A black candidate who does not believe in the cause of black liberation is even worst than a white candidate of the establishment. How can a person who comes from an oppressed minority (african-americans), purport to care about the citizenry of the US in general, while overlooking entirely the problems in his own community? And how can Obama claim that he cares about black people, when he has failed to recognize their historical plight in any of his speeches? Obama ascribes black poverty and underdevelopment to the “moral deficiencies” of the black male, and not to the cultural subjugation of african-americans, or ghetto economics. This is a standard establishment-position towards the racism and economic enslavement of the african-american community. The problem of racism has not been solved because a black man is running for president. Institutional racism applies to groups and collectivities and engulfs the african-american community as a whole. A candidate who refuses even to depict himself as a black politician (bearer of a radical political heritage stemming from his background), opting instead for the race-neutral approach, will scarcely contribute in the improvement of the social situation of blacks. He will either be indifferent, or inimical towards black collective issues and demands, because he will mean to show the white establishment that he is moderate and reliable and completely detached from his background. The case of the of Jeremiah Wright’s official excommunication by the Obama campaign, speaks volumes of the candidate’s intentions towards the black underclass as a whole. God help black America, if this is the leadership it aspires to.
Saturday, August 2, 2008
Wednesday, June 25, 2008
Η Αποστασία των Πολιτικών

Την περίοδο που ο Μπλερ κυβερνούσε την Μεγάλη Βρετανία, κάποιος Άγγλος αξιωματούχος ρωτήθηκε εαν τα συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά αποχής του Βρετανικού κοινού από τις εκλογές αποτελούν κίνδυνο για το δημοκρατικό πολίτευμα ή έναν τρόπο αποδοκιμασίας των πολιτικών δυνάμεων του κατεστημένου. Με περισσή αισιοδοξία απάντησε ότι η απροθυμία των Άγγλων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα συνιστά σημάδι εφησυχασμού του εκλογικού σώματος και εμπιστοσύνης σε αυτούς που το κυβερνούν.
Είναι γεγονός ότι μια τέτοια αποτίμηση του προβλήματος της εκλογικής αποχής από ενα στέλεχος της κυβέρνησης είναι μάλλον αναμενόμενη αφου έγινε σε μια στιγμή που, λόγω της αυτοκτονίας του καθηγητή Ντέιβιντ Κέλι, η κυβέρνηση των Νέων Εργατικών βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χειρότερη πολιτική κρίση της μέχρι τότε θητείας της. Οι επίπλαστοι δεσμοί εμπιστοσύνης μεταξύ του Μπλαιρ και των κατώτερων τάξεων της Βρετανικής κοινωνίας που είχαν οικοδομήσει οι μάγοι του τμήματος δημοσίων σχέσεων (spin doctors) του Βρετανικού πρωθυπουργικού γραφείου, θρυμματίστηκαν από το συμβάν μιας πολιτικής αυτοκτονίας την τραγικότητα της οποίας η μηχανή προπαγάνδας της Βρετανικής κυβέρνησης δεν μπόρεσε να διαγράψει, ή να παραποίησει.
Η αυτοκτονία του Κέλι θύμησε στους Βρετανούς ότι η πολιτική στην ουσιαστική της μορφή, είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός διαγωνισμός δημοτικότητας κι επανέφερε στο προσκήνιο εκείνα τα φορτισμένα πολιτικά νοήματα που τόσο πολύ οι spin doctors των Νέων Εργατικών προσπάθησαν να απεμπολήσουν από την καλογυαλισμένη πρωθυπουργική εικόνα του Μπλαιρ. Ο ‘μάρτυρας’ Κέλι υπενθύμισε στους Βρετανούς πολίτες το αίσθημα εκείνο της δημόσιας ευθύνης που θα έπρεπε να διακατέχει κάθε δημόσιο λειτουργό, το βάρος του οποίου μπορεί να είναι τόσο επώδυνο, ώστε να οδηγήσει κάποιον ακόμα και στην αυτοκτονία. Ένα αίσθημα ευθύνης που, κρίνοντας από τις μεθοδεύσεις που προηγήθηκαν της Αγγλικής συμμετοχής στον πόλεμο του Ιράκ και της κυνικής αντιμετώπισης που έτυχε ο θάνατος του Κέλι από στελέχη της Βρετανικής κυβέρνησης, οι εκλεγμένοι πολιτικοί ηγέτες του Βρετανικού λαού φαίνεται οτι από καιρό έχουν φροντίσει να αποβάλλουν.
Δεν είναι περίεργο λοιπόν που με τις δηλώσεις του, ο Βρετανός αξιωματούχος προσπάθησε όχι μόνο να συγκαλύψει την πραγματική σημασία της αποχής για την εξέλιξη της δημοκρατίας στην Βρετανία, αλλά και να υποθάλψει παρόμοιες συμπεριφορές. Eίναι αναμενόμενο μια χρεοκοπημένη κυβέρνηση σαν αυτή των Νέων Εργατικών να βασίζει το πολιτικό της μέλλον στην απάθεια και την αδιαφορία του εκλογικού σώματος.
Όμως μία ερμηνεία των δηλώσεων αυτών με αποκλειστικό σημείο αναφοράς την Βρετανία μας εμποδίζει από το να δούμε πέρα από τις ιδιαιτερότητες του Βρετανικού πολιτικού συστήματος και να διακρίνουμε τα γενικότερα διδάγματα που θα πρέπει να αντλήσουμε από αυτήν την ενθουσιώδη αποδοχή της αποχής. Άλλωστε, το πρόβλημα της μη-συμμετοχής των πολιτών στα κοινά είναι μια γενικευμένη μορφή δυσλειτουργίας που υποσκάπτει τα θεμέλια των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών και που σταδιακά έχει λάβει την έκταση μιας σοβαρής και οξείας κρίσης νομιμότητας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Μήπως λοιπόν οι δηλώσεις του Βρετανού αξιωματούχου απηχούν τη σταδιακή ανάδειξη νέων αντι-δημοκρατικών τάσεων στους κόλπους των πολιτικών διαχειριστών της παγκοσμιοποίησης; Στο πλαίσιο της πρωτοφανούς σύγκρουσης που προέκυψε μεταξύ της πολιτικής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στο θέμα του Ιράκ και της εκπεφρασμένης βούλησης των λαών για μη-εμπλοκή στην ληστρική επιδρομή κατά του Ιρακινού λαού, μια τέτοια αντιδημοκρατική στροφή αποκτά καινούριο νόημα και σημασία. Και είναι σ’αυτό το πλαίσιο που είμαστε υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουμε μερικές αλήθειες σχετικά με τις συνέπειες της εκλογικής αποχής ως πολιτικού φαινομένου και με αυτόν τον τρόπο να διατυπώσουμε αντίλογο σε ισχυρισμούς που παρουσιάζουν την εκλογική αποχή ως δείγμα μιας ομαλής και επιτυχημένης διακυβέρνησης.
Η αλήθεια είναι πως η ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος προϋποθέτει ενεργούς πολίτες που εμπλέκονται συστηματικά στους θεσμικούς τρόπους άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Ίσως όχι με την έννοια της προσωπικής ανάμειξης της πλειοψηφείας των πολιτών στα κοινά, όπως θα συνέβαινε στο πλαίσιο μιας άμεσης δημοκρατίας, αλλά τουλάχιστον μέσω της καθημερινής ενασχόλησης του πολίτη με τα δημόσια πράγματα που τον καθιστά ενήμερο γύρω από εξελίξεις που τον αφορούν, τον οπλίζει με σωστή κρίση γύρω από τις κυβερνητικές πολιτικές και του επιτρέπει να ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα με υπευθυνότητα και πλήρη επίγνωση των επιλογών που του παρέχονται όταν αυτός προσέρχεται στις κάλπες.
Είναι λοιπόν φανερό ότι σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η επιδοκιμασία του λαού προς τις πολιτικές μιας κυβέρνησης ή προς το πρόγραμμα ενός κόμματος, δεν μπορεί παρά να εκφράζεται μέσα από χειροπιαστά εκλογικά αποτελέσματα και να επιβραβεύεται μέσα από θετικές εκλογικές νίκες. Εξάλλου, η προσπάθεια να διασφαλιστεί η λαϊκή αποδοχή μέσα από την εκλογική διαδικασία, οφείλει να είναι και η κατεύθυνση προς την οποία θα έπρεπε να στρέφεται και η ηθική διάσταση κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας ενός κόμματος που διακατέχεται από γνήσια δημοκρατικά φρονήματα.
Δεν μιλάμε εδώ για πρακτικές λαϊκισμού που σαν σκοπό έχουν να εξαπατούν το εκλογικό σώμα με τη δημιουργία ψευδών εντυπώσεων. Ούτε αναφερόμαστε στην ανάπτυξη μιας ευρείας βάσης εκλογικής υποστήριξης μέσω πελατειακών σχέσεων και διευκολύνσεων. Περισσότερο έχουμε στο μυαλό μας μια έντιμη δημοκρατική στάση που ενθαρρύνει την μαζική συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες (π.χ. εκλογές) και θεωρεί ως πρωταρχικό κριτήριο αξιολόγησης και νομιμοποίησης της πολιτικής της δράσης την ανταπόκριση, ή μη, που αυτή έχει στα λαϊκά στρώματα (σε κάθε περίπτωση η λαϊκή ετυμηγορία θα έπρεπε να λειτουργεί ως το υπέρτατο κριτήριο νομιμότητας σε μια δημοκρατία).
Αντίθετα, πιστεύω πως η αποδοχή της αποχής ως δομικό λειτουργικό στοιχείο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποτελεί προπαρασκευαστικό βήμα για την εδραίωση μιας ανελεύθερης πολιτικής κουλτούρας, πάνω στην οποία οι ελίτ θέλουν να βασίσουν την λειτουργία ενός παγκοσμιοποιημένου συστήματος κυριαρχίας που εδώ θα ονομάσουμε Αυτοκρατορική Δημοκρατία.
Ενός συστήματος μόνο κατ’όνομα δημοκρατικού, αφου εύλογα μπορεί κάποιος ν’αναρωτηθεί πώς πιστοποιείται η βούληση του έθνους σε μια δημοκρατία, αν όχι μέσα από τη συμμετοχή του στην εκλογική διαδικασία. Η άποψη μου είναι πως κανείς δεν μπορεί να ισχυρίζεται πως έχει τον λαό στο πλευρό του όταν ο ίδιος ο λαός αρνείται να διατρανώσει αυτή την υποστήριξη του χρησιμοποιώντας το μόνο μέσον που διαθέτει, τον εκλογικό μηχανισμό.
Συνεπώς, η πολιτική απάθεια μόνο με την γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να ταυτίζεται και αποτελεί ένδειξη αλλοτρίωσης και όχι ικανοποίησης του πολίτη.[i] Απορρέει από την πεποίθηση ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος δεν έχει πια την σημασία που του αποδίδεται στην κλασσική δημοκρατική θεωρία. Ο κεντρικός θεσμικός χαρακτήρας των εκλογών έχει αλλοιωθεί από το φαινόμενο των διευρυμένων κοινωνικών ανισοτήτων, της βαθειάς διαπλοκής του μηχανισμού της δημόσιας διοίκησης με τα επιχειρηματικά συμφέροντα καθώς και από την εκτεταμένη μεταβίβαση εξουσιών από τη σφαίρα κυριαρχίας του έθνους-κράτους, στην αρμοδιότητα υπερεθνικών οργανισμών.
Ακόμα, η μη συμμετοχή των πολιτών αντανακλά το γεγονός ότι στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης δεν υπάρχουν πλέον κομματικές παρατάξεις με διακριτούς ιδεολογικούς και κοινωνικούς προσανατολισμούς που να εκφράζουν τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης μερίδας των πολιτών. Η πολυμορφία και οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε θέματα διακυβέρνησης και κοινωνικής πολιτικής που αποτελούν την απαράβατη αρχή νομιμοποίησης κάθε δημοκρατικού καθεστώτος αλλά και την αναγκαία συνθήκη της υγιειούς λειτουργίας του πολιτεύματος, έχει προ πολλού πάψει να υπάρχει. Η δημιουργική διακίνηση των ιδεών που αποτελεί το κατ’εξοχήν χαρακτηριστικό μιας δημοκρατίας αλλά και τον βασικό αμυντικό μηχανισμό του πολιτεύματος ενάντια στην έμφυτη ροπή κάθε εξουσιαστικού μηχανισμού προς την απολυταρχία, έχει αντικατασταθεί από έναν γενικευμένο κομφορμισμό και έναν πραγματισμό που απορρέει από την υποτιθέμενη ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχείας.
Το πολιτικό έδαφος του ‘Κέντρου’, το οποίο έχει θεωρητικό νόημα και πρακτικό λόγο ύπαρξης μόνο στην περίπτωση που λειτουργεί ως ενδιάμεσος, εξισορροπιστικός παράγοντας ανάμεσα σε δυο εκ διαμέτρου αντίθετες τάσεις, όπως ήταν κάποτε οι πολιτικές φιλοσοφίες της Αριστεράς και της Δεξιάς, τώρα έχει μεταβληθεί σε ιδεολογικό χωνευτήρι, όπου διαχρονικές ηθικές αξίες εκφυλίζονται, χρόνιες κοινωνικές δεσμεύσεις αθετούνται στο όνομα ενός νέου πολιτικού ύφους, δομημένου γύρω από καλοσχεδιασμένες διαφημιστικές εκστρατείες και προηγμένα επικοινωνιακά τεχνάσματα. Η τακτική της φραστικής απαξίωσης του αντιπάλου, στην οποία επιδίδονται αφειδώς οι κομματικοί ηγέτες για να δημιουργήσουν την πλασματική εντύπωση οτι σημαντικές διαφορές χωρίζουν την μια παράταξη από την άλλη, μικρό αποτέλεσμα έχει σ’ενα υποψιασμένο εκλογικό σώμα. Οι ψηφοφόροι όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν πως όσο οι ιδεολογικές και πρακτικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων εκμηδενίζονται, τόσο οι τόνοι των παραπλανητικών προφορικών αντιπαραθέσεων ανεβαίνουν.
Κι αν θέλουμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα για τη σημερινή παρακμή του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν πρέπει τάχα να καταλογίσουμε στις κοινοβουλευτικές ελίτ την ευθύνη που τους αναλογεί για την ανυποληψία στην οποία έχει περιπέσει η εν γένει ενασχόληση με την πολιτική; Οι καταχρήσεις αυτών των ελίτ, η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τις ευθύνες που εκπορεύονται από το αξίωμα τους, ο εκλογικός τυχοδιωκτισμός τους και η άμεση ανάμειξη τους σε κάθε λογής παράνομη κερδοσκοπική δραστηριότητα, συντέλεσαν τα μέγιστα στη δυσφήμιση της πολιτικής και στην ταύτιση της με διόλου κολακευτικά στερεότυπα όπως η διπροσωπία, η ανηθικότητα, η εξαπάτηση.
Αυτοί λοιπόν είναι οι πραγματικοί λόγοι στους οποίους οφείλεται η αυξανόμενη πολιτική απάθεια και όχι η δήθεν αίσθηση της ικανοποίησης του πολίτη. Στον βαθμό που ο Βρετανός αξιωματούχος ερμηνεύει την κοινωνική απαξίωση όχι μόνο της κυβέρνησης του αλλά και ολόκληρου του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος, ως μέγα κυβερνητικό επίτευγμα, ίσως θα πρέπει να αναμένουμε μια ακόμα πιο ριζική αντιδημοκρατική στροφή από μέρους των ελίτ που μας κυβερνούν. Όχι μόνο γιατί τέτοιες διαπιστώσεις φανερώνουν την αυξανόμενη αδιαφορία τους για τις επιπτώσεις που οι πολιτικές τους μπορούν να έχουν στην κοινωνία και κατ’επέκτασην στο εκλογικό σώμα, αλλά και για τον λόγο οτι η ενθουσιώδης αποδοχή της αποχής υπονοεί μια βαθύτερη διάθεση αμφισβήτισης των δημοκρατικών θεσμών και της εκλογικής διαδικασίας ως μοναδικού αξιόπιστου μέσου για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το προς τα που στρέφεται η λαϊκή βούληση.
Πράγματι, με αυτό το σκεπτικό η εκλογική αποχή μπορεί να εξελιχθεί σε ενα χρήσιμο εργαλείο περαιτέρω αυτονόμησης των πολιτικών ελίτ από οποιαδήποτε μορφή δημοκρατικού ελέγχου. Και τότε το μοντέλο της Αυτοκρατορικής Δημοκρατίας που τώρα είναι ακόμα στα σπάργανα, θα ειναι πλέον μια πραγματικότητα.
Είναι γεγονός ότι μια τέτοια αποτίμηση του προβλήματος της εκλογικής αποχής από ενα στέλεχος της κυβέρνησης είναι μάλλον αναμενόμενη αφου έγινε σε μια στιγμή που, λόγω της αυτοκτονίας του καθηγητή Ντέιβιντ Κέλι, η κυβέρνηση των Νέων Εργατικών βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χειρότερη πολιτική κρίση της μέχρι τότε θητείας της. Οι επίπλαστοι δεσμοί εμπιστοσύνης μεταξύ του Μπλαιρ και των κατώτερων τάξεων της Βρετανικής κοινωνίας που είχαν οικοδομήσει οι μάγοι του τμήματος δημοσίων σχέσεων (spin doctors) του Βρετανικού πρωθυπουργικού γραφείου, θρυμματίστηκαν από το συμβάν μιας πολιτικής αυτοκτονίας την τραγικότητα της οποίας η μηχανή προπαγάνδας της Βρετανικής κυβέρνησης δεν μπόρεσε να διαγράψει, ή να παραποίησει.
Η αυτοκτονία του Κέλι θύμησε στους Βρετανούς ότι η πολιτική στην ουσιαστική της μορφή, είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός διαγωνισμός δημοτικότητας κι επανέφερε στο προσκήνιο εκείνα τα φορτισμένα πολιτικά νοήματα που τόσο πολύ οι spin doctors των Νέων Εργατικών προσπάθησαν να απεμπολήσουν από την καλογυαλισμένη πρωθυπουργική εικόνα του Μπλαιρ. Ο ‘μάρτυρας’ Κέλι υπενθύμισε στους Βρετανούς πολίτες το αίσθημα εκείνο της δημόσιας ευθύνης που θα έπρεπε να διακατέχει κάθε δημόσιο λειτουργό, το βάρος του οποίου μπορεί να είναι τόσο επώδυνο, ώστε να οδηγήσει κάποιον ακόμα και στην αυτοκτονία. Ένα αίσθημα ευθύνης που, κρίνοντας από τις μεθοδεύσεις που προηγήθηκαν της Αγγλικής συμμετοχής στον πόλεμο του Ιράκ και της κυνικής αντιμετώπισης που έτυχε ο θάνατος του Κέλι από στελέχη της Βρετανικής κυβέρνησης, οι εκλεγμένοι πολιτικοί ηγέτες του Βρετανικού λαού φαίνεται οτι από καιρό έχουν φροντίσει να αποβάλλουν.
Δεν είναι περίεργο λοιπόν που με τις δηλώσεις του, ο Βρετανός αξιωματούχος προσπάθησε όχι μόνο να συγκαλύψει την πραγματική σημασία της αποχής για την εξέλιξη της δημοκρατίας στην Βρετανία, αλλά και να υποθάλψει παρόμοιες συμπεριφορές. Eίναι αναμενόμενο μια χρεοκοπημένη κυβέρνηση σαν αυτή των Νέων Εργατικών να βασίζει το πολιτικό της μέλλον στην απάθεια και την αδιαφορία του εκλογικού σώματος.
Όμως μία ερμηνεία των δηλώσεων αυτών με αποκλειστικό σημείο αναφοράς την Βρετανία μας εμποδίζει από το να δούμε πέρα από τις ιδιαιτερότητες του Βρετανικού πολιτικού συστήματος και να διακρίνουμε τα γενικότερα διδάγματα που θα πρέπει να αντλήσουμε από αυτήν την ενθουσιώδη αποδοχή της αποχής. Άλλωστε, το πρόβλημα της μη-συμμετοχής των πολιτών στα κοινά είναι μια γενικευμένη μορφή δυσλειτουργίας που υποσκάπτει τα θεμέλια των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών και που σταδιακά έχει λάβει την έκταση μιας σοβαρής και οξείας κρίσης νομιμότητας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Μήπως λοιπόν οι δηλώσεις του Βρετανού αξιωματούχου απηχούν τη σταδιακή ανάδειξη νέων αντι-δημοκρατικών τάσεων στους κόλπους των πολιτικών διαχειριστών της παγκοσμιοποίησης; Στο πλαίσιο της πρωτοφανούς σύγκρουσης που προέκυψε μεταξύ της πολιτικής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στο θέμα του Ιράκ και της εκπεφρασμένης βούλησης των λαών για μη-εμπλοκή στην ληστρική επιδρομή κατά του Ιρακινού λαού, μια τέτοια αντιδημοκρατική στροφή αποκτά καινούριο νόημα και σημασία. Και είναι σ’αυτό το πλαίσιο που είμαστε υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουμε μερικές αλήθειες σχετικά με τις συνέπειες της εκλογικής αποχής ως πολιτικού φαινομένου και με αυτόν τον τρόπο να διατυπώσουμε αντίλογο σε ισχυρισμούς που παρουσιάζουν την εκλογική αποχή ως δείγμα μιας ομαλής και επιτυχημένης διακυβέρνησης.
Η αλήθεια είναι πως η ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος προϋποθέτει ενεργούς πολίτες που εμπλέκονται συστηματικά στους θεσμικούς τρόπους άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Ίσως όχι με την έννοια της προσωπικής ανάμειξης της πλειοψηφείας των πολιτών στα κοινά, όπως θα συνέβαινε στο πλαίσιο μιας άμεσης δημοκρατίας, αλλά τουλάχιστον μέσω της καθημερινής ενασχόλησης του πολίτη με τα δημόσια πράγματα που τον καθιστά ενήμερο γύρω από εξελίξεις που τον αφορούν, τον οπλίζει με σωστή κρίση γύρω από τις κυβερνητικές πολιτικές και του επιτρέπει να ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα με υπευθυνότητα και πλήρη επίγνωση των επιλογών που του παρέχονται όταν αυτός προσέρχεται στις κάλπες.
Είναι λοιπόν φανερό ότι σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η επιδοκιμασία του λαού προς τις πολιτικές μιας κυβέρνησης ή προς το πρόγραμμα ενός κόμματος, δεν μπορεί παρά να εκφράζεται μέσα από χειροπιαστά εκλογικά αποτελέσματα και να επιβραβεύεται μέσα από θετικές εκλογικές νίκες. Εξάλλου, η προσπάθεια να διασφαλιστεί η λαϊκή αποδοχή μέσα από την εκλογική διαδικασία, οφείλει να είναι και η κατεύθυνση προς την οποία θα έπρεπε να στρέφεται και η ηθική διάσταση κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας ενός κόμματος που διακατέχεται από γνήσια δημοκρατικά φρονήματα.
Δεν μιλάμε εδώ για πρακτικές λαϊκισμού που σαν σκοπό έχουν να εξαπατούν το εκλογικό σώμα με τη δημιουργία ψευδών εντυπώσεων. Ούτε αναφερόμαστε στην ανάπτυξη μιας ευρείας βάσης εκλογικής υποστήριξης μέσω πελατειακών σχέσεων και διευκολύνσεων. Περισσότερο έχουμε στο μυαλό μας μια έντιμη δημοκρατική στάση που ενθαρρύνει την μαζική συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες (π.χ. εκλογές) και θεωρεί ως πρωταρχικό κριτήριο αξιολόγησης και νομιμοποίησης της πολιτικής της δράσης την ανταπόκριση, ή μη, που αυτή έχει στα λαϊκά στρώματα (σε κάθε περίπτωση η λαϊκή ετυμηγορία θα έπρεπε να λειτουργεί ως το υπέρτατο κριτήριο νομιμότητας σε μια δημοκρατία).
Αντίθετα, πιστεύω πως η αποδοχή της αποχής ως δομικό λειτουργικό στοιχείο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποτελεί προπαρασκευαστικό βήμα για την εδραίωση μιας ανελεύθερης πολιτικής κουλτούρας, πάνω στην οποία οι ελίτ θέλουν να βασίσουν την λειτουργία ενός παγκοσμιοποιημένου συστήματος κυριαρχίας που εδώ θα ονομάσουμε Αυτοκρατορική Δημοκρατία.
Ενός συστήματος μόνο κατ’όνομα δημοκρατικού, αφου εύλογα μπορεί κάποιος ν’αναρωτηθεί πώς πιστοποιείται η βούληση του έθνους σε μια δημοκρατία, αν όχι μέσα από τη συμμετοχή του στην εκλογική διαδικασία. Η άποψη μου είναι πως κανείς δεν μπορεί να ισχυρίζεται πως έχει τον λαό στο πλευρό του όταν ο ίδιος ο λαός αρνείται να διατρανώσει αυτή την υποστήριξη του χρησιμοποιώντας το μόνο μέσον που διαθέτει, τον εκλογικό μηχανισμό.
Συνεπώς, η πολιτική απάθεια μόνο με την γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να ταυτίζεται και αποτελεί ένδειξη αλλοτρίωσης και όχι ικανοποίησης του πολίτη.[i] Απορρέει από την πεποίθηση ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος δεν έχει πια την σημασία που του αποδίδεται στην κλασσική δημοκρατική θεωρία. Ο κεντρικός θεσμικός χαρακτήρας των εκλογών έχει αλλοιωθεί από το φαινόμενο των διευρυμένων κοινωνικών ανισοτήτων, της βαθειάς διαπλοκής του μηχανισμού της δημόσιας διοίκησης με τα επιχειρηματικά συμφέροντα καθώς και από την εκτεταμένη μεταβίβαση εξουσιών από τη σφαίρα κυριαρχίας του έθνους-κράτους, στην αρμοδιότητα υπερεθνικών οργανισμών.
Ακόμα, η μη συμμετοχή των πολιτών αντανακλά το γεγονός ότι στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης δεν υπάρχουν πλέον κομματικές παρατάξεις με διακριτούς ιδεολογικούς και κοινωνικούς προσανατολισμούς που να εκφράζουν τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης μερίδας των πολιτών. Η πολυμορφία και οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε θέματα διακυβέρνησης και κοινωνικής πολιτικής που αποτελούν την απαράβατη αρχή νομιμοποίησης κάθε δημοκρατικού καθεστώτος αλλά και την αναγκαία συνθήκη της υγιειούς λειτουργίας του πολιτεύματος, έχει προ πολλού πάψει να υπάρχει. Η δημιουργική διακίνηση των ιδεών που αποτελεί το κατ’εξοχήν χαρακτηριστικό μιας δημοκρατίας αλλά και τον βασικό αμυντικό μηχανισμό του πολιτεύματος ενάντια στην έμφυτη ροπή κάθε εξουσιαστικού μηχανισμού προς την απολυταρχία, έχει αντικατασταθεί από έναν γενικευμένο κομφορμισμό και έναν πραγματισμό που απορρέει από την υποτιθέμενη ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχείας.
Το πολιτικό έδαφος του ‘Κέντρου’, το οποίο έχει θεωρητικό νόημα και πρακτικό λόγο ύπαρξης μόνο στην περίπτωση που λειτουργεί ως ενδιάμεσος, εξισορροπιστικός παράγοντας ανάμεσα σε δυο εκ διαμέτρου αντίθετες τάσεις, όπως ήταν κάποτε οι πολιτικές φιλοσοφίες της Αριστεράς και της Δεξιάς, τώρα έχει μεταβληθεί σε ιδεολογικό χωνευτήρι, όπου διαχρονικές ηθικές αξίες εκφυλίζονται, χρόνιες κοινωνικές δεσμεύσεις αθετούνται στο όνομα ενός νέου πολιτικού ύφους, δομημένου γύρω από καλοσχεδιασμένες διαφημιστικές εκστρατείες και προηγμένα επικοινωνιακά τεχνάσματα. Η τακτική της φραστικής απαξίωσης του αντιπάλου, στην οποία επιδίδονται αφειδώς οι κομματικοί ηγέτες για να δημιουργήσουν την πλασματική εντύπωση οτι σημαντικές διαφορές χωρίζουν την μια παράταξη από την άλλη, μικρό αποτέλεσμα έχει σ’ενα υποψιασμένο εκλογικό σώμα. Οι ψηφοφόροι όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν πως όσο οι ιδεολογικές και πρακτικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων εκμηδενίζονται, τόσο οι τόνοι των παραπλανητικών προφορικών αντιπαραθέσεων ανεβαίνουν.
Κι αν θέλουμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα για τη σημερινή παρακμή του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν πρέπει τάχα να καταλογίσουμε στις κοινοβουλευτικές ελίτ την ευθύνη που τους αναλογεί για την ανυποληψία στην οποία έχει περιπέσει η εν γένει ενασχόληση με την πολιτική; Οι καταχρήσεις αυτών των ελίτ, η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τις ευθύνες που εκπορεύονται από το αξίωμα τους, ο εκλογικός τυχοδιωκτισμός τους και η άμεση ανάμειξη τους σε κάθε λογής παράνομη κερδοσκοπική δραστηριότητα, συντέλεσαν τα μέγιστα στη δυσφήμιση της πολιτικής και στην ταύτιση της με διόλου κολακευτικά στερεότυπα όπως η διπροσωπία, η ανηθικότητα, η εξαπάτηση.
Αυτοί λοιπόν είναι οι πραγματικοί λόγοι στους οποίους οφείλεται η αυξανόμενη πολιτική απάθεια και όχι η δήθεν αίσθηση της ικανοποίησης του πολίτη. Στον βαθμό που ο Βρετανός αξιωματούχος ερμηνεύει την κοινωνική απαξίωση όχι μόνο της κυβέρνησης του αλλά και ολόκληρου του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος, ως μέγα κυβερνητικό επίτευγμα, ίσως θα πρέπει να αναμένουμε μια ακόμα πιο ριζική αντιδημοκρατική στροφή από μέρους των ελίτ που μας κυβερνούν. Όχι μόνο γιατί τέτοιες διαπιστώσεις φανερώνουν την αυξανόμενη αδιαφορία τους για τις επιπτώσεις που οι πολιτικές τους μπορούν να έχουν στην κοινωνία και κατ’επέκτασην στο εκλογικό σώμα, αλλά και για τον λόγο οτι η ενθουσιώδης αποδοχή της αποχής υπονοεί μια βαθύτερη διάθεση αμφισβήτισης των δημοκρατικών θεσμών και της εκλογικής διαδικασίας ως μοναδικού αξιόπιστου μέσου για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το προς τα που στρέφεται η λαϊκή βούληση.
Πράγματι, με αυτό το σκεπτικό η εκλογική αποχή μπορεί να εξελιχθεί σε ενα χρήσιμο εργαλείο περαιτέρω αυτονόμησης των πολιτικών ελίτ από οποιαδήποτε μορφή δημοκρατικού ελέγχου. Και τότε το μοντέλο της Αυτοκρατορικής Δημοκρατίας που τώρα είναι ακόμα στα σπάργανα, θα ειναι πλέον μια πραγματικότητα.
[i] Πόσο μάλλον στην Μεγάλη Βρετανία, όπου σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του περιοδικού Time, το 47% των Βρετανών πολιτών δηλώνει πως δεν ταυτίζεται με κανένα απο τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα (M. Bird, Opposition Blues, Time, 27/10/03).
Saturday, April 26, 2008
Δοκίμιο για τον Ολοκληρωτισμό

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ως σημαντικότερη απόρροια των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου, την τάση προς την απολυταρχία από την οποία εμφορείται η κυβέρνηση των ΗΠΑ, υπό τον Τζ. Μπους, τον νεότερο. Πολλοί εντάσσουν την τάση αυτή για συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια του εκτελεστικού κλάδου της κυβέρνησης στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής που σαν βραχυπρόθεσμο στόχο έχει την λήψη μέτρων για την αποτροπή ενός τρομοκρατικού χτυπήματος αντίστοιχου σε κλίμακα με αυτό των Δίδυμων Πύργων και που μακροπρόθεσμα στοχεύει στην αποτελεσματική βελτίωση του επιπέδου εσωτερικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Ισχυρίζονται πως με την εξάλειψη της τρομοκρατικής απειλής η ανάγκη για αστυνομικά μέτρα θα πάψει να υφίσταται. Η έκτακτη νομοθεσία θα αρθεί και οι νομικές εγγυήσεις του φιλελεύθερου δικαιικού συστήματος θα αποκατασταθούν.
Άλλοι διαβλέπουν πίσω από την συστηματική εκστρατεία της κυβέρνησης Μπους για περιστολή των ατομικών ελευθεριών, την επιρροή του νεοσυντηρητικού ιδεολογικού κατεστημένου, που διατηρεί σημαντικές προσβάσεις σε κυβερνητικά κέντρα εξουσίας όπως το Πεντάγωνο και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το νεοσύστατο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας καθώς και μέσα στο ίδιο το στενό περιβάλλον του Αμερικανού Προέδρου. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, φτάνει να ξεσκεπάστει ο σκοτεινός ρόλος αυτής της ακροδεξιάς φράξιας και να απομακρυνθούν οι εκπρόσωποι της από τα κυβερνητικά αξιώματα, για να επιστρέψει η Αμερική στον ορθό, φιλελεύθερο δρόμο. Άλλοι τέλος περιμένουν ότι μια ενδεχόμενη εκλογική επανακατάκτηση του Λευκού Οίκου από τους Δημοκρατικούς θα δώσει οριστικό τέλος στις φιλοδοξίες του Μπους και της κλίκας του περί Αυτοκρατορίας στο εξωτερικό και απολυταρχίας στο εσωτερικό.
Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που όλες οι παραπάνω θέσεις παραβλέπουν. Αναφερόμαστε στην έμφυτη δυναμική των ολοκληρωτικών / αυταρχικών πολιτικών συστημάτων μέσω της οποίας αναπαράγονται αυθόρμητα και βάσει μιας εσωτερικής λογικής οι όροι της κυριαρχίας τους πάνω στην κοινωνία, ανεξάρτητα ακόμα και από την βούληση ή τους συνειδητούς πολιτικούς σχεδιασμούς των ιθυνόντων που τα κατευθύνουν. Με άλλα λόγια υπάρχει ένας σημαντικός κίνδυνος για την πολιτική ηγεσία που αποφασίζει να υιοθετήσει μεθόδους απολυταρχικής διακυβέρνησης. Ένας κίνδυνος τον οποίο δύσκολα μπορεί να αποφύγει και που έχει σαν συνέπεια την τελική υπονόμευση της ίδιας της κυριαρχίας της. Είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε επανειλημμένα τις επιδράσεις της τάσης αυτής για εσωτερική διάβρωση τόσο στην αποσύνθεση των δικτατορικών καθεστώτων του πρώην Ανατολικού μπλοκ, όσο και στην θεαματική κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού του Ιρακ στις δύο περιπτώσεις που βρέθηκε υπό καθεστώς εξωτερικής πίεσης και αντιμετώπισε τον κίνδυνο στρατιωτικής εισβολής από Αμερικανικές δυνάμεις.[i]
Η κατάρρευση αυτή μπορεί εύκολα να εξηγηθεί με βάση την φύση της ολοκληρωτικής εξουσίας. Η υπερβολική εξάρτηση του ολοκληρωτικού κράτους από πειθαρχικούς μηχανισμούς συμμόρφωσης κι ελέγχου, φανερώνει την αποξένωση της πολιτικής ελίτ από τον κορμό της κοινωνίας. Η εκτεταμένη χρήση προπαγανδιστικών μέσων, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης και ο αυστηρός έλεγχος που επιβάλλεται στην ενημέρωση και την ροή της πληροφορίας στοχεύει στην δημιουργία μιας τεχνητής ομοιομορφίας αντιλήψεων και στη χειραγώγηση των συνειδήσεων της μάζας των πολιτών. Όμως ο ορισμός της σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας μέσα σε ένα τέτοιο αλλοτριωτικό πλαίσιο καταλήγει μακροπρόθεσμα στο να υπονομεύει την ίδια την ικανότητα του κράτους να αξιολογεί ρεαλιστικά τον ρόλο του μέσα στην κοινωνία, να αφουγκράζεται ενδεχόμενες κοινωνικές μεταβολές και τελικά να προσαρμόζει τις μεθόδους διακυβέρνησης του στα δεδομένα της κοινωνικής εξέλιξης. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος εξαιτίας του οποίου τα αυταρχικά καθεστώτα λειτουργούν ως μονολιθικές οντότητες που, όπως δείχνει το ιστορικό παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις και τις πιέσεις μιας πολιτικής ή συνταγματικής μεταρρύθμισης.
Μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως αντί να μεταχειρίζεται την προπαγάνδα ως εργαλείο επιβολής και ενίσχυσης της πολιτικής του εξουσίας, το ολοκληρωτικό καθεστώς σταδιακά τείνει να γίνει υποχείριο των ιδεολογικών μύθων που αυτό παράγει για να νομιμοποίησει τον κυρίαρχο ρόλο του. Χαρακτηριστικά, μπορούμε να αναφέρουμε το παράδειγμα της έκπτωτης πλέον Ιρακινής ηγεσίας που, όπως αναφέρει δημοσίευμα των New York Times, παραμονές της πρόσφατης Αμερικανικής εισβολής βρισκόταν σε μια παρανοϊκή κατάσταση πλήρους εφησυχασμού και άρνησης, «αποσυνδεδεμένης από την πραγματικότητα, εν καιρώ ειρήνης ή πολέμου».[ii] Αντί να επιδίδονται σε μια πραγματιστική αξιολόγηση των στρατιωτικών μέσων που είχαν στη διάθεση τους για να αντιμετωπίσουν την επικείμενη Αμερικανική εισβολή, οι υψηλόβαθμοι Ιρακινοί αξιωματούχοι περιορίστηκαν στο να καθησυχάζουν ο ένας τον άλλον σχετικά με τις, πλασματικές, δυνατότητες των Ιρακινών ενόπλων δυνάμεων. Όλοι μαζί δε, παρουσίαζαν μια ρόδινη εικόνα στον ανώτατο ηγέτη Σανταμ Χουσείν, σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού του.
Ας μην βιαστούμε όμως να κατηγορήσουμε την Ιρακινή ηγεσία για ανικανότητα ή για έλλειψη αίσθησης του καθήκοντος. Σε ένα περιβάλλον όπου βασιλεύει η τρομοκρατία, όπου η απόλυτη συμμόρφωση με την κομματική γραμμή και τη βούληση του αρχηγού αποτελεί καθήκον απαράβατο, θα συνιστούσε πράγματι μια πράξη καθαρού ηρωισμού από μέρους ενός γραφειοκράτη του κόμματος να παραδεχτεί απερίφραστα την αποτυχία του. Πολύ περισσότερο όταν η εμπειρία δείχνει πως το τίμημα που συνοδεύει μια τέτοια ομολογία είναι η φυλάκιση, ο βασανισμός ή ακόμα και η συνοπτική εκτέλεση αυτού που έχει την ηθική ακεραιότητα να την παραδεχτεί.
Η έλλειψη σωστής πληροφόρησης για την κατάσταση του στρατεύματος είναι ένας δεύτερος λόγος στον οποίο μπορούμε να αποδώσουμε την φαινομενικά παράλογη στάση της Ιρακινής ηγεσίας. Εαν οι σχέσεις μεταξύ υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών επικαθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον φόβο της αυθαίρετης και σκληρής τιμωρίας, δεν μπορεί παρά να ισχύει το ίδιο και με αξιωματούχους που βρίσκονται στις κατώτερες βαθμίδες της κρατικής μηχανής. Είναι λογικό τα ανώτερα στελέχη ενός ιεραρχικά δομημένου τμήματος της κρατικής μηχανής, όπως είναι ο στρατός, να βασίζονται στην ενημέρωση και πληροφόρηση που λαμβάνουν από τους υφισταμένους τους για να έχουν ανα πάσα στιγμή μια ολοκληρωμένη άποψη για τη λειτουργική κατάσταση και τις δυνατότητες απόδοσης των υπηρεσιών που έχουν υπό την επίβλεψη τους. Σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα όμως, όπου ενδεχόμενη αποτυχία ή η εμφάνιση προβλημάτων μπορεί να εκληφθεί ως προδοσία ή να ερμηνευθεί ως σκόπιμο σαμποτάζ, η ροή της πληροφόρησης από πάνω προς τα κάτω παρεμποδίζεται, ή πολλές φορές διακόπτεται ολοκληρωτικά. Οι υφιστάμενοι έχουν κάθε συμφέρον να αποκρύψουν σοβαρά προβλήματα οργάνωσης ή απόδοσης στους τομείς επί των οποίων έχουν αρμοδιότητα, αφού υπάρχει πάντα ο φόβος του εγκλεισμού στη φυλακή ή της εκκαθάρισης από τα όργανα του καθεστώτος. Έτσι το ιεραρχικό σύστημα ατροφεί και αδυνατεί να αποκτήσει μια συνολική αντίληψη της γενικής του κατάστασης, όπως στην περίπτωση των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων. Βλέπουμε έτσι πως οι πρακτικές της ολοκληρωτικής διακυβέρνησης είναι δυνατόν να διαταράξουν την ομαλή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, παρά το περίβλημα άκρατης κανονικότητας και τάξης το οποίο προβάλλουν προς τα έξω, και να καταστήσουν το κράτος ανίκανο να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά ακόμα και στις πιο θεμελιώδεις λειτουργίες με τις οποίες είναι επιφορτισμένο, όπως είναι η οργάνωση της άμυνας του έθνους.
Η διαδικασία αυτή αποδέσμευσης του Κράτους-Κόμματος από την εμπειρική κοινωνική πραγματικότητα, η αδυναμία του να κατανοήσει τον κοινωνικό περίγυρο του και η στεγανοποίηση του από εξωτερικά ερεθίσματα, παρατηρείται σε κάθε τομέα κρατικής μέριμνας και σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα που διαχειρίζεται το κράτος, και έχει σαν αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας πλασματικής σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας.
Όσοι έχουν μελετήσει τη Σοβιετική εμπειρία, θα θυμούνται τον σχεδόν ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα που προσέλαβαν οι διώξεις και οι πρακτικές κρατικής τρομοκρατίας εναντίον αντιφρονούντων και πολιτικών αντιπάλων, κατά την φάση της σταθεροποίησης της εξουσίας των Μπολσεβίκων στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης. Η ολομέτωπη εκστρατεία καταστολής που εξαπολύθηκε από τις υπηρεσίες ασφαλείας με αρχικό σκοπό την εξάλειψη των αντεπαναστατικών στοιχείων και τη δραστική αντιμετώπιση της δράσης των Δυτικών πρακτόρων στο εσωτερικό της Σοβιετικής δημοκρατίας, κατέληξε να στραφεί ενάντια στο σύνολο της Ρωσικής κοινωνίας, καταβροχθίζοντας ακόμα και εκείνα τα υψηλόβαθμα στελέχη του Κόμματος που προϊσταντο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, όπως ο Μπέρια.
Αυτή η φαινομενική διωκτική εμμονή των νεοσύστατων επαναστατικών αρχών μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως συστήνοντας επαναστατικά δικαστήρια και καταργώντας την αυτόνομη λειτουργία της δικαστικής αρχής, οι Μπολσεβίκοι απώλεσαν το μοναδικό αξιόπιστο εργαλείο ρεαλιστικής μέτρησης κι αξιολόγησης των εσωτερικών απειλών που αντιμετώπιζε το καθεστώς στα πρώιμο στάδιο εγκαθίδρυσης της κυριαρχίας του. Λόγω της υπαγωγής των δικαστηρίων στον κομματικό μηχανισμό, η αμερόληπτη δικαιοσύνη, τα μη-κατευθυνόμενα πορίσματα της οποίας θα μπορούσαν να προμηθεύσουν την επαναστατική κυβέρνηση με αντικειμενικές ενδείξεις και αξιόπιστες πληροφορίες γύρω από την ταυτότητα των στοιχείων που υπονόμευαν την επαναστατική υπόθεση, έχασε τον διαμεσολαβητικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίζει μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής / κρατικής εξουσίας.
Με άλλα λόγια, επήλθε μια αλλοίωση στην καθολική σχέση του Κόμματος με το κοινωνικό σώμα και κατ’επέκταση μια παραμόρφωση της εικόνας που το Κόμμα είχε για τον ίδιο του τον εαυτό. Η επαναστατική δικαιοσύνη έγινε αυτοαναφορική. Έτσι, η ικανότητα αυτο-κατανόησης και αυτοκριτικής των κομματικών οργάνων περιορίστηκε δραστικά, όπως περιορίστηκε και η ικανότητα αντικειμενικής αξιολόγησης των πεπραγμένων του Κόμματος αναφορικά με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Ρωσία.
Η εισαγωγή της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και η εγκατάσταση ενός παράπλευρου πειθαρχικού μηχανισμού υπαγόμενου απευθείας στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή του Αμερικανού Προέδρου, τείνει να δημιουργήσει συνθήκες παρόμοιες με τις προαναφερόμενες. Το κεντρικό επιχείρημα που προβάλλουν οι συνήγοροι υπεράσπισης των χιλίων και πλέον Μουσουλμάνων Αμερικανών πολιτών, που συνελήφθησαν και κρατούνται παράνομα από τις αρχές την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου, έρχεται να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό μας. Απευθύνοντας έκκληση προς το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ, η ομάδα των συνηγόρων υποστήριξε πως η αποσιώπηση πληροφοριών σχετικών με την κράτηση των υπόπτων για τρομοκρατία (προσωπικά στοιχεία, τόπος κράτησης, κατηγορία), καθιστά αδύνατη την επαλήθευση ή προσβολή της νομιμότητας της εκάστοτε σύλληψης, αφού τα θετικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για μια τέτοια εκτίμηση παρακρατούνται από τις αστυνομικές αρχές. Άρα είναι πρακτικώς ανέφικτο να αποφανθεί κανείς ως προς το αν πρόκειται για τη σύλληψη και κράτηση ενός ενεργού ή εν δυνάμει τρομοκράτη, ή εαν η σύλληψη υπαγορεύτηκε από πολιτικά κίνητρα που απορρέουν από ρατσιστικές συμπεριφορές και στερεότυπα, ή προκύπτουν από πρακτικές αυταρχισμού της εξουσίας.
Εάν αντιστρέψουμε αυτή την αλληλουχία θα δούμε πως το ίδιο ισχύει και για την κρατική εξουσία που διενεργεί συλλήψεις, χωρίς να αναθέτει σε ανεξάρτητη δικαστική αρχή την επικύρωση ή μη, της νομιμότητας των ενεργειών της. Χωρίς την επεξεργασία της εκάστοτε κατηγορίας από το δικαστικό μικροσκόπιο, χωρίς τον πλουραλισμό ερμηνειών και δικονομικών αναπαραστάσεων που προκύπτει από το modus operandi κάθε ακροαματικής διαδικασίας, η πολιτική εξουσία στερείται από ένα ανεξάρτητο σημείο αναφοράς που θα της χρησίμευε ως αντικειμενικό μέτρο σύγκρισης σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να αξιολογήσει την δική της αντίληψη για την κοινωνία, τον κυβερνητικό μηχανισμό και για την μέθοδο διακυβέρνησης που εφαρμόζει. Με αυτόν τον τρόπο, η ικανότητα αυτοκατανόησης της πολιτικής εξουσίας φθίνει δραματικά. Στην περίπτωση των Αμερικανών μουσουλμάνων κρατούμενων, μια τέτοια εξέλιξη θα είχε σαν συνέπεια την μεταχείριση της μουσουλμανικής κοινότητας των ΗΠΑ στη βάση της αρχής της συλλογικής ενοχής και την επέκταση παρόμοιων προληπτικών αστυνομικών μέτρων ενάντια σε άλλες εθνοτικές ομάδες που παρουσιάζουν στοιχεία φυλετικής ή θρησκευτικής διαφοροποίησης από την κυρίαρχη Αγγλοσαξωνο-εβραϊκή κουλτούρα.
Ο εντοπισμός και η εξουδετέρωση του εσωτερικού εχθρού καθίσταται πρακτικώς ανέφικτος, αφού η εκτελεστική εξουσία διαθέτει μόνο την δική της ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία της επικείμενης απειλής και με βάση αυτήν προχωράει χωρίς πλέον να διαθέτει τα απαιτούμενα μέσα για την αντικειμενική αξιολόγηση της. Έτσι όμως τείνει να ενοχοποιήσει το σύνολο της κοινωνίας, έχοντας ήδη προχωρήσει στην κατεδάφιση των δικαστικών και συνταγματικών αναχωμάτων κατά της αυθαίρετης κρίσης της.
Άλλοι διαβλέπουν πίσω από την συστηματική εκστρατεία της κυβέρνησης Μπους για περιστολή των ατομικών ελευθεριών, την επιρροή του νεοσυντηρητικού ιδεολογικού κατεστημένου, που διατηρεί σημαντικές προσβάσεις σε κυβερνητικά κέντρα εξουσίας όπως το Πεντάγωνο και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το νεοσύστατο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας καθώς και μέσα στο ίδιο το στενό περιβάλλον του Αμερικανού Προέδρου. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, φτάνει να ξεσκεπάστει ο σκοτεινός ρόλος αυτής της ακροδεξιάς φράξιας και να απομακρυνθούν οι εκπρόσωποι της από τα κυβερνητικά αξιώματα, για να επιστρέψει η Αμερική στον ορθό, φιλελεύθερο δρόμο. Άλλοι τέλος περιμένουν ότι μια ενδεχόμενη εκλογική επανακατάκτηση του Λευκού Οίκου από τους Δημοκρατικούς θα δώσει οριστικό τέλος στις φιλοδοξίες του Μπους και της κλίκας του περί Αυτοκρατορίας στο εξωτερικό και απολυταρχίας στο εσωτερικό.
Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που όλες οι παραπάνω θέσεις παραβλέπουν. Αναφερόμαστε στην έμφυτη δυναμική των ολοκληρωτικών / αυταρχικών πολιτικών συστημάτων μέσω της οποίας αναπαράγονται αυθόρμητα και βάσει μιας εσωτερικής λογικής οι όροι της κυριαρχίας τους πάνω στην κοινωνία, ανεξάρτητα ακόμα και από την βούληση ή τους συνειδητούς πολιτικούς σχεδιασμούς των ιθυνόντων που τα κατευθύνουν. Με άλλα λόγια υπάρχει ένας σημαντικός κίνδυνος για την πολιτική ηγεσία που αποφασίζει να υιοθετήσει μεθόδους απολυταρχικής διακυβέρνησης. Ένας κίνδυνος τον οποίο δύσκολα μπορεί να αποφύγει και που έχει σαν συνέπεια την τελική υπονόμευση της ίδιας της κυριαρχίας της. Είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε επανειλημμένα τις επιδράσεις της τάσης αυτής για εσωτερική διάβρωση τόσο στην αποσύνθεση των δικτατορικών καθεστώτων του πρώην Ανατολικού μπλοκ, όσο και στην θεαματική κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού του Ιρακ στις δύο περιπτώσεις που βρέθηκε υπό καθεστώς εξωτερικής πίεσης και αντιμετώπισε τον κίνδυνο στρατιωτικής εισβολής από Αμερικανικές δυνάμεις.[i]
Η κατάρρευση αυτή μπορεί εύκολα να εξηγηθεί με βάση την φύση της ολοκληρωτικής εξουσίας. Η υπερβολική εξάρτηση του ολοκληρωτικού κράτους από πειθαρχικούς μηχανισμούς συμμόρφωσης κι ελέγχου, φανερώνει την αποξένωση της πολιτικής ελίτ από τον κορμό της κοινωνίας. Η εκτεταμένη χρήση προπαγανδιστικών μέσων, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης και ο αυστηρός έλεγχος που επιβάλλεται στην ενημέρωση και την ροή της πληροφορίας στοχεύει στην δημιουργία μιας τεχνητής ομοιομορφίας αντιλήψεων και στη χειραγώγηση των συνειδήσεων της μάζας των πολιτών. Όμως ο ορισμός της σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας μέσα σε ένα τέτοιο αλλοτριωτικό πλαίσιο καταλήγει μακροπρόθεσμα στο να υπονομεύει την ίδια την ικανότητα του κράτους να αξιολογεί ρεαλιστικά τον ρόλο του μέσα στην κοινωνία, να αφουγκράζεται ενδεχόμενες κοινωνικές μεταβολές και τελικά να προσαρμόζει τις μεθόδους διακυβέρνησης του στα δεδομένα της κοινωνικής εξέλιξης. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος εξαιτίας του οποίου τα αυταρχικά καθεστώτα λειτουργούν ως μονολιθικές οντότητες που, όπως δείχνει το ιστορικό παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις και τις πιέσεις μιας πολιτικής ή συνταγματικής μεταρρύθμισης.
Μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως αντί να μεταχειρίζεται την προπαγάνδα ως εργαλείο επιβολής και ενίσχυσης της πολιτικής του εξουσίας, το ολοκληρωτικό καθεστώς σταδιακά τείνει να γίνει υποχείριο των ιδεολογικών μύθων που αυτό παράγει για να νομιμοποίησει τον κυρίαρχο ρόλο του. Χαρακτηριστικά, μπορούμε να αναφέρουμε το παράδειγμα της έκπτωτης πλέον Ιρακινής ηγεσίας που, όπως αναφέρει δημοσίευμα των New York Times, παραμονές της πρόσφατης Αμερικανικής εισβολής βρισκόταν σε μια παρανοϊκή κατάσταση πλήρους εφησυχασμού και άρνησης, «αποσυνδεδεμένης από την πραγματικότητα, εν καιρώ ειρήνης ή πολέμου».[ii] Αντί να επιδίδονται σε μια πραγματιστική αξιολόγηση των στρατιωτικών μέσων που είχαν στη διάθεση τους για να αντιμετωπίσουν την επικείμενη Αμερικανική εισβολή, οι υψηλόβαθμοι Ιρακινοί αξιωματούχοι περιορίστηκαν στο να καθησυχάζουν ο ένας τον άλλον σχετικά με τις, πλασματικές, δυνατότητες των Ιρακινών ενόπλων δυνάμεων. Όλοι μαζί δε, παρουσίαζαν μια ρόδινη εικόνα στον ανώτατο ηγέτη Σανταμ Χουσείν, σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού του.
Ας μην βιαστούμε όμως να κατηγορήσουμε την Ιρακινή ηγεσία για ανικανότητα ή για έλλειψη αίσθησης του καθήκοντος. Σε ένα περιβάλλον όπου βασιλεύει η τρομοκρατία, όπου η απόλυτη συμμόρφωση με την κομματική γραμμή και τη βούληση του αρχηγού αποτελεί καθήκον απαράβατο, θα συνιστούσε πράγματι μια πράξη καθαρού ηρωισμού από μέρους ενός γραφειοκράτη του κόμματος να παραδεχτεί απερίφραστα την αποτυχία του. Πολύ περισσότερο όταν η εμπειρία δείχνει πως το τίμημα που συνοδεύει μια τέτοια ομολογία είναι η φυλάκιση, ο βασανισμός ή ακόμα και η συνοπτική εκτέλεση αυτού που έχει την ηθική ακεραιότητα να την παραδεχτεί.
Η έλλειψη σωστής πληροφόρησης για την κατάσταση του στρατεύματος είναι ένας δεύτερος λόγος στον οποίο μπορούμε να αποδώσουμε την φαινομενικά παράλογη στάση της Ιρακινής ηγεσίας. Εαν οι σχέσεις μεταξύ υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών επικαθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον φόβο της αυθαίρετης και σκληρής τιμωρίας, δεν μπορεί παρά να ισχύει το ίδιο και με αξιωματούχους που βρίσκονται στις κατώτερες βαθμίδες της κρατικής μηχανής. Είναι λογικό τα ανώτερα στελέχη ενός ιεραρχικά δομημένου τμήματος της κρατικής μηχανής, όπως είναι ο στρατός, να βασίζονται στην ενημέρωση και πληροφόρηση που λαμβάνουν από τους υφισταμένους τους για να έχουν ανα πάσα στιγμή μια ολοκληρωμένη άποψη για τη λειτουργική κατάσταση και τις δυνατότητες απόδοσης των υπηρεσιών που έχουν υπό την επίβλεψη τους. Σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα όμως, όπου ενδεχόμενη αποτυχία ή η εμφάνιση προβλημάτων μπορεί να εκληφθεί ως προδοσία ή να ερμηνευθεί ως σκόπιμο σαμποτάζ, η ροή της πληροφόρησης από πάνω προς τα κάτω παρεμποδίζεται, ή πολλές φορές διακόπτεται ολοκληρωτικά. Οι υφιστάμενοι έχουν κάθε συμφέρον να αποκρύψουν σοβαρά προβλήματα οργάνωσης ή απόδοσης στους τομείς επί των οποίων έχουν αρμοδιότητα, αφού υπάρχει πάντα ο φόβος του εγκλεισμού στη φυλακή ή της εκκαθάρισης από τα όργανα του καθεστώτος. Έτσι το ιεραρχικό σύστημα ατροφεί και αδυνατεί να αποκτήσει μια συνολική αντίληψη της γενικής του κατάστασης, όπως στην περίπτωση των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων. Βλέπουμε έτσι πως οι πρακτικές της ολοκληρωτικής διακυβέρνησης είναι δυνατόν να διαταράξουν την ομαλή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, παρά το περίβλημα άκρατης κανονικότητας και τάξης το οποίο προβάλλουν προς τα έξω, και να καταστήσουν το κράτος ανίκανο να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά ακόμα και στις πιο θεμελιώδεις λειτουργίες με τις οποίες είναι επιφορτισμένο, όπως είναι η οργάνωση της άμυνας του έθνους.
Η διαδικασία αυτή αποδέσμευσης του Κράτους-Κόμματος από την εμπειρική κοινωνική πραγματικότητα, η αδυναμία του να κατανοήσει τον κοινωνικό περίγυρο του και η στεγανοποίηση του από εξωτερικά ερεθίσματα, παρατηρείται σε κάθε τομέα κρατικής μέριμνας και σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα που διαχειρίζεται το κράτος, και έχει σαν αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας πλασματικής σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας.
Όσοι έχουν μελετήσει τη Σοβιετική εμπειρία, θα θυμούνται τον σχεδόν ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα που προσέλαβαν οι διώξεις και οι πρακτικές κρατικής τρομοκρατίας εναντίον αντιφρονούντων και πολιτικών αντιπάλων, κατά την φάση της σταθεροποίησης της εξουσίας των Μπολσεβίκων στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης. Η ολομέτωπη εκστρατεία καταστολής που εξαπολύθηκε από τις υπηρεσίες ασφαλείας με αρχικό σκοπό την εξάλειψη των αντεπαναστατικών στοιχείων και τη δραστική αντιμετώπιση της δράσης των Δυτικών πρακτόρων στο εσωτερικό της Σοβιετικής δημοκρατίας, κατέληξε να στραφεί ενάντια στο σύνολο της Ρωσικής κοινωνίας, καταβροχθίζοντας ακόμα και εκείνα τα υψηλόβαθμα στελέχη του Κόμματος που προϊσταντο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, όπως ο Μπέρια.
Αυτή η φαινομενική διωκτική εμμονή των νεοσύστατων επαναστατικών αρχών μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως συστήνοντας επαναστατικά δικαστήρια και καταργώντας την αυτόνομη λειτουργία της δικαστικής αρχής, οι Μπολσεβίκοι απώλεσαν το μοναδικό αξιόπιστο εργαλείο ρεαλιστικής μέτρησης κι αξιολόγησης των εσωτερικών απειλών που αντιμετώπιζε το καθεστώς στα πρώιμο στάδιο εγκαθίδρυσης της κυριαρχίας του. Λόγω της υπαγωγής των δικαστηρίων στον κομματικό μηχανισμό, η αμερόληπτη δικαιοσύνη, τα μη-κατευθυνόμενα πορίσματα της οποίας θα μπορούσαν να προμηθεύσουν την επαναστατική κυβέρνηση με αντικειμενικές ενδείξεις και αξιόπιστες πληροφορίες γύρω από την ταυτότητα των στοιχείων που υπονόμευαν την επαναστατική υπόθεση, έχασε τον διαμεσολαβητικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίζει μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής / κρατικής εξουσίας.
Με άλλα λόγια, επήλθε μια αλλοίωση στην καθολική σχέση του Κόμματος με το κοινωνικό σώμα και κατ’επέκταση μια παραμόρφωση της εικόνας που το Κόμμα είχε για τον ίδιο του τον εαυτό. Η επαναστατική δικαιοσύνη έγινε αυτοαναφορική. Έτσι, η ικανότητα αυτο-κατανόησης και αυτοκριτικής των κομματικών οργάνων περιορίστηκε δραστικά, όπως περιορίστηκε και η ικανότητα αντικειμενικής αξιολόγησης των πεπραγμένων του Κόμματος αναφορικά με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Ρωσία.
Η εισαγωγή της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και η εγκατάσταση ενός παράπλευρου πειθαρχικού μηχανισμού υπαγόμενου απευθείας στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή του Αμερικανού Προέδρου, τείνει να δημιουργήσει συνθήκες παρόμοιες με τις προαναφερόμενες. Το κεντρικό επιχείρημα που προβάλλουν οι συνήγοροι υπεράσπισης των χιλίων και πλέον Μουσουλμάνων Αμερικανών πολιτών, που συνελήφθησαν και κρατούνται παράνομα από τις αρχές την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου, έρχεται να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό μας. Απευθύνοντας έκκληση προς το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ, η ομάδα των συνηγόρων υποστήριξε πως η αποσιώπηση πληροφοριών σχετικών με την κράτηση των υπόπτων για τρομοκρατία (προσωπικά στοιχεία, τόπος κράτησης, κατηγορία), καθιστά αδύνατη την επαλήθευση ή προσβολή της νομιμότητας της εκάστοτε σύλληψης, αφού τα θετικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για μια τέτοια εκτίμηση παρακρατούνται από τις αστυνομικές αρχές. Άρα είναι πρακτικώς ανέφικτο να αποφανθεί κανείς ως προς το αν πρόκειται για τη σύλληψη και κράτηση ενός ενεργού ή εν δυνάμει τρομοκράτη, ή εαν η σύλληψη υπαγορεύτηκε από πολιτικά κίνητρα που απορρέουν από ρατσιστικές συμπεριφορές και στερεότυπα, ή προκύπτουν από πρακτικές αυταρχισμού της εξουσίας.
Εάν αντιστρέψουμε αυτή την αλληλουχία θα δούμε πως το ίδιο ισχύει και για την κρατική εξουσία που διενεργεί συλλήψεις, χωρίς να αναθέτει σε ανεξάρτητη δικαστική αρχή την επικύρωση ή μη, της νομιμότητας των ενεργειών της. Χωρίς την επεξεργασία της εκάστοτε κατηγορίας από το δικαστικό μικροσκόπιο, χωρίς τον πλουραλισμό ερμηνειών και δικονομικών αναπαραστάσεων που προκύπτει από το modus operandi κάθε ακροαματικής διαδικασίας, η πολιτική εξουσία στερείται από ένα ανεξάρτητο σημείο αναφοράς που θα της χρησίμευε ως αντικειμενικό μέτρο σύγκρισης σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να αξιολογήσει την δική της αντίληψη για την κοινωνία, τον κυβερνητικό μηχανισμό και για την μέθοδο διακυβέρνησης που εφαρμόζει. Με αυτόν τον τρόπο, η ικανότητα αυτοκατανόησης της πολιτικής εξουσίας φθίνει δραματικά. Στην περίπτωση των Αμερικανών μουσουλμάνων κρατούμενων, μια τέτοια εξέλιξη θα είχε σαν συνέπεια την μεταχείριση της μουσουλμανικής κοινότητας των ΗΠΑ στη βάση της αρχής της συλλογικής ενοχής και την επέκταση παρόμοιων προληπτικών αστυνομικών μέτρων ενάντια σε άλλες εθνοτικές ομάδες που παρουσιάζουν στοιχεία φυλετικής ή θρησκευτικής διαφοροποίησης από την κυρίαρχη Αγγλοσαξωνο-εβραϊκή κουλτούρα.
Ο εντοπισμός και η εξουδετέρωση του εσωτερικού εχθρού καθίσταται πρακτικώς ανέφικτος, αφού η εκτελεστική εξουσία διαθέτει μόνο την δική της ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία της επικείμενης απειλής και με βάση αυτήν προχωράει χωρίς πλέον να διαθέτει τα απαιτούμενα μέσα για την αντικειμενική αξιολόγηση της. Έτσι όμως τείνει να ενοχοποιήσει το σύνολο της κοινωνίας, έχοντας ήδη προχωρήσει στην κατεδάφιση των δικαστικών και συνταγματικών αναχωμάτων κατά της αυθαίρετης κρίσης της.
Μπολιβαριανή Επανάσταση και Κράτος Δικαίου
Μια διέξοδο από το δίλλημα της τυραννικής διακυβέρνησης που σκιαγραφήσαμε παραπάνω μπορούμε να ανιχνεύσουμε στη στάση που τηρεί ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβεζ απέναντι στην εγχώρια αντιπολίτευση που επανειλημμένα έχει επιχειρήσει να τον ανατρέψει και να σφετεριστεί την εξουσία του. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Τσάβεζ δεν στερείται νομικών επιχειρημάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την επιβολή στρατιωτικού νόμου για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού, ο Τσάβεζ παραμένει αμετακίνητος σε μια στρατηγική απαράβατης τήρησης της συνταγματικής νομιμότητας. Κι αυτό γιατί έχει επίγνωση του γεγονότος ότι οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο δράσης, όπως η μερική αναστολή του κράτους δικαίου και η εφαρμογή έκτακτων κατασταλτικών μέτρων για την υπεράσπιση του καθεστώτος, α) θα συνηγορούσε υπέρ της προπαγάνδας των αντιπολιτευόμενων ομάδων που παρουσιάζουν τον Τσάβεζ ως έναν επίδοξο δικτάτορα τύπου Φιντέλ Κάστρο, και β) θα μπορούσε να προκαλέσει έξωθεν παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Βενεζουέλας, υπό την μορφή στρατιωτικής εισβολής από τις ΗΠΑ ή από κάποιο γειτονικό καθεστώς προσκείμενο στην Ουάσινγκτον, ή μέσω της οργάνωσης πραξικοπήματος με την συνδρομή ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων που έχουν την βάση τους εκτός των συνόρων της Βενεζουέλας.[iii]
Ακόμη περισσότερο, και σε ένα επίπεδο υπερκείμενο των εφήμερων πολιτικών σκοπιμοτήτων, φαίνεται οτι ο Τσάβεζ κατανοεί απόλυτα πως η διασφάλιση της συνταγματικής τάξης και η απρόσκοπτη εφαρμογή των νομικών κανόνων και των θεσμικών διαδικασιών, συνιστά τον μοναδικό μηχανισμό άμυνας που η επανάσταση διαθέτει απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Με άλλα λόγια η προάσπιση των θεσμών παρέχει αποτελεσματική προστασία στην επαναστατική εξουσία της Μπολιβαριανής κυβέρνησης ενάντια σε κάθε τάση υπερβολής ή κατάχρησης εξουσίας που εμπεριέχει κάθε ριζοσπαστικό επαναστατικό εγχείρημα.
Η επικύρωση του αιτήματος για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος από το Ανώτατο Δικαστήριο της Βενεζουέλας (που σημειωτέον ελέγχεται κατά τα τρία πέμπτα του από την κυβέρνηση) αποτελεί την θεσμική έκφραση αυτής ακριβώς της λογικής. Ότι δηλαδή η εκούσια υποταγή της επαναστατικής κυβέρνησης στο γράμμα και το πνεύμα των νόμων που η ίδια θέσπισε, αποτελεί το καλύτερο εχέγγυο για την διασφάλιση του δημοκρατικού χαρακτήρα της επανάστασης. Θα μπορούσαμε άλλωστε να διατυπώσουμε τον ισχυρισμό ότι ενδεχόμενη άρνηση της πολιτικής εξουσίας να υποβληθεί στη δοκιμασία του δημοψηφίσματος θα ισοδυναμούσε με έμμεση παραδοχή αδυναμίας εκ μέρους του επαναστατικού καθεστώτος, καθώς θα σηματοδοτούσε την ουσιαστική απόρριψη της προσφυγής στην λαϊκή ετυμηγορία ως έγκυρης μεθόδου αξιολόγησης του μεταρρυθμιστικού έργου της κυβέρνησης. Για ένα ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα που διατείνεται ότι αποβλέπει στον ριζικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας της Βενεζουέλας και στην πολιτική και οικονομική ενδυνάμωση των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων, κάτι τέτοιο θα σήμαινε την πολιτική ήττα της επανάστασης και την αλλοτρίωση της επαναστατικής διαδικασίας από την κοινωνική της βάση, δηλαδή τις μάζες των άπορων, άκληρων και αποκλεισμένων που υποτίθεται πως εκπροσωπεί.
[i] Η Οριάνα Φαλάτσι γράφει χαρακτηριστικά ότι κατά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, “ο Ιρακινός στρατός ξεφούσκωσε σαν τρύπιο μπαλόνι. Αποσυντέθηκε τόσο γρήγορα, τόσο εύκολα, που ακόμα κι εγώ αιχμαλώτισα τέσσερις από τους στρατιώτες του. Βρισκόμουν πίσω από στην Σαουδική έρημο, ολομόναχη. Τέσσερα σκελετωμένα πλάσματα με πλησίασαν με τα χέρια στην ανάταση, και ψιθύρισαν: ‘Μπους, Μπους’. Που σήμαινε: ‘Παρακαλώ αιχμαλωτίστε με. Είμαι τόσο διψασμένος, τόσο πεινασμένος’. Κι έτσι τους αιχμαλώτισα”. Στο O. Fallaci, The Rage, the Pride and the Doubt, Wall Street Journal, 13/03/2003.
[ii] Th. Shanker, “Regime Thought War Unlikely, Iraqis Tell US”, The New York Times, 12/ 02/ 2004.
[iii] Κατά τα πρότυπα της ανατροπής του καθεστώτος στην Αϊτή όπου ο εκλεγμένος πρόεδρος Αριστίντ εκδιώχθηκε από την εξουσία έπειτα από ένα προσεκτικά ενορχηστρωμένο πραξικόπημα που περιβλήθηκε την νομιμότητα μιας αυθόρμητης λαικής εξέγερσης με αίτημα τον ‘εκδημοκρατισμό’ του καθεστώτος. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ενώ η εκστρατεία κατά της κυβέρνησης του Αριστίντ ξεκίνησε σαν ένα ειρηνικό κίνημα αμφισβήτησης με σαφείς δεσμούς με την κοινωνία των πολιτών της χώρας, γρήγορα αυτή η ειρηνική κινητοποίηση υπερφαλαγγίστηκε από ένα καλά εξοπλισμένο και άρτια εκπαιδευμένο αντάρτικο που υποστηριζόταν οικονομικά από τους Αμερικανούς και το οποίο διηύθυναν όχι οι ηγέτες της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, αλλά πρώην αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων της Αϊτής, τις οποίες ο Αριστίντ είχε κηρύξει έκνομες. Σημειωτέον, ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους κατά τον Λευκό Οίκο, ‘μαχητές της ελευθερίας’, ευθύνονται για την διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας με θύματα κυρίως τα φτωχά στρώματα του λαού της Αϊτής. Στο μεσοδιάστημα δε που μεσολάβησε μεταξύ της ανόδου του Αριστίντ στην εξουσία και του πραξικοπήματος του 2004, βρίσκονταν όλοι στην εξορία όπου διέμεναν για τον φόβο σύλληψης και καταδίκης τους από την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Για περισσότερες λεπτομέρειες P. Farmer, Who Removed Aristide?, London Review of Books, 13/04/2004.
Μια διέξοδο από το δίλλημα της τυραννικής διακυβέρνησης που σκιαγραφήσαμε παραπάνω μπορούμε να ανιχνεύσουμε στη στάση που τηρεί ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβεζ απέναντι στην εγχώρια αντιπολίτευση που επανειλημμένα έχει επιχειρήσει να τον ανατρέψει και να σφετεριστεί την εξουσία του. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Τσάβεζ δεν στερείται νομικών επιχειρημάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την επιβολή στρατιωτικού νόμου για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού, ο Τσάβεζ παραμένει αμετακίνητος σε μια στρατηγική απαράβατης τήρησης της συνταγματικής νομιμότητας. Κι αυτό γιατί έχει επίγνωση του γεγονότος ότι οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο δράσης, όπως η μερική αναστολή του κράτους δικαίου και η εφαρμογή έκτακτων κατασταλτικών μέτρων για την υπεράσπιση του καθεστώτος, α) θα συνηγορούσε υπέρ της προπαγάνδας των αντιπολιτευόμενων ομάδων που παρουσιάζουν τον Τσάβεζ ως έναν επίδοξο δικτάτορα τύπου Φιντέλ Κάστρο, και β) θα μπορούσε να προκαλέσει έξωθεν παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Βενεζουέλας, υπό την μορφή στρατιωτικής εισβολής από τις ΗΠΑ ή από κάποιο γειτονικό καθεστώς προσκείμενο στην Ουάσινγκτον, ή μέσω της οργάνωσης πραξικοπήματος με την συνδρομή ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων που έχουν την βάση τους εκτός των συνόρων της Βενεζουέλας.[iii]
Ακόμη περισσότερο, και σε ένα επίπεδο υπερκείμενο των εφήμερων πολιτικών σκοπιμοτήτων, φαίνεται οτι ο Τσάβεζ κατανοεί απόλυτα πως η διασφάλιση της συνταγματικής τάξης και η απρόσκοπτη εφαρμογή των νομικών κανόνων και των θεσμικών διαδικασιών, συνιστά τον μοναδικό μηχανισμό άμυνας που η επανάσταση διαθέτει απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Με άλλα λόγια η προάσπιση των θεσμών παρέχει αποτελεσματική προστασία στην επαναστατική εξουσία της Μπολιβαριανής κυβέρνησης ενάντια σε κάθε τάση υπερβολής ή κατάχρησης εξουσίας που εμπεριέχει κάθε ριζοσπαστικό επαναστατικό εγχείρημα.
Η επικύρωση του αιτήματος για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος από το Ανώτατο Δικαστήριο της Βενεζουέλας (που σημειωτέον ελέγχεται κατά τα τρία πέμπτα του από την κυβέρνηση) αποτελεί την θεσμική έκφραση αυτής ακριβώς της λογικής. Ότι δηλαδή η εκούσια υποταγή της επαναστατικής κυβέρνησης στο γράμμα και το πνεύμα των νόμων που η ίδια θέσπισε, αποτελεί το καλύτερο εχέγγυο για την διασφάλιση του δημοκρατικού χαρακτήρα της επανάστασης. Θα μπορούσαμε άλλωστε να διατυπώσουμε τον ισχυρισμό ότι ενδεχόμενη άρνηση της πολιτικής εξουσίας να υποβληθεί στη δοκιμασία του δημοψηφίσματος θα ισοδυναμούσε με έμμεση παραδοχή αδυναμίας εκ μέρους του επαναστατικού καθεστώτος, καθώς θα σηματοδοτούσε την ουσιαστική απόρριψη της προσφυγής στην λαϊκή ετυμηγορία ως έγκυρης μεθόδου αξιολόγησης του μεταρρυθμιστικού έργου της κυβέρνησης. Για ένα ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα που διατείνεται ότι αποβλέπει στον ριζικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας της Βενεζουέλας και στην πολιτική και οικονομική ενδυνάμωση των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων, κάτι τέτοιο θα σήμαινε την πολιτική ήττα της επανάστασης και την αλλοτρίωση της επαναστατικής διαδικασίας από την κοινωνική της βάση, δηλαδή τις μάζες των άπορων, άκληρων και αποκλεισμένων που υποτίθεται πως εκπροσωπεί.
[i] Η Οριάνα Φαλάτσι γράφει χαρακτηριστικά ότι κατά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, “ο Ιρακινός στρατός ξεφούσκωσε σαν τρύπιο μπαλόνι. Αποσυντέθηκε τόσο γρήγορα, τόσο εύκολα, που ακόμα κι εγώ αιχμαλώτισα τέσσερις από τους στρατιώτες του. Βρισκόμουν πίσω από στην Σαουδική έρημο, ολομόναχη. Τέσσερα σκελετωμένα πλάσματα με πλησίασαν με τα χέρια στην ανάταση, και ψιθύρισαν: ‘Μπους, Μπους’. Που σήμαινε: ‘Παρακαλώ αιχμαλωτίστε με. Είμαι τόσο διψασμένος, τόσο πεινασμένος’. Κι έτσι τους αιχμαλώτισα”. Στο O. Fallaci, The Rage, the Pride and the Doubt, Wall Street Journal, 13/03/2003.
[ii] Th. Shanker, “Regime Thought War Unlikely, Iraqis Tell US”, The New York Times, 12/ 02/ 2004.
[iii] Κατά τα πρότυπα της ανατροπής του καθεστώτος στην Αϊτή όπου ο εκλεγμένος πρόεδρος Αριστίντ εκδιώχθηκε από την εξουσία έπειτα από ένα προσεκτικά ενορχηστρωμένο πραξικόπημα που περιβλήθηκε την νομιμότητα μιας αυθόρμητης λαικής εξέγερσης με αίτημα τον ‘εκδημοκρατισμό’ του καθεστώτος. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ενώ η εκστρατεία κατά της κυβέρνησης του Αριστίντ ξεκίνησε σαν ένα ειρηνικό κίνημα αμφισβήτησης με σαφείς δεσμούς με την κοινωνία των πολιτών της χώρας, γρήγορα αυτή η ειρηνική κινητοποίηση υπερφαλαγγίστηκε από ένα καλά εξοπλισμένο και άρτια εκπαιδευμένο αντάρτικο που υποστηριζόταν οικονομικά από τους Αμερικανούς και το οποίο διηύθυναν όχι οι ηγέτες της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, αλλά πρώην αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων της Αϊτής, τις οποίες ο Αριστίντ είχε κηρύξει έκνομες. Σημειωτέον, ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους κατά τον Λευκό Οίκο, ‘μαχητές της ελευθερίας’, ευθύνονται για την διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας με θύματα κυρίως τα φτωχά στρώματα του λαού της Αϊτής. Στο μεσοδιάστημα δε που μεσολάβησε μεταξύ της ανόδου του Αριστίντ στην εξουσία και του πραξικοπήματος του 2004, βρίσκονταν όλοι στην εξορία όπου διέμεναν για τον φόβο σύλληψης και καταδίκης τους από την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Για περισσότερες λεπτομέρειες P. Farmer, Who Removed Aristide?, London Review of Books, 13/04/2004.
Sunday, April 20, 2008
Η 18η Μπρυμαίρ του Καπιταλισμού στη Ρωσία

«Ο πολιτικός αγώνας στη Ρωσία έχει φτάσει στο πιο κρίσιμο σημείο του. Η φάση της αντίστασης έχει πλέον εξαντλήσει τις όποιες δυνατότητες της, γι’αυτό και η παραδοσιακή αντιπολίτευση (πουριτανική τω πνεύματι, απλώς συναισθηματική) – έχει και αυτή εξαντληθεί μαζί της. Η εποχή της αντίστασης έφτασε στο τέλος της, η εποχή της εθνικής επανάστασης μόλις ξεκινάει».
Ιδρυτική Διακήρυξη του Εθνικού Κόμματος Μπολσεβίκων, 1993
Η εξέγερση του 1993 και ο βομβαρδισμός του Ρωσικού Κοινοβουλίου από τον Πρόεδρο Γέλτσιν αποτέλεσαν ουσιαστικά τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ολιγαρχικού καπιταλιστικού συστήματος στη Ρωσία. Μέσα από την εμπειρία της συμμετοχής στην αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής της φιλοδυτικής κυβέρνησης του Γέλτσιν, οι Ρώσοι είχαν την ευκαιρεία να αντλήσουν πολύτιμα διδάγματα και να καταλήξουν σε συμπεράσματα σχετικά με την ποιότητα της δημοκρατίας που οι μεταρρυθμιστές επιχειρούσαν να εισάγουν στην Ρωσία, την ετοιμότητα της νέας κυβερνητικής ελίτ να κινηθεί πέρα από τα όρια του νόμου για να επιβάλει δια της βίας την κυριαρχία της και το έλλειμμα νομιμότητας του νέου κοινοβουλευτικού καθεστώτος που εδραιώθηκε πάνω στις εκατόμβες των θυμάτων του 1993. Επιπλέον, οι ταραχές του ’93 επέφεραν την απομυθοποίηση των νεοσταλινικών κομμάτων και της ικανότητας τους να ηγηθούν μιας προσπάθειας εξάλειψης του καπιταλισμού και αποκατάστασης του παλαιού σοβιετικού κοινωνικού συστήματος.
Η συνταγματική κρίση του 1993 ήταν κομβικό σημείο στην εξέλιξη της μάχης που έδιναν οι μεταρρυθμιστές και οι σκληροπυρηνικοί της πρώην σοβιετικής νομενκλατούρας για την κατάκτηση της εξουσίας στην μετασοβιετική Ρωσία. Οι άναρχες οικονομικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Γέλτσιν και η περίοδος της καπιταλιστικής ανομίας που ακολούθησε την άνοδο του στην εξουσία, είχε συντελέσει στην έξαρση της λαϊκής δυσαρέσκειας και στον σχηματισμό ενός αντιμεταρρυθμιστικού κινήματος μέσα στους κόλπους της Ρωσικής ελίτ που συγκέντρωνε στις τάξεις του σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές, πατριώτες – νοσταλγούς της ΕΣΣΔ και υπερσυντηρητικούς ακροδεξιούς εθνικιστές.
Παρ’όλα αυτά, τα γεγονότα του 1993 δεν μπορούν να ερμηνευθούν απλουστευτικά ως μια αποστειρωμένη διαμάχη μεταξύ ανταγωνιστικών τμημάτων της Ρωσικής γραφειοκρατίας.[ii] Ήδη από το 1992, η Ρωσία βρισκόταν σε κατάσταση αναβρασμού. Οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των εξαθλιωμένων μαζών και της αστυνομίας ήταν καθημερινό φαινόμενο στις μεγάλες πόλεις της χώρας και οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην κυβερνητική οικονομική πολιτική λάμβαναν ολοένα και πιο ακραίες μορφές.[iii] Οι ιδιωτικοποιήσεις που είχε υπαγορεύσει το ΔΝΤ είχαν οδηγήσει στην κατάρρευση του άλλοτε κραταιού σοβιετικού βιομηχανικού συμπλέγματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς, η βιομηχανική παραγωγή έφτανε μόλις στο 50% συγκριτικά με την προ Γέλτσιν εποχή, και το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας ανερχόταν στο τριτοκοσμικό ποσοστό του 40%, από 2% που ήταν την σοβιετική περίοδο.[iv] Το ρούβλι υποτιμήθηκε με αποτέλεσμα εκατομμύρια Ρώσοι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι να απολέσουν μέσα σε μια νύχτα τις τραπεζικές τους καταθέσεις, ενώ οι τιμές βασικών διατροφικών προϊόντων όπως το ψωμί και οι πατάτες είχαν σημειώσει κερδοσκοπική άνοδο μέχρι 300%! Το φάσμα της πείνας ελλόχευε απειλητικά για ένα μεγάλο μέρος του Ρωσικού πληθυσμού και η δυσφορία ενάντια στην εγκληματική έλλειψη κρατικής μέριμνας για τους πληγέντες από τις μεταρρυθμίσεις μεγάλωνε μέρα με την μέρα.
Αντιμέτωπος με την απειλή μιας ολομέτωπης εξέγερσης, αλλά και με την ανυπακοή ενός απείθαρχου Κοινοβουλίου που τελούσε υπό τον έλεγχο της εθνοκομμουνιστικής αντιπολίτευσης και είχε ήδη καταθέσει πρόταση μομφής ενάντια στο πρόσωπο του με αφορμή τους χειρισμούς του στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, ο Πρόεδρος Γέλτσιν απέτυχε να αντιδράσει ψύχραιμα. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1993, εξέδωσε το Προεδρικό Διάταγμα 1400 με το οποίο ανακοίνωνε την διάλυση του Κοινοβουλίου και την συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του. Η αντιπολίτευση, υπό την καθοδήγηση του αντιπροέδρου Ρουτσκόι και του Προέδρου του Ανώτατου Σοβιέτ (Δούμα) Χαζμπουλάτοφ, αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Εμψυχωμένοι από την αντίδραση του πλήθους, αλλά και από την γνωμοδότηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσίας που έκρινε την ενέργεια του Γέλτσιν παράνομη και καταχρηστική, οι βουλευτές αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από το κτίριο της Δούμας.[v] Αποκήρυξαν τον Γέλτσιν ως σφετεριστή, εξήγγειλαν τον σχηματισμό χωριστής κυβέρνησης υπό τον Ρουτσκόι και προέτρεψαν τον κόσμο να αντισταθεί στο πραξικόπημα των μεταρρυθμιστών. Την επόμενη μέρα, οι πρώτες ομάδες εθελοντών κατέφθαναν έξω από τον «Λευκό Οίκο» και στρατοπέδευαν γύρω από το κτίριο για να υπερασπίσουν τους έγκλειστους βουλευτές.[vi] Μερικοί έβλεπαν την επαναστατική κυβέρνηση ως μοναδική ελπίδα για την αναχαίτιση της λαίλαπας των καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων που είχαν γονατίσει την Ρωσική οικονομία και είχαν οδηγήσει τόσους Ρώσους στην εξαθλίωση. Άλλοι, διαπνέονταν από μια αυθεντική πατριωτική παρόρμηση να διασφαλίσουν την προστασία του Συντάγματος που τόσο πρόσφατα είχαν αποκτήσει, ενώ μερικοί απλώς μισούσαν τον Γέλτσιν. Ο κύριος όγκος των οργανωμένων εθνικιστών και κομμουνιστών οπαδών που αποτελούσαν την βασική δύναμη κρούσης της αντιπολίτευσης δεν είχε κινητοποιηθεί ακόμη. Παρ’όλα αυτά, το σκηνικό για την εμφύλια σύρραξη που θα ακολουθούσε είχε ήδη στηθεί.
Στις 23 του ίδιου μήνα ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας άρχισαν να συγκλίνουν προς το κτίριο του Κοινοβουλίου. Δόθηκε διαταγή να διακοπεί η παροχή νερού και ηλεκτρικού ρεύματος σε μια προσπάθεια να εξαναγκαστούν οι βουλευτές να εγκαταλείψουν τη Δούμα. Σε απάντηση, ο προσκείμενος στην αντιπολίτευση αρχηγός του κόμματος της «Εργατικής Ρωσίας» Βίκτορ Ανπίλοφ, απηύθυνε αγωνιώδη έκκληση στους εργάτες της Μοσχοβίτικης αυτοκινητοβιομηχανίας ZIL να σπεύσουν στη Δούμα και να συνδράμουν την επαναστατική κυβέρνηση δημιουργώντας προστατευτικό κλοιό ενάντια σε ενδεχόμενη έφοδο της αστυνομίας. Η αντίδραση των εργατών συγκλόνισε τους σταλινιστές και έμελλε να βάλει σε δοκιμασία τις πεποιθήσεις τους. «Γέλτσιν, Γκάινταρ, Ρουτσκόι, Χαζμπουλάτοφ; Ποια η διαφορά; Αυτοί παλεύουν για την εξουσία. Γιατί πρέπει να χύσουμε το αίμα μας γι’αυτούς;», έγραφε το δελτίο τύπου που εξέδωσε ως απάντηση το συνδικάτο των εργατών της ΖΙL.
Αντίθετα, αυτοί που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση ήταν οι οπαδοί της «Ρωσικής Εθνικής Ενότητας» του αμετανόητου ναζιστή Αλεξάντερ Μπαρκάσοφ. Η παρουσία των μελών της φασιστικής οργάνωσης στον χώρο του Κοινοβουλίου είναι ενδεικτική της πολυσυλλεκτικότητας των στοιχείων που από κοινού απαρτίζουν τη Ρωσική εθνοκομμουνιστική «Νέα Δεξιά». Η άφιξη όμως των ακροδεξιών εθελοντών προκάλεσε ένταση και προβληματισμό στο περιβάλλον των αριστερών υποστηρικτών του Ρουτσκόι. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναγράφονται στα απομνημονεύματα ενός νεαρού κομμουνιστή ακτιβιστή που πήρε μέρος στην μάχη του Κοινοβουλίου:
«Ας μιλήσουμε για τους ανθρώπους του Μπαρκάσοφ. Μια ματιά ρίχνουμε σ’αυτούς και μας κυριεύει η απελπισία. Είναι αλήθεια πως είναι οι πιο έμπειροι και καλύτερα εκπαιδευμένοι μαχητές που διαθέτουμε. Όμως είναι φασίστες. Ποιός από εμάς μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι μια μέρα θα πολεμούσαμε μαζί; Βρίσκονται όμως εδώ και επειδή βρίσκονται εδώ η κυβέρνηση θα μπορέσει να δυσφημίσει τον αγώνα μας και να ισχυριστεί ότι όλοι είμαστε φασίστες. Μήπως αυτός είναι τελικά ο λόγος για τον οποίο τους κάλεσαν;».[vii]
Ήταν επόμενο η βεβιασμένη αυτή συνύπαρξη κομμουνιστών και νεοναζί στους κόλπους του ίδιου κινήματος αμφισβήτησης να μην καρποφορήσει. Το μίσος που ένιωθαν από κοινού για τον αποστάτη Γέλτσιν δεν ήταν ικανό να τους ενώσει και να τους ωθήσει ώστε να υπερκεράσουν τις ιδεολογικές τους διαφορές. Τις ημέρες που ακολούθησαν, η ένταση και η δυσπιστία που επικρατούσε μεταξύ των δύο συνιστωσών του κινήματος, εξελίχθηκε σε απροκάλυπτη ρήξη και τελικά σε μετωπική αντιπαράθεση. Ηττημένοι οι ακροδεξιοί, απομακρύνθηκαν δια της βίας από τα πλήθη των κομμουνιστών και ακτιβιστών από τον αντι-εξουσιαστικό χώρο που κατέκλυσαν την πλατεία του Λευκού Οίκου τις ημέρες που ακολούθησαν. Αυτή η τροπή των γεγονότων στέρησε από τους εξεγερμένους τους πιο εμπειροπόλεμους και σκληραγωγημένους μαχητές τους.
Από τις 28 έως τις 30 Σεπτεμβρίου αιματηρές μάχες μεταξύ των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας (ΟΜΟΝ) και των διαδηλωτών συνέχισαν να διεξάγονται στους δρόμους γύρω από τη Δούμα. Η κυβέρνηση πεπεισμένη ότι η αριθμητική δύναμη της αστυνομίας της Μόσχας δεν επαρκούσε για την καταστολή της εξέγερσης και ενδόμυχα φοβούμενη μια αυθόρμητη προσχώρηση πολλών Μοσχοβιτών αστυνομικών στις τάξεις των επαναστατών, προέβη σε μια κίνηση που συντέλεσε στην κλιμάκωση της βίας και του μίσους μεταξύ των δυνάμεων καταστολής και των εθελοντών που υπεράσπιζαν το Κοινοβούλιο. Διέταξε την μεταφορά μονάδων της αστυνομίας από την επαρχία στην Μόσχα για να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την αποκατάσταση της τάξης στην πρωτεύουσα. Η δολοφονικά απλή λογική της οδηγίας που δόθηκε στους επαρχιώτες αστυνομικούς ήταν να «δώσουν ένα καλό μάθημα σε αυτούς τους ξιπασμένους πρωτευουσιάνους». Την επομένη, τα πωρωμένα μέλη των αποσπασμένων μονάδων της ΟΜΟΝ ξεχύθηκαν στους δρόμους της Μόσχας με σαφή πρόθεση να δημιουργήσουν ένα καθεστώς τρόμου σε όλη την επικράτεια της πρωτεύουσας. Οι επιθέσεις της ΟΜΟΝ σημαδεύτηκαν από απίστευτη βαρβαρότητα και δεν περιορίστηκαν μόνο στους αντιφρονούντες ή σε αυτούς που συμμετείχαν σε αντικυβερνητικά συλλαλητήρια και εκδηλώσεις, αλλά στράφηκαν ενάντια στον ευρύτερο πληθυσμό. Οι φανατισμένοι αστυνομικοί επιδόθηκαν σε ένα όργιο ξυλοδαρμών κατά αθώων πολιτών με μοναδική επιδίωξη την ανάκτηση του ελέγχου στους δρόμους της πόλης. Όπως αναφέρει ο Κράμερ, υπήρξαν περιπτώσεις όπου ανυποψίαστοι περαστικοί ή συνταξιούχοι που είχαν την ατυχία να διασταυρωθούν με περιπλανώμενες ομάδες της ΟΜΟΝ ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τις αποχαλινωμένες δυνάμεις της τάξης.[viii]
Η τακτική αυτή της αστυνομίας όμως έφερε τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Αντί να τρομοκρατηθούν και να υποχωρήσουν, οι πολίτες εξαγριώθηκαν από την πρωτοφανή ωμότητα των αστυνομικών επιχειρήσεων. Στις 30 Σεπτεμβρίου στους δρόμους της Μόσχας υψώθηκαν τα πρώτα οδοφράγματα. Στις 2 Οκτωβρίου, και ενώ οι πολιορκημένοι ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν ζητήσει την μεσολάβηση του Πατριάρχη Ρωσίας σε μια προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, οι εξεγερμένοι πραγματοποίησαν ογκώδη συγκέντρωση στην Πλατεία Σμολένσκ. Η αστυνομία, εφαρμόζοντας με τυφλή υπακοή το δόγμα της μηδενικής ανοχής του Προέδρου Γέλτσιν, άνοιξε πυρ κατά των άοπλων διαδηλωτών δολοφονώντας ογδόντα άτομα. Μια ημέρα μετά, ένα πλήθος από 50.000 υποστηρικτές του Ρουτσκόι συνέρρευσε στο Πάρκο Γκόρκι βράζοντας από θυμό και ζητώντας εκδίκηση. Μεταξύ αυτών ήταν μέλη εθνικιστικών οργανώσεων, παλαιό-κομμουνιστές αλλά και απλοί συμπαθούντες που είχαν θορυβηθεί από την ακραία συμπεριφορά της αστυνομίας. Στα απομνημονεύματα του ο Ανπίλοφ επισημαίνει ότι οι διαδηλωτές κράδαιναν εθνικιστικά εμβλήματα και ανέμιζαν τις κόκκινες σημαίες της πρώην ΕΣΣΔ. Τα συνθήματα τους ήταν:
«Ζήτω το Σύνταγμα! Ο Γέλτσιν στη φυλακή! Ρουτσκόι για Πρόεδρος! Ζήτω η ΕΣΣΔ! Λένιν! Σοσιαλισμός!».[ix]
Σε μια σύντομη σύσκεψη μεταξύ των αρχηγών των διαδηλωτών στην οποία μετείχε και ο Έντουαρντ Λιμόνοφ αποφασίστηκε ομόφωνα η μετακίνηση του συγκεντρωμένου πλήθους προς την περιοχή του Κοινοβουλίου, όπου οι διαδηλωτές θα επιχειρούσαν να διασπάσουν τον αστυνομικό κλοιό και να ενωθούν με τους αποκλεισμένους εθελοντές που είχαν καταλύσει γύρω από αυτό. Σαν παρακινούμενες από μια ενιαία συλλογική διάνοια, οι μάζες είχαν αποφασίσει να αναλάβουν δράση και να γίνουν αυτές ο παράγοντας που θα καθορίσει τις εξελίξεις. Παρά το γεγονός ότι αρχικά η πορεία της διαδήλωσης δεν παρεμποδίστηκε, όταν οι εξεγερμένοι κατέφθασαν μπροστά στη στρατηγικής σημασίας γέφυρα Κρίμσκι, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις αλλά και μονάδες του στρατού που είχαν παραταχθεί για να ανακόψουν την προέλαση των διαδηλωτών απαγορεύοντας τη διέλευση τους από τη γέφυρα.[x]
Η μαζικότητα όμως της λαϊκής φάλαγγας αιφνιδίασε τα όργανα της τάξης. Υποκινούμενοι από την ανάμνηση των δολοφονιών της προηγούμενης μέρας, οι διαδηλωτές έπεσαν πάνω στις γραμμές της αστυνομίας με περίσσιο θάρρος και αποφασιστικότητα. Έπειτα από σύντομη μάχη, ο κλοιός έσπασε. Πανικόβλητοι οι αστυνομικοί τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας κράνη, ασπίδες και σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και αυτά τα θωρακισμένα τους οχήματα. Πολλοί ζήτησαν έλεος από τους διαδηλωτές, ενώ άλλοι ενώθηκαν μαζί τους.[xi] Περνώντας μπροστά από το Δημαρχιακό Μέγαρο της Μόσχας η διαδήλωση δέχτηκε πυρά από οπαδούς του Γέλτσιν που είχαν οχυρωθεί μέσα στο Δημαρχείο. Οι μάζες πραγματοποίησαν έφοδο, συνέλαβαν εν ονόματι της επαναστατικής κυβέρνησης τους αστυνομικούς και τους ελεύθερους σκοπευτές που ήταν ακροβολισμένοι εκεί και κατάσχεσαν τον οπλισμό τους. Η τρίχρωμη σημαία της αυτοκρατορικής Ρωσίας υπεστάλη και στην θέση της στον ιστό του Δημαρχείου, αναρτήθηκε η κόκκινη σημαία της ΕΣΣΔ. Λίγα λεπτά αργότερα η πολυπληθής φάλαγγα κατέφθανε στο Κοινοβούλιο όπου χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό, επιφωνήματα χαράς και σηκωμένες γροθιές από τους υπερασπιστές που βρίσκονταν ήδη εκεί.
Η χρονική συγκυρία ήταν πλέον κρίσιμη. Με την παράτολμη ενέργεια τους οι μάζες είχαν αντιστρέψει την ακολουθία των γεγονότων και είχαν αναβαθμίσει τον ποιοτικό χαρακτήρα του «ασυμφιλίωτου» αγώνα που είχαν κηρύξει στις 21 Σεπτεμβρίου τα μέλη του Ανώτατου Σοβιέτ.[xii] Είχαν φέρει την Ρωσία στα πρόθυρα της επανάστασης αφού η εμπιστοσύνη των κατασταλτικών οργάνων στην βιωσιμότητα της κυβέρνησης των μεταρρυθμιστών κλονίστηκε. Για πρώτη φορά, μικρές μονάδες του στρατού που στρατοπέδευαν στην Μόσχα προσήλθαν εθελοντικά στον Λευκό Οίκο για να συνδράμουν τους διαδηλωτές. Οι τοπικές αρχές της περιφέρειας της Μόσχας εκδήλωσαν ανοιχτά την υποστήριξη τους προς την εξέγερση, ενώ ο στρατός αμφιταλαντευόταν μη μπορώντας πλέον να αποκλείσει το ενδεχόμενο κατάρρευσης της χούντας του Γέλτσιν και κατάληψης της εξουσίας από τους επαναστάτες.[xiii]
Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας οι επικεφαλείς της «Μεγάλης Πορείας» της προηγούμενης μέρας συγκρότησαν επιτροπή και ζήτησαν να συναντηθούν με τους έγκλειστους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Σε αυτήν την συνάντηση, στην οποία σύμφωνα με πληροφορίες πήρε μέρος και ο Λιμόνοφ, οι εκπρόσωποι των εθελοντών ως γνήσιοι λαϊκοί ηγέτες που σφυρηλατήθηκαν από τις περιστάσεις, αφουγκράσθηκαν τον παλμό στους δρόμους και διαισθάνθηκαν ότι η ώρα της τελικής νίκης πλησίαζε. Πρότειναν μια επιθετική στρατηγική σχεδιασμένη για να καταφέρει στο καθεστώς το τελειωτικό χτύπημα. Στα υπόγεια του Λευκού Οίκου βρίσκονταν αποθηκευμένα τα 5000 Καλάσνικοφ της Φρουράς του Κοινοβουλίου. Οι Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ δεν είχαν παρά να αδειάσουν τις αποθήκες, να οπλίσουν τους οπαδούς τους και να βαδίσουν κατά του Κρεμλίνου. Η αστυνομία ακόμη προσπαθούσε να συνέλθει από το ψυχολογικό σοκ της ήττας που υπέστη στην γέφυρα Κρίμσκι ενώ μεταξύ των αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων δεν υπήρχε ομοφωνία σχετικά με το ζήτημα της στάσης που έπρεπε να κρατήσει ο Ρωσικός στρατός έναντι των γεγονότων.
Παρ’όλα αυτά, στις θυελλώδεις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν ανάμεσα στους αρχηγούς των διαδηλωτών και τους Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ αποκαλύφθηκε σε όλη την τραγική του διάσταση, το χάσμα απόψεων και αντιλήψεων που χώριζε την ηγεσία από την βάση του κινήματος. Οι εθελοντές απαίτησαν όπλα για να κινηθούν εναντίον του Κρεμλίνου. Ο Ρουτσκόι αρνήθηκε κατηγορηματικά να ικανοποιήσει το αίτημα των αγωνιστών και κατηγόρησε τους αρχηγούς των διαδηλωτών ότι με την ανεύθυνη στάση τους απειλούσαν να παρασύρουν τη Ρωσία σε εμφύλιο πόλεμο. Στη συνέχεια η επιτροπή πρόβαλε το επιχείρημα ότι δίχως όπλα, οι υπερασπιστές της Δούμας δεν θα μπορούσαν να αντιτάξουν καμία αποτελεσματική άμυνα στην περίπτωση που ο στρατός αποφάσιζε να επέμβει δυναμικά στο πλευρό του Γέλτσιν. Και πάλι ο Ρουτσκόι διαφώνησε, λέγοντας ότι ως πρώην στρατηγός του Σοβιετικού Στρατού, δεν θα επέτρεπε να ριχθεί ούτε μια τουφεκιά κατά Ρώσων στρατιωτών. Ήταν πλέον φανερό πως αυτό που επιθυμούσε η αντιπολίτευση δεν ήταν ούτε η ολοκληρωτική συντριβή του Κράτους, ούτε η παλινόρθωση του Σοσιαλισμού, αλλά μια πιο συμφέρουσα κατανομή της εξουσίας στο πλαίσιο του μετασοβιετικού συστήματος διακυβέρνησης. Οι επαγγελματίες πολιτικοί της Δούμας είχαν αναγάγει την μετριοπάθεια σε στάση ζωής και δεν είχαν κοινά σημεία σε επίπεδο ιδεολογίας ή πολιτικής πρακτικής με φλογερούς επαναστάτες τύπου Λιμόνοφ. Η σταλινική πολιτική παιδεία που είχαν λάβει ως πρώην μέλη της κρατικοδίαιτης Σοβιετικής ελίτ δεν τους είχε προετοιμάσει για να ηγηθούν μιας επανάστασης. Είχαν επιδιώξει να χρησιμοποιήσουν τον όχλο ως μοχλό πίεσης στις διαπραγματεύσεις τους με την κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα φοβόντουσαν την ισοπεδωτική δυναμική ενός ριζοσπαστικού και μη κατευθυνόμενου λαϊκού κινήματος που ήταν ικανή να ξεφύγει από τον έλεγχο τους και να παρασύρει και τους ίδιους. Η προδοτική τους στάση αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας από το γεγονός ότι ενώ το αίμα εκατοντάδων οπαδών της αντιπολίτευσης πότιζε τους δρόμους των πόλεων της Ρωσίας στις άνισες μάχες που έδιναν με τις δυνάμεις της ΟΜΟΝ και του στρατού, οι Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με την κυβέρνηση και διεξήγαγαν μυστικές διαπραγματεύσεις με εκπροσώπους της μέχρι την ύστατη ώρα, όταν τα τανκς έκαναν την εμφάνιση τους στο προαύλιο του Λευκού Οίκου.
Μάταια περίμεναν ο Λιμόνοφ και οι άλλοι την μεταστροφή των βουλευτών. Οι εκατό χιλιάδες εθελοντές που είχαν σπεύσει να προστατεύσουν την επαναστατική κυβέρνηση παρέμειναν άοπλοι και ανυπεράσπιστοι εάν ο στρατός αποφάσιζε να επιτεθεί. Η αντιπολίτευση είχε χάσει μια ιστορική ευκαιρία και ο Γέλτσιν ετοιμάστηκε να αντεπιτεθεί. Συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη στο Υπουργείο Εσωτερικών και αποκάλυψε στους στρατηγούς την ύπαρξη μυστικών συνομιλιών με τον Ρουτσκόι που αφού τον αναγνώριζε ως συνομιλητή, αναγνώριζε έμμεσα και την νομιμότητα της κυβέρνησης του. Η αντιπολίτευση δεν σκόπευε να κάνει επανάσταση και να ανατρέψει το πολίτευμα, υποστήριξε ο Γέλτσιν. Η αποσταθεροποίηση και το χάος δεν μπορούσαν να συνεχιστούν. Ο στρατός όφειλε να πατάξει την εξέγερση και να αποκαταστήσει την ομαλότητα. Βλέποντας την αναποφασιστικότητα της αντιπολίτευσης οι συμπαθούντες στρατηγοί σιώπησαν.
Το πρωί της 4ης Οκτωβρίου οι πρώτες μηχανοκίνητες μονάδες του στρατού κατέφθασαν στο θέατρο των συγκρούσεων και κατέλυσαν απέναντι από το Κοινοβούλιο. Το συγκεντρωμένο πλήθος αρχικά έσπευσε να τις υποδεχτεί νομίζοντας πως επρόκειτο για δυνάμεις προσκείμενες στην αντιπολίτευση. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα συνειδητοποίησαν το λάθος που είχαν κάνει. Χωρίς να απευθύνουν καμία προειδοποίηση, τα τεθωρακισμένα άρχισαν να βάλουν αδιακρίτως κατά του πλήθους. Όσοι γλίτωσαν από την πρώτη αυτή σφαγή κατέφυγαν μέσα στο κτίριο του Κοινοβουλίου όπου όμως οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν στήσει γι’αυτούς μια παγίδα θανάτου. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά τα τανκς προωθήθηκαν στο προαύλιο του κτιρίου και άρχισαν να βομβαρδίζουν μαζικά την πρόσοψη του εσωτερικού όπου βρισκόταν συγκεντρωμένη η πλειοψηφία των πολιορκημένων.
Στις 15:13 οι υπερασπιστές του το Κοινοβουλίου παραδόθηκαν. Οι θηριωδίες που εκτυλίχθηκαν στον περιβάλλοντα χώρο του κτιρίου ήταν τρομακτικές. Στρατός και αστυνομία καταδίωξαν χωρίς έλεος τους εθνοκομμουνιστές και όπου τους έπιαναν τους εκτελούσαν επί τόπου. Το 1995 μια διερευνητική επιτροπή της Δούμας απεφάνθη ότι στα υπόγεια του Κοινοβουλίου έλαβαν χώρα μαζικές εκτελέσεις και δολοφονίες με θύματα γυναίκες, παιδιά και τραυματίες.[xiv] Έγιναν χιλιάδες συλλήψεις και προσαγωγές. Το σύνολο των βουλευτών της αντιπολίτευσης συνελήφθη και ρίχτηκε στα κάτεργα. Κατά την έξοδο του από το Κοινοβούλιο, ο ανεκδιήγητος Ρουτσκόι επεδείκνυε στους αστυνομικούς που τον συνόδευαν το λάδι με το οποίο ήταν ακόμη καλυμμένο το όπλο του, ως απόδειξη ότι δεν το είχε χρησιμοποιήσει. Στην Μόσχα κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και επιβλήθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας. Μόνο μια μικρή μερίδα διαδηλωτών και καθοδηγητών διέφυγε της σύλληψης χρησιμοποιώντας τα υπόγεια περάσματα που βρίσκονται κάτω από τον Λευκό Οίκο και ενώνουν το Κοινοβούλιο με τις γύρω πλατείες. Ο Έντουαρντ Λιμόνοφ ήταν ένας από αυτούς.
[i] Λιμόνοφ, The Misfits: an Active Minority, στο http://www.limonka.net/.
[ii] Κράμερ, The Role of the Masses During the 1993 Moscow Rebellion, στο www.marxist.com/Russia/october93_events.html.
[iii] Με αποκορύφωμα τους εορτασμούς στην Μόσχα της Εργατικής Πρωτομαγιάς του 1992 όπου 100.000 διαδηλωτές συγκρούσθηκαν με δυνάμεις της αστυνομίας. Στα επεισόδια που ακολούθησαν τρεις διαδηλωτές και ένας αστυνομικός έχασαν την ζωή τους.
[iv] Stiglitz, The Ruin Of Russia, The Guardian, 09 / 04 / 2003.
[v] Με βάση την Ρωσική νομοθεσία, ο Γέλτσιν ήταν υποχρεωμένος να παραιτηθεί του αξιώματος του και να προκηρύξει εθνικές εκλογές για την ανάδειξη νέας Βουλής εντός του διαστήματος τριών μηνών από την διάλυση της προηγούμενης.
[vi] «Λευκός Οίκος» είναι ένα ακόμη όνομα που χρησιμοποιούν οι Ρώσοι όταν αναφέρονται στο Κοινοβούλιο τους.
[vii] Κράμερ, Αυτόθι, σελ. 3.
[viii] Κράμερ, Αυτόθι.
[ix] Κράμερ, Αυτόθι, σελ. 4.
[x] Η γέφυρα Κρίμσκι ήταν στρατηγικής σημασίας αφού αποτελούσε το μοναδικό σημείο πρόσβασης που διέσχιζε τον ποταμό Μόσχα και ένωνε την περιοχή της Δούμας με την κυρίως πόλη της Μόσχας.
[xi] Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι διαδηλωτές δεν προχώρησαν σε αντίποινα και αντιμετώπισαν τους αιχμάλωτους αστυνομικούς με ανθρωπιά και πνεύμα συμφιλίωσης.
[xii] Τους μήνες που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος του Γέλτσιν, τα Ρωσικά ΜΜΕ συνήθιζαν να αναφέρονται στον πατριωτικό-κομμουνιστικό συνασπισμό με τον όρο «ασυμφιλίωτη αντιπολίτευση», λόγω της αντίθεσης της τόσο στην κυβερνητική οικονομική πολιτική, όσο και στη θεωρούμενη δουλική προσέγγιση στη Δύση γενικότερα, και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο Hainsworth, Η Ακροδεξιά: Ιδεολογία, Πολιτική, Κόμματα (Εκδόσεις Παπαζήση, 2004), σελ. 424.
[xiii] Η επαναστατικός αναβρασμός δεν περιορίστηκε στα στενά όρια της Μόσχας, αλλά εξαπλώθηκε και στις πόλεις και τα χωριά της Ρωσικής επαρχίας. Στις μικρότερες πόλεις της Ρωσίας ακτιβιστές του παράνομου Κ.Κ. πήραν τα όπλα και κατέλαβαν κρατικά κτίρια και αστυνομικά τμήματα, ενώ στην Αγία Πετρούπολη εκατοντάδες φοιτητές επιχείρησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του τηλεοπτικού σταθμού της πόλης για να διακηρύξουν την αλληλεγγύη τους προς το Ανώτατο Σοβιέτ. Η προσπάθεια τους απετράπη από τους αστυνομικούς και τους στρατιώτες του Υπουργείου Εσωτερικών που έστειλε εναντίον τους ο φιλοκυβερνητικός δήμαρχος της πόλης Ανατόλι Σόμπτσακ. Η εξέγερση στα χωριά άντεξε για μερικές ημέρες, ακόμη και μετά την άλωση του Κοινοβουλίου από τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις.
[xiv] Σε ότι αφορά τον συνολικό αριθμό των θυμάτων οι γνώμες διίστανται. Η επίσημη κυβερνητική εκδοχή μιλά για 149 νεκρούς συνολικά. Η εκτίμηση όμως του φίλο-Αμερικανικού «Ράδιο Ελευθερία» ανεβάζει τον αριθμό όσων πέθαναν κατά την διάρκεια των επεισοδίων σε 1012 νεκρούς, χωρίς να υπολογίζονται οι τραυματίες που αργότερα εξέπνευσαν σε νοσοκομεία και κλινικές της πόλης. Τέλος η «Φωνή της Αμερικής» έκανε λόγο για πτώματα αγωνιστών που αποτεφρώθηκαν κατά την διάρκεια της νύχτας της 4ης Οκτωβρίου, χωρίς καμία επίσημη καταγραφή του θανάτου τους από τις κρατικές αρχές. Για μια ουσιαστική τεκμηρίωση των θηριωδιών και των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες υπέπεσαν οι Δυνάμεις ασφαλείας έπειτα από την άλωση του Κοινοβουλίου αλλά και κατά την περίοδο ισχύος του στρατιωτικού νόμου, δείτε την έκθεση του αμερόληπτου Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Μόσχας, δημοσιευμένη ηλεκτρονικά στο www.memo.ru/hr/hotpoints/moscow93/oct.93e.htm.
Ιδρυτική Διακήρυξη του Εθνικού Κόμματος Μπολσεβίκων, 1993
Η εξέγερση του 1993 και ο βομβαρδισμός του Ρωσικού Κοινοβουλίου από τον Πρόεδρο Γέλτσιν αποτέλεσαν ουσιαστικά τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ολιγαρχικού καπιταλιστικού συστήματος στη Ρωσία. Μέσα από την εμπειρία της συμμετοχής στην αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής της φιλοδυτικής κυβέρνησης του Γέλτσιν, οι Ρώσοι είχαν την ευκαιρεία να αντλήσουν πολύτιμα διδάγματα και να καταλήξουν σε συμπεράσματα σχετικά με την ποιότητα της δημοκρατίας που οι μεταρρυθμιστές επιχειρούσαν να εισάγουν στην Ρωσία, την ετοιμότητα της νέας κυβερνητικής ελίτ να κινηθεί πέρα από τα όρια του νόμου για να επιβάλει δια της βίας την κυριαρχία της και το έλλειμμα νομιμότητας του νέου κοινοβουλευτικού καθεστώτος που εδραιώθηκε πάνω στις εκατόμβες των θυμάτων του 1993. Επιπλέον, οι ταραχές του ’93 επέφεραν την απομυθοποίηση των νεοσταλινικών κομμάτων και της ικανότητας τους να ηγηθούν μιας προσπάθειας εξάλειψης του καπιταλισμού και αποκατάστασης του παλαιού σοβιετικού κοινωνικού συστήματος.
Η συνταγματική κρίση του 1993 ήταν κομβικό σημείο στην εξέλιξη της μάχης που έδιναν οι μεταρρυθμιστές και οι σκληροπυρηνικοί της πρώην σοβιετικής νομενκλατούρας για την κατάκτηση της εξουσίας στην μετασοβιετική Ρωσία. Οι άναρχες οικονομικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Γέλτσιν και η περίοδος της καπιταλιστικής ανομίας που ακολούθησε την άνοδο του στην εξουσία, είχε συντελέσει στην έξαρση της λαϊκής δυσαρέσκειας και στον σχηματισμό ενός αντιμεταρρυθμιστικού κινήματος μέσα στους κόλπους της Ρωσικής ελίτ που συγκέντρωνε στις τάξεις του σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές, πατριώτες – νοσταλγούς της ΕΣΣΔ και υπερσυντηρητικούς ακροδεξιούς εθνικιστές.
Παρ’όλα αυτά, τα γεγονότα του 1993 δεν μπορούν να ερμηνευθούν απλουστευτικά ως μια αποστειρωμένη διαμάχη μεταξύ ανταγωνιστικών τμημάτων της Ρωσικής γραφειοκρατίας.[ii] Ήδη από το 1992, η Ρωσία βρισκόταν σε κατάσταση αναβρασμού. Οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των εξαθλιωμένων μαζών και της αστυνομίας ήταν καθημερινό φαινόμενο στις μεγάλες πόλεις της χώρας και οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην κυβερνητική οικονομική πολιτική λάμβαναν ολοένα και πιο ακραίες μορφές.[iii] Οι ιδιωτικοποιήσεις που είχε υπαγορεύσει το ΔΝΤ είχαν οδηγήσει στην κατάρρευση του άλλοτε κραταιού σοβιετικού βιομηχανικού συμπλέγματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς, η βιομηχανική παραγωγή έφτανε μόλις στο 50% συγκριτικά με την προ Γέλτσιν εποχή, και το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας ανερχόταν στο τριτοκοσμικό ποσοστό του 40%, από 2% που ήταν την σοβιετική περίοδο.[iv] Το ρούβλι υποτιμήθηκε με αποτέλεσμα εκατομμύρια Ρώσοι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι να απολέσουν μέσα σε μια νύχτα τις τραπεζικές τους καταθέσεις, ενώ οι τιμές βασικών διατροφικών προϊόντων όπως το ψωμί και οι πατάτες είχαν σημειώσει κερδοσκοπική άνοδο μέχρι 300%! Το φάσμα της πείνας ελλόχευε απειλητικά για ένα μεγάλο μέρος του Ρωσικού πληθυσμού και η δυσφορία ενάντια στην εγκληματική έλλειψη κρατικής μέριμνας για τους πληγέντες από τις μεταρρυθμίσεις μεγάλωνε μέρα με την μέρα.
Αντιμέτωπος με την απειλή μιας ολομέτωπης εξέγερσης, αλλά και με την ανυπακοή ενός απείθαρχου Κοινοβουλίου που τελούσε υπό τον έλεγχο της εθνοκομμουνιστικής αντιπολίτευσης και είχε ήδη καταθέσει πρόταση μομφής ενάντια στο πρόσωπο του με αφορμή τους χειρισμούς του στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, ο Πρόεδρος Γέλτσιν απέτυχε να αντιδράσει ψύχραιμα. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1993, εξέδωσε το Προεδρικό Διάταγμα 1400 με το οποίο ανακοίνωνε την διάλυση του Κοινοβουλίου και την συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του. Η αντιπολίτευση, υπό την καθοδήγηση του αντιπροέδρου Ρουτσκόι και του Προέδρου του Ανώτατου Σοβιέτ (Δούμα) Χαζμπουλάτοφ, αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Εμψυχωμένοι από την αντίδραση του πλήθους, αλλά και από την γνωμοδότηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσίας που έκρινε την ενέργεια του Γέλτσιν παράνομη και καταχρηστική, οι βουλευτές αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από το κτίριο της Δούμας.[v] Αποκήρυξαν τον Γέλτσιν ως σφετεριστή, εξήγγειλαν τον σχηματισμό χωριστής κυβέρνησης υπό τον Ρουτσκόι και προέτρεψαν τον κόσμο να αντισταθεί στο πραξικόπημα των μεταρρυθμιστών. Την επόμενη μέρα, οι πρώτες ομάδες εθελοντών κατέφθαναν έξω από τον «Λευκό Οίκο» και στρατοπέδευαν γύρω από το κτίριο για να υπερασπίσουν τους έγκλειστους βουλευτές.[vi] Μερικοί έβλεπαν την επαναστατική κυβέρνηση ως μοναδική ελπίδα για την αναχαίτιση της λαίλαπας των καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων που είχαν γονατίσει την Ρωσική οικονομία και είχαν οδηγήσει τόσους Ρώσους στην εξαθλίωση. Άλλοι, διαπνέονταν από μια αυθεντική πατριωτική παρόρμηση να διασφαλίσουν την προστασία του Συντάγματος που τόσο πρόσφατα είχαν αποκτήσει, ενώ μερικοί απλώς μισούσαν τον Γέλτσιν. Ο κύριος όγκος των οργανωμένων εθνικιστών και κομμουνιστών οπαδών που αποτελούσαν την βασική δύναμη κρούσης της αντιπολίτευσης δεν είχε κινητοποιηθεί ακόμη. Παρ’όλα αυτά, το σκηνικό για την εμφύλια σύρραξη που θα ακολουθούσε είχε ήδη στηθεί.
Στις 23 του ίδιου μήνα ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας άρχισαν να συγκλίνουν προς το κτίριο του Κοινοβουλίου. Δόθηκε διαταγή να διακοπεί η παροχή νερού και ηλεκτρικού ρεύματος σε μια προσπάθεια να εξαναγκαστούν οι βουλευτές να εγκαταλείψουν τη Δούμα. Σε απάντηση, ο προσκείμενος στην αντιπολίτευση αρχηγός του κόμματος της «Εργατικής Ρωσίας» Βίκτορ Ανπίλοφ, απηύθυνε αγωνιώδη έκκληση στους εργάτες της Μοσχοβίτικης αυτοκινητοβιομηχανίας ZIL να σπεύσουν στη Δούμα και να συνδράμουν την επαναστατική κυβέρνηση δημιουργώντας προστατευτικό κλοιό ενάντια σε ενδεχόμενη έφοδο της αστυνομίας. Η αντίδραση των εργατών συγκλόνισε τους σταλινιστές και έμελλε να βάλει σε δοκιμασία τις πεποιθήσεις τους. «Γέλτσιν, Γκάινταρ, Ρουτσκόι, Χαζμπουλάτοφ; Ποια η διαφορά; Αυτοί παλεύουν για την εξουσία. Γιατί πρέπει να χύσουμε το αίμα μας γι’αυτούς;», έγραφε το δελτίο τύπου που εξέδωσε ως απάντηση το συνδικάτο των εργατών της ΖΙL.
Αντίθετα, αυτοί που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση ήταν οι οπαδοί της «Ρωσικής Εθνικής Ενότητας» του αμετανόητου ναζιστή Αλεξάντερ Μπαρκάσοφ. Η παρουσία των μελών της φασιστικής οργάνωσης στον χώρο του Κοινοβουλίου είναι ενδεικτική της πολυσυλλεκτικότητας των στοιχείων που από κοινού απαρτίζουν τη Ρωσική εθνοκομμουνιστική «Νέα Δεξιά». Η άφιξη όμως των ακροδεξιών εθελοντών προκάλεσε ένταση και προβληματισμό στο περιβάλλον των αριστερών υποστηρικτών του Ρουτσκόι. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναγράφονται στα απομνημονεύματα ενός νεαρού κομμουνιστή ακτιβιστή που πήρε μέρος στην μάχη του Κοινοβουλίου:
«Ας μιλήσουμε για τους ανθρώπους του Μπαρκάσοφ. Μια ματιά ρίχνουμε σ’αυτούς και μας κυριεύει η απελπισία. Είναι αλήθεια πως είναι οι πιο έμπειροι και καλύτερα εκπαιδευμένοι μαχητές που διαθέτουμε. Όμως είναι φασίστες. Ποιός από εμάς μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι μια μέρα θα πολεμούσαμε μαζί; Βρίσκονται όμως εδώ και επειδή βρίσκονται εδώ η κυβέρνηση θα μπορέσει να δυσφημίσει τον αγώνα μας και να ισχυριστεί ότι όλοι είμαστε φασίστες. Μήπως αυτός είναι τελικά ο λόγος για τον οποίο τους κάλεσαν;».[vii]
Ήταν επόμενο η βεβιασμένη αυτή συνύπαρξη κομμουνιστών και νεοναζί στους κόλπους του ίδιου κινήματος αμφισβήτησης να μην καρποφορήσει. Το μίσος που ένιωθαν από κοινού για τον αποστάτη Γέλτσιν δεν ήταν ικανό να τους ενώσει και να τους ωθήσει ώστε να υπερκεράσουν τις ιδεολογικές τους διαφορές. Τις ημέρες που ακολούθησαν, η ένταση και η δυσπιστία που επικρατούσε μεταξύ των δύο συνιστωσών του κινήματος, εξελίχθηκε σε απροκάλυπτη ρήξη και τελικά σε μετωπική αντιπαράθεση. Ηττημένοι οι ακροδεξιοί, απομακρύνθηκαν δια της βίας από τα πλήθη των κομμουνιστών και ακτιβιστών από τον αντι-εξουσιαστικό χώρο που κατέκλυσαν την πλατεία του Λευκού Οίκου τις ημέρες που ακολούθησαν. Αυτή η τροπή των γεγονότων στέρησε από τους εξεγερμένους τους πιο εμπειροπόλεμους και σκληραγωγημένους μαχητές τους.
Από τις 28 έως τις 30 Σεπτεμβρίου αιματηρές μάχες μεταξύ των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας (ΟΜΟΝ) και των διαδηλωτών συνέχισαν να διεξάγονται στους δρόμους γύρω από τη Δούμα. Η κυβέρνηση πεπεισμένη ότι η αριθμητική δύναμη της αστυνομίας της Μόσχας δεν επαρκούσε για την καταστολή της εξέγερσης και ενδόμυχα φοβούμενη μια αυθόρμητη προσχώρηση πολλών Μοσχοβιτών αστυνομικών στις τάξεις των επαναστατών, προέβη σε μια κίνηση που συντέλεσε στην κλιμάκωση της βίας και του μίσους μεταξύ των δυνάμεων καταστολής και των εθελοντών που υπεράσπιζαν το Κοινοβούλιο. Διέταξε την μεταφορά μονάδων της αστυνομίας από την επαρχία στην Μόσχα για να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την αποκατάσταση της τάξης στην πρωτεύουσα. Η δολοφονικά απλή λογική της οδηγίας που δόθηκε στους επαρχιώτες αστυνομικούς ήταν να «δώσουν ένα καλό μάθημα σε αυτούς τους ξιπασμένους πρωτευουσιάνους». Την επομένη, τα πωρωμένα μέλη των αποσπασμένων μονάδων της ΟΜΟΝ ξεχύθηκαν στους δρόμους της Μόσχας με σαφή πρόθεση να δημιουργήσουν ένα καθεστώς τρόμου σε όλη την επικράτεια της πρωτεύουσας. Οι επιθέσεις της ΟΜΟΝ σημαδεύτηκαν από απίστευτη βαρβαρότητα και δεν περιορίστηκαν μόνο στους αντιφρονούντες ή σε αυτούς που συμμετείχαν σε αντικυβερνητικά συλλαλητήρια και εκδηλώσεις, αλλά στράφηκαν ενάντια στον ευρύτερο πληθυσμό. Οι φανατισμένοι αστυνομικοί επιδόθηκαν σε ένα όργιο ξυλοδαρμών κατά αθώων πολιτών με μοναδική επιδίωξη την ανάκτηση του ελέγχου στους δρόμους της πόλης. Όπως αναφέρει ο Κράμερ, υπήρξαν περιπτώσεις όπου ανυποψίαστοι περαστικοί ή συνταξιούχοι που είχαν την ατυχία να διασταυρωθούν με περιπλανώμενες ομάδες της ΟΜΟΝ ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τις αποχαλινωμένες δυνάμεις της τάξης.[viii]
Η τακτική αυτή της αστυνομίας όμως έφερε τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Αντί να τρομοκρατηθούν και να υποχωρήσουν, οι πολίτες εξαγριώθηκαν από την πρωτοφανή ωμότητα των αστυνομικών επιχειρήσεων. Στις 30 Σεπτεμβρίου στους δρόμους της Μόσχας υψώθηκαν τα πρώτα οδοφράγματα. Στις 2 Οκτωβρίου, και ενώ οι πολιορκημένοι ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν ζητήσει την μεσολάβηση του Πατριάρχη Ρωσίας σε μια προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, οι εξεγερμένοι πραγματοποίησαν ογκώδη συγκέντρωση στην Πλατεία Σμολένσκ. Η αστυνομία, εφαρμόζοντας με τυφλή υπακοή το δόγμα της μηδενικής ανοχής του Προέδρου Γέλτσιν, άνοιξε πυρ κατά των άοπλων διαδηλωτών δολοφονώντας ογδόντα άτομα. Μια ημέρα μετά, ένα πλήθος από 50.000 υποστηρικτές του Ρουτσκόι συνέρρευσε στο Πάρκο Γκόρκι βράζοντας από θυμό και ζητώντας εκδίκηση. Μεταξύ αυτών ήταν μέλη εθνικιστικών οργανώσεων, παλαιό-κομμουνιστές αλλά και απλοί συμπαθούντες που είχαν θορυβηθεί από την ακραία συμπεριφορά της αστυνομίας. Στα απομνημονεύματα του ο Ανπίλοφ επισημαίνει ότι οι διαδηλωτές κράδαιναν εθνικιστικά εμβλήματα και ανέμιζαν τις κόκκινες σημαίες της πρώην ΕΣΣΔ. Τα συνθήματα τους ήταν:
«Ζήτω το Σύνταγμα! Ο Γέλτσιν στη φυλακή! Ρουτσκόι για Πρόεδρος! Ζήτω η ΕΣΣΔ! Λένιν! Σοσιαλισμός!».[ix]
Σε μια σύντομη σύσκεψη μεταξύ των αρχηγών των διαδηλωτών στην οποία μετείχε και ο Έντουαρντ Λιμόνοφ αποφασίστηκε ομόφωνα η μετακίνηση του συγκεντρωμένου πλήθους προς την περιοχή του Κοινοβουλίου, όπου οι διαδηλωτές θα επιχειρούσαν να διασπάσουν τον αστυνομικό κλοιό και να ενωθούν με τους αποκλεισμένους εθελοντές που είχαν καταλύσει γύρω από αυτό. Σαν παρακινούμενες από μια ενιαία συλλογική διάνοια, οι μάζες είχαν αποφασίσει να αναλάβουν δράση και να γίνουν αυτές ο παράγοντας που θα καθορίσει τις εξελίξεις. Παρά το γεγονός ότι αρχικά η πορεία της διαδήλωσης δεν παρεμποδίστηκε, όταν οι εξεγερμένοι κατέφθασαν μπροστά στη στρατηγικής σημασίας γέφυρα Κρίμσκι, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις αλλά και μονάδες του στρατού που είχαν παραταχθεί για να ανακόψουν την προέλαση των διαδηλωτών απαγορεύοντας τη διέλευση τους από τη γέφυρα.[x]
Η μαζικότητα όμως της λαϊκής φάλαγγας αιφνιδίασε τα όργανα της τάξης. Υποκινούμενοι από την ανάμνηση των δολοφονιών της προηγούμενης μέρας, οι διαδηλωτές έπεσαν πάνω στις γραμμές της αστυνομίας με περίσσιο θάρρος και αποφασιστικότητα. Έπειτα από σύντομη μάχη, ο κλοιός έσπασε. Πανικόβλητοι οι αστυνομικοί τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας κράνη, ασπίδες και σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και αυτά τα θωρακισμένα τους οχήματα. Πολλοί ζήτησαν έλεος από τους διαδηλωτές, ενώ άλλοι ενώθηκαν μαζί τους.[xi] Περνώντας μπροστά από το Δημαρχιακό Μέγαρο της Μόσχας η διαδήλωση δέχτηκε πυρά από οπαδούς του Γέλτσιν που είχαν οχυρωθεί μέσα στο Δημαρχείο. Οι μάζες πραγματοποίησαν έφοδο, συνέλαβαν εν ονόματι της επαναστατικής κυβέρνησης τους αστυνομικούς και τους ελεύθερους σκοπευτές που ήταν ακροβολισμένοι εκεί και κατάσχεσαν τον οπλισμό τους. Η τρίχρωμη σημαία της αυτοκρατορικής Ρωσίας υπεστάλη και στην θέση της στον ιστό του Δημαρχείου, αναρτήθηκε η κόκκινη σημαία της ΕΣΣΔ. Λίγα λεπτά αργότερα η πολυπληθής φάλαγγα κατέφθανε στο Κοινοβούλιο όπου χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό, επιφωνήματα χαράς και σηκωμένες γροθιές από τους υπερασπιστές που βρίσκονταν ήδη εκεί.
Η χρονική συγκυρία ήταν πλέον κρίσιμη. Με την παράτολμη ενέργεια τους οι μάζες είχαν αντιστρέψει την ακολουθία των γεγονότων και είχαν αναβαθμίσει τον ποιοτικό χαρακτήρα του «ασυμφιλίωτου» αγώνα που είχαν κηρύξει στις 21 Σεπτεμβρίου τα μέλη του Ανώτατου Σοβιέτ.[xii] Είχαν φέρει την Ρωσία στα πρόθυρα της επανάστασης αφού η εμπιστοσύνη των κατασταλτικών οργάνων στην βιωσιμότητα της κυβέρνησης των μεταρρυθμιστών κλονίστηκε. Για πρώτη φορά, μικρές μονάδες του στρατού που στρατοπέδευαν στην Μόσχα προσήλθαν εθελοντικά στον Λευκό Οίκο για να συνδράμουν τους διαδηλωτές. Οι τοπικές αρχές της περιφέρειας της Μόσχας εκδήλωσαν ανοιχτά την υποστήριξη τους προς την εξέγερση, ενώ ο στρατός αμφιταλαντευόταν μη μπορώντας πλέον να αποκλείσει το ενδεχόμενο κατάρρευσης της χούντας του Γέλτσιν και κατάληψης της εξουσίας από τους επαναστάτες.[xiii]
Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας οι επικεφαλείς της «Μεγάλης Πορείας» της προηγούμενης μέρας συγκρότησαν επιτροπή και ζήτησαν να συναντηθούν με τους έγκλειστους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Σε αυτήν την συνάντηση, στην οποία σύμφωνα με πληροφορίες πήρε μέρος και ο Λιμόνοφ, οι εκπρόσωποι των εθελοντών ως γνήσιοι λαϊκοί ηγέτες που σφυρηλατήθηκαν από τις περιστάσεις, αφουγκράσθηκαν τον παλμό στους δρόμους και διαισθάνθηκαν ότι η ώρα της τελικής νίκης πλησίαζε. Πρότειναν μια επιθετική στρατηγική σχεδιασμένη για να καταφέρει στο καθεστώς το τελειωτικό χτύπημα. Στα υπόγεια του Λευκού Οίκου βρίσκονταν αποθηκευμένα τα 5000 Καλάσνικοφ της Φρουράς του Κοινοβουλίου. Οι Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ δεν είχαν παρά να αδειάσουν τις αποθήκες, να οπλίσουν τους οπαδούς τους και να βαδίσουν κατά του Κρεμλίνου. Η αστυνομία ακόμη προσπαθούσε να συνέλθει από το ψυχολογικό σοκ της ήττας που υπέστη στην γέφυρα Κρίμσκι ενώ μεταξύ των αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων δεν υπήρχε ομοφωνία σχετικά με το ζήτημα της στάσης που έπρεπε να κρατήσει ο Ρωσικός στρατός έναντι των γεγονότων.
Παρ’όλα αυτά, στις θυελλώδεις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν ανάμεσα στους αρχηγούς των διαδηλωτών και τους Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ αποκαλύφθηκε σε όλη την τραγική του διάσταση, το χάσμα απόψεων και αντιλήψεων που χώριζε την ηγεσία από την βάση του κινήματος. Οι εθελοντές απαίτησαν όπλα για να κινηθούν εναντίον του Κρεμλίνου. Ο Ρουτσκόι αρνήθηκε κατηγορηματικά να ικανοποιήσει το αίτημα των αγωνιστών και κατηγόρησε τους αρχηγούς των διαδηλωτών ότι με την ανεύθυνη στάση τους απειλούσαν να παρασύρουν τη Ρωσία σε εμφύλιο πόλεμο. Στη συνέχεια η επιτροπή πρόβαλε το επιχείρημα ότι δίχως όπλα, οι υπερασπιστές της Δούμας δεν θα μπορούσαν να αντιτάξουν καμία αποτελεσματική άμυνα στην περίπτωση που ο στρατός αποφάσιζε να επέμβει δυναμικά στο πλευρό του Γέλτσιν. Και πάλι ο Ρουτσκόι διαφώνησε, λέγοντας ότι ως πρώην στρατηγός του Σοβιετικού Στρατού, δεν θα επέτρεπε να ριχθεί ούτε μια τουφεκιά κατά Ρώσων στρατιωτών. Ήταν πλέον φανερό πως αυτό που επιθυμούσε η αντιπολίτευση δεν ήταν ούτε η ολοκληρωτική συντριβή του Κράτους, ούτε η παλινόρθωση του Σοσιαλισμού, αλλά μια πιο συμφέρουσα κατανομή της εξουσίας στο πλαίσιο του μετασοβιετικού συστήματος διακυβέρνησης. Οι επαγγελματίες πολιτικοί της Δούμας είχαν αναγάγει την μετριοπάθεια σε στάση ζωής και δεν είχαν κοινά σημεία σε επίπεδο ιδεολογίας ή πολιτικής πρακτικής με φλογερούς επαναστάτες τύπου Λιμόνοφ. Η σταλινική πολιτική παιδεία που είχαν λάβει ως πρώην μέλη της κρατικοδίαιτης Σοβιετικής ελίτ δεν τους είχε προετοιμάσει για να ηγηθούν μιας επανάστασης. Είχαν επιδιώξει να χρησιμοποιήσουν τον όχλο ως μοχλό πίεσης στις διαπραγματεύσεις τους με την κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα φοβόντουσαν την ισοπεδωτική δυναμική ενός ριζοσπαστικού και μη κατευθυνόμενου λαϊκού κινήματος που ήταν ικανή να ξεφύγει από τον έλεγχο τους και να παρασύρει και τους ίδιους. Η προδοτική τους στάση αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας από το γεγονός ότι ενώ το αίμα εκατοντάδων οπαδών της αντιπολίτευσης πότιζε τους δρόμους των πόλεων της Ρωσίας στις άνισες μάχες που έδιναν με τις δυνάμεις της ΟΜΟΝ και του στρατού, οι Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με την κυβέρνηση και διεξήγαγαν μυστικές διαπραγματεύσεις με εκπροσώπους της μέχρι την ύστατη ώρα, όταν τα τανκς έκαναν την εμφάνιση τους στο προαύλιο του Λευκού Οίκου.
Μάταια περίμεναν ο Λιμόνοφ και οι άλλοι την μεταστροφή των βουλευτών. Οι εκατό χιλιάδες εθελοντές που είχαν σπεύσει να προστατεύσουν την επαναστατική κυβέρνηση παρέμειναν άοπλοι και ανυπεράσπιστοι εάν ο στρατός αποφάσιζε να επιτεθεί. Η αντιπολίτευση είχε χάσει μια ιστορική ευκαιρία και ο Γέλτσιν ετοιμάστηκε να αντεπιτεθεί. Συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη στο Υπουργείο Εσωτερικών και αποκάλυψε στους στρατηγούς την ύπαρξη μυστικών συνομιλιών με τον Ρουτσκόι που αφού τον αναγνώριζε ως συνομιλητή, αναγνώριζε έμμεσα και την νομιμότητα της κυβέρνησης του. Η αντιπολίτευση δεν σκόπευε να κάνει επανάσταση και να ανατρέψει το πολίτευμα, υποστήριξε ο Γέλτσιν. Η αποσταθεροποίηση και το χάος δεν μπορούσαν να συνεχιστούν. Ο στρατός όφειλε να πατάξει την εξέγερση και να αποκαταστήσει την ομαλότητα. Βλέποντας την αναποφασιστικότητα της αντιπολίτευσης οι συμπαθούντες στρατηγοί σιώπησαν.
Το πρωί της 4ης Οκτωβρίου οι πρώτες μηχανοκίνητες μονάδες του στρατού κατέφθασαν στο θέατρο των συγκρούσεων και κατέλυσαν απέναντι από το Κοινοβούλιο. Το συγκεντρωμένο πλήθος αρχικά έσπευσε να τις υποδεχτεί νομίζοντας πως επρόκειτο για δυνάμεις προσκείμενες στην αντιπολίτευση. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα συνειδητοποίησαν το λάθος που είχαν κάνει. Χωρίς να απευθύνουν καμία προειδοποίηση, τα τεθωρακισμένα άρχισαν να βάλουν αδιακρίτως κατά του πλήθους. Όσοι γλίτωσαν από την πρώτη αυτή σφαγή κατέφυγαν μέσα στο κτίριο του Κοινοβουλίου όπου όμως οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν στήσει γι’αυτούς μια παγίδα θανάτου. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά τα τανκς προωθήθηκαν στο προαύλιο του κτιρίου και άρχισαν να βομβαρδίζουν μαζικά την πρόσοψη του εσωτερικού όπου βρισκόταν συγκεντρωμένη η πλειοψηφία των πολιορκημένων.
Στις 15:13 οι υπερασπιστές του το Κοινοβουλίου παραδόθηκαν. Οι θηριωδίες που εκτυλίχθηκαν στον περιβάλλοντα χώρο του κτιρίου ήταν τρομακτικές. Στρατός και αστυνομία καταδίωξαν χωρίς έλεος τους εθνοκομμουνιστές και όπου τους έπιαναν τους εκτελούσαν επί τόπου. Το 1995 μια διερευνητική επιτροπή της Δούμας απεφάνθη ότι στα υπόγεια του Κοινοβουλίου έλαβαν χώρα μαζικές εκτελέσεις και δολοφονίες με θύματα γυναίκες, παιδιά και τραυματίες.[xiv] Έγιναν χιλιάδες συλλήψεις και προσαγωγές. Το σύνολο των βουλευτών της αντιπολίτευσης συνελήφθη και ρίχτηκε στα κάτεργα. Κατά την έξοδο του από το Κοινοβούλιο, ο ανεκδιήγητος Ρουτσκόι επεδείκνυε στους αστυνομικούς που τον συνόδευαν το λάδι με το οποίο ήταν ακόμη καλυμμένο το όπλο του, ως απόδειξη ότι δεν το είχε χρησιμοποιήσει. Στην Μόσχα κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και επιβλήθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας. Μόνο μια μικρή μερίδα διαδηλωτών και καθοδηγητών διέφυγε της σύλληψης χρησιμοποιώντας τα υπόγεια περάσματα που βρίσκονται κάτω από τον Λευκό Οίκο και ενώνουν το Κοινοβούλιο με τις γύρω πλατείες. Ο Έντουαρντ Λιμόνοφ ήταν ένας από αυτούς.
[i] Λιμόνοφ, The Misfits: an Active Minority, στο http://www.limonka.net/.
[ii] Κράμερ, The Role of the Masses During the 1993 Moscow Rebellion, στο www.marxist.com/Russia/october93_events.html.
[iii] Με αποκορύφωμα τους εορτασμούς στην Μόσχα της Εργατικής Πρωτομαγιάς του 1992 όπου 100.000 διαδηλωτές συγκρούσθηκαν με δυνάμεις της αστυνομίας. Στα επεισόδια που ακολούθησαν τρεις διαδηλωτές και ένας αστυνομικός έχασαν την ζωή τους.
[iv] Stiglitz, The Ruin Of Russia, The Guardian, 09 / 04 / 2003.
[v] Με βάση την Ρωσική νομοθεσία, ο Γέλτσιν ήταν υποχρεωμένος να παραιτηθεί του αξιώματος του και να προκηρύξει εθνικές εκλογές για την ανάδειξη νέας Βουλής εντός του διαστήματος τριών μηνών από την διάλυση της προηγούμενης.
[vi] «Λευκός Οίκος» είναι ένα ακόμη όνομα που χρησιμοποιούν οι Ρώσοι όταν αναφέρονται στο Κοινοβούλιο τους.
[vii] Κράμερ, Αυτόθι, σελ. 3.
[viii] Κράμερ, Αυτόθι.
[ix] Κράμερ, Αυτόθι, σελ. 4.
[x] Η γέφυρα Κρίμσκι ήταν στρατηγικής σημασίας αφού αποτελούσε το μοναδικό σημείο πρόσβασης που διέσχιζε τον ποταμό Μόσχα και ένωνε την περιοχή της Δούμας με την κυρίως πόλη της Μόσχας.
[xi] Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι διαδηλωτές δεν προχώρησαν σε αντίποινα και αντιμετώπισαν τους αιχμάλωτους αστυνομικούς με ανθρωπιά και πνεύμα συμφιλίωσης.
[xii] Τους μήνες που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος του Γέλτσιν, τα Ρωσικά ΜΜΕ συνήθιζαν να αναφέρονται στον πατριωτικό-κομμουνιστικό συνασπισμό με τον όρο «ασυμφιλίωτη αντιπολίτευση», λόγω της αντίθεσης της τόσο στην κυβερνητική οικονομική πολιτική, όσο και στη θεωρούμενη δουλική προσέγγιση στη Δύση γενικότερα, και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο Hainsworth, Η Ακροδεξιά: Ιδεολογία, Πολιτική, Κόμματα (Εκδόσεις Παπαζήση, 2004), σελ. 424.
[xiii] Η επαναστατικός αναβρασμός δεν περιορίστηκε στα στενά όρια της Μόσχας, αλλά εξαπλώθηκε και στις πόλεις και τα χωριά της Ρωσικής επαρχίας. Στις μικρότερες πόλεις της Ρωσίας ακτιβιστές του παράνομου Κ.Κ. πήραν τα όπλα και κατέλαβαν κρατικά κτίρια και αστυνομικά τμήματα, ενώ στην Αγία Πετρούπολη εκατοντάδες φοιτητές επιχείρησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του τηλεοπτικού σταθμού της πόλης για να διακηρύξουν την αλληλεγγύη τους προς το Ανώτατο Σοβιέτ. Η προσπάθεια τους απετράπη από τους αστυνομικούς και τους στρατιώτες του Υπουργείου Εσωτερικών που έστειλε εναντίον τους ο φιλοκυβερνητικός δήμαρχος της πόλης Ανατόλι Σόμπτσακ. Η εξέγερση στα χωριά άντεξε για μερικές ημέρες, ακόμη και μετά την άλωση του Κοινοβουλίου από τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις.
[xiv] Σε ότι αφορά τον συνολικό αριθμό των θυμάτων οι γνώμες διίστανται. Η επίσημη κυβερνητική εκδοχή μιλά για 149 νεκρούς συνολικά. Η εκτίμηση όμως του φίλο-Αμερικανικού «Ράδιο Ελευθερία» ανεβάζει τον αριθμό όσων πέθαναν κατά την διάρκεια των επεισοδίων σε 1012 νεκρούς, χωρίς να υπολογίζονται οι τραυματίες που αργότερα εξέπνευσαν σε νοσοκομεία και κλινικές της πόλης. Τέλος η «Φωνή της Αμερικής» έκανε λόγο για πτώματα αγωνιστών που αποτεφρώθηκαν κατά την διάρκεια της νύχτας της 4ης Οκτωβρίου, χωρίς καμία επίσημη καταγραφή του θανάτου τους από τις κρατικές αρχές. Για μια ουσιαστική τεκμηρίωση των θηριωδιών και των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες υπέπεσαν οι Δυνάμεις ασφαλείας έπειτα από την άλωση του Κοινοβουλίου αλλά και κατά την περίοδο ισχύος του στρατιωτικού νόμου, δείτε την έκθεση του αμερόληπτου Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Μόσχας, δημοσιευμένη ηλεκτρονικά στο www.memo.ru/hr/hotpoints/moscow93/oct.93e.htm.
Thursday, March 27, 2008
Κοινωνική Απελευθέρωση και Διαδίκτυο

«Κυβερνήσεις του Βιομηχανικού Κόσμου, κουρασμένοι γίγαντες της σάρκας και του ατσαλιού, έρχομαι από τον κυβερνοχώρο, το καινούργιο σπίτι του πνεύματος. Εκ μέρους του μέλλοντος, ζητώ από εσάς που ανήκετε στο παρελθόν να μας αφήσετε ήσυχους. Δεν είστε ευπρόσδεκτοι ανάμεσά μας. Δεν έχετε καμμία εξουσία εκεί που μαζευόμαστε».
John Perry Barlow, «H Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Διαδικτύου»
Σε πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ο ριζοσπάστης διανοητής Τάκης Φωτόπουλος αναφέρθηκε απαξιωτικά στην απελευθερωτική δυναμική του Διαδικτύου, υποδεικνύοντας τον ελιτίστικο χαρακτήρα της ενασχόλησης με το ίντερνετ και το προνομιακό ταξικό υπόβαθρο των χρηστών-μπλόγκερ. Η θέση που διατυπώνει ο Φωτόπουλος ενέχει κάποια σπέρματα αλήθειας, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τον περιορισμό της πρόσβασης στον διαδικτυακό ιστό σε πλανητικό επίπεδο.
Γεγονός είναι πως αναλογικά με το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού το ποσοστό των τακτικών χρηστών του ίντερνετ είναι σχετικά μικρό. Όμως η διεύρυνση και παγκόσμια εξάπλωση της ηλεκτρονικής κοινότητας των χρηστών δεν είναι ζήτημα που άπτεται της εσωτερικής λειτουργίας του διαδικτύου, αλλά έχει να κάνει με τη δημιουργία κοινωνικών συνθηκών που θα καταστήσουν το διαδίκτυο προσβάσιμο και προσιτό για την μεγαλύτερη μάζα του παγκόσμιου πληθυσμού. Από αυτή την άποψη, η δημιουργία των υλικών όρων της απελευθέρωσης, δηλαδή η πραγματοποίηση της κοινωνικοοικονομικής διάστασης ενός απελευθερωτικού προτάγματος, οφείλει να προηγηθεί σε επίπεδο θεωρητικό και πρακτικό, της όποιας δημοκρατικής χειραφέτησης μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την εξισωτική επίδραση του διαδικτύου.
Σε κοινωνίες όμως που ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού συμμετέχει ενεργά στη νέα αυτή μορφή επικοινωνίας, όπως είναι οι προηγμένες τεχνολογικά κοινωνίες τη Δύσης, οι προϋποθέσεις ήδη υπάρχουν για μια ριζοσπαστική χρήση του διαδικτυόυ ως οργάνου για την κοινωνική απελευθέρωση. Φυσικά, με αυτό δεν εννοούμε την άποψη της ρεφορμιστικής αριστεράς περί «εικονικής δημοκρατίας» που ενισχύει τον θεσμό της κοινωνίας των πολιτών και με αυτόν τον τρόπο «εκδημοκρατίζει» το κοινωνικό σύστημα. Είναι αυτή η άποψη την οποία απορρίπτει ο Φωτόπουλος. Όμως, απορρίπτοντας το ίντερνετ σε όλες του τις εκφάνσεις διαπράττει το ίδιο σφάλμα με αυτό που κάνουν οι ανορθολογιστές, ριζοσπάστες οικολόγοι που αντί να ζητούν την αποσύνδεση της τεχνολογίας από το πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, προχωρούν σε μια καθολική άρνηση της βιομηχανικής κοινωνίας και προκρίνουν την επαναφορά του ανθρώπινου γένους σε καταστάσεις κοινωνικού και τεχνολογικού πρωτογονισμού!
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως παρά τις ατέλειες του, το διαδίκτυο συνιστά όργανο εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. Δεν επιτελεί ρόλο συμπληρωματικό προς το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, ούτε υποκαθιστά το έλλειμμα δημοκρατίας του πολιτικού συστήματος προκειμένου να το καταστήσει λιγότερο καταπιεστικό κι απόμακρο για την μεγάλη μάζα των πολιτών. Αντιθέτως, πολλές από τις ελευθεριακές πτυχές της εσωτερικής λειτουργίας του διαδικτύου έχουν τον χαρακτήρα αυτορυθμιζόμενων συστημάτων που υποσκάπτουν τις εξουσιαστικές δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας κι έρχονται σε πλήρη ρήξη με αυτές. Για παράδειγμα, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της ελεύθερης ανταλλαγής αρχείων στο διαδίκτυο, που αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της βιομηχανίας του θεάματος.
Παρά τα νομικά μέτρα που ελήφθησαν από τις πολυεθνικές εταιρείες ενάντια σε αυτούς που προάγουν και υποθάλπουν τέτοιες πρακτικές στο internet και παρά την υιοθέτηση αυτών των πρακτικών για εμπορική εκμετάλλευση μέσω της εξαγοράς ιστότοπων και της επιβολής χρηματικής συνδρομής στους χρήστες, νέοι αντάρτικοι κόμβοι ελεύθερης διακίνησης αρχείων εμφανίζονται καθημερινά, πολλοί μάλιστα ευρισκόμενοι σε καλύτερο τεχνικό επίπεδο από τις ιστοσελίδες που κλήθηκαν να αντικαταστήσουν. Άλλωστε, αρκεί η νόμιμη αγορά ενός δίσκου από έναν και μόνο χρήστη, για την αστραπιαία διάδοση του ανάμεσα στους χρήστες του διαδικτύου, ακόμη και αν η εταιρεία παραγωγής αποτρέψει την διαρροή του στο internet πριν από την κυκλοφορία του στο εμπόριο.
Είναι σαφές πως τούτη η πτυχή της λειτουργίας του διαδικτύου δεν μπορεί έυκολα να εναρμονιστεί με τον συντεταγμένο τρόπο λειτουργίας της αγοράς, ούτε να εμφανιστεί ως συμπληρωματική προς το σύστημα. Με άλλα λόγια, η ηλεκτρονική διακίνηση αρχείων δεν υποβοηθά τη λειτουργία της αγοράς, ούτε την εξωραϊζει, αλλά την υπονομεύει μέσω της δημιουργίας ενός απολύτως ελεύθερου χώρου αμοιβαίας ανταλλαγής προϊόντων. Ο λόγοι που η πολυεθνική ελίτ εξακολουθεί να ανέχεται την ύπαρξη αυτής της εναλλακτικής κοινωνίας της ανταλλαγής είναι α) ότι το διαδίκτυο δεν δύναται να ελεγχθεί απολύτως και τα φαινόμενα της πειρατίας πολύ δύσκολα μπορούν να κατασταλούν και β) ότι η χρήση του internet δεν είναι ακόμη επαρκώς εξαπλωμένη σε πλανητικό επίπεδο, ούτως ώστε να καταστεί το διαδίκτυο αποκλειστική πηγή προμήθειας ψυχαγωγικής ύλης για την μεγάλη πλειονότητα των καταναλωτών.
Παρά το γεγονός ότι στο διαδίκτυο έχουν εισαχθεί ελεγκτικοί μηχανισμοί και έχει ήδη υπάρξει κατάτμηση και περιχαράκωση τμημάτων του κυβερνοχώρου μέσω της εξαγοράς τους από τις πολυεθνικές, ο έλεγχος της ροής της πληροφορίας εντός του διαδικτύου δεν μπορεί ποτέ να είναι πλήρης. Το internet εξακολουθεί να αποτελεί το μοναδικό μέσον στο οποίο συγκροτημένες ομάδες που αντιμάχονται τις πολιτικές μορφές της παγκοσμιοποίησης μπορούν να δημοσιοποιήσουν τις απόψεις τους χωρίς τη διαμεσολάβηση της πανίσχυρης προπαγανδιστικής μηχανής της Δύσης. Το παράδειγμα της ιρακινής ανίστασης είναι διαφωτιστικό. Οι ιρακινές αντιστασιακές οργανώσεις διαθέτουν μόνιμη παρουσία στον ψηφιακή πλατφόρμα YouTube καθώς και μόνιμες ιστοσελίδες με πληροφορίες για την ιδεολογία και τη δράση τους. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την κατάλυση των γεωγραφικών και πολιτισμικών ορίων που επιφέρει το διαδίκτυο, ως προς τις πηγές τις οποίες ο χρήστης μπορεί να επιλέξει για την πρόσληψη πληροφοριών. Η μονοδιάστατη πληροφόρηση, που συνιστά την αναγκαία συνθήκη για την κατασκευή ιδεολογικά φορτισμένων αφηγήσεων από τα εταιρικά ΜΜΕ (π.χ. δαιμονοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου, δημιουργία «τρομοκρατικής» απειλής), υπονομεύεται από τη δυνατότητα προσφυγής σε δικτυακούς τόπους της «άλλης πλευράς», μέσω των οποίων αποκτούμε πρόσβαση σε έναν παγκοσμιοποιημένο αντιπολιτευτικό λόγο που δεν βρίσκει χώρο έκφρασης στα κατεστημένα μίντια.
Σε ότι αφορά τον μεμονωμένο μπλόγκερ πρέπει να σημειώσουμε ότι δρα σε ένα περιβάλλον όπου η υπερπροσφορά της πληροφορίας λειτουργεί ως κατασταλτικός μηχανισμός της πληροφόρησης, αφού όπως επισημαίνει ο Τάκης Φωτόπουλος, η ανάδειξη και η συχνή επισκεψιμότητα ενός μπλογκ υποχωρεί μπροστά στην αέναη επιλογή ανάμεσα σε εκατομμύρια ιστοσελίδες που παρέχει το διαδίκτυο στον επισκέπτη του. Η αντιπληροφόρηση ως οργανωμένη αντιεξουσιαστική πρακτική απορρυθμίζεται μέσα σε ένα χαοτικό και κατακερματισμένο ψηφιακό περιβάλλον όπου ο εναλλακτικός πολιτικός λόγος εκφυλίζεται σε έναν ορυμαγδό από υποκειμενικές απόψεις και ατομικές αντιλήψεις. Παρ’ όλα αυτά, η δημιουργία αυτοδιαχειρζόμενων κόμβων αντιπληροφόρησης αποτελεί τη συλλογική απάντηση στον άκρατο ατομισμό του διαδικτύου. Στην πρόσφατη ετήσια συνάντηση της στο Νταβός της Ελβετίας, η υπερεθνική ελίτ απηύθυνε διθυράμβους στον μεμονωμένο χρήστη του ιντερνετ όπως αυτός ενσαρκώνεται από την μορφή του μοναχικού μπλόγκερ, αλλά παρέλειψε να αναφερθεί στις συλλογικές κινήσεις που βρίσκονται υπό διαμόρφωση και απειλούν να αλλάξουν την φυσιογνωμία και τη λειτουργική οργάνωση του κυβερνοχώρου. Οι κινήσεις αυτές τρομάζουν την εξουσία, για αυτό και η προφορική αναγνώριση που παρέχεται απλόχερα στους μπλόγκερ συνοδεύεται από την αθόρυβη επέκταση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας προκειμένου να συμπεριλάβει πνευματικά αδικήματα που διαπράττονται στο διαδίκτυο.
Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονούμε τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που είναι σε θέση να αποκομίσει ένα επαναστατικό κίνημα από την ενσωμάτωση του διαδικτύου στην επαναστατική του στρατηγική, ως πεδίου δράσης τόσο για την ανατροπή του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος, όσο και τη συνακόλουθη ανασύσταση της κοινωνίας με πραγματικά δημοκρατικούς πολιτικούς όρους. Η κυβερνοτρομοκρατία και το ηλεκτρονικό σαμποτάζ μπορούν να αποτελέσουν πανίσχυρα στρατηγικά όπλα στον αγώνα ενός επαναστατικού κινήματος ενάντια στο κράτος. Δεν απαιτούν παρά την ελάχιστη υποδομή και λογιστική μέριμνα (ένας καλός υπολογιστής αρκεί), αλλά ο σιωπηρός αντίκτυπος τους θα αντηχήσει δυνατότερα στους διαδρόμους της εξουσίας από την πιο εκκωφαντική έκρηξη της ισχυρότερης βόμβας. Θα μπορούσε να πεί κανείς πως οι χάκερ είναι οι ναροντνίκοι του αιώνα μας. Μόνο που τα χτυπήματα των Ρώσων αναρχικών τρομοκρατών του 19ου αιώνα δεν ήταν παρά τα τσιμπήματα ενός κουνουπιού στο σώμα μιας αρκούδας. Ακόμη και η δολοφονία του Τσάρου Αλέξανδρου δεν πέτυχε να αλλάξει τη φυσιογνωμία της Ρωσίας, όμως ένας καταρτισμένος χάκερ με ισχυρά πολιτικά κίνητρα μπορεί από το δωμάτιο του σπιτιού του να παραλύσει ολόκληρο το κράτος. Κατά μία έννοια, η κυβερνοτρομοκρατία θέτει ξανά το ατομικό στην υπηρεσία του συλλογικού και αποκαθιστά την ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στα επαναστατικά λαϊκά κινήματα από την μία και την οργανωμένη κρατική βία από την άλλη. Πράγματι, τα οδοφράγματα και η κατά μέτωπο σύγκρουση στους δρόμους, παραδοσιακά στρατιωτικά μέσα στα οποία ανέκαθεν κατέφευγαν τα κινήματα προκειμένου να πετύχουν τη βίαιη ανατροπή του κράτους, δεν επαρκούν μπροστά στους μηχανισμούς καταστολής των σύγχρονων δυτικών κρατών που διαρκώς εφευρίσκουν νέα και ολοένα πιο αποτρόπαια εργαλεία άσκησης φυσικής βίας για να αντιμετωπίσουν τους πολίτες τους. Μια ματιά στην ιστοσελίδα της αμερικανικής «Υπηρεσίας Προηγμένων Αμυντικών Μελετών» (DAPRA), της υπηρεσίας που προμηθεύει την Αμερικανική κυβέρνηση με εξελιγμένη τεχνολογία για την αντιμετωπίση βίαιων διαδηλώσεων, αρκεί για να μας πείσει ότι το μέλλον της ένοπλης εξέγερσης απέναντι σε ένα κράτος με πλήρως ανεπτυγμένες τις δυνατότητες του για φυσική καταστολή είναι μάλλον ζοφερό.
Αλλά και στο πεδίο της κοινωνικής ανασυγκρότησης το Ίντερνετ μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο για τους ριζοσπάστες δημοκράτες. Ο αναρχικός διανοητής Φωτόπουλος προτείνει το μοντέλο της συνομοσπονδίας αυτόνομων δήμων ως μελλοντική μορφή οργάνωσης της άμεσης δημοκρατίας. Όμως η χρήση του Ίντερνετ ως εργαλείου απο-εδαφικοποίησης (de-territorialization) του δημόσιου χώρου θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως λειτουργική μήτρα για την δημιουργία μιας εικονικής Εκκλησίας του Δήμου, η σύσταση της οποίας δεν θα υπακούει σε κανέναν γεωγραφικό, πληθυσμιακό ή χωροχρονικό περιορισμό. Η διαδικτυακή συνέλευση πολιτών θα μπορούσε να βρίσκεται σε διαρκή συνεδρία εξασφαλίζοντας άμεση αντιπροσώπευση στους πολίτες χωρίς να προϋποθέτει τη φυσική παρουσία των μελών της. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η υπέρβαση της αρχής της συνομοσπονδίας που, παρά την αμεσότητα των πρωταρχικών οργάνων της (δήμων), μοιραία θα οδηγήσει σε κάποιο επίπεδο διαδοχικής αντιπροσώπευσης σε ανώτερα όργανα, όταν επιχειρηθεί η εφαρμογή της σε εθνική, περιφερειακή ή ακόμη και παγκόσμια κλίμακα. Θα πρέπει τέλος να σημειώσουμε πως τα δύο συστήματα δεν αποκλείουν το ένα το άλλο. Μέσα από το διαδίκτυο είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα σύστημα όπου η άμεση αντιπροσώπευση θα ισχύει όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο, αλλά και στην ανώτατη συνέλευση των πολιτών, η οποία θα μπορεί να κυνερνά ενσωματώνοντας στους κόλπους της το σύνολο των πολιτών, χωρίς αυτοί να απομακρύνονται από την εξουσία όσο προχωρούμε προς τα ύπατα όργανα διακυβέρνησης. Μόνο έτσι μπορεί να αναβιώσει το πρότυπο της αυθεντικής άμεσης δημοκρατίας όπως αυτή εφαρμοζόταν στην αρχαία πόλη-κράτος, αλλά με τα δημογραφικά δεδομένα της εποχής μας.
Σε πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ο ριζοσπάστης διανοητής Τάκης Φωτόπουλος αναφέρθηκε απαξιωτικά στην απελευθερωτική δυναμική του Διαδικτύου, υποδεικνύοντας τον ελιτίστικο χαρακτήρα της ενασχόλησης με το ίντερνετ και το προνομιακό ταξικό υπόβαθρο των χρηστών-μπλόγκερ. Η θέση που διατυπώνει ο Φωτόπουλος ενέχει κάποια σπέρματα αλήθειας, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τον περιορισμό της πρόσβασης στον διαδικτυακό ιστό σε πλανητικό επίπεδο.
Γεγονός είναι πως αναλογικά με το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού το ποσοστό των τακτικών χρηστών του ίντερνετ είναι σχετικά μικρό. Όμως η διεύρυνση και παγκόσμια εξάπλωση της ηλεκτρονικής κοινότητας των χρηστών δεν είναι ζήτημα που άπτεται της εσωτερικής λειτουργίας του διαδικτύου, αλλά έχει να κάνει με τη δημιουργία κοινωνικών συνθηκών που θα καταστήσουν το διαδίκτυο προσβάσιμο και προσιτό για την μεγαλύτερη μάζα του παγκόσμιου πληθυσμού. Από αυτή την άποψη, η δημιουργία των υλικών όρων της απελευθέρωσης, δηλαδή η πραγματοποίηση της κοινωνικοοικονομικής διάστασης ενός απελευθερωτικού προτάγματος, οφείλει να προηγηθεί σε επίπεδο θεωρητικό και πρακτικό, της όποιας δημοκρατικής χειραφέτησης μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την εξισωτική επίδραση του διαδικτύου.
Σε κοινωνίες όμως που ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού συμμετέχει ενεργά στη νέα αυτή μορφή επικοινωνίας, όπως είναι οι προηγμένες τεχνολογικά κοινωνίες τη Δύσης, οι προϋποθέσεις ήδη υπάρχουν για μια ριζοσπαστική χρήση του διαδικτυόυ ως οργάνου για την κοινωνική απελευθέρωση. Φυσικά, με αυτό δεν εννοούμε την άποψη της ρεφορμιστικής αριστεράς περί «εικονικής δημοκρατίας» που ενισχύει τον θεσμό της κοινωνίας των πολιτών και με αυτόν τον τρόπο «εκδημοκρατίζει» το κοινωνικό σύστημα. Είναι αυτή η άποψη την οποία απορρίπτει ο Φωτόπουλος. Όμως, απορρίπτοντας το ίντερνετ σε όλες του τις εκφάνσεις διαπράττει το ίδιο σφάλμα με αυτό που κάνουν οι ανορθολογιστές, ριζοσπάστες οικολόγοι που αντί να ζητούν την αποσύνδεση της τεχνολογίας από το πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, προχωρούν σε μια καθολική άρνηση της βιομηχανικής κοινωνίας και προκρίνουν την επαναφορά του ανθρώπινου γένους σε καταστάσεις κοινωνικού και τεχνολογικού πρωτογονισμού!
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως παρά τις ατέλειες του, το διαδίκτυο συνιστά όργανο εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. Δεν επιτελεί ρόλο συμπληρωματικό προς το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, ούτε υποκαθιστά το έλλειμμα δημοκρατίας του πολιτικού συστήματος προκειμένου να το καταστήσει λιγότερο καταπιεστικό κι απόμακρο για την μεγάλη μάζα των πολιτών. Αντιθέτως, πολλές από τις ελευθεριακές πτυχές της εσωτερικής λειτουργίας του διαδικτύου έχουν τον χαρακτήρα αυτορυθμιζόμενων συστημάτων που υποσκάπτουν τις εξουσιαστικές δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας κι έρχονται σε πλήρη ρήξη με αυτές. Για παράδειγμα, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της ελεύθερης ανταλλαγής αρχείων στο διαδίκτυο, που αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της βιομηχανίας του θεάματος.
Παρά τα νομικά μέτρα που ελήφθησαν από τις πολυεθνικές εταιρείες ενάντια σε αυτούς που προάγουν και υποθάλπουν τέτοιες πρακτικές στο internet και παρά την υιοθέτηση αυτών των πρακτικών για εμπορική εκμετάλλευση μέσω της εξαγοράς ιστότοπων και της επιβολής χρηματικής συνδρομής στους χρήστες, νέοι αντάρτικοι κόμβοι ελεύθερης διακίνησης αρχείων εμφανίζονται καθημερινά, πολλοί μάλιστα ευρισκόμενοι σε καλύτερο τεχνικό επίπεδο από τις ιστοσελίδες που κλήθηκαν να αντικαταστήσουν. Άλλωστε, αρκεί η νόμιμη αγορά ενός δίσκου από έναν και μόνο χρήστη, για την αστραπιαία διάδοση του ανάμεσα στους χρήστες του διαδικτύου, ακόμη και αν η εταιρεία παραγωγής αποτρέψει την διαρροή του στο internet πριν από την κυκλοφορία του στο εμπόριο.
Είναι σαφές πως τούτη η πτυχή της λειτουργίας του διαδικτύου δεν μπορεί έυκολα να εναρμονιστεί με τον συντεταγμένο τρόπο λειτουργίας της αγοράς, ούτε να εμφανιστεί ως συμπληρωματική προς το σύστημα. Με άλλα λόγια, η ηλεκτρονική διακίνηση αρχείων δεν υποβοηθά τη λειτουργία της αγοράς, ούτε την εξωραϊζει, αλλά την υπονομεύει μέσω της δημιουργίας ενός απολύτως ελεύθερου χώρου αμοιβαίας ανταλλαγής προϊόντων. Ο λόγοι που η πολυεθνική ελίτ εξακολουθεί να ανέχεται την ύπαρξη αυτής της εναλλακτικής κοινωνίας της ανταλλαγής είναι α) ότι το διαδίκτυο δεν δύναται να ελεγχθεί απολύτως και τα φαινόμενα της πειρατίας πολύ δύσκολα μπορούν να κατασταλούν και β) ότι η χρήση του internet δεν είναι ακόμη επαρκώς εξαπλωμένη σε πλανητικό επίπεδο, ούτως ώστε να καταστεί το διαδίκτυο αποκλειστική πηγή προμήθειας ψυχαγωγικής ύλης για την μεγάλη πλειονότητα των καταναλωτών.
Παρά το γεγονός ότι στο διαδίκτυο έχουν εισαχθεί ελεγκτικοί μηχανισμοί και έχει ήδη υπάρξει κατάτμηση και περιχαράκωση τμημάτων του κυβερνοχώρου μέσω της εξαγοράς τους από τις πολυεθνικές, ο έλεγχος της ροής της πληροφορίας εντός του διαδικτύου δεν μπορεί ποτέ να είναι πλήρης. Το internet εξακολουθεί να αποτελεί το μοναδικό μέσον στο οποίο συγκροτημένες ομάδες που αντιμάχονται τις πολιτικές μορφές της παγκοσμιοποίησης μπορούν να δημοσιοποιήσουν τις απόψεις τους χωρίς τη διαμεσολάβηση της πανίσχυρης προπαγανδιστικής μηχανής της Δύσης. Το παράδειγμα της ιρακινής ανίστασης είναι διαφωτιστικό. Οι ιρακινές αντιστασιακές οργανώσεις διαθέτουν μόνιμη παρουσία στον ψηφιακή πλατφόρμα YouTube καθώς και μόνιμες ιστοσελίδες με πληροφορίες για την ιδεολογία και τη δράση τους. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την κατάλυση των γεωγραφικών και πολιτισμικών ορίων που επιφέρει το διαδίκτυο, ως προς τις πηγές τις οποίες ο χρήστης μπορεί να επιλέξει για την πρόσληψη πληροφοριών. Η μονοδιάστατη πληροφόρηση, που συνιστά την αναγκαία συνθήκη για την κατασκευή ιδεολογικά φορτισμένων αφηγήσεων από τα εταιρικά ΜΜΕ (π.χ. δαιμονοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου, δημιουργία «τρομοκρατικής» απειλής), υπονομεύεται από τη δυνατότητα προσφυγής σε δικτυακούς τόπους της «άλλης πλευράς», μέσω των οποίων αποκτούμε πρόσβαση σε έναν παγκοσμιοποιημένο αντιπολιτευτικό λόγο που δεν βρίσκει χώρο έκφρασης στα κατεστημένα μίντια.
Σε ότι αφορά τον μεμονωμένο μπλόγκερ πρέπει να σημειώσουμε ότι δρα σε ένα περιβάλλον όπου η υπερπροσφορά της πληροφορίας λειτουργεί ως κατασταλτικός μηχανισμός της πληροφόρησης, αφού όπως επισημαίνει ο Τάκης Φωτόπουλος, η ανάδειξη και η συχνή επισκεψιμότητα ενός μπλογκ υποχωρεί μπροστά στην αέναη επιλογή ανάμεσα σε εκατομμύρια ιστοσελίδες που παρέχει το διαδίκτυο στον επισκέπτη του. Η αντιπληροφόρηση ως οργανωμένη αντιεξουσιαστική πρακτική απορρυθμίζεται μέσα σε ένα χαοτικό και κατακερματισμένο ψηφιακό περιβάλλον όπου ο εναλλακτικός πολιτικός λόγος εκφυλίζεται σε έναν ορυμαγδό από υποκειμενικές απόψεις και ατομικές αντιλήψεις. Παρ’ όλα αυτά, η δημιουργία αυτοδιαχειρζόμενων κόμβων αντιπληροφόρησης αποτελεί τη συλλογική απάντηση στον άκρατο ατομισμό του διαδικτύου. Στην πρόσφατη ετήσια συνάντηση της στο Νταβός της Ελβετίας, η υπερεθνική ελίτ απηύθυνε διθυράμβους στον μεμονωμένο χρήστη του ιντερνετ όπως αυτός ενσαρκώνεται από την μορφή του μοναχικού μπλόγκερ, αλλά παρέλειψε να αναφερθεί στις συλλογικές κινήσεις που βρίσκονται υπό διαμόρφωση και απειλούν να αλλάξουν την φυσιογνωμία και τη λειτουργική οργάνωση του κυβερνοχώρου. Οι κινήσεις αυτές τρομάζουν την εξουσία, για αυτό και η προφορική αναγνώριση που παρέχεται απλόχερα στους μπλόγκερ συνοδεύεται από την αθόρυβη επέκταση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας προκειμένου να συμπεριλάβει πνευματικά αδικήματα που διαπράττονται στο διαδίκτυο.
Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονούμε τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που είναι σε θέση να αποκομίσει ένα επαναστατικό κίνημα από την ενσωμάτωση του διαδικτύου στην επαναστατική του στρατηγική, ως πεδίου δράσης τόσο για την ανατροπή του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος, όσο και τη συνακόλουθη ανασύσταση της κοινωνίας με πραγματικά δημοκρατικούς πολιτικούς όρους. Η κυβερνοτρομοκρατία και το ηλεκτρονικό σαμποτάζ μπορούν να αποτελέσουν πανίσχυρα στρατηγικά όπλα στον αγώνα ενός επαναστατικού κινήματος ενάντια στο κράτος. Δεν απαιτούν παρά την ελάχιστη υποδομή και λογιστική μέριμνα (ένας καλός υπολογιστής αρκεί), αλλά ο σιωπηρός αντίκτυπος τους θα αντηχήσει δυνατότερα στους διαδρόμους της εξουσίας από την πιο εκκωφαντική έκρηξη της ισχυρότερης βόμβας. Θα μπορούσε να πεί κανείς πως οι χάκερ είναι οι ναροντνίκοι του αιώνα μας. Μόνο που τα χτυπήματα των Ρώσων αναρχικών τρομοκρατών του 19ου αιώνα δεν ήταν παρά τα τσιμπήματα ενός κουνουπιού στο σώμα μιας αρκούδας. Ακόμη και η δολοφονία του Τσάρου Αλέξανδρου δεν πέτυχε να αλλάξει τη φυσιογνωμία της Ρωσίας, όμως ένας καταρτισμένος χάκερ με ισχυρά πολιτικά κίνητρα μπορεί από το δωμάτιο του σπιτιού του να παραλύσει ολόκληρο το κράτος. Κατά μία έννοια, η κυβερνοτρομοκρατία θέτει ξανά το ατομικό στην υπηρεσία του συλλογικού και αποκαθιστά την ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στα επαναστατικά λαϊκά κινήματα από την μία και την οργανωμένη κρατική βία από την άλλη. Πράγματι, τα οδοφράγματα και η κατά μέτωπο σύγκρουση στους δρόμους, παραδοσιακά στρατιωτικά μέσα στα οποία ανέκαθεν κατέφευγαν τα κινήματα προκειμένου να πετύχουν τη βίαιη ανατροπή του κράτους, δεν επαρκούν μπροστά στους μηχανισμούς καταστολής των σύγχρονων δυτικών κρατών που διαρκώς εφευρίσκουν νέα και ολοένα πιο αποτρόπαια εργαλεία άσκησης φυσικής βίας για να αντιμετωπίσουν τους πολίτες τους. Μια ματιά στην ιστοσελίδα της αμερικανικής «Υπηρεσίας Προηγμένων Αμυντικών Μελετών» (DAPRA), της υπηρεσίας που προμηθεύει την Αμερικανική κυβέρνηση με εξελιγμένη τεχνολογία για την αντιμετωπίση βίαιων διαδηλώσεων, αρκεί για να μας πείσει ότι το μέλλον της ένοπλης εξέγερσης απέναντι σε ένα κράτος με πλήρως ανεπτυγμένες τις δυνατότητες του για φυσική καταστολή είναι μάλλον ζοφερό.
Αλλά και στο πεδίο της κοινωνικής ανασυγκρότησης το Ίντερνετ μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο για τους ριζοσπάστες δημοκράτες. Ο αναρχικός διανοητής Φωτόπουλος προτείνει το μοντέλο της συνομοσπονδίας αυτόνομων δήμων ως μελλοντική μορφή οργάνωσης της άμεσης δημοκρατίας. Όμως η χρήση του Ίντερνετ ως εργαλείου απο-εδαφικοποίησης (de-territorialization) του δημόσιου χώρου θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως λειτουργική μήτρα για την δημιουργία μιας εικονικής Εκκλησίας του Δήμου, η σύσταση της οποίας δεν θα υπακούει σε κανέναν γεωγραφικό, πληθυσμιακό ή χωροχρονικό περιορισμό. Η διαδικτυακή συνέλευση πολιτών θα μπορούσε να βρίσκεται σε διαρκή συνεδρία εξασφαλίζοντας άμεση αντιπροσώπευση στους πολίτες χωρίς να προϋποθέτει τη φυσική παρουσία των μελών της. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η υπέρβαση της αρχής της συνομοσπονδίας που, παρά την αμεσότητα των πρωταρχικών οργάνων της (δήμων), μοιραία θα οδηγήσει σε κάποιο επίπεδο διαδοχικής αντιπροσώπευσης σε ανώτερα όργανα, όταν επιχειρηθεί η εφαρμογή της σε εθνική, περιφερειακή ή ακόμη και παγκόσμια κλίμακα. Θα πρέπει τέλος να σημειώσουμε πως τα δύο συστήματα δεν αποκλείουν το ένα το άλλο. Μέσα από το διαδίκτυο είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα σύστημα όπου η άμεση αντιπροσώπευση θα ισχύει όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο, αλλά και στην ανώτατη συνέλευση των πολιτών, η οποία θα μπορεί να κυνερνά ενσωματώνοντας στους κόλπους της το σύνολο των πολιτών, χωρίς αυτοί να απομακρύνονται από την εξουσία όσο προχωρούμε προς τα ύπατα όργανα διακυβέρνησης. Μόνο έτσι μπορεί να αναβιώσει το πρότυπο της αυθεντικής άμεσης δημοκρατίας όπως αυτή εφαρμοζόταν στην αρχαία πόλη-κράτος, αλλά με τα δημογραφικά δεδομένα της εποχής μας.
Subscribe to:
Posts (Atom)