χεζμπολά στην στρατιωτική προσπάθεια που διεξάγουν για την άμυνα του Νοτίου Λιβάνου. Διαφορετικά, η λιβανική κυβέρνηση θα παραμείνει έκθετη στα μάτια του λιβανικού λαού αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης ως μόνο κατ’ επίφαση κυβέρνηση της χώρας, με την Χεζμπολά να την υποκαθιστά ως μοναδική νόμιμη δύναμη στον πόλεμο κατά του Ισραήλ.

Η Ρίζα του Κακού


Το Ισραήλ είναι ένα κράτος παράνομο με βάση το διεθνές δίκαιο. Ιδρύθηκε στη βάση ιστορικών ανακριβειών, διέπεται από ανήθικες, ρατσιστικές αρχές και συντηρείται μέσω της εγκληματικής χρήσης ωμής στρατιωτικής βίας. Ο βασικός λόγος για τη χρονίζουσα αντιπαλότητα στην Μέση Ανατολή δεν εντοπίζεται στην πολιτική που ακολουθεί η εκάστοτε Σιωνιστική ηγεσία, αλλά στην ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ αυτή καθ’εαυτή. Οι συγκρούσεις στην περιοχή ποτέ δεν θα καταλαγιάσουν όσο το Ισραήλ συνεχίζει να υπάρχει με τη σημερινή του μορφή.
Ας μην ξεχνάμε πως το Μεσανατολικό ως ζήτημα διεθνών σχέσεων ανέκυψε μέσα από τις έχθρες, τους ανταγωνισμούς και τις αντιπαλότητες που δημιούργησε η υφαρπαγή μεγάλου μέρους της Παλαιστινιακής γης από τον Σιωνισμό και από την εγκαθίδρυση από τη Δύση του Ισραήλ, ως τεχνητού κρατικού μορφώματος στο μέσον μιας συντριπτικής πλειοψηφίας Αραβικών εθνών. Η λανθάνουσα ένταση μεταξύ των Αράβων και του Σιωνιστικού κινήματος οξύνθηκε όταν κατέστη φανερό ότι πρόθεση των εβραίων εποίκων δεν ήταν η ειρηνική συνύπαρξη με τους Άραβες, αλλά ο εκτοπισμός τους από τις πατρογονικές τους εστίες. Προσέλαβε δε τα χαρακτηριστικά ενός αγώνα ζωής ή θανάτου μετά από κάθε ενέργεια απροκάλυπτης επιθετικότητας του Ισραήλ σε βάρος των Αραβικών κρατών που το περιβάλλουν (Αίγυπτος, Συρία, Λίβανος, Ιράκ).[i]
Καταλογίζοντας ευθύνη στους άραβες για τη συνέχιση της σύγκρουσης με το Ισραήλ, ουσιαστικά αποκρύπτουμε ότι η πρωτογενής αιτία του προβλήματος συνίσταται στο ρατσιστικό, εθνοφυλετικό όραμα της Σιωνιστικής ελίτ για από-Αραβοποίηση των περιοχών που κατέχει το Ισραήλ[ii] , για τη βίαιη απώθηση του Παλαιστινιακού λαού από τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη και τη διαρκή επέκταση των εξωτερικών συνόρων του Ισραήλ σε βάρος των υπόλοιπων χωρών της περιοχής.
Με άλλα λόγια, η σύγκρουση στην Μέση Ανατολή δεν οφείλεται στις διαθέσεις και ιδιοσυγκρασίες λαών και ηγετών, αλλά στα δομικά χαρακτηριστικά της ασταθούς συνύπαρξης του Ισραήλ με τους Παλαιστίνιους και τους Άραβες γείτονες του.
Η δίκαιη διευθέτηση της Αραβο-ισραηλινής διαμάχης με πολιτικά μέσα δεν είναι εφικτή, γιατί μια δίκαιη πολιτική λύση που θα ικανοποιούσε τα Αραβικά αιτήματα και θα κατοχύρωνε στην πράξη τα δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού, προϋποθέτει την αλλοίωση του εθνικού χαρακτήρα του Ισραηλινού κράτους και δύναται να υπονομεύσει τα θεμέλια πάνω στα οποία αυτό στηρίζεται. Για παράδειγμα, το Ισραήλ δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσει το δικαίωμα της επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων, καθώς το Ισραήλ είναι κράτος Εβραϊκό, και Εβραϊκό επιθυμεί να παραμείνει. Ασφαλώς, ο επαναπατρισμός δύο εκατομμυρίων Παλαιστινίων προσφύγων με την πληθυσμιακή ενίσχυση που θα πρόσφερε στην ήδη σημαντική μειονότητα των ισραηλινών-Αράβων, δεν εκλαμβάνεται ως θετική εξέλιξη από το σύνολο των Σιωνιστικών πολιτικών δυνάμεων. Ειδικά αν κανείς συνυπολογίσει τους δείκτες αναπαραγωγής / γεννήσεων των Παλαιστινίων, που είναι πολύ υψηλότεροι από αυτούς των Ισραηλινών και που μακροπρόθεσμα θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις δημογραφικές ισορροπίες εντός του Ισραήλ υπέρ του Αραβικού στοιχείου. Ο χειρότερος εφιάλτης της Ισραηλινής ηγεσίας είναι μια Αραβική πλειοψηφία μέσα σε ένα κατ’ όνομα εβραϊκό κράτος.
Η εποικιστική δραστηριότητα του Ισραήλ, η επέκταση εβραϊκών θυλάκων σε Παλαιστινιακό έδαφος και η κατασκευή νέων οικισμών στα κατεχόμενα θα συνεχιστεί με αμείωτους ρυθμούς, παρά τις όποιες υποσχέσεις του εκάστοτε ισραηλινού πρωθυπουργού και τα φληναφήματα περί μονομερών σχεδίων απεμπλοκής από την Παλαιστινιακή κρίση. Ο λόγος είναι ότι τα κρατικά προγράμματα επαναπατρισμού των εβραίων της διασποράς, εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται και να υποστηρίζονται ενεργά απ’ όλες τις ισραηλινές κυβερνήσεις και πετυχαίνουν να προσελκύουν αξιοσημείωτους αριθμούς παλιννοστούντων εβραίων από όλο τον κόσμο, με κυριότερη σύγχρονη πηγή μετανάστευσης τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ένοπλη αντίσταση κατά του Ισραήλ θα συνεχιστεί γιατί, όπως ήδη δείξαμε, οι Άραβες δεν έχουν άλλη επιλογή. Είναι φυσικό το Ισραήλ να αντιτίθεται σε έναν διπλωματικό διακανονισμό που θα αντιβαίνει στα μακροχρόνια εθνικά του συμφέροντα. Η συνέχιση της παράνομης κατοχής των Παλαιστινιακών εδαφών αποτελεί μονόδρομο για τους ισραηλινούς, που ως μοναδική βιώσιμη λύση στο Παλαιστινιακό βλέπουν τη φυσική εξόντωση και εξάλειψη των Αράβων από τα εδάφη που θεωρούν δικαιωματικά δικά τους (στα πρότυπα της γενοκτονίας των Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής), ή τον βίαιο εξανδραποδισμό των Παλαιστινίων μέσω της εντατικοποίησης της κατοχής και των καθημερινών στερήσεων και κακουχιών που αυτή συνεπάγεται.
Τέλος, ας έρθουμε στο ζήτημα της ίδρυσης Παλαιστινιακού κράτους που πολλοί θεωρούν πανάκεια για την ειρήνη στην περιοχή. Αναμφίβολα, πρόκειται για ψευδαίσθηση, ή για συνειδητή απόπειρα εξαπάτησης της διεθνούς κοινής γνώμης και του Παλαιστινιακού λαού. Το προσχέδιο και οι επιμέρους ρυθμίσεις για τη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους περιλαμβάνονται στις Συμφωνίες του Όσλο, που υπεγράφησαν από το Ισραήλ και την PLO το 1993. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που προβλέπεται από τις Συμφωνίες δεν είναι η ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους, με εγγυημένα κυριαρχικά δικαιώματα και βιώσιμο οικονομικό υπόβαθρο. Κόντρα στην επικρατούσα άποψη, οι Συμφωνίες θέτουν τις βάσεις για τη δημιουργία ενός ισραηλινού προτεκτοράτου στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη με περιορισμένη πολιτική κυριαρχία, οικονομικά εξαρτημένου από το Ισραήλ και χωρίς ένοπλες δυνάμεις.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας, στο ανώτατο δικαστήριο του Ισραήλ εκχωρείται το δικαίωμα της ανάκλησης και ακύρωσης οποιασδήποτε νομοθεσίας ψηφίζεται από το Παλαιστινιακό νομοθετικό σώμα, εάν αυτή κριθεί αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα του Ισραήλ. Επιπλέον, οι Παλαιστίνιοι δεν θα ελέγχουν τα στρατηγικά αποθέματα νερού της Λωρίδας της Γάζας, τα οποία το Ισραήλ θα διατηρήσει υπό την κατοχή του. Το μελλοντικό Παλαιστινιακό κράτος δεν θα έχει εδαφική συνοχή και συνέχεια, καθώς ανάμεσα στα δύο κομμάτια Παλαιστινιακής γης θα παρεμβάλλονται θύλακες και εδαφικοί διάδρομοι υπό ισραηλινή κυριαρχία. Τέλος, προβλέπεται η σύσταση Παλαιστινιακής αστυνομίας που θα διασφαλίζει την τήρηση της τάξης στα αυτόνομα εδάφη, αλλά στην Παλαιστινιακή Αρχή απαγορεύεται ρητά η συγκρότηση τακτικού στρατού, καθώς και η ανάπτυξη ναυτικής και αεροπορικής δύναμης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Παλαιστινιακή Αρχή προορίζεται να αναλάβει την διαχείριση και τον έλεγχο των ανυπότακτων Παλαιστινιακών πληθυσμών για λογαριασμό του επικυρίαρχου Ισραήλ.[iii]
Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι η δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους στο πνεύμα των Συμφωνιών δεν αποτελεί βιώσιμη λύση και η Χαμάς, η Ισλαμική Τζιχάντ και οι άλλες Παλαιστινιακές αντιστασιακές οργανώσεις ορθώς πράττουν και δεν τις αποδέχονται. Φαίνεται λοιπόν πως ο Πρόεδρος του Ιράν Αχμαντινετζάντ έχει δίκιο. Μόνο μια λύση υπάρχει για την Μέση Ανατολή και αυτή είναι η αφαίρεση του Ισραήλ από τον χάρτη, είτε μέσω μιας αντίστροφης εβραϊκής μετανάστευσης προς την Αμερική ή την Ευρώπη, ή μέσα από την στρατιωτική ήττα και υποχρεωτική κατάργηση του. Μόνο τότε οι εγγενείς αιτίες της σύγκρουσης στην Μέση Ανατολή θα εξαλειφθούν και η ειρήνη θα επικρατήσει στην περιοχή.
[i] Norman G. Finkelstein, Εικόνα και Πραγματικότητα της Ισραηλο-παλαιστινιακής Διαμάχης (Αθήνα, Εκδόσεις 21ου).
[ii] Ilan Pappe, What Does Israel Want? (http://www.zmag.org/content/showarticle.cfm?SectionID=107&ItemID=10590).
[iii] Noam Chomsky, Powers and Prospects (London, Pluto Press).

Από την ‘Διαρκή Ειρήνη’, στον ‘Διαρκή Πόλεμο’: Κόσοβο, Σιάτλ, 11η Σεπτεμβρίου


Το 1989, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας και την πτώση του τείχους του Βερολίνου, φάνηκε να ανατέλλει μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα. Πολλοί Δυτικοί διανοητές έσπευσαν να χαιρετίσουν τον οριστικό θρίαμβο της φιλελεύθερης ιδεολογίας και να προαναγγείλουν την άφιξη μιας ομοιόμορφης οικουμενικότητας, βασισμένης στην εξάπλωση της οικονομίας της αγοράς και την εγκαθίδρυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μέχρι τις εσχατίες του κόσμου. Διατεινόμενος ότι έχουμε φτάσει στο Τέλος της Ιστορίας, ο Φουκουγιάμα στην πραγματικότητα ισχυριζόταν ότι οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για την πραγμάτωση του φιλελεύθερου ιδεώδους της διαρκούς παγκόσμιας ειρήνης και της υλικής ευημερίας μέσω μιας πορείας συνεχιζόμενης οικονομικής ανάπτυξης.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, οι προβλέψεις αυτές ηχούν στα αυτιά μας σαν ένα κακόγουστο αστείο. Η σιγουριά και η αισιοδοξία που χαρακτήριζε τις προβλέψεις των φιλελεύθερων οραματιστών της δεκαετίας του ‘90 έχει συντριβεί στις στάχτες ενός νέου παγκόσμιου πολέμου, που διεξάγεται με δυσδιάκριτους στόχους και ανάμεσα σε ασαφώς καθορισμένους αντιπάλους. Αντί να αναδειχθεί σε παράγοντα διεθνούς ευημερίας και οικονομικής σταθερότητας, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός διεύρυνε το χάσμα που χωρίζει τις αναπτυγμένες χώρες από την Περιφέρεια του διεθνούς οικονομικού συστήματος και οδήγησε στην υπέρμετρη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μιας ασύδωτης και δεσποτικής υπερεθνικής ελίτ που δρά και αποφασίζει έξω από κάθε δημοκρατικό έλεγχο.
Διαβάζοντας τα παραπάνω δημιουργείται η εντύπωση πως μιλάμε για δύο ριζικά αντίθετες πραγματικότητες, δυο ενδεχομενικότητες που χαρακτηρίζονται από μια σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού χωρίς το παραμικρό σημείο τομής. Με ποια ένοια άλλωστε θα μπορούσε να υπάρχει οποιαδήποτε συγγένεια ανάμεσα στον εγκόσμιο παράδεισο που ευαγγελίζονταν οι φιλελεύθεροι ζηλωτές στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και στην σημερινή κατάσταση της επιστροφής στην βαρβαρότητα που βιώνουμε καθημερινά σε όλα τα επίπεδα;
Κι όμως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η εικόνα των αντιτιθέμενων πόλων είναι πλασματική και ότι η παρούσα πολιτική και οικονομική συγκυρία αποτελεί την δυσμενή κατάληξη της συστηματικής προσπάθειας επιβολής του νεοφιλελεύθερου πολιτικού οράματος σε παγκόσμια κλίμακα. Κραδαίνοντας τις δάφνες του θριαμβευτή του Ψυχρού Πολέμου και όντας απόλυτα πεπεισμένοι για την ηθική υπεροχή του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου, οι αυτόκλητοι αναμορφωτές της ανθρωπότητας εδραίωσαν την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, οικοδόμησαν υπερεθνικούς μηχανισμούς διακυβέρνησης και τους έντυσαν με τον μανδύα της διεθνούς νομιμότητας, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο εκτός νόμου την παραμικρή απόπειρα πολιτικής διαφοροποίησης ή οικονομικής παρέκκλισης. Όταν τα πρώτα σημάδια αποτυχίας των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών έγιναν εμφανή (οικονομική ύφεση στην νοτιανατολική Ασία, αλλεπάληλες κοινωνικές εκρήξεις στην Λατινική Αμερική), ελάχιστοι από τους απολογητές του διεθνούς κατεστημένου διέγνωσαν σε αυτά την ανάγκη μιας αναθεώρησης των απόψεων τους. Σαν άλλοι δεισιδαίμονες θρησκόληπτοι που αντί να καταστήσουν τον Θεό υπόλογο για μια συμφορά που τους βρήκε, εκλαμβάνουν την εν λόγω συμφορά ως δίκαιη τιμωρία για ενδεχόμενη ανυπακοή τους στον Θεϊκό νόμο, επέπληξαν μέσω του ΠΟΕ και του ΔΝΤ τις Λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις για τον ανεπαρκή μεταρρυθμιστικό τους ζήλο και υποστήριξαν ότι η λύση βρισκόταν στην υιοθέτηση ακόμα πιο δραστικών μέτρων για την ολοκληρωτική απελευθέρωση της αγοράς.
Ο νατοϊκός βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας ήταν η εξέλιξη που σηματοδότησε την μετάλλαξη του οράματος μιας ευνομούμενης, παγκόσμιοποιημένης, καπιταλιστικής Αυτοκρατορίας υπό την "πεφωτισμένη" διοίκηση των δυνάμεων της Δύσης, σε πολιτικό νεο-βαρβαρισμό ενός αυταρχικού, μιλιταριστικού καθεστώτος, στηριζόμενου πρωτίστως στην μέθοδο του στρατιωτικού εξαναγκασμού. Η Αυτοκρατορία δεν φιλοδοξεί πλέον να συνδέσει την κυριαρχία της με την καθιέρωση ενός προνομιακού χώρου διεθνούς διαλόγου (ΟΗΕ), όπου μέσα από την θέσπιση και συμμετοχή της σε μηχανισμούς διεθνούς διαιτησίας εκδηλώνεται έμπρακτα η διάθεση της να κινηθεί πέρα από τα όρια των συσχετισμών της ισχύος που αναμφίβολα την ευνοούν. Στην καρδιά αυτής της πολιτικής παραμερισμού της ισχύος βρισκόταν η αυτοπεποίθηση της Δύσης, η διαδεδομένη πίστη ότι το παράδειγμα της υλικής ευημερίας και των οικονομικών επιδόσεων του δυτικού καπιταλιστικού μοντέλου θα λειτουργούσε από μόνο του ως το πιο πειστικό επιχείρημα για τον προσηλυτισμό των αναπτυσσόμενων χωρών του Νότου στην θρησκεία της παγκόσμιας αγοράς.
Αυτή η ικανότητα εκμαίευσης της οικιοθελούς υποταγής των αναπτυσσόμενων χωρών, της εσωτερίκευσης από μέρους τους των κυρίαρχων ιδεολογικών θέσεων του νεοφιλελευθερισμού και της εκούσιας ευθυγράμμισης τους με τις πολιτικές που υπαγορεύει η Δύση μέσω του ΠΟΕ και του ΔΝΤ, αποτελεί την καθαρότερη έκφραση ιδεολογικής υποδούλωσης μιας κοινωνίας σε μιαν άλλη που παρουσιάζεται ως "καλύτερη" και περισσότερο προηγμένη από αυτήν. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, η εικόνα της ισχυρής αλλά πολιτισμένης και συνεργάσιμης Δύσης, ο προσεταιρισμός της οποίας πολλά συμβολικά και υλικά οφέλη μπορούσε να αποδόσει στα κράτη του Τρίτου Κόσμου που αποφάσιζαν να έρθουν σε συνεννόηση μαζί της, απετέλεσε το σημαντικότερο ιδεολογικό εργαλείο εξάπλωσης της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Για παράδειγμα, ο Κλίντον στηρίχθηκε σε αυτόν τον ιδεολογικό μύθο για να πετύχει το άνοιγμα της τεράστιας Κινεζικής αγοράς και την αποικιοποίηση της Κινεζικής οικονομίας από το πολυεθνικό κεφάλαιο.
Τρία ήταν τα γεγονότα που, σε συνδυασμό με την γενικευμένη κρίση που έπληξε τις Ασιατικές οικονομίες το 1997 και την περίοδο διεθνούς οικονομικής αποσταθεροποίησης από την οποία ακόμη δεν έχουμε εξέλθει, προκάλεσαν τριγμούς στο συναινετικό μοντέλο της παγκόσμιας διακυβέρνησης.


Κόσσυφοπέδιο

Το πρώτο ήταν, όπως προείπαμε, ο νατοϊκός βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας. Αν και η επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο είχε περισσότερο τον χαρακτήρα αστυνομικής παρέμβασης και δρομολογήθηκε με σκοπό να ενισχύσει τον σεβασμό προς το κανονιστικό, νομικό πλαίσιο της Αυτοκρατορίας (ανατροπή Μιλόσεβιτς, ανθρώπινα δικαίωματα), εντούτοις είχε σημαντικό αντίκτυπο στην αντίληψη που είχαν για τον χαρακτήρα της συναινετικής διακυβέρνησης τα περισσότερα μη-Δυτικά κράτη. Η βάναυση καταστρατήγηση του δικαιώματος της εθνικής κυριαρχίας της Γιουγκοσλαβίας με αφορμή που κρίνεται ανεπαρκής με καθαρά νομικά κριτήρια, καθώς και ο παραμερισμός του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με την (χοντροκομμένη) αιτιολογία οτι η Ρωσία και η Κίνα θα προβάλλανε βέτο στην πιθανότητα ανάληψης στρατιωτικής δράσης των ΗΠΑ, οδήγησαν την, εκτός Δύσης, διεθνή κοινότητα στο δυσάρεστο συμπέρασμα ότι ακόμα κι εντός του διεθνούς ‘Κράτους Δικαίου’ της Αυτοκρατορίας, η προθυμία της Δύσης, και ειδικότερα των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, να υποτάσσουν την ισχύ τους σε νομικές ρυθμίσεις και προδιαγραφές ήταν μάλλον περιορισμένη.[i]
Ακόμη πιο ανησυχητική ήταν η διαπίστωση ότι ακόμη κι εντός του πολυμερούς πλαισίου κυριαρχίας, η επιρροή που ήταν σε θέση να ασκήσουν στις ΗΠΑ οι Ευρωπαίοι στρατηγικοί τους εταίροι ήταν μηδαμινή. Όχι μόνο οι τελευταίοι δεν στάθηκαν ικανοί να αποτρέψουν την Αμερικανική εμπλοκή σε ένα μάλλον καθαρά ευρωπαϊκό ζήτημα, αλλά φανέρωσαν και τις στρατιωτικές τους αδυναμίες με την σιωπηλή αποδοχή της Αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας κατα τον στρατηγικό σχεδιασμό και τον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων. Η αδυναμία αυτή που επέδειξαν οι Ευρωπαίοι επέφερε καίριο πλήγμα στην λογική της πολυμερούς διακυβέρνησης, αφού:
α) Ώθησε τους Αμερικανούς να επανεξετάσουν την σχέση τους με μια ανίσχυρη στρατιωτικά Ευρώπη, που ούτε σε πολεμικό υλικό μπορούσε να συνεισφέρει αποφασιστικά, ούτε μπορούσε να αναλάβει δράση για να εμποδίσει τις επιμέρους αμερικανικές στρατηγικές πρωτοβουλίες. Στην θέση της επιβεβλημένης έξωθεν (βλέπε Σοβιετικό κίνδυνο) ισότιμης, ευρωατλαντικής εταιρικής σχέσης, προωθήθηκε η φιλοσοφία της τμηματικής συνεργασίας και της μονομερούς αμερικανικής δράσης που αποκρυσταλλώθηκε με την εισβολή στο Ιρακ.
β) Όπως υποστηρίζει ο Ρόμπερτ Κέιγκαν, η συνειδητοποίηση της αδυναμίας τους, αποτέλεσε ένα ψυχολογικό σοκ για τους Ευρωπαίους που τους έπεισε ότι μια διαδικασία μερικής απεξάρτησης από την αμερικανική προστασία στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας έπρεπε να τεθεί σε κίνηση.[ii] Παράλληλα οι αυξανόμενες τάσεις ανεξαρτητοποίησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτκής κατέστησαν επιβεβλημένη την δημιουργία μιας πιο συμπαγούς πολιτικής ενότητας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, που θα επιτρέψει στην Ευρώπη να λειτουργεί σαν ενιαίος στρατηγικός παράγοντας με υπολογίσιμο ειδικό βάρος στις διεθνείς υποθέσεις. Το δυστύχημα για τους Ευρωπαίους είναι πως η ανάληψη όλων αυτών των πρωτοβουλιών προσκρούει πλέον στην καχυποψία του αμερικανικού νεοσυντηρητικού κατεστημένου, που ολοένα και περισσότερο βλέπει την Ενωμένη Ευρώπη σαν δυνητικό στρατηγικό ανταγωνιστή. Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής, οι Αμερικανοί επιδίδονται σε μια συστηματική προσπάθεια ποδηγέτησης και υπόσκαψης του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μέσω των ‘Ατλαντιστών’ συμμάχων τους (Βρετανία, πρώην Ανατολικό μπλοκ, Ολλανδία).
γ) Στα μάτια των κρατών του Τρίτου Κόσμου, μια αποδυναμωμένη Ευρώπη ισοδυναμούσε με αναίρεση στην πράξη της θεωρητικής αρχής της πολυμέρειας. Είναι φανερό πως μια Ευρώπη πολιτικά διαιρεμένη και χωρίς στρατηγική υπόσταση, δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως ρεαλιστικό πολιτικό αντιστάθμισμα έναντι της ισχύος των ΗΠΑ. Είναι αλήθεια πως η θεωρητική βάση του συστήματος πολυμερούς διακυβέρνησης είναι πως οι επιμέρους διαφορές σε στρατιωτική ισχύ παύουν να λειτουργούν ως ρυθμιστικοί παράγοντες των διεθνών σχέσεων και υποβιβάζονται στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου (διεθνές δίκαιο). Στην πραγματική της διάσταση όμως, η πολυμέρεια λειτουργεί ως μηχανισμός κατανομής εξουσίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Οι μεγάλες δυνάμεις είναι αυτές που συναινούν στον καθορισμό των μεταξύ τους σχέσεων από ένα πλέγμα νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και ως προς τον καθορισμό των δεσμεύσεων που το κλάμπ των μεγάλων αναλαμβάνει προς τρίτα κράτη. Η μοναδική λοιπόν εγγύηση για την μελλοντική τήρηση αυτών των δεσμεύσεων είναι η διατήρηση μιας σχετικής στρατηγικής ισορροπίας εντός του πολυμερούς διευθυντηρίου, τον ρόλο του οποίου στην προκειμένη περίπτωση προορίζεται να παίξει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, όχι μόνο δεν δούλεψε η στρατηγική ισορροπία, αλλά οι ΗΠΑ απλώς παρέκαμψαν το Συμβούλιο Ασφαλείας, πράγμα που φανέρωσε την περιορισμένη στρατηγική εμβέλεια των υπολοίπων συμβαλλόμενων μερών (ΕΕ, Ρωσία, Κίνα) στην πολιτική της πολυμερούς διευθέτησης των κρίσεων. Κατά τρόπο σχεδόν ειρωνικό, την στιγμή που η ψευδαίσθηση της πολυμερούς διεθνούς εξουσίας διαλύθηκε βιαίως από τους ισοπεδωτικούς νατοϊκούς βομβαρδισμούς, ξεκίνησε μια πραγματική προσπάθεια δημιουργίας των βασικών προϋποθέσεων που χρειάζεται το μοντέλο της πολυμερούς διαχείρισης κρίσεων για να ευδοκιμήσει (στρατηγική αυτονόμηση της Ευρώπης, προσέγγιση Ευρώπης-Ρωσίας, Ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση).



Σιάτλ

Το δεύτερο γεγονός που λειτούργησε ως παράγοντας αποσταθεροποίησης του Αυτοκρατορικού συναινετικού μοντέλου ήταν η δυναμική εμφάνιση ενός διεθνοποιημένου κινήματος αμφισβητισής στο Σιάτλ, το 1999. Σίγουρα η σημασία του εν λόγω κινήματος δεν εντοπίζεται τόσο στον άμεσο ρόλο που είναι σε θέση να διαδραματίσει ως εναλλακτική λύση απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις του κοινοβουλευτικού κατεστημένου. Ο λόγος γι’αυτό είναι πώς κανένας από τους διαφορετικούς πόλους του κινήματος δεν έχει καταφέρει να παραγάγει ολοκληρωμένο πολιτικό λόγο σε σημείο που να συνδυάζει την κριτική του καπιταλιστικού συστήματος με ένα ρεαλιστικό όραμα αναμόρφωσης ή αντικατάστασης του από ένα διαφορετικό οικονομικοκοινωνικό μοντέλο. Επιπλέον, οι αντιλήψεις του κινήματος γύρω από το θέμα της κατάκτησης της εξουσίας παραμένουν συγκεχυμένες, αφού υπάρχει μεγάλη διάσταση απόψεων μέσα στον χώρο του κινήματος σχετικά με τον χαρακτήρα της υπάρχουσας πολιτικής εξουσίας, τις μορφές αντίστασης που πρέπει να υιοθετήσει το κίνημα, ακόμα και σχετικά με το κατά πόσο η ίδια η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας συνιστά ρεαλιστικό ή θεμιτό στόχο.
Όμως, παρά τις εσωτερικές διχογνωμίες που οδήγησαν στην πολυδιάσπαση του κινήματος και, κατά συνέπεια, στον περιορισμό του πεδίου της πολιτικής του δράσης, η εμφάνιση ενός ευρέως διαδεδομένου ‘μεταμοντέρνου’ πολιτικού ριζοσπαστισμού συνιστά από μόνη της εξέλιξη κεφαλαιώδους σημασίας. Ας αναλογιστούμε ότι μόλις δεκαπέντε χρόνια πρίν, η ιδεολογική ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης ιντελλιγκέντσιας ήταν τόσο καλά εδραιωμένη ώστε κάθε απόπειρα κριτικής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου με βάση την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης, κινδύνευε είτε να θεωρηθεί ως δείγμα επιστημονικής αγκίλωσης (προσκόλληση σε παρωχημένα ερμηνευτικά μοντέλα, π.χ. Μαρξισμός), είτε να χαρακτηριστεί ανεδαφική ή ‘ουτοπιστική’. Η αναψηλάφιση και η δημόσια συζήτηση στο πλαίσιο των Φόρουμ του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, ‘απαγορεύμένων’ θεμάτων που έχουν να κάνουν με τον καταπιεστικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και τις καταστροφικές επιπτώσεις που αυτή έχει για το κοινωνικό σύνολο, αποτελεί ήδη μια σοβαρή κατάκτηση του μαζικού κινήματος και κίνδυνο πρώτου μεγέθους για ένα πολιτικό σύστημα που βασίζεται στην γενικευμένη απάθεια και στην απουσία πολιτικής συνείδησης.
Επίσης, μια ακόμα σημαντική συνέπεια της νέας αυτής εξέλιξης αφορά την αποκατάσταση, ούτως ειπείν, του "δικαιώματος στη διαφωνία" μέσα στους κόλπους μιας υπερεθνικής ελίτ, που ως εκείνη την στιγμή λειτουργούσε σαν μια ομοιογενής, μονολιθική σε πεποιθήσεις, κοινωνική ομάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι την αρχική πανικόβλητη αντίδραση του κατεστημένου που μετουσιώθηκε στην μαζική αστυνομική καταστολή που ασκήθηκε ενάντια στους διαδηλώτες του Σιάτλ, του Γκέτεμποργκ και φυσικά της Γένοβας, διαδέχτηκε μια οργανωμένη προσπάθεια χειραγώγησης και μερικής ενσωμάτωσης ορισμένων ρευμάτων του κινήματος, μέσω του διαλόγου και της προσεκτικής αναγνώρισης της νομιμότητας μερικών από τα, λιγότερο ριζοσπαστικά, αιτήματα τους. Αυτή η τακτική μπορεί να είχε σαν συνέπεια την διάσπαση του κινήματος αμφισβήτησης σε δύο στρατόπεδα (ρεφορμιστικό / ριζοσπαστικό), όμως έβαλε σε κίνηση μια παράλληλη διαδικασία στο εσωτερικό της υπερεθνικής ελίτ που μετέτρεψε τον καθορισμό του καθεστώτος των σχέσεων μεταξύ κινήματος και κατεστημένου σε πολιτικό διακύβευμα της πάλης για εξουσία που διεξάγεται μεταξύ των αντιτιθέμενων πόλων υπερεθνικής εξουσίας.
Ο ‘Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας’ και η στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων που επιχειρείται από τις ΗΠΑ και τους βασικούς συμμάχους της (Μεγάλη Βρετανία, Αυστραλία), εκφράζουν την διάθεση του Αγγλοσαξωνικού, μοναρχικού μπλοκ να ‘στραγγαλίσει τον αναδυόμενο ριζοσπαστισμό εν τη γεννέσει του’. Να δημιουργήσει δηλαδή ένα πλέγμα από νομικές δικλείδες ασφαλείας για την μελλοντική διαφύλαξη της κοινωνικής τάξης μέσω της ταύτισης της κοινωνικής αμφισβήτισης με την τρομοκρατία και της ποινικοποίησης της σε μεγάλο βαθμό.
Παράλληλα, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων η αντι-τρομοκρατική εκστρατεία χρησιμοποιείται ως εργαλείο επιβολής των Αμερικανικών αυτοκρατορικών σχεδιασμών μέσω της μονομερούς ανάληψης στρατιωτικής δράσης και της υπονόμευσης των διεθνών οργανισμών και συμβάσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των ΗΠΑ, σε ότι αφορά τους τρόπους άσκησης της στρατιωτικής τους ισχύος. Η στρατιωτική ισχύς αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του αυτοκρατορικού-μοναρχικού μοντέλου διεθνούς διακυβέρνησης, ενώ η περιστολή των ατομικών ελευθεριών και η ποινικοποίηση όλων των μορφών αντίστασης ή κοινωνικής διαμαρτυρίας συνιστούν την συγκεκριμένη, ‘εθνική’ διάσταση του διεθνούς Αυτοκρατορικού συστήματος.
Τέλος, η έκρηξη της λαϊκής δυσαρέσκειας μέσα από τις κινητοποιήσεις του Σιάτλ, εισήγαγε μία τρίτη, συμβολική-ιδεολογική παράμετρο στην πολυδιάστατη κρίση που έπληξε το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Η επανεμφάνιση του πολιτκού ριζοσπαστισμού στο Σιάτλ, συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάρριψη ενός κυριαρχικού ιδεολογικού μύθου που οι κοσμοπολίτες διανοούμενοι του νεοφιλελευθερισμού καλλιεργούσαν με επιμέλεια από το 1989, του μύθου της αποπολιτικοποίησης της Δύσης. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου, οι Δυτικές δημοκρατίες εισήλθαν σε μια περίοδο παρατεταμένης, σχεδόν ‘μετα-ιστορικής’, πολιτικής σταθερότητας, την οποία διευκόλυναν η ιστορική ήττα του κομμουνιστικού ιδανικού που επέφερε την ύφεση των παραδοσιακών ιδεολογικών διενέξεων και την αλλοίωση του κλασσικού περιεχομένου της έννοιας της "αντιπολίτευσης", η σταδιακή αποσύνθεση των συλλογικών πολιτικών ταυτοτήτων που είχαν οικοδομηθεί τις τελευταίες δεκαετίες καθώς και η άνευ όρων συνθηκολόγηση των κοινωνικών αγώνων και των συλλογικών κινημάτων.
Η εικόνα αυτή της καθολικής επικράτησης του καπιταλισμού και του κοινοβουλευτισμού, υποβλήθηκε σε ιδεολογική επεξεργασία από τους απολογητές της παγκοσμιοποίησης και προβλήθηκε ως η αναγκαία συνθήκη της παγκόσμιας επικράτησης του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου.[iii] Κι αυτό γιατί η εικόνα μιας ειρηνικής, πολιτικά αδρανούς Δύσης ανταποκρινόταν σε δύο βασικές λειτουργίες του νομιμοποιητικού, ιδεολογικού μηχανισμού της Αυτοκρατορίας:
α) αντιπροσώπευε την ενσάρκωση της ύψιστης μορφής πολιτικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, ένα κοινωνικο-πολιτικό σύστημα η νομιμότητα του οποίου δεν αμφισβητείτο από καμία οργανωμένη πολιτική δύναμη κι από κανένα τμήμα του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών, και που οι οικονομικές του επιδόσεις εξασφάλιζαν για τις Δυτικές, δημοκρατικές ελίτ την κοινωνική συναίνεση σε συνδυασμό με μια ηγετική θέση στην διεθνή πολιτική. Με άλλα λόγια, αυτό που εξασφάλιζε η έννοια της αποπολιτικοποίησης ήταν η ικανότητα αυτοπροβολής του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου ως πρότυπου, χωρίς την ανάγκη της προσφυγής σε θεωρητικές αναλύσεις κι επιχειρήματα προς επιβεβαίωση της ανωτερότητας του. Η προβολή της θεσμικής παντοδυναμίας των πολιτικών δυνάμεων του κατεστημένου, η απουσία κάθε αυθόρμητης εκδήλωσης διαμαρτυρίας ενάντια στις πολιτικές των ελίτ, ήταν η καλύτερη έξωθεν μαρτυρία για τα πλεονεκτήματα και τα υλικά οφέλη που συνοδεύουν την ενσωμάτωση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Οι βίαιες όσο και μαζικές κινητοποιήσηεις του Σιάτλ, διέλυσαν την ειδυλλιακή εικόνα του νεοφιλελεύθερου αποπολιτικοποιημένου παραδείσου και υπενθύμισαν στους ιθύνοντες ότι ακόμα και μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ, είναι δυνατή η ανάπτυξη νέων αυθόρμητων μορφών αντίστασης που πηγάζουν από τις καταστροφικές κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις της οικονομίας της αγοράς. Η επανεμφάνιση τέτοιων φαινομένων εξέγερσης στις Δυτικές κοινωνίες υπονόμευσε στα μάτια των ηγετών του Τρίτου Κόσμου την ιδεολογική έλξη που ασκούσε επάνω τους η Δύση, ενώ έπεισε ορισμένα τμήματα της υπερεθνικής ελίτ (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία) ότι η διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας τους δεν μπορούσε πλέον να στηρίζεται πρωταρχικά στο στοιχείο της πειθούς (διπλωματικά μέσα), αλλά έπρεπε να επανακαθορισθεί ενισχύοντας τον ρόλο που διαδραματίζει σε αυτήν το στοιχείο της αστυνομικής καταστολής και της στρατιωτικής ισχύος.
β) Στο επίπεδο του πρακτικού πολιτικού σχεδιασμού η απήχηση που είχαν στην κοινή γνώμη της Δύσης οι θεωρητικές θέσεις του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, στέρησαν από τις ελίτ την απεριόριστη ελευθερία κινήσεων που είχαν στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτκών τους και οδήγησαν στην αναστολή στην πράξη, αρκετών πτυχών του πολιτικού προγράμματος της παγκοσμιοποίησης. Στο Σιάτλ το κίνημα πέτυχε να αποτρέψει την επικύρωση νέας διεθνούς εμπορικής συμφωνίας κι έκτοτε πολλές περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες κατέρρευσαν ή υπογράφθηκαν με όρους λιγότερο δεσμευτικούς για τα συμβαλλόμενα μέλη, με πιο πρόσφατα παράδείγματα τις διαπραγματεύσεις του ΠΟΕ στο Κανκούν του Μεξικού και την συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ, Βραζιλίας και Κεντρικής Αμερικής για το FTAA (Free Trade Agreement of the Americas).



11η Σεπτεμβρίου

Τέλος, το τρίτο γεγονός-σταθμός στην διαδικασία μετάλλαξης του παγκόσμιου συστήματος ήταν δίχως άλλο τα τρομοκρατικά χτυπήματα κατά του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Πολλοί αναλυτές της διεθνούς πολιτικής έχουν διατυπώσει την άποψη ότι καμία σημαντική αλλαγή δεν συντελέστηκε στο παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο την ημέρα εκείνη. Υποστηρίζουν ότι το γεγονός πως τα σχέδια για την εισβολή στο Ιράκ προϋπήρχαν των επιθέσεων στους Δίδυμους Πύργους, αποδεικνύει ότι η εκστρατεία κατά του Σαντάμ υπαγορεύτηκε από δομικές αλλαγές στην παγκόσμια στρατηγική ισορροπία και θα είχε πραγματοποιηθεί ακόμη και στην περίπτωση που η Αλ Κάιντα δεν είχε καταφέρει να πλήξει τις ΗΠΑ.
Από την άλλη μεριά, θα ήταν παράλειψη εκ μέρους μας να υποτιμήσουμε τον ρόλο που έπαιξαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ως καταλύτης για την επιτάχυνση των εξελίξεων στον χώρο της διεθνούς πολιτικής. Σίγουρα, η διάσταση απόψεων που παρατηρείται μεταξύ των αντιλήψεων της Αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας σχετικά με τις μεθόδους και τις πρακτικές καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας και τις αντίστοιχες αντιλήψεις του Ευρωπαϊκού μπλοκ όπως αυτές εκφράζονται στο Ευρωπαϊκό δόγμα στρατηγικής κι ασφάλειας, ανάγονται όχι σε συγκυριακούς παράγοντες μεταγενέστερους της 11ης Σεπτεμβρίου, αλλά αντικατοπτρίζουν τα διαφορετικά συμφέροντα των μελών της Βορειοατλαντικής συμμαχίας όπως αυτά είχαν αρχίσει να μορφοποιούνται ακόμα και πρίν τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους.
Με άλλα λόγια η στάση που το κάθε κράτος ή συνασπισμος κρατών υιοθέτησε κατά την επαύριο των τρομοκρατικών χτυπημάτων στην Νέα Υόρκη επικαθορίσθηκε σε μεγάλο βαθμό από την προγενέστερη στρατηγική τους θέση στο παγκόσμιο σύστημα και δεν διαμορφώθηκε αποκλειστικά από την λογική της πάταξης μιας ενδεχόμενης τρομοκρατικής απειλής.
Παρ’όλα αυτά, η 11η Σεπτεμβρίου εισήγαγε μία δική της δυναμική όσον αφορά τις σχέσεις της Αμερικής με το σύνολο του υπόλοιπου κόσμου κι έδωσε στις προϋπάρχουσες τάσεις αυτονόμησης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μία πιο επιτακτική και δογματική χροιά (‘είστε μαζί μας ή εναντίον μας’), αποκρυσταλλώνοντας παράλληλα το χάσμα συμφερόντων και προτεραιοτήτων που χωρίζει τις ΗΠΑ από τους συμμάχους της. Όπως επισημαίνει ο Εμ. Τόντ, η συμπεριφορά της Αμερικής ύστερα από την 11η Σεπτεμβρίου και ο τρόπος με τον οποίο η Κυβέρνηση Μπούς αποφάσισε να διεξαγάγει τον παγκόσμιο αγώνα της κατά της Αλ-Κάιντα, είχε σημαντικό αντίκτυπο στην μεταστροφή της θετικής εικόνας που η διεθνής κοινή γνώμη είχε σχηματίσει για την Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου.[iv]
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τους Ευρωπαίους εταίρους της Αμερικής στο ΝΑΤΟ, που ενώ αρχικά έσπευσαν να ενεργοποίησουν το Άρθρο 11 της συμμαχίας, προσφέροντας υποστήριξη για την εκστρατεία στο Αφγανιστάν (με την προσδοκία ότι έτσι θα ικανοποιηθεί η Αμερικανική επιθυμία για εκδίκηση), ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ανευθυνότητα της υπερδύναμης, που προωθούσε έναν Τέταρτο Παγκόσμιο Πόλεμο όπως δεν διστάζουν να αποκαλούν την τωρινή διεθνή συγκυρία Αμερικανοί αναλυτές. Η συνειδητοποίηση αυτών των αλλαγών στον τρόπο συμπεριφοράς των ΗΠΑ επέφερε μια ποιοτική αλλαγή στις σχέσεις εντός του πλαισίου της Βορειοατλαντικής συμμαχίας δημιουργώντας κλίμα πόλωσης, και ενίσχυσε την πεποίθηση των Ευρωπαίων πολιτικών ηγετών όχι μόνο περί της απόκλισης των αντικειμενικών στρατηγικών συμφερόντων ΗΠΑ και Ευρώπης, αλλά και περί της αυξανόμενης αδιαφορίας ή αδυναμίας των Αμερικανικού πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου να κατανόησει και να συνυπολογίσει στους σχεδιασμούς του τις ευρωπαϊκές θέσεις και απόψεις.
Μία ακόμα πιο σοβαρή εξέλιξη που έθεσε σε κίνηση η 11η Σεπτεμβρίου έχει να κάνει με την αλλοίωση του φιλελεύθερου χαρακτήρα των δυτικών ολιγαρχικών καθεστώτων και την δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σταδιακή μετάβαση σε ένα αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης. Η διαδικασία αυτή ήδη βρίσκεται σε ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την καταπάτηση βασικών ατομικών ελευθεριών και τον βάναυσο παραμερισμό νομικών αρχών στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία του
κράτους δικαίου.
Πρόκειται για μια νομική προσέγγιση που εάν καθιερωθεί μπορεί να μεταβάλλει σημαντικά την σχέση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων σε μια δημοκρατία, παραμορφώνοντας μόνιμα την ίδια την φύση του Αμερικανικού πολιτεύματος. Κι αυτό γιατί ενώ οι νομικές προδιαγραφές που αφορούν την δίωξη ποινικών αδικημάτων παραμένουν σε ισχύ, ο εντοπισμός και η άσκηση δίωξης ενάντια σε ενέργειες που εμπίπτουν στην κατηγορία των πολιτικών εγκλημάτων έχει περιέλθει στην άμεση δικαιοδοσία του Κράτους, χωρίς την απαραίτητη διαμεσολάβηση των διακστηρίων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκτακτη νομοθεσία (Patriot Act) που εισήχθη από την Αμερικανική κυβέρνηση (χωρίς την προβλεπόμενη συνταγματική επικύρωση από το Κογκρέσσο) στον απόηχο των χτυπημάτων στους Δίδυμους Πύργους, εκχωρούνται στο εκτελεστικό σκέλος της κυβέρνησης σημαντικές εξουσίες που περιλαμβάνουν το δικαίωμα σύλληψης υπόπτων για τρομοκρατική δράση χωρίς την απαγγελία επίσημης κατηγορίας, την απεριόριστη παράταση της προφυλάκισης τους καθώς και την στέρηση της πρόσβασης του κατηγορούμένου σε συνήγορο υπεράσπισης.
Αυτά τα έκτακτα νομικά μέτρα δεν αφορούν μόνο ξένους υπηκόους που συλαμβάνονται με την υποψία της τρομοκρατικής δραστηριότητας. Όπως έδειξε η περίπτωση του Χοσέ Παντίγια, Αμερικανού πολίτη που συνελήφθη ως πράκτορας της Αλ Κάιντα και κρατείται στο κάτεργο του Γκουαντάναμο, τα συνταγματικά δικαιώματα του Παντίγια ως Αμερικανού υπηκόου δεν αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα για την εφαρμογή της καινούριας αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας.[v]
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως, με βάση τις δομικές ασάφειες τις οποίες κάθε απόπειρα επιστημονικού ορισμού του φαινομένου της τρομοκρατίας είναι καταδικασμένη να περιέχει, ανοίγεται ο δρόμος για την διάδοση και θεσμική καθιέρωση μιας νομικής πρακτικής που θα θεωρεί την ενδεχόμενη στράτευση του κάθε πολίτη σε αντιπολιτευόμενα κινήματα επαρκή βάση για την στέρηση των συνταγματικών του δικαιωμάτων, αντιμετωπίζοντας τον σαν εν δυνάμει δημόσιο κίνδυνο.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το FBI να συλλέγει πληροφορίες και να έχει υπό διαρκή παρακολούθηση τους ακτιβιστές που δραστηριοποιούνται στις τάξεις του Αμερικανικού αντιπολεμικού κινήματος.[vi]
Οι δύο προαναφερθείσες τάσεις (στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων, αστυνομικοποίηση των δυτικών κοινωνιών) μαζί συνθέτουν το πολιτικό-κοινωνικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο εξελίσσεται η τρέχουσα μετάλλαξη του διεθνούς συστήματος κυριαρχίας. Ακόμα πρέπει να τονισθεί η σχέση αμοιβαίας εξάρτησης που καθορίζει την επιμέρους ανάπτυξη των δύο φαινομένων. Με βάση αυτό το σκεπτικό μπορούμε να διακινδυνεύσουμε δύο προγνωστικά:
α) Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, όπως αυτός σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από τον Αγγλοσαξωνικό πόλο υπερεθνικής εξουσίας, μπορεί να δρομολογήσει μια περαιτέρω αντι-δημοκρατική στροφή των δυτικών ελίτ, και να οδηγήσει στην εγκαθίδρυση και νομική κατοχύρωση ενός ολιγαρχικού μοντέλου διακυβέρνησης, στα πλαίσια του οποίου κάθε απόπειρα συλλογικής αντίστασης ή υπεράσπισης των συμφερόντων του πολίτη θα εκλαμβάνεται ως ευθεία πρόκληση ενάντια στην πολιτική εξουσία και θα αντιμετωπίζεται με θηριώδη καταστολή.
Η εξέλιξη αυτή δεν συνιστά απροσδόκητο γεγονός. Τουναντίον, αντικαθρεφτίζει με νομικούς όρους το χάσμα που από καιρό έχει δημιουργηθεί μεταξύ της ελίτ των επαγγελματιών πολιτικών που διαχειρίζονται την εξουσία σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία και των κοινωνιών που θεωρητικά εκπροσωπούν. Αποτελεί το φυσικό επιστέγασμα της μετατροπής της ιδιότητας του ενεργού πολίτη που προϋποθέτει ένα καθεστώς, περιορισμένης έστω, δημοκρατίας, σε αυτήν του σύγχρονου καταναλωτή-υπηκόου που ουδόλως ενδιαφέρεται ή συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα. Γι’αυτό άλλωστε και ερμηνεύουμε τον αντίκτυπο που είχε η έμφανιση του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης στην αφύπνιση των συνειδήσεων των πολιτών ως σημαντική δημοκρατική κατάκτηση.
β) Όσο η διαδικασία της αυταρχικής αναδιάρθρωσης του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος προχωράει σε βάθος κι επεκτείνεται, τόσο η πιθανότητα της εξαπόλυσης νέων πολέμων από την υπερεθνική ελίτ θα μεγαλώνει. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό αφού η πολιτική εξουσία θωρακίζεται αποτελεσματικά με την εισαγωγή της έκτακτης αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και τα μέσα που διαθέτουν τα συλλογικά κινήματα ή ο κάθε πολίτης μεμονωμένα για να προβάλει νόμιμη αντίσταση και να διεκδικήσει τα δικαιώματα του συρρικνώνονται δραματικά.
Παρ’όλα αυτά μοναδική διέξοδος από το τέλμα, παραμένει η προσχώρηση και αυτο-οργάνωση των Αμερικανών και Ευρωπαίων πολιτών σε ένα μαζικό κίνημα αμφισβήτησης που σαν στόχο θα έχει την αναστροφή της φαύλης διαλεκτικής μεταξύ Αυτοκρατορίας και αστυνομικού κράτους και τη δημιουργία μιας καινούριας διαλεκτικής της απελευθέρωσης μεταξύ της αυτο-διαχείρισης και της άμεσης δημοκρατίας ως κυρίαρχο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης στο εσωτερικό, και του εκδημοκρατισμού των διεθνών σχέσεων στο εξωτερικό. Άλλωστε η συμπεριφορά των κρατών στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής διαμορφώνεται, σε τελευταία ανάλυση, από το είδος και την φύση του πολιτεύματος που επικρατεί στο εσωτερικό τους.





[i] Πράγματι, οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στην, εκτός Δύσης, διεθνή κοινότητα. Ενδεικτικό της αντιδυτικής διάθεσης που επικρατούσε είναι σχετικό άρθρο που δημοσίευτηκε εκείνες τις ημέρες στην Ινδική εφημερίδα Hindu και που καταδίκαζε το ΝΑΤΟ για την διεξαγωγή επιχειρήσεων που τις χαρακτήριζαν «η παρανομία, η ιδιοτέλεια, η αλαζονεία και η ανομία σε μια προσπάθεια του ΝΑΤΟ να υποκαταστήσει τα Ηνωμένα Έθνη στον ρόλο του παγκόσμιου ειρηνοποίου». N. Chomsky, The New Military Humanism (Pluto Press; London), σελ. 143.
[ii] «Η αμερικανική κυριαρχία στην πολεμική προσπάθεια ενόχλησε διπλά τους Ευρωπαίους. Από την μία ήταν ένα μάλλον συγκλονιστικό χτύπημα στην ευρωπαική υπόληψη. Όπως παρατηρούσαν δύο Βρετανοί αναλυτές μετά τον πόλεμο, ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο, ‘που περηφανεύεται ότι είναι σοβαρή στρατιωτική δύναμη, μπόρεσε να συμβάλλει μόλις κατα 4% σε αεροσκάφη και κατα 4% στις βόμβες που ρίχτηκαν’. Για τους πιο έγκρυτους αναλυτές της στρατηγικής στην Γαλλία, στη Γερμανία και στην Βρετανία, ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο απλώς ‘υπογράμμισε την αδυναμία των ένοπλων δυνάμεων της Ευρώπης’. Ήταν ενοχλητικό που ακόμη και σε μία τόσο κοντινή περιοχή, όπως τα Βαλκάνια, ‘η ικανότητα της Ευρώπης να παρατάσσει στρατιωτικές δυνάμεις’ δεν ήταν παρά ‘πενιχρό τμήμα’ της αμερικανικής ικανότητας». Ρ. Κέιγκαν, Παράδεισος και Εξουσία (Καστανιώτη, Αθήνα), σελ. 67-8.
[iii] Όπως γράφει ο Εμάνουελ Τοντ, ο Φουκουγιάμα συμπεραίνει «το τέλος της ιστορίας από τη γενίκευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ένα τέτοιο συμπέρασμα προϋποθέτει ότι αυτή η πολιτική μορφή είναι σταθερή, αν όχι τέλεια, και οτι η ιστορία της σταματά μόλις πραγματοποιηθεί». Εμ. Τοντ, Μετά την Αυτοκρατορία (Κριτική, Αθήνα), σελ. 34.
[iv] «Ο αγώνας ενάντια στην Αλ Κάιντα που θα μπορούσε να θεσμοποιήσει την νομιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών εάν διεξαγόταν σεμνά και λογικά, ανέδειξε μια πολλαπλάσια ανευθυνότητα. Η εικόνα μιας ναρκισιστικής, ταραγμένης και επιθετικής Αμερικής αντικατέστησε, μέσα σε μερικούς μήνες, την εικόνα της πληγωμένης, συμπαθητικής και απαραίτητης για την παγκόσμια ισορροπία χώρας». Op. cit., σελ.18.
[v] D. Johnston, In Debate on Antiterrorism, the Courts Assert Themselves, The New York Times, 19/12/2003.
[vi] E. Lichtblau, FBI Scrutinizes Antiwar Rallies, The New York Times, 23/11/2003.