«Ο πολιτικός αγώνας στη Ρωσία έχει φτάσει στο πιο κρίσιμο σημείο του. Η φάση της αντίστασης έχει πλέον εξαντλήσει τις όποιες δυνατότητες της, γι’αυτό και η παραδοσιακή αντιπολίτευση (πουριτανική τω πνεύματι, απλώς συναισθηματική) – έχει και αυτή εξαντληθεί μαζί της. Η εποχή της αντίστασης έφτασε στο τέλος της, η εποχή της εθνικής επανάστασης μόλις ξεκινάει».
Ιδρυτική Διακήρυξη του Εθνικού Κόμματος Μπολσεβίκων, 1993
Η εξέγερση του 1993 και ο βομβαρδισμός του Ρωσικού Κοινοβουλίου από τον Πρόεδρο Γέλτσιν αποτέλεσαν ουσιαστικά τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ολιγαρχικού καπιταλιστικού συστήματος στη Ρωσία. Μέσα από την εμπειρία της συμμετοχής στην αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής της φιλοδυτικής κυβέρνησης του Γέλτσιν, οι Ρώσοι είχαν την ευκαιρεία να αντλήσουν πολύτιμα διδάγματα και να καταλήξουν σε συμπεράσματα σχετικά με την ποιότητα της δημοκρατίας που οι μεταρρυθμιστές επιχειρούσαν να εισάγουν στην Ρωσία, την ετοιμότητα της νέας κυβερνητικής ελίτ να κινηθεί πέρα από τα όρια του νόμου για να επιβάλει δια της βίας την κυριαρχία της και το έλλειμμα νομιμότητας του νέου κοινοβουλευτικού καθεστώτος που εδραιώθηκε πάνω στις εκατόμβες των θυμάτων του 1993. Επιπλέον, οι ταραχές του ’93 επέφεραν την απομυθοποίηση των νεοσταλινικών κομμάτων και της ικανότητας τους να ηγηθούν μιας προσπάθειας εξάλειψης του καπιταλισμού και αποκατάστασης του παλαιού σοβιετικού κοινωνικού συστήματος.
Η συνταγματική κρίση του 1993 ήταν κομβικό σημείο στην εξέλιξη της μάχης που έδιναν οι μεταρρυθμιστές και οι σκληροπυρηνικοί της πρώην σοβιετικής νομενκλατούρας για την κατάκτηση της εξουσίας στην μετασοβιετική Ρωσία. Οι άναρχες οικονομικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Γέλτσιν και η περίοδος της καπιταλιστικής ανομίας που ακολούθησε την άνοδο του στην εξουσία, είχε συντελέσει στην έξαρση της λαϊκής δυσαρέσκειας και στον σχηματισμό ενός αντιμεταρρυθμιστικού κινήματος μέσα στους κόλπους της Ρωσικής ελίτ που συγκέντρωνε στις τάξεις του σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές, πατριώτες – νοσταλγούς της ΕΣΣΔ και υπερσυντηρητικούς ακροδεξιούς εθνικιστές.
Παρ’όλα αυτά, τα γεγονότα του 1993 δεν μπορούν να ερμηνευθούν απλουστευτικά ως μια αποστειρωμένη διαμάχη μεταξύ ανταγωνιστικών τμημάτων της Ρωσικής γραφειοκρατίας.[ii] Ήδη από το 1992, η Ρωσία βρισκόταν σε κατάσταση αναβρασμού. Οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των εξαθλιωμένων μαζών και της αστυνομίας ήταν καθημερινό φαινόμενο στις μεγάλες πόλεις της χώρας και οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην κυβερνητική οικονομική πολιτική λάμβαναν ολοένα και πιο ακραίες μορφές.[iii] Οι ιδιωτικοποιήσεις που είχε υπαγορεύσει το ΔΝΤ είχαν οδηγήσει στην κατάρρευση του άλλοτε κραταιού σοβιετικού βιομηχανικού συμπλέγματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς, η βιομηχανική παραγωγή έφτανε μόλις στο 50% συγκριτικά με την προ Γέλτσιν εποχή, και το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας ανερχόταν στο τριτοκοσμικό ποσοστό του 40%, από 2% που ήταν την σοβιετική περίοδο.[iv] Το ρούβλι υποτιμήθηκε με αποτέλεσμα εκατομμύρια Ρώσοι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι να απολέσουν μέσα σε μια νύχτα τις τραπεζικές τους καταθέσεις, ενώ οι τιμές βασικών διατροφικών προϊόντων όπως το ψωμί και οι πατάτες είχαν σημειώσει κερδοσκοπική άνοδο μέχρι 300%! Το φάσμα της πείνας ελλόχευε απειλητικά για ένα μεγάλο μέρος του Ρωσικού πληθυσμού και η δυσφορία ενάντια στην εγκληματική έλλειψη κρατικής μέριμνας για τους πληγέντες από τις μεταρρυθμίσεις μεγάλωνε μέρα με την μέρα.
Αντιμέτωπος με την απειλή μιας ολομέτωπης εξέγερσης, αλλά και με την ανυπακοή ενός απείθαρχου Κοινοβουλίου που τελούσε υπό τον έλεγχο της εθνοκομμουνιστικής αντιπολίτευσης και είχε ήδη καταθέσει πρόταση μομφής ενάντια στο πρόσωπο του με αφορμή τους χειρισμούς του στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, ο Πρόεδρος Γέλτσιν απέτυχε να αντιδράσει ψύχραιμα. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1993, εξέδωσε το Προεδρικό Διάταγμα 1400 με το οποίο ανακοίνωνε την διάλυση του Κοινοβουλίου και την συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του. Η αντιπολίτευση, υπό την καθοδήγηση του αντιπροέδρου Ρουτσκόι και του Προέδρου του Ανώτατου Σοβιέτ (Δούμα) Χαζμπουλάτοφ, αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Εμψυχωμένοι από την αντίδραση του πλήθους, αλλά και από την γνωμοδότηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσίας που έκρινε την ενέργεια του Γέλτσιν παράνομη και καταχρηστική, οι βουλευτές αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από το κτίριο της Δούμας.[v] Αποκήρυξαν τον Γέλτσιν ως σφετεριστή, εξήγγειλαν τον σχηματισμό χωριστής κυβέρνησης υπό τον Ρουτσκόι και προέτρεψαν τον κόσμο να αντισταθεί στο πραξικόπημα των μεταρρυθμιστών. Την επόμενη μέρα, οι πρώτες ομάδες εθελοντών κατέφθαναν έξω από τον «Λευκό Οίκο» και στρατοπέδευαν γύρω από το κτίριο για να υπερασπίσουν τους έγκλειστους βουλευτές.[vi] Μερικοί έβλεπαν την επαναστατική κυβέρνηση ως μοναδική ελπίδα για την αναχαίτιση της λαίλαπας των καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων που είχαν γονατίσει την Ρωσική οικονομία και είχαν οδηγήσει τόσους Ρώσους στην εξαθλίωση. Άλλοι, διαπνέονταν από μια αυθεντική πατριωτική παρόρμηση να διασφαλίσουν την προστασία του Συντάγματος που τόσο πρόσφατα είχαν αποκτήσει, ενώ μερικοί απλώς μισούσαν τον Γέλτσιν. Ο κύριος όγκος των οργανωμένων εθνικιστών και κομμουνιστών οπαδών που αποτελούσαν την βασική δύναμη κρούσης της αντιπολίτευσης δεν είχε κινητοποιηθεί ακόμη. Παρ’όλα αυτά, το σκηνικό για την εμφύλια σύρραξη που θα ακολουθούσε είχε ήδη στηθεί.
Στις 23 του ίδιου μήνα ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας άρχισαν να συγκλίνουν προς το κτίριο του Κοινοβουλίου. Δόθηκε διαταγή να διακοπεί η παροχή νερού και ηλεκτρικού ρεύματος σε μια προσπάθεια να εξαναγκαστούν οι βουλευτές να εγκαταλείψουν τη Δούμα. Σε απάντηση, ο προσκείμενος στην αντιπολίτευση αρχηγός του κόμματος της «Εργατικής Ρωσίας» Βίκτορ Ανπίλοφ, απηύθυνε αγωνιώδη έκκληση στους εργάτες της Μοσχοβίτικης αυτοκινητοβιομηχανίας ZIL να σπεύσουν στη Δούμα και να συνδράμουν την επαναστατική κυβέρνηση δημιουργώντας προστατευτικό κλοιό ενάντια σε ενδεχόμενη έφοδο της αστυνομίας. Η αντίδραση των εργατών συγκλόνισε τους σταλινιστές και έμελλε να βάλει σε δοκιμασία τις πεποιθήσεις τους. «Γέλτσιν, Γκάινταρ, Ρουτσκόι, Χαζμπουλάτοφ; Ποια η διαφορά; Αυτοί παλεύουν για την εξουσία. Γιατί πρέπει να χύσουμε το αίμα μας γι’αυτούς;», έγραφε το δελτίο τύπου που εξέδωσε ως απάντηση το συνδικάτο των εργατών της ΖΙL.
Αντίθετα, αυτοί που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση ήταν οι οπαδοί της «Ρωσικής Εθνικής Ενότητας» του αμετανόητου ναζιστή Αλεξάντερ Μπαρκάσοφ. Η παρουσία των μελών της φασιστικής οργάνωσης στον χώρο του Κοινοβουλίου είναι ενδεικτική της πολυσυλλεκτικότητας των στοιχείων που από κοινού απαρτίζουν τη Ρωσική εθνοκομμουνιστική «Νέα Δεξιά». Η άφιξη όμως των ακροδεξιών εθελοντών προκάλεσε ένταση και προβληματισμό στο περιβάλλον των αριστερών υποστηρικτών του Ρουτσκόι. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναγράφονται στα απομνημονεύματα ενός νεαρού κομμουνιστή ακτιβιστή που πήρε μέρος στην μάχη του Κοινοβουλίου:
«Ας μιλήσουμε για τους ανθρώπους του Μπαρκάσοφ. Μια ματιά ρίχνουμε σ’αυτούς και μας κυριεύει η απελπισία. Είναι αλήθεια πως είναι οι πιο έμπειροι και καλύτερα εκπαιδευμένοι μαχητές που διαθέτουμε. Όμως είναι φασίστες. Ποιός από εμάς μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι μια μέρα θα πολεμούσαμε μαζί; Βρίσκονται όμως εδώ και επειδή βρίσκονται εδώ η κυβέρνηση θα μπορέσει να δυσφημίσει τον αγώνα μας και να ισχυριστεί ότι όλοι είμαστε φασίστες. Μήπως αυτός είναι τελικά ο λόγος για τον οποίο τους κάλεσαν;».[vii]
Ήταν επόμενο η βεβιασμένη αυτή συνύπαρξη κομμουνιστών και νεοναζί στους κόλπους του ίδιου κινήματος αμφισβήτησης να μην καρποφορήσει. Το μίσος που ένιωθαν από κοινού για τον αποστάτη Γέλτσιν δεν ήταν ικανό να τους ενώσει και να τους ωθήσει ώστε να υπερκεράσουν τις ιδεολογικές τους διαφορές. Τις ημέρες που ακολούθησαν, η ένταση και η δυσπιστία που επικρατούσε μεταξύ των δύο συνιστωσών του κινήματος, εξελίχθηκε σε απροκάλυπτη ρήξη και τελικά σε μετωπική αντιπαράθεση. Ηττημένοι οι ακροδεξιοί, απομακρύνθηκαν δια της βίας από τα πλήθη των κομμουνιστών και ακτιβιστών από τον αντι-εξουσιαστικό χώρο που κατέκλυσαν την πλατεία του Λευκού Οίκου τις ημέρες που ακολούθησαν. Αυτή η τροπή των γεγονότων στέρησε από τους εξεγερμένους τους πιο εμπειροπόλεμους και σκληραγωγημένους μαχητές τους.
Από τις 28 έως τις 30 Σεπτεμβρίου αιματηρές μάχες μεταξύ των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας (ΟΜΟΝ) και των διαδηλωτών συνέχισαν να διεξάγονται στους δρόμους γύρω από τη Δούμα. Η κυβέρνηση πεπεισμένη ότι η αριθμητική δύναμη της αστυνομίας της Μόσχας δεν επαρκούσε για την καταστολή της εξέγερσης και ενδόμυχα φοβούμενη μια αυθόρμητη προσχώρηση πολλών Μοσχοβιτών αστυνομικών στις τάξεις των επαναστατών, προέβη σε μια κίνηση που συντέλεσε στην κλιμάκωση της βίας και του μίσους μεταξύ των δυνάμεων καταστολής και των εθελοντών που υπεράσπιζαν το Κοινοβούλιο. Διέταξε την μεταφορά μονάδων της αστυνομίας από την επαρχία στην Μόσχα για να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την αποκατάσταση της τάξης στην πρωτεύουσα. Η δολοφονικά απλή λογική της οδηγίας που δόθηκε στους επαρχιώτες αστυνομικούς ήταν να «δώσουν ένα καλό μάθημα σε αυτούς τους ξιπασμένους πρωτευουσιάνους». Την επομένη, τα πωρωμένα μέλη των αποσπασμένων μονάδων της ΟΜΟΝ ξεχύθηκαν στους δρόμους της Μόσχας με σαφή πρόθεση να δημιουργήσουν ένα καθεστώς τρόμου σε όλη την επικράτεια της πρωτεύουσας. Οι επιθέσεις της ΟΜΟΝ σημαδεύτηκαν από απίστευτη βαρβαρότητα και δεν περιορίστηκαν μόνο στους αντιφρονούντες ή σε αυτούς που συμμετείχαν σε αντικυβερνητικά συλλαλητήρια και εκδηλώσεις, αλλά στράφηκαν ενάντια στον ευρύτερο πληθυσμό. Οι φανατισμένοι αστυνομικοί επιδόθηκαν σε ένα όργιο ξυλοδαρμών κατά αθώων πολιτών με μοναδική επιδίωξη την ανάκτηση του ελέγχου στους δρόμους της πόλης. Όπως αναφέρει ο Κράμερ, υπήρξαν περιπτώσεις όπου ανυποψίαστοι περαστικοί ή συνταξιούχοι που είχαν την ατυχία να διασταυρωθούν με περιπλανώμενες ομάδες της ΟΜΟΝ ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τις αποχαλινωμένες δυνάμεις της τάξης.[viii]
Η τακτική αυτή της αστυνομίας όμως έφερε τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Αντί να τρομοκρατηθούν και να υποχωρήσουν, οι πολίτες εξαγριώθηκαν από την πρωτοφανή ωμότητα των αστυνομικών επιχειρήσεων. Στις 30 Σεπτεμβρίου στους δρόμους της Μόσχας υψώθηκαν τα πρώτα οδοφράγματα. Στις 2 Οκτωβρίου, και ενώ οι πολιορκημένοι ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν ζητήσει την μεσολάβηση του Πατριάρχη Ρωσίας σε μια προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, οι εξεγερμένοι πραγματοποίησαν ογκώδη συγκέντρωση στην Πλατεία Σμολένσκ. Η αστυνομία, εφαρμόζοντας με τυφλή υπακοή το δόγμα της μηδενικής ανοχής του Προέδρου Γέλτσιν, άνοιξε πυρ κατά των άοπλων διαδηλωτών δολοφονώντας ογδόντα άτομα. Μια ημέρα μετά, ένα πλήθος από 50.000 υποστηρικτές του Ρουτσκόι συνέρρευσε στο Πάρκο Γκόρκι βράζοντας από θυμό και ζητώντας εκδίκηση. Μεταξύ αυτών ήταν μέλη εθνικιστικών οργανώσεων, παλαιό-κομμουνιστές αλλά και απλοί συμπαθούντες που είχαν θορυβηθεί από την ακραία συμπεριφορά της αστυνομίας. Στα απομνημονεύματα του ο Ανπίλοφ επισημαίνει ότι οι διαδηλωτές κράδαιναν εθνικιστικά εμβλήματα και ανέμιζαν τις κόκκινες σημαίες της πρώην ΕΣΣΔ. Τα συνθήματα τους ήταν:
«Ζήτω το Σύνταγμα! Ο Γέλτσιν στη φυλακή! Ρουτσκόι για Πρόεδρος! Ζήτω η ΕΣΣΔ! Λένιν! Σοσιαλισμός!».[ix]
Σε μια σύντομη σύσκεψη μεταξύ των αρχηγών των διαδηλωτών στην οποία μετείχε και ο Έντουαρντ Λιμόνοφ αποφασίστηκε ομόφωνα η μετακίνηση του συγκεντρωμένου πλήθους προς την περιοχή του Κοινοβουλίου, όπου οι διαδηλωτές θα επιχειρούσαν να διασπάσουν τον αστυνομικό κλοιό και να ενωθούν με τους αποκλεισμένους εθελοντές που είχαν καταλύσει γύρω από αυτό. Σαν παρακινούμενες από μια ενιαία συλλογική διάνοια, οι μάζες είχαν αποφασίσει να αναλάβουν δράση και να γίνουν αυτές ο παράγοντας που θα καθορίσει τις εξελίξεις. Παρά το γεγονός ότι αρχικά η πορεία της διαδήλωσης δεν παρεμποδίστηκε, όταν οι εξεγερμένοι κατέφθασαν μπροστά στη στρατηγικής σημασίας γέφυρα Κρίμσκι, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις αλλά και μονάδες του στρατού που είχαν παραταχθεί για να ανακόψουν την προέλαση των διαδηλωτών απαγορεύοντας τη διέλευση τους από τη γέφυρα.[x]
Η μαζικότητα όμως της λαϊκής φάλαγγας αιφνιδίασε τα όργανα της τάξης. Υποκινούμενοι από την ανάμνηση των δολοφονιών της προηγούμενης μέρας, οι διαδηλωτές έπεσαν πάνω στις γραμμές της αστυνομίας με περίσσιο θάρρος και αποφασιστικότητα. Έπειτα από σύντομη μάχη, ο κλοιός έσπασε. Πανικόβλητοι οι αστυνομικοί τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας κράνη, ασπίδες και σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και αυτά τα θωρακισμένα τους οχήματα. Πολλοί ζήτησαν έλεος από τους διαδηλωτές, ενώ άλλοι ενώθηκαν μαζί τους.[xi] Περνώντας μπροστά από το Δημαρχιακό Μέγαρο της Μόσχας η διαδήλωση δέχτηκε πυρά από οπαδούς του Γέλτσιν που είχαν οχυρωθεί μέσα στο Δημαρχείο. Οι μάζες πραγματοποίησαν έφοδο, συνέλαβαν εν ονόματι της επαναστατικής κυβέρνησης τους αστυνομικούς και τους ελεύθερους σκοπευτές που ήταν ακροβολισμένοι εκεί και κατάσχεσαν τον οπλισμό τους. Η τρίχρωμη σημαία της αυτοκρατορικής Ρωσίας υπεστάλη και στην θέση της στον ιστό του Δημαρχείου, αναρτήθηκε η κόκκινη σημαία της ΕΣΣΔ. Λίγα λεπτά αργότερα η πολυπληθής φάλαγγα κατέφθανε στο Κοινοβούλιο όπου χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό, επιφωνήματα χαράς και σηκωμένες γροθιές από τους υπερασπιστές που βρίσκονταν ήδη εκεί.
Η χρονική συγκυρία ήταν πλέον κρίσιμη. Με την παράτολμη ενέργεια τους οι μάζες είχαν αντιστρέψει την ακολουθία των γεγονότων και είχαν αναβαθμίσει τον ποιοτικό χαρακτήρα του «ασυμφιλίωτου» αγώνα που είχαν κηρύξει στις 21 Σεπτεμβρίου τα μέλη του Ανώτατου Σοβιέτ.[xii] Είχαν φέρει την Ρωσία στα πρόθυρα της επανάστασης αφού η εμπιστοσύνη των κατασταλτικών οργάνων στην βιωσιμότητα της κυβέρνησης των μεταρρυθμιστών κλονίστηκε. Για πρώτη φορά, μικρές μονάδες του στρατού που στρατοπέδευαν στην Μόσχα προσήλθαν εθελοντικά στον Λευκό Οίκο για να συνδράμουν τους διαδηλωτές. Οι τοπικές αρχές της περιφέρειας της Μόσχας εκδήλωσαν ανοιχτά την υποστήριξη τους προς την εξέγερση, ενώ ο στρατός αμφιταλαντευόταν μη μπορώντας πλέον να αποκλείσει το ενδεχόμενο κατάρρευσης της χούντας του Γέλτσιν και κατάληψης της εξουσίας από τους επαναστάτες.[xiii]
Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας οι επικεφαλείς της «Μεγάλης Πορείας» της προηγούμενης μέρας συγκρότησαν επιτροπή και ζήτησαν να συναντηθούν με τους έγκλειστους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Σε αυτήν την συνάντηση, στην οποία σύμφωνα με πληροφορίες πήρε μέρος και ο Λιμόνοφ, οι εκπρόσωποι των εθελοντών ως γνήσιοι λαϊκοί ηγέτες που σφυρηλατήθηκαν από τις περιστάσεις, αφουγκράσθηκαν τον παλμό στους δρόμους και διαισθάνθηκαν ότι η ώρα της τελικής νίκης πλησίαζε. Πρότειναν μια επιθετική στρατηγική σχεδιασμένη για να καταφέρει στο καθεστώς το τελειωτικό χτύπημα. Στα υπόγεια του Λευκού Οίκου βρίσκονταν αποθηκευμένα τα 5000 Καλάσνικοφ της Φρουράς του Κοινοβουλίου. Οι Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ δεν είχαν παρά να αδειάσουν τις αποθήκες, να οπλίσουν τους οπαδούς τους και να βαδίσουν κατά του Κρεμλίνου. Η αστυνομία ακόμη προσπαθούσε να συνέλθει από το ψυχολογικό σοκ της ήττας που υπέστη στην γέφυρα Κρίμσκι ενώ μεταξύ των αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων δεν υπήρχε ομοφωνία σχετικά με το ζήτημα της στάσης που έπρεπε να κρατήσει ο Ρωσικός στρατός έναντι των γεγονότων.
Παρ’όλα αυτά, στις θυελλώδεις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν ανάμεσα στους αρχηγούς των διαδηλωτών και τους Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ αποκαλύφθηκε σε όλη την τραγική του διάσταση, το χάσμα απόψεων και αντιλήψεων που χώριζε την ηγεσία από την βάση του κινήματος. Οι εθελοντές απαίτησαν όπλα για να κινηθούν εναντίον του Κρεμλίνου. Ο Ρουτσκόι αρνήθηκε κατηγορηματικά να ικανοποιήσει το αίτημα των αγωνιστών και κατηγόρησε τους αρχηγούς των διαδηλωτών ότι με την ανεύθυνη στάση τους απειλούσαν να παρασύρουν τη Ρωσία σε εμφύλιο πόλεμο. Στη συνέχεια η επιτροπή πρόβαλε το επιχείρημα ότι δίχως όπλα, οι υπερασπιστές της Δούμας δεν θα μπορούσαν να αντιτάξουν καμία αποτελεσματική άμυνα στην περίπτωση που ο στρατός αποφάσιζε να επέμβει δυναμικά στο πλευρό του Γέλτσιν. Και πάλι ο Ρουτσκόι διαφώνησε, λέγοντας ότι ως πρώην στρατηγός του Σοβιετικού Στρατού, δεν θα επέτρεπε να ριχθεί ούτε μια τουφεκιά κατά Ρώσων στρατιωτών. Ήταν πλέον φανερό πως αυτό που επιθυμούσε η αντιπολίτευση δεν ήταν ούτε η ολοκληρωτική συντριβή του Κράτους, ούτε η παλινόρθωση του Σοσιαλισμού, αλλά μια πιο συμφέρουσα κατανομή της εξουσίας στο πλαίσιο του μετασοβιετικού συστήματος διακυβέρνησης. Οι επαγγελματίες πολιτικοί της Δούμας είχαν αναγάγει την μετριοπάθεια σε στάση ζωής και δεν είχαν κοινά σημεία σε επίπεδο ιδεολογίας ή πολιτικής πρακτικής με φλογερούς επαναστάτες τύπου Λιμόνοφ. Η σταλινική πολιτική παιδεία που είχαν λάβει ως πρώην μέλη της κρατικοδίαιτης Σοβιετικής ελίτ δεν τους είχε προετοιμάσει για να ηγηθούν μιας επανάστασης. Είχαν επιδιώξει να χρησιμοποιήσουν τον όχλο ως μοχλό πίεσης στις διαπραγματεύσεις τους με την κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα φοβόντουσαν την ισοπεδωτική δυναμική ενός ριζοσπαστικού και μη κατευθυνόμενου λαϊκού κινήματος που ήταν ικανή να ξεφύγει από τον έλεγχο τους και να παρασύρει και τους ίδιους. Η προδοτική τους στάση αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας από το γεγονός ότι ενώ το αίμα εκατοντάδων οπαδών της αντιπολίτευσης πότιζε τους δρόμους των πόλεων της Ρωσίας στις άνισες μάχες που έδιναν με τις δυνάμεις της ΟΜΟΝ και του στρατού, οι Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με την κυβέρνηση και διεξήγαγαν μυστικές διαπραγματεύσεις με εκπροσώπους της μέχρι την ύστατη ώρα, όταν τα τανκς έκαναν την εμφάνιση τους στο προαύλιο του Λευκού Οίκου.
Μάταια περίμεναν ο Λιμόνοφ και οι άλλοι την μεταστροφή των βουλευτών. Οι εκατό χιλιάδες εθελοντές που είχαν σπεύσει να προστατεύσουν την επαναστατική κυβέρνηση παρέμειναν άοπλοι και ανυπεράσπιστοι εάν ο στρατός αποφάσιζε να επιτεθεί. Η αντιπολίτευση είχε χάσει μια ιστορική ευκαιρία και ο Γέλτσιν ετοιμάστηκε να αντεπιτεθεί. Συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη στο Υπουργείο Εσωτερικών και αποκάλυψε στους στρατηγούς την ύπαρξη μυστικών συνομιλιών με τον Ρουτσκόι που αφού τον αναγνώριζε ως συνομιλητή, αναγνώριζε έμμεσα και την νομιμότητα της κυβέρνησης του. Η αντιπολίτευση δεν σκόπευε να κάνει επανάσταση και να ανατρέψει το πολίτευμα, υποστήριξε ο Γέλτσιν. Η αποσταθεροποίηση και το χάος δεν μπορούσαν να συνεχιστούν. Ο στρατός όφειλε να πατάξει την εξέγερση και να αποκαταστήσει την ομαλότητα. Βλέποντας την αναποφασιστικότητα της αντιπολίτευσης οι συμπαθούντες στρατηγοί σιώπησαν.
Το πρωί της 4ης Οκτωβρίου οι πρώτες μηχανοκίνητες μονάδες του στρατού κατέφθασαν στο θέατρο των συγκρούσεων και κατέλυσαν απέναντι από το Κοινοβούλιο. Το συγκεντρωμένο πλήθος αρχικά έσπευσε να τις υποδεχτεί νομίζοντας πως επρόκειτο για δυνάμεις προσκείμενες στην αντιπολίτευση. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα συνειδητοποίησαν το λάθος που είχαν κάνει. Χωρίς να απευθύνουν καμία προειδοποίηση, τα τεθωρακισμένα άρχισαν να βάλουν αδιακρίτως κατά του πλήθους. Όσοι γλίτωσαν από την πρώτη αυτή σφαγή κατέφυγαν μέσα στο κτίριο του Κοινοβουλίου όπου όμως οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν στήσει γι’αυτούς μια παγίδα θανάτου. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά τα τανκς προωθήθηκαν στο προαύλιο του κτιρίου και άρχισαν να βομβαρδίζουν μαζικά την πρόσοψη του εσωτερικού όπου βρισκόταν συγκεντρωμένη η πλειοψηφία των πολιορκημένων.
Στις 15:13 οι υπερασπιστές του το Κοινοβουλίου παραδόθηκαν. Οι θηριωδίες που εκτυλίχθηκαν στον περιβάλλοντα χώρο του κτιρίου ήταν τρομακτικές. Στρατός και αστυνομία καταδίωξαν χωρίς έλεος τους εθνοκομμουνιστές και όπου τους έπιαναν τους εκτελούσαν επί τόπου. Το 1995 μια διερευνητική επιτροπή της Δούμας απεφάνθη ότι στα υπόγεια του Κοινοβουλίου έλαβαν χώρα μαζικές εκτελέσεις και δολοφονίες με θύματα γυναίκες, παιδιά και τραυματίες.[xiv] Έγιναν χιλιάδες συλλήψεις και προσαγωγές. Το σύνολο των βουλευτών της αντιπολίτευσης συνελήφθη και ρίχτηκε στα κάτεργα. Κατά την έξοδο του από το Κοινοβούλιο, ο ανεκδιήγητος Ρουτσκόι επεδείκνυε στους αστυνομικούς που τον συνόδευαν το λάδι με το οποίο ήταν ακόμη καλυμμένο το όπλο του, ως απόδειξη ότι δεν το είχε χρησιμοποιήσει. Στην Μόσχα κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και επιβλήθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας. Μόνο μια μικρή μερίδα διαδηλωτών και καθοδηγητών διέφυγε της σύλληψης χρησιμοποιώντας τα υπόγεια περάσματα που βρίσκονται κάτω από τον Λευκό Οίκο και ενώνουν το Κοινοβούλιο με τις γύρω πλατείες. Ο Έντουαρντ Λιμόνοφ ήταν ένας από αυτούς.
[i] Λιμόνοφ, The Misfits: an Active Minority, στο http://www.limonka.net/.
[ii] Κράμερ, The Role of the Masses During the 1993 Moscow Rebellion, στο www.marxist.com/Russia/october93_events.html.
[iii] Με αποκορύφωμα τους εορτασμούς στην Μόσχα της Εργατικής Πρωτομαγιάς του 1992 όπου 100.000 διαδηλωτές συγκρούσθηκαν με δυνάμεις της αστυνομίας. Στα επεισόδια που ακολούθησαν τρεις διαδηλωτές και ένας αστυνομικός έχασαν την ζωή τους.
[iv] Stiglitz, The Ruin Of Russia, The Guardian, 09 / 04 / 2003.
[v] Με βάση την Ρωσική νομοθεσία, ο Γέλτσιν ήταν υποχρεωμένος να παραιτηθεί του αξιώματος του και να προκηρύξει εθνικές εκλογές για την ανάδειξη νέας Βουλής εντός του διαστήματος τριών μηνών από την διάλυση της προηγούμενης.
[vi] «Λευκός Οίκος» είναι ένα ακόμη όνομα που χρησιμοποιούν οι Ρώσοι όταν αναφέρονται στο Κοινοβούλιο τους.
[vii] Κράμερ, Αυτόθι, σελ. 3.
[viii] Κράμερ, Αυτόθι.
[ix] Κράμερ, Αυτόθι, σελ. 4.
[x] Η γέφυρα Κρίμσκι ήταν στρατηγικής σημασίας αφού αποτελούσε το μοναδικό σημείο πρόσβασης που διέσχιζε τον ποταμό Μόσχα και ένωνε την περιοχή της Δούμας με την κυρίως πόλη της Μόσχας.
[xi] Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι διαδηλωτές δεν προχώρησαν σε αντίποινα και αντιμετώπισαν τους αιχμάλωτους αστυνομικούς με ανθρωπιά και πνεύμα συμφιλίωσης.
[xii] Τους μήνες που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος του Γέλτσιν, τα Ρωσικά ΜΜΕ συνήθιζαν να αναφέρονται στον πατριωτικό-κομμουνιστικό συνασπισμό με τον όρο «ασυμφιλίωτη αντιπολίτευση», λόγω της αντίθεσης της τόσο στην κυβερνητική οικονομική πολιτική, όσο και στη θεωρούμενη δουλική προσέγγιση στη Δύση γενικότερα, και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο Hainsworth, Η Ακροδεξιά: Ιδεολογία, Πολιτική, Κόμματα (Εκδόσεις Παπαζήση, 2004), σελ. 424.
[xiii] Η επαναστατικός αναβρασμός δεν περιορίστηκε στα στενά όρια της Μόσχας, αλλά εξαπλώθηκε και στις πόλεις και τα χωριά της Ρωσικής επαρχίας. Στις μικρότερες πόλεις της Ρωσίας ακτιβιστές του παράνομου Κ.Κ. πήραν τα όπλα και κατέλαβαν κρατικά κτίρια και αστυνομικά τμήματα, ενώ στην Αγία Πετρούπολη εκατοντάδες φοιτητές επιχείρησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του τηλεοπτικού σταθμού της πόλης για να διακηρύξουν την αλληλεγγύη τους προς το Ανώτατο Σοβιέτ. Η προσπάθεια τους απετράπη από τους αστυνομικούς και τους στρατιώτες του Υπουργείου Εσωτερικών που έστειλε εναντίον τους ο φιλοκυβερνητικός δήμαρχος της πόλης Ανατόλι Σόμπτσακ. Η εξέγερση στα χωριά άντεξε για μερικές ημέρες, ακόμη και μετά την άλωση του Κοινοβουλίου από τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις.
[xiv] Σε ότι αφορά τον συνολικό αριθμό των θυμάτων οι γνώμες διίστανται. Η επίσημη κυβερνητική εκδοχή μιλά για 149 νεκρούς συνολικά. Η εκτίμηση όμως του φίλο-Αμερικανικού «Ράδιο Ελευθερία» ανεβάζει τον αριθμό όσων πέθαναν κατά την διάρκεια των επεισοδίων σε 1012 νεκρούς, χωρίς να υπολογίζονται οι τραυματίες που αργότερα εξέπνευσαν σε νοσοκομεία και κλινικές της πόλης. Τέλος η «Φωνή της Αμερικής» έκανε λόγο για πτώματα αγωνιστών που αποτεφρώθηκαν κατά την διάρκεια της νύχτας της 4ης Οκτωβρίου, χωρίς καμία επίσημη καταγραφή του θανάτου τους από τις κρατικές αρχές. Για μια ουσιαστική τεκμηρίωση των θηριωδιών και των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες υπέπεσαν οι Δυνάμεις ασφαλείας έπειτα από την άλωση του Κοινοβουλίου αλλά και κατά την περίοδο ισχύος του στρατιωτικού νόμου, δείτε την έκθεση του αμερόληπτου Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Μόσχας, δημοσιευμένη ηλεκτρονικά στο www.memo.ru/hr/hotpoints/moscow93/oct.93e.htm.
Ιδρυτική Διακήρυξη του Εθνικού Κόμματος Μπολσεβίκων, 1993
Η εξέγερση του 1993 και ο βομβαρδισμός του Ρωσικού Κοινοβουλίου από τον Πρόεδρο Γέλτσιν αποτέλεσαν ουσιαστικά τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ολιγαρχικού καπιταλιστικού συστήματος στη Ρωσία. Μέσα από την εμπειρία της συμμετοχής στην αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής της φιλοδυτικής κυβέρνησης του Γέλτσιν, οι Ρώσοι είχαν την ευκαιρεία να αντλήσουν πολύτιμα διδάγματα και να καταλήξουν σε συμπεράσματα σχετικά με την ποιότητα της δημοκρατίας που οι μεταρρυθμιστές επιχειρούσαν να εισάγουν στην Ρωσία, την ετοιμότητα της νέας κυβερνητικής ελίτ να κινηθεί πέρα από τα όρια του νόμου για να επιβάλει δια της βίας την κυριαρχία της και το έλλειμμα νομιμότητας του νέου κοινοβουλευτικού καθεστώτος που εδραιώθηκε πάνω στις εκατόμβες των θυμάτων του 1993. Επιπλέον, οι ταραχές του ’93 επέφεραν την απομυθοποίηση των νεοσταλινικών κομμάτων και της ικανότητας τους να ηγηθούν μιας προσπάθειας εξάλειψης του καπιταλισμού και αποκατάστασης του παλαιού σοβιετικού κοινωνικού συστήματος.
Η συνταγματική κρίση του 1993 ήταν κομβικό σημείο στην εξέλιξη της μάχης που έδιναν οι μεταρρυθμιστές και οι σκληροπυρηνικοί της πρώην σοβιετικής νομενκλατούρας για την κατάκτηση της εξουσίας στην μετασοβιετική Ρωσία. Οι άναρχες οικονομικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Γέλτσιν και η περίοδος της καπιταλιστικής ανομίας που ακολούθησε την άνοδο του στην εξουσία, είχε συντελέσει στην έξαρση της λαϊκής δυσαρέσκειας και στον σχηματισμό ενός αντιμεταρρυθμιστικού κινήματος μέσα στους κόλπους της Ρωσικής ελίτ που συγκέντρωνε στις τάξεις του σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές, πατριώτες – νοσταλγούς της ΕΣΣΔ και υπερσυντηρητικούς ακροδεξιούς εθνικιστές.
Παρ’όλα αυτά, τα γεγονότα του 1993 δεν μπορούν να ερμηνευθούν απλουστευτικά ως μια αποστειρωμένη διαμάχη μεταξύ ανταγωνιστικών τμημάτων της Ρωσικής γραφειοκρατίας.[ii] Ήδη από το 1992, η Ρωσία βρισκόταν σε κατάσταση αναβρασμού. Οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των εξαθλιωμένων μαζών και της αστυνομίας ήταν καθημερινό φαινόμενο στις μεγάλες πόλεις της χώρας και οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην κυβερνητική οικονομική πολιτική λάμβαναν ολοένα και πιο ακραίες μορφές.[iii] Οι ιδιωτικοποιήσεις που είχε υπαγορεύσει το ΔΝΤ είχαν οδηγήσει στην κατάρρευση του άλλοτε κραταιού σοβιετικού βιομηχανικού συμπλέγματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς, η βιομηχανική παραγωγή έφτανε μόλις στο 50% συγκριτικά με την προ Γέλτσιν εποχή, και το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας ανερχόταν στο τριτοκοσμικό ποσοστό του 40%, από 2% που ήταν την σοβιετική περίοδο.[iv] Το ρούβλι υποτιμήθηκε με αποτέλεσμα εκατομμύρια Ρώσοι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι να απολέσουν μέσα σε μια νύχτα τις τραπεζικές τους καταθέσεις, ενώ οι τιμές βασικών διατροφικών προϊόντων όπως το ψωμί και οι πατάτες είχαν σημειώσει κερδοσκοπική άνοδο μέχρι 300%! Το φάσμα της πείνας ελλόχευε απειλητικά για ένα μεγάλο μέρος του Ρωσικού πληθυσμού και η δυσφορία ενάντια στην εγκληματική έλλειψη κρατικής μέριμνας για τους πληγέντες από τις μεταρρυθμίσεις μεγάλωνε μέρα με την μέρα.
Αντιμέτωπος με την απειλή μιας ολομέτωπης εξέγερσης, αλλά και με την ανυπακοή ενός απείθαρχου Κοινοβουλίου που τελούσε υπό τον έλεγχο της εθνοκομμουνιστικής αντιπολίτευσης και είχε ήδη καταθέσει πρόταση μομφής ενάντια στο πρόσωπο του με αφορμή τους χειρισμούς του στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, ο Πρόεδρος Γέλτσιν απέτυχε να αντιδράσει ψύχραιμα. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1993, εξέδωσε το Προεδρικό Διάταγμα 1400 με το οποίο ανακοίνωνε την διάλυση του Κοινοβουλίου και την συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του. Η αντιπολίτευση, υπό την καθοδήγηση του αντιπροέδρου Ρουτσκόι και του Προέδρου του Ανώτατου Σοβιέτ (Δούμα) Χαζμπουλάτοφ, αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Εμψυχωμένοι από την αντίδραση του πλήθους, αλλά και από την γνωμοδότηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσίας που έκρινε την ενέργεια του Γέλτσιν παράνομη και καταχρηστική, οι βουλευτές αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από το κτίριο της Δούμας.[v] Αποκήρυξαν τον Γέλτσιν ως σφετεριστή, εξήγγειλαν τον σχηματισμό χωριστής κυβέρνησης υπό τον Ρουτσκόι και προέτρεψαν τον κόσμο να αντισταθεί στο πραξικόπημα των μεταρρυθμιστών. Την επόμενη μέρα, οι πρώτες ομάδες εθελοντών κατέφθαναν έξω από τον «Λευκό Οίκο» και στρατοπέδευαν γύρω από το κτίριο για να υπερασπίσουν τους έγκλειστους βουλευτές.[vi] Μερικοί έβλεπαν την επαναστατική κυβέρνηση ως μοναδική ελπίδα για την αναχαίτιση της λαίλαπας των καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων που είχαν γονατίσει την Ρωσική οικονομία και είχαν οδηγήσει τόσους Ρώσους στην εξαθλίωση. Άλλοι, διαπνέονταν από μια αυθεντική πατριωτική παρόρμηση να διασφαλίσουν την προστασία του Συντάγματος που τόσο πρόσφατα είχαν αποκτήσει, ενώ μερικοί απλώς μισούσαν τον Γέλτσιν. Ο κύριος όγκος των οργανωμένων εθνικιστών και κομμουνιστών οπαδών που αποτελούσαν την βασική δύναμη κρούσης της αντιπολίτευσης δεν είχε κινητοποιηθεί ακόμη. Παρ’όλα αυτά, το σκηνικό για την εμφύλια σύρραξη που θα ακολουθούσε είχε ήδη στηθεί.
Στις 23 του ίδιου μήνα ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας άρχισαν να συγκλίνουν προς το κτίριο του Κοινοβουλίου. Δόθηκε διαταγή να διακοπεί η παροχή νερού και ηλεκτρικού ρεύματος σε μια προσπάθεια να εξαναγκαστούν οι βουλευτές να εγκαταλείψουν τη Δούμα. Σε απάντηση, ο προσκείμενος στην αντιπολίτευση αρχηγός του κόμματος της «Εργατικής Ρωσίας» Βίκτορ Ανπίλοφ, απηύθυνε αγωνιώδη έκκληση στους εργάτες της Μοσχοβίτικης αυτοκινητοβιομηχανίας ZIL να σπεύσουν στη Δούμα και να συνδράμουν την επαναστατική κυβέρνηση δημιουργώντας προστατευτικό κλοιό ενάντια σε ενδεχόμενη έφοδο της αστυνομίας. Η αντίδραση των εργατών συγκλόνισε τους σταλινιστές και έμελλε να βάλει σε δοκιμασία τις πεποιθήσεις τους. «Γέλτσιν, Γκάινταρ, Ρουτσκόι, Χαζμπουλάτοφ; Ποια η διαφορά; Αυτοί παλεύουν για την εξουσία. Γιατί πρέπει να χύσουμε το αίμα μας γι’αυτούς;», έγραφε το δελτίο τύπου που εξέδωσε ως απάντηση το συνδικάτο των εργατών της ΖΙL.
Αντίθετα, αυτοί που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση ήταν οι οπαδοί της «Ρωσικής Εθνικής Ενότητας» του αμετανόητου ναζιστή Αλεξάντερ Μπαρκάσοφ. Η παρουσία των μελών της φασιστικής οργάνωσης στον χώρο του Κοινοβουλίου είναι ενδεικτική της πολυσυλλεκτικότητας των στοιχείων που από κοινού απαρτίζουν τη Ρωσική εθνοκομμουνιστική «Νέα Δεξιά». Η άφιξη όμως των ακροδεξιών εθελοντών προκάλεσε ένταση και προβληματισμό στο περιβάλλον των αριστερών υποστηρικτών του Ρουτσκόι. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναγράφονται στα απομνημονεύματα ενός νεαρού κομμουνιστή ακτιβιστή που πήρε μέρος στην μάχη του Κοινοβουλίου:
«Ας μιλήσουμε για τους ανθρώπους του Μπαρκάσοφ. Μια ματιά ρίχνουμε σ’αυτούς και μας κυριεύει η απελπισία. Είναι αλήθεια πως είναι οι πιο έμπειροι και καλύτερα εκπαιδευμένοι μαχητές που διαθέτουμε. Όμως είναι φασίστες. Ποιός από εμάς μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι μια μέρα θα πολεμούσαμε μαζί; Βρίσκονται όμως εδώ και επειδή βρίσκονται εδώ η κυβέρνηση θα μπορέσει να δυσφημίσει τον αγώνα μας και να ισχυριστεί ότι όλοι είμαστε φασίστες. Μήπως αυτός είναι τελικά ο λόγος για τον οποίο τους κάλεσαν;».[vii]
Ήταν επόμενο η βεβιασμένη αυτή συνύπαρξη κομμουνιστών και νεοναζί στους κόλπους του ίδιου κινήματος αμφισβήτησης να μην καρποφορήσει. Το μίσος που ένιωθαν από κοινού για τον αποστάτη Γέλτσιν δεν ήταν ικανό να τους ενώσει και να τους ωθήσει ώστε να υπερκεράσουν τις ιδεολογικές τους διαφορές. Τις ημέρες που ακολούθησαν, η ένταση και η δυσπιστία που επικρατούσε μεταξύ των δύο συνιστωσών του κινήματος, εξελίχθηκε σε απροκάλυπτη ρήξη και τελικά σε μετωπική αντιπαράθεση. Ηττημένοι οι ακροδεξιοί, απομακρύνθηκαν δια της βίας από τα πλήθη των κομμουνιστών και ακτιβιστών από τον αντι-εξουσιαστικό χώρο που κατέκλυσαν την πλατεία του Λευκού Οίκου τις ημέρες που ακολούθησαν. Αυτή η τροπή των γεγονότων στέρησε από τους εξεγερμένους τους πιο εμπειροπόλεμους και σκληραγωγημένους μαχητές τους.
Από τις 28 έως τις 30 Σεπτεμβρίου αιματηρές μάχες μεταξύ των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας (ΟΜΟΝ) και των διαδηλωτών συνέχισαν να διεξάγονται στους δρόμους γύρω από τη Δούμα. Η κυβέρνηση πεπεισμένη ότι η αριθμητική δύναμη της αστυνομίας της Μόσχας δεν επαρκούσε για την καταστολή της εξέγερσης και ενδόμυχα φοβούμενη μια αυθόρμητη προσχώρηση πολλών Μοσχοβιτών αστυνομικών στις τάξεις των επαναστατών, προέβη σε μια κίνηση που συντέλεσε στην κλιμάκωση της βίας και του μίσους μεταξύ των δυνάμεων καταστολής και των εθελοντών που υπεράσπιζαν το Κοινοβούλιο. Διέταξε την μεταφορά μονάδων της αστυνομίας από την επαρχία στην Μόσχα για να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την αποκατάσταση της τάξης στην πρωτεύουσα. Η δολοφονικά απλή λογική της οδηγίας που δόθηκε στους επαρχιώτες αστυνομικούς ήταν να «δώσουν ένα καλό μάθημα σε αυτούς τους ξιπασμένους πρωτευουσιάνους». Την επομένη, τα πωρωμένα μέλη των αποσπασμένων μονάδων της ΟΜΟΝ ξεχύθηκαν στους δρόμους της Μόσχας με σαφή πρόθεση να δημιουργήσουν ένα καθεστώς τρόμου σε όλη την επικράτεια της πρωτεύουσας. Οι επιθέσεις της ΟΜΟΝ σημαδεύτηκαν από απίστευτη βαρβαρότητα και δεν περιορίστηκαν μόνο στους αντιφρονούντες ή σε αυτούς που συμμετείχαν σε αντικυβερνητικά συλλαλητήρια και εκδηλώσεις, αλλά στράφηκαν ενάντια στον ευρύτερο πληθυσμό. Οι φανατισμένοι αστυνομικοί επιδόθηκαν σε ένα όργιο ξυλοδαρμών κατά αθώων πολιτών με μοναδική επιδίωξη την ανάκτηση του ελέγχου στους δρόμους της πόλης. Όπως αναφέρει ο Κράμερ, υπήρξαν περιπτώσεις όπου ανυποψίαστοι περαστικοί ή συνταξιούχοι που είχαν την ατυχία να διασταυρωθούν με περιπλανώμενες ομάδες της ΟΜΟΝ ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τις αποχαλινωμένες δυνάμεις της τάξης.[viii]
Η τακτική αυτή της αστυνομίας όμως έφερε τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Αντί να τρομοκρατηθούν και να υποχωρήσουν, οι πολίτες εξαγριώθηκαν από την πρωτοφανή ωμότητα των αστυνομικών επιχειρήσεων. Στις 30 Σεπτεμβρίου στους δρόμους της Μόσχας υψώθηκαν τα πρώτα οδοφράγματα. Στις 2 Οκτωβρίου, και ενώ οι πολιορκημένοι ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν ζητήσει την μεσολάβηση του Πατριάρχη Ρωσίας σε μια προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, οι εξεγερμένοι πραγματοποίησαν ογκώδη συγκέντρωση στην Πλατεία Σμολένσκ. Η αστυνομία, εφαρμόζοντας με τυφλή υπακοή το δόγμα της μηδενικής ανοχής του Προέδρου Γέλτσιν, άνοιξε πυρ κατά των άοπλων διαδηλωτών δολοφονώντας ογδόντα άτομα. Μια ημέρα μετά, ένα πλήθος από 50.000 υποστηρικτές του Ρουτσκόι συνέρρευσε στο Πάρκο Γκόρκι βράζοντας από θυμό και ζητώντας εκδίκηση. Μεταξύ αυτών ήταν μέλη εθνικιστικών οργανώσεων, παλαιό-κομμουνιστές αλλά και απλοί συμπαθούντες που είχαν θορυβηθεί από την ακραία συμπεριφορά της αστυνομίας. Στα απομνημονεύματα του ο Ανπίλοφ επισημαίνει ότι οι διαδηλωτές κράδαιναν εθνικιστικά εμβλήματα και ανέμιζαν τις κόκκινες σημαίες της πρώην ΕΣΣΔ. Τα συνθήματα τους ήταν:
«Ζήτω το Σύνταγμα! Ο Γέλτσιν στη φυλακή! Ρουτσκόι για Πρόεδρος! Ζήτω η ΕΣΣΔ! Λένιν! Σοσιαλισμός!».[ix]
Σε μια σύντομη σύσκεψη μεταξύ των αρχηγών των διαδηλωτών στην οποία μετείχε και ο Έντουαρντ Λιμόνοφ αποφασίστηκε ομόφωνα η μετακίνηση του συγκεντρωμένου πλήθους προς την περιοχή του Κοινοβουλίου, όπου οι διαδηλωτές θα επιχειρούσαν να διασπάσουν τον αστυνομικό κλοιό και να ενωθούν με τους αποκλεισμένους εθελοντές που είχαν καταλύσει γύρω από αυτό. Σαν παρακινούμενες από μια ενιαία συλλογική διάνοια, οι μάζες είχαν αποφασίσει να αναλάβουν δράση και να γίνουν αυτές ο παράγοντας που θα καθορίσει τις εξελίξεις. Παρά το γεγονός ότι αρχικά η πορεία της διαδήλωσης δεν παρεμποδίστηκε, όταν οι εξεγερμένοι κατέφθασαν μπροστά στη στρατηγικής σημασίας γέφυρα Κρίμσκι, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις αλλά και μονάδες του στρατού που είχαν παραταχθεί για να ανακόψουν την προέλαση των διαδηλωτών απαγορεύοντας τη διέλευση τους από τη γέφυρα.[x]
Η μαζικότητα όμως της λαϊκής φάλαγγας αιφνιδίασε τα όργανα της τάξης. Υποκινούμενοι από την ανάμνηση των δολοφονιών της προηγούμενης μέρας, οι διαδηλωτές έπεσαν πάνω στις γραμμές της αστυνομίας με περίσσιο θάρρος και αποφασιστικότητα. Έπειτα από σύντομη μάχη, ο κλοιός έσπασε. Πανικόβλητοι οι αστυνομικοί τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας κράνη, ασπίδες και σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και αυτά τα θωρακισμένα τους οχήματα. Πολλοί ζήτησαν έλεος από τους διαδηλωτές, ενώ άλλοι ενώθηκαν μαζί τους.[xi] Περνώντας μπροστά από το Δημαρχιακό Μέγαρο της Μόσχας η διαδήλωση δέχτηκε πυρά από οπαδούς του Γέλτσιν που είχαν οχυρωθεί μέσα στο Δημαρχείο. Οι μάζες πραγματοποίησαν έφοδο, συνέλαβαν εν ονόματι της επαναστατικής κυβέρνησης τους αστυνομικούς και τους ελεύθερους σκοπευτές που ήταν ακροβολισμένοι εκεί και κατάσχεσαν τον οπλισμό τους. Η τρίχρωμη σημαία της αυτοκρατορικής Ρωσίας υπεστάλη και στην θέση της στον ιστό του Δημαρχείου, αναρτήθηκε η κόκκινη σημαία της ΕΣΣΔ. Λίγα λεπτά αργότερα η πολυπληθής φάλαγγα κατέφθανε στο Κοινοβούλιο όπου χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό, επιφωνήματα χαράς και σηκωμένες γροθιές από τους υπερασπιστές που βρίσκονταν ήδη εκεί.
Η χρονική συγκυρία ήταν πλέον κρίσιμη. Με την παράτολμη ενέργεια τους οι μάζες είχαν αντιστρέψει την ακολουθία των γεγονότων και είχαν αναβαθμίσει τον ποιοτικό χαρακτήρα του «ασυμφιλίωτου» αγώνα που είχαν κηρύξει στις 21 Σεπτεμβρίου τα μέλη του Ανώτατου Σοβιέτ.[xii] Είχαν φέρει την Ρωσία στα πρόθυρα της επανάστασης αφού η εμπιστοσύνη των κατασταλτικών οργάνων στην βιωσιμότητα της κυβέρνησης των μεταρρυθμιστών κλονίστηκε. Για πρώτη φορά, μικρές μονάδες του στρατού που στρατοπέδευαν στην Μόσχα προσήλθαν εθελοντικά στον Λευκό Οίκο για να συνδράμουν τους διαδηλωτές. Οι τοπικές αρχές της περιφέρειας της Μόσχας εκδήλωσαν ανοιχτά την υποστήριξη τους προς την εξέγερση, ενώ ο στρατός αμφιταλαντευόταν μη μπορώντας πλέον να αποκλείσει το ενδεχόμενο κατάρρευσης της χούντας του Γέλτσιν και κατάληψης της εξουσίας από τους επαναστάτες.[xiii]
Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας οι επικεφαλείς της «Μεγάλης Πορείας» της προηγούμενης μέρας συγκρότησαν επιτροπή και ζήτησαν να συναντηθούν με τους έγκλειστους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Σε αυτήν την συνάντηση, στην οποία σύμφωνα με πληροφορίες πήρε μέρος και ο Λιμόνοφ, οι εκπρόσωποι των εθελοντών ως γνήσιοι λαϊκοί ηγέτες που σφυρηλατήθηκαν από τις περιστάσεις, αφουγκράσθηκαν τον παλμό στους δρόμους και διαισθάνθηκαν ότι η ώρα της τελικής νίκης πλησίαζε. Πρότειναν μια επιθετική στρατηγική σχεδιασμένη για να καταφέρει στο καθεστώς το τελειωτικό χτύπημα. Στα υπόγεια του Λευκού Οίκου βρίσκονταν αποθηκευμένα τα 5000 Καλάσνικοφ της Φρουράς του Κοινοβουλίου. Οι Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ δεν είχαν παρά να αδειάσουν τις αποθήκες, να οπλίσουν τους οπαδούς τους και να βαδίσουν κατά του Κρεμλίνου. Η αστυνομία ακόμη προσπαθούσε να συνέλθει από το ψυχολογικό σοκ της ήττας που υπέστη στην γέφυρα Κρίμσκι ενώ μεταξύ των αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων δεν υπήρχε ομοφωνία σχετικά με το ζήτημα της στάσης που έπρεπε να κρατήσει ο Ρωσικός στρατός έναντι των γεγονότων.
Παρ’όλα αυτά, στις θυελλώδεις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν ανάμεσα στους αρχηγούς των διαδηλωτών και τους Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ αποκαλύφθηκε σε όλη την τραγική του διάσταση, το χάσμα απόψεων και αντιλήψεων που χώριζε την ηγεσία από την βάση του κινήματος. Οι εθελοντές απαίτησαν όπλα για να κινηθούν εναντίον του Κρεμλίνου. Ο Ρουτσκόι αρνήθηκε κατηγορηματικά να ικανοποιήσει το αίτημα των αγωνιστών και κατηγόρησε τους αρχηγούς των διαδηλωτών ότι με την ανεύθυνη στάση τους απειλούσαν να παρασύρουν τη Ρωσία σε εμφύλιο πόλεμο. Στη συνέχεια η επιτροπή πρόβαλε το επιχείρημα ότι δίχως όπλα, οι υπερασπιστές της Δούμας δεν θα μπορούσαν να αντιτάξουν καμία αποτελεσματική άμυνα στην περίπτωση που ο στρατός αποφάσιζε να επέμβει δυναμικά στο πλευρό του Γέλτσιν. Και πάλι ο Ρουτσκόι διαφώνησε, λέγοντας ότι ως πρώην στρατηγός του Σοβιετικού Στρατού, δεν θα επέτρεπε να ριχθεί ούτε μια τουφεκιά κατά Ρώσων στρατιωτών. Ήταν πλέον φανερό πως αυτό που επιθυμούσε η αντιπολίτευση δεν ήταν ούτε η ολοκληρωτική συντριβή του Κράτους, ούτε η παλινόρθωση του Σοσιαλισμού, αλλά μια πιο συμφέρουσα κατανομή της εξουσίας στο πλαίσιο του μετασοβιετικού συστήματος διακυβέρνησης. Οι επαγγελματίες πολιτικοί της Δούμας είχαν αναγάγει την μετριοπάθεια σε στάση ζωής και δεν είχαν κοινά σημεία σε επίπεδο ιδεολογίας ή πολιτικής πρακτικής με φλογερούς επαναστάτες τύπου Λιμόνοφ. Η σταλινική πολιτική παιδεία που είχαν λάβει ως πρώην μέλη της κρατικοδίαιτης Σοβιετικής ελίτ δεν τους είχε προετοιμάσει για να ηγηθούν μιας επανάστασης. Είχαν επιδιώξει να χρησιμοποιήσουν τον όχλο ως μοχλό πίεσης στις διαπραγματεύσεις τους με την κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα φοβόντουσαν την ισοπεδωτική δυναμική ενός ριζοσπαστικού και μη κατευθυνόμενου λαϊκού κινήματος που ήταν ικανή να ξεφύγει από τον έλεγχο τους και να παρασύρει και τους ίδιους. Η προδοτική τους στάση αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας από το γεγονός ότι ενώ το αίμα εκατοντάδων οπαδών της αντιπολίτευσης πότιζε τους δρόμους των πόλεων της Ρωσίας στις άνισες μάχες που έδιναν με τις δυνάμεις της ΟΜΟΝ και του στρατού, οι Ρουτσκόι-Χαζμπουλάτοφ βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με την κυβέρνηση και διεξήγαγαν μυστικές διαπραγματεύσεις με εκπροσώπους της μέχρι την ύστατη ώρα, όταν τα τανκς έκαναν την εμφάνιση τους στο προαύλιο του Λευκού Οίκου.
Μάταια περίμεναν ο Λιμόνοφ και οι άλλοι την μεταστροφή των βουλευτών. Οι εκατό χιλιάδες εθελοντές που είχαν σπεύσει να προστατεύσουν την επαναστατική κυβέρνηση παρέμειναν άοπλοι και ανυπεράσπιστοι εάν ο στρατός αποφάσιζε να επιτεθεί. Η αντιπολίτευση είχε χάσει μια ιστορική ευκαιρία και ο Γέλτσιν ετοιμάστηκε να αντεπιτεθεί. Συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη στο Υπουργείο Εσωτερικών και αποκάλυψε στους στρατηγούς την ύπαρξη μυστικών συνομιλιών με τον Ρουτσκόι που αφού τον αναγνώριζε ως συνομιλητή, αναγνώριζε έμμεσα και την νομιμότητα της κυβέρνησης του. Η αντιπολίτευση δεν σκόπευε να κάνει επανάσταση και να ανατρέψει το πολίτευμα, υποστήριξε ο Γέλτσιν. Η αποσταθεροποίηση και το χάος δεν μπορούσαν να συνεχιστούν. Ο στρατός όφειλε να πατάξει την εξέγερση και να αποκαταστήσει την ομαλότητα. Βλέποντας την αναποφασιστικότητα της αντιπολίτευσης οι συμπαθούντες στρατηγοί σιώπησαν.
Το πρωί της 4ης Οκτωβρίου οι πρώτες μηχανοκίνητες μονάδες του στρατού κατέφθασαν στο θέατρο των συγκρούσεων και κατέλυσαν απέναντι από το Κοινοβούλιο. Το συγκεντρωμένο πλήθος αρχικά έσπευσε να τις υποδεχτεί νομίζοντας πως επρόκειτο για δυνάμεις προσκείμενες στην αντιπολίτευση. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα συνειδητοποίησαν το λάθος που είχαν κάνει. Χωρίς να απευθύνουν καμία προειδοποίηση, τα τεθωρακισμένα άρχισαν να βάλουν αδιακρίτως κατά του πλήθους. Όσοι γλίτωσαν από την πρώτη αυτή σφαγή κατέφυγαν μέσα στο κτίριο του Κοινοβουλίου όπου όμως οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν στήσει γι’αυτούς μια παγίδα θανάτου. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά τα τανκς προωθήθηκαν στο προαύλιο του κτιρίου και άρχισαν να βομβαρδίζουν μαζικά την πρόσοψη του εσωτερικού όπου βρισκόταν συγκεντρωμένη η πλειοψηφία των πολιορκημένων.
Στις 15:13 οι υπερασπιστές του το Κοινοβουλίου παραδόθηκαν. Οι θηριωδίες που εκτυλίχθηκαν στον περιβάλλοντα χώρο του κτιρίου ήταν τρομακτικές. Στρατός και αστυνομία καταδίωξαν χωρίς έλεος τους εθνοκομμουνιστές και όπου τους έπιαναν τους εκτελούσαν επί τόπου. Το 1995 μια διερευνητική επιτροπή της Δούμας απεφάνθη ότι στα υπόγεια του Κοινοβουλίου έλαβαν χώρα μαζικές εκτελέσεις και δολοφονίες με θύματα γυναίκες, παιδιά και τραυματίες.[xiv] Έγιναν χιλιάδες συλλήψεις και προσαγωγές. Το σύνολο των βουλευτών της αντιπολίτευσης συνελήφθη και ρίχτηκε στα κάτεργα. Κατά την έξοδο του από το Κοινοβούλιο, ο ανεκδιήγητος Ρουτσκόι επεδείκνυε στους αστυνομικούς που τον συνόδευαν το λάδι με το οποίο ήταν ακόμη καλυμμένο το όπλο του, ως απόδειξη ότι δεν το είχε χρησιμοποιήσει. Στην Μόσχα κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και επιβλήθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας. Μόνο μια μικρή μερίδα διαδηλωτών και καθοδηγητών διέφυγε της σύλληψης χρησιμοποιώντας τα υπόγεια περάσματα που βρίσκονται κάτω από τον Λευκό Οίκο και ενώνουν το Κοινοβούλιο με τις γύρω πλατείες. Ο Έντουαρντ Λιμόνοφ ήταν ένας από αυτούς.
[i] Λιμόνοφ, The Misfits: an Active Minority, στο http://www.limonka.net/.
[ii] Κράμερ, The Role of the Masses During the 1993 Moscow Rebellion, στο www.marxist.com/Russia/october93_events.html.
[iii] Με αποκορύφωμα τους εορτασμούς στην Μόσχα της Εργατικής Πρωτομαγιάς του 1992 όπου 100.000 διαδηλωτές συγκρούσθηκαν με δυνάμεις της αστυνομίας. Στα επεισόδια που ακολούθησαν τρεις διαδηλωτές και ένας αστυνομικός έχασαν την ζωή τους.
[iv] Stiglitz, The Ruin Of Russia, The Guardian, 09 / 04 / 2003.
[v] Με βάση την Ρωσική νομοθεσία, ο Γέλτσιν ήταν υποχρεωμένος να παραιτηθεί του αξιώματος του και να προκηρύξει εθνικές εκλογές για την ανάδειξη νέας Βουλής εντός του διαστήματος τριών μηνών από την διάλυση της προηγούμενης.
[vi] «Λευκός Οίκος» είναι ένα ακόμη όνομα που χρησιμοποιούν οι Ρώσοι όταν αναφέρονται στο Κοινοβούλιο τους.
[vii] Κράμερ, Αυτόθι, σελ. 3.
[viii] Κράμερ, Αυτόθι.
[ix] Κράμερ, Αυτόθι, σελ. 4.
[x] Η γέφυρα Κρίμσκι ήταν στρατηγικής σημασίας αφού αποτελούσε το μοναδικό σημείο πρόσβασης που διέσχιζε τον ποταμό Μόσχα και ένωνε την περιοχή της Δούμας με την κυρίως πόλη της Μόσχας.
[xi] Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι διαδηλωτές δεν προχώρησαν σε αντίποινα και αντιμετώπισαν τους αιχμάλωτους αστυνομικούς με ανθρωπιά και πνεύμα συμφιλίωσης.
[xii] Τους μήνες που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος του Γέλτσιν, τα Ρωσικά ΜΜΕ συνήθιζαν να αναφέρονται στον πατριωτικό-κομμουνιστικό συνασπισμό με τον όρο «ασυμφιλίωτη αντιπολίτευση», λόγω της αντίθεσης της τόσο στην κυβερνητική οικονομική πολιτική, όσο και στη θεωρούμενη δουλική προσέγγιση στη Δύση γενικότερα, και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο Hainsworth, Η Ακροδεξιά: Ιδεολογία, Πολιτική, Κόμματα (Εκδόσεις Παπαζήση, 2004), σελ. 424.
[xiii] Η επαναστατικός αναβρασμός δεν περιορίστηκε στα στενά όρια της Μόσχας, αλλά εξαπλώθηκε και στις πόλεις και τα χωριά της Ρωσικής επαρχίας. Στις μικρότερες πόλεις της Ρωσίας ακτιβιστές του παράνομου Κ.Κ. πήραν τα όπλα και κατέλαβαν κρατικά κτίρια και αστυνομικά τμήματα, ενώ στην Αγία Πετρούπολη εκατοντάδες φοιτητές επιχείρησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του τηλεοπτικού σταθμού της πόλης για να διακηρύξουν την αλληλεγγύη τους προς το Ανώτατο Σοβιέτ. Η προσπάθεια τους απετράπη από τους αστυνομικούς και τους στρατιώτες του Υπουργείου Εσωτερικών που έστειλε εναντίον τους ο φιλοκυβερνητικός δήμαρχος της πόλης Ανατόλι Σόμπτσακ. Η εξέγερση στα χωριά άντεξε για μερικές ημέρες, ακόμη και μετά την άλωση του Κοινοβουλίου από τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις.
[xiv] Σε ότι αφορά τον συνολικό αριθμό των θυμάτων οι γνώμες διίστανται. Η επίσημη κυβερνητική εκδοχή μιλά για 149 νεκρούς συνολικά. Η εκτίμηση όμως του φίλο-Αμερικανικού «Ράδιο Ελευθερία» ανεβάζει τον αριθμό όσων πέθαναν κατά την διάρκεια των επεισοδίων σε 1012 νεκρούς, χωρίς να υπολογίζονται οι τραυματίες που αργότερα εξέπνευσαν σε νοσοκομεία και κλινικές της πόλης. Τέλος η «Φωνή της Αμερικής» έκανε λόγο για πτώματα αγωνιστών που αποτεφρώθηκαν κατά την διάρκεια της νύχτας της 4ης Οκτωβρίου, χωρίς καμία επίσημη καταγραφή του θανάτου τους από τις κρατικές αρχές. Για μια ουσιαστική τεκμηρίωση των θηριωδιών και των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες υπέπεσαν οι Δυνάμεις ασφαλείας έπειτα από την άλωση του Κοινοβουλίου αλλά και κατά την περίοδο ισχύος του στρατιωτικού νόμου, δείτε την έκθεση του αμερόληπτου Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Μόσχας, δημοσιευμένη ηλεκτρονικά στο www.memo.ru/hr/hotpoints/moscow93/oct.93e.htm.
No comments:
Post a Comment