Friday, October 24, 2008

Οι Αναρχικοί Όπως Εμφανίζονται στην Μυθολογία των ΜΜΕ




Δεν έχει υπάρξει άλλη πολιτική ομάδα στην νεώτερη Ελλάδα που να έχει λοιδορηθεί και να έχει συκοφαντηθεί περισσότερο από αυτή των αναρχικών. Υποψιάζομαι πως με αφορμή τα συγκρουσιακά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην πορεία της 21ης Οκτ., η γνωστή κουστωδία από ειρηνόφιλους ρεφορμιστές, υποτιθέμενους «αγανακτισμένους» πολίτες και θιασώτες του «νόμου και της τάξης», θα λάβει ξανά θέση στο μετερίζι των ελεγχόμενων ΜΜΕ για να αποκηρύξει τους απολίτιστους βαρβάρους που προκάλεσαν επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας. Θα αποκαλέσουν τους αναρχικούς κοινούς εγκληματίες, χούλιγκαν και κουκουλοφόρους των οποίων η δράση στερείται πολιτικού νοήματος. Με μπόλικο λαϊκισμό, θα καταδικάσουν την καταστροφή από μέρους τους «δημόσιας περιουσίας» την οποία «θα κληθεί να πληρώσει ο έλλην φορολογούμενος» (λες και φταίνε οι αναρχικοί που οι φόροι ανεβαίνουν) και θα απαιτήσουν τη λήψη μέτρων από ένα κράτος που αδυνατεί να «προστατεύσει» τους φιλήσυχους πολίτες του από τον εσωτερικό εχθρό.
Το παράδοξο είναι πως όλοι στην Ελλάδα έχουν κατά καιρούς μιλήσει για το αντιεξουσιαστικό κίνημα, εκτός από τα ίδια τα μέλη του. Πράγματι, ο τρόπος που περιγράφονται στα ελληνικά ΜΜΕ οι αναρχικοί θυμίζει τον σκοτεινό τρόπο με τον οποίο απεικονίζονταν οι Ινδιάνοι στα παλαιά «πατριωτικά» αμερικανικά ουέστερν με τον Τζον Ουέιν: βουβές, απρόσωπες μάζες αγρίων που ποτέ δεν μιλούσαν, ποτέ δεν τους δινόταν ο λόγος για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Ήταν ικανοί μόνο να ενσαρκώνουν μια ζωώδη απειλή που έπρεπε να παταχθεί.
Τα επιχειρήματα που επιστρατεύουν οι επικριτές των αναρχικών για να απαξιώσουν τη δράση τους είναι γνωστά. Μιλούν για πωρωμένα εγκληματικά στοιχεία που, στο μέτρο που είναι ικανά για πολιτική δράση, αυτή εξαντλείται στην πρόκληση βίαιων ταραχών, πίσω από την ασφαλή κάλυψη που τους παρέχει η ανωνυμία τους («γνωστοί άγνωστοι» γαρ).
Οι κατηγορίες που υπονοούνται από τα παραπάνω είναι, α) πως οι αντιεξουσιαστές είναι δειλοί, β) πως εκμεταλλεύονται με παρασιτικό τρόπο την «υπεύθυνη» πολιτική δράση άλλων οργανώσεων για να εκτρέψουν τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας προς βίαιες συγκρουσιακές μορφές και γ) πως είναι άτομα χωρίς πολιτική ωριμότητα που δεν εμπνέονται από καμιά πολιτική φιλοσοφία, αλλά απλώς ψάχνουν τρόπο για να εκδηλώσουν την μπερδεμένη νεανική οργή τους (οι περίφημοι «νεαροί» των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων).
Ας δούμε συνοπτικά τα βασικά επιχειρήματα πάνω στα οποία βασίζεται η αντι-αναρχική μυθολογία των ΜΜΕ και ας τα αποδομήσουμε ένα προς ένα:

1) Οι αντιεξουσιαστές είναι ξένα σώματα που «παρεισφρύουν» σε άλλα μπλοκ διαδηλωτών. Αυτό συμβαίνει διότι οι αναρχικοί δεν μπορούν να διαδηλώσουν ελεύθερα. Λόγω ιδεολογίας και διακηρυγμένων πολιτικών στόχων, το αντιεξουσιαστικό κίνημα έχει καταχωρηθεί ως «εσωτερικός εχθρός» από την ολιγαρχία και γίνεται συχνά αποδέκτης βίαιης προληπτικής καταστολής από την αστυνομία. Αν όλοι οι αναρχικοί συγκεντρώνονταν σε ένα ενιαίο μπλοκ για να διαδηλώσουν συντεταγμένα, τότε οι ΜΑΤαδες δεν θα είχαν παρά να δημιουργήσουν έναν κλοιό γύρω από το μπλοκ για να το απομονώσουν και να συλλάβουν τα πιο μαχητικά στοιχεία (όπως έγινε με την επίθεση κατά του μπλοκ της αντιεξουσιαστικής κίνησης στο συλλαλητήριο της 21ης Οκτ). Η διασπορά των αναρχικών στις διαδηλώσεις είναι λοιπόν θέμα τακτικής και απορρέει από το κλίμα τρομοκρατίας που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις και όχι από τον «τυχοδιωκτισμό» των αναρχικών.
2) Οι αναρχικοί κρύβονται πίσω από τις κουκούλες τους. Αυτό συμβαίνει γιατί το αντιεξουσιαστικό κίνημα παρενοχλείται διαρκώς και βρίσκεται υπό καθεστώς μόνιμης παρακολούθησης από τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό. Οι αναρχικοί απλώς προσπαθούν να προστατεύσουν τα προσωπικά δεδομένα τους από τις κάμερες και τους ασφαλίτες που τραβούν συνεχώς φωτογραφίες όσων συμμετέχουν στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.
3) Οι αναρχικοί ευθύνονται πάντα για τα επεισόδια. Ξέχωρα από το ότι η πολιτική βία είναι ηθικά δικαιολογημένη, η πραγματικότητα είναι ότι οι αντιεξουσιαστές τις περισσότερες φορές βρίσκονται σε νόμιμη άμυνα. Η άποψη που καλλιεργείται επιμελώς από τα ΜΜΕ είναι πως οι αναρχικοί έχουν προδιάθεση προς την βία. Τα όργανα καταστολής εκμεταλλεύονται αυτήν την προπαγάνδα για να επιτεθούν απροκάλυπτα στους αναρχικούς, να τους τρομοκρατήσουν και να προβούν σε συλλήψεις, οι οποίες δικαιολογούνται με τη λογική της πρόληψης και αποτροπής επεισοδίων. Ένας μύθος που μετά αναπαράγεται πρόθυμα από τα ΜΜΕ και παρουσιάζεται ως επιβεβλημένη δράση κατά των «ινδιάνων» της πολιτικής.
4) Οι αναρχικοί δεν είναι τίποτα περισσότερο από οργισμένα παιδιά. Όμως πέρασαν οι εποχές που οι αναρχικοί κατέστρεφαν και έκαιγαν αδιακρίτως το κέντρο της Αθήνας. Πλέον η δράση τους απομακρύνεται από χουλιγκανίστικα στερεότυπα και προσιδιάζει τα χαρακτηριστικά της Άμεσης Δράσης. Οι παρεμβάσεις και οι ενέργειες τους είναι καλά μελετημένες, έχουν συμβολική αξία και γι’ αυτό πολλές φορές επιδοκιμάζονται από τον απλό κόσμο που παρακολουθεί. Η πρωτοβουλία των αναρχικών να σπάσουν και να πετάξουν μολότοφ σε υποκ/μα τράπεζας στο Πεδίο του Άρεως κατά την πορεία της 21ης Οκτ. (αφού πρώτα εκκένωσαν την τράπεζα από τους υπαλλήλους), χειροκροτήθηκε από τους παρευρισκόμενους που μάλιστα τους παρακινούσαν να απαλλοτριώσουν και τα χρήματα που υπήρχαν στο ταμείο και να τα μοιράσουν στον κόσμο! Την ίδια αποδοχή έχει από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας η απαλλοτρίωση προϊόντων από τα σουπερμάρκετ και η ελεύθερη διανομή τους στις λαϊκές αγορές.
Η απαλλοτρίωση αγαθών είναι μια πράξη εκτός νόμου, μια μορφή αντίστασης που συνεπάγεται την προσωρινή κατάλυση της έννομης τάξης. Θα πρέπει άραγε να σεβαστούμε το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία και να το τοποθετήσουμε στην πανανθρώπινη κλίμακα αξιών, πάνω από το δικαίωμα του συνταξιούχου (που δεν έχει να πληρώσει το σουπερμάρκετ) στην επιβίωση; Όταν η νομιμότητα προστατεύει την αδικία και ακυρώνει το δικαίωμα στην επιβίωση, δεν είναι ύψιστο καθήκον μας ως ανθρώπινων όντων να την καταργήσουμε; Η νομιμότητα είναι κατασκεύασμα εφήμερο, όπως οι θεσμοί. Όταν ένας θεσμός είναι καταπιεστικός από τη φύση του και δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, τότε πρέπει να τον καταλύσουμε, δια της βίας αν χρειαστεί. Αυτοί που υπερασπίζονται ένα άδικο και τυραννικό κράτος είναι οι πραγματικοί εχθροί του λαού, όχι οι αντιεξουσιαστές.

Sunday, October 5, 2008

Η «Ιδεολογία της Ηρεμίας» και Το Δικαίωμα στην Απεργία


Στην εποχή μας η απεργία θεωρείται μια ξεπερασμένη μορφή βιομηχανικής πάλης. Στο όνομα ενός αφηρημένου ιδεολογικού κατασκευάσματος που αυθαίρετα αποκαλούν "δημόσιο συμφέρον", οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης επιτίθενται στους απεργούς. Τους δυσφημούν και τους διαπομπεύουν όταν μια απεργία γίνεται αισθητή στην κοινωνία, ή απομονώνουν και αποσιωπούν τον αγώνα τους εμποδίζοντας τη διάχυση των ιδεών τους στο κοινωνικό πεδίο. Σε συνθήκες κοινωνικής σύγκρουσης, τα μέλη της πολιτικής ελίτ ενστικτωδώς στρέφονται προς έναν μονοδιάστατο ορισμό του κοινωνικού συμφέροντος που ανάγει την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης σε ύψιστο λειτούργημα της διακυβέρνησης και περιορίζεται αποκλειστικά στην διασφάλιση της «ηρεμίας» των πολιτών. Έτσι παραβλέπουν συνειδητά την υποχρέωση τους να μεριμνούν για την ευημερία του συνόλου και να επαγρυπνούν για την διάσωση των υλικών προϋποθέσεων αυτής της ευημερίας.
Με βάση τον παραπάνω ορισμό, οι απεργοί αντιμετωπίζονται ως αποστάτες, αυτοεξόριστοι από μια υπερταξική αρμονική κοινότητα που θυμίζει έντονα φασιστική κοινωνική ουτοπία και παύουν να αποτελούν και οι ίδιοι τμήμα της κοινωνίας με συγκεκριμένες ανάγκες, αιτήματα και διεκδικήσεις. Η απεργία των νοσοκομειακών υπαλλήλων στη Βρετανική Κολούμπια του Καναδά το 2004 είχε ως άμεση συνέπεια την παρακώλυση της ομαλής λειτουργίας των νοσοκομείων της περιοχής για όσο κράτησαν οι κινητοποιήσεις. Φαινομενικά, ήταν επιβλαβείς για το κοινωνικό σύνολο. Ο στρατηγικός στόχος όμως των κινητοποιήσεων ήταν η αποτροπή του κυβερνητικού προγράμματος ιδιωτικοποίησης του πολιτειακού συστήματος υγείας, η διασφάλιση της δωρεάν ιατρικής περίθαλψης για το σύνολο των πολιτών και η ποιοτική αναβάθμιση των νοσοκομειακών υπηρεσιών μέσω της άρνησης των νοσοκόμων να παρακολουθούν παραπάνω από έξι ασθενείς η κάθε μία.[i] Βραχυπρόθεσμα, η παύση των εργασιών στα νοσοκομεία είχε σαν αποτέλεσμα την διακοπή της παροχής μιας βασικής κοινωνικής υπηρεσίας προς το σύνολο. Μακροπρόθεσμα, απέβλεπε στην διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα αυτών των υπηρεσιών και στην λειτουργική βελτίωση τους. Συνεπώς, η διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης αποτέλεσε προϋπόθεση για την υπεράσπιση του συμφέροντος του συνόλου.
Αυτοί που χάνουν πρώτοι σε μια απεργιακή κινητοποίηση είναι οι ίδιοι οι απεργοί. Συνεπώς, η δυνατότητα ισοσκέλισης των οικονομικών απωλειών που υφίστανται οι απεργοί με ανάλογη διόγκωση του κοινωνικού κόστους που απορρέει από τη διακοπή της εργασίας, συνιστά την αναγκαία συνθήκη για την επιτυχή έκβαση των απεργιακών κινητοποιήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στη Βρετανία, το 1984-5. Παρά το γεγονός ότι η απεργία συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια ολόκληρου του χειμώνα του 1984, οι συνέπειες της δεν έγιναν αισθητές από το σύνολο του κοινωνικού σώματος, αφού το επίκεντρο των κινητοποιήσεων εστιάστηκε στα ορυχεία εξόρυξης λιγνίτη. Όμως, το κάρβουνο είχε πάψει να αποτελεί την πρώτη ύλη για τις περισσότερες από τις υποδομές των βρετανικών υπηρεσιών κοινής ωφελείας όπως η θέρμανση, το σιδηροδρομικό δίκτυο, κλπ. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο χρησιμοποιήθηκαν ως εναλλακτικές πηγές ενέργειας για την τροφοδοσία των παραπάνω εγκαταστάσεων. Έτσι, η παρατεταμένη απεργία στα ορυχεία λιγνίτη δεν είχε επιπτώσεις στη δυνατότητα των βρετανικών νοικοκυριών να έχουν θέρμανση για τον χειμώνα, ή στην ομαλή κίνηση των τραίνων.
Μόνο το εθνικό δίκτυο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθούσε να εξαρτάται από το κάρβουνο για τη λειτουργία των υποσταθμών του. Η κυβέρνηση της Θάτσερ ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία αξιοποιώντας τα στρατηγικά αποθέματα λιγνίτη που είχε συγκεντρώσει προκειμένου να μην επηρεαστεί η λειτουργία των υποσταθμών από το επερχόμενο κύμα βιομηχανικών ταραχών. Έτσι, η μοίρα των ανθρακωρύχων αποσυνδέθηκε από αυτή του κοινωνικού συνόλου. Οι απεργοί βρέθηκαν να δίνουν μια άνιση μάχη και παρά την έμπρακτη στήριξη από φορείς του διεθνούς εργατικού κινήματος, αλλά και την οργάνωση επιτροπών αλληλεγγύης προς τους απεργούς, η απώλεια των εισοδημάτων τους και η αδιάλλακτη στάση του σκληροπυρηνικού Θατσερισμού οδήγησαν ολόκληρες κοινότητες ανθρακωρύχων (ειδικά στη βόρεια Αγγλία) στα πρόθυρα της λιμοκτονίας.
Η εξάλειψη του κοινωνικού κόστους με την έννοια της διασφάλισης της ομαλής ροής των κοινωνικών υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο, καταδίκασε τους απεργούς σε μια ηρωική ήττα και συντέλεσε τα μέγιστα ώστε το άλλοτε ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα των ανθρακωρύχων να οδηγηθεί σε οριστική παρακμή. Ας σημειωθεί εδώ πως το πρόγραμμα της κυβέρνησης για την «μεταρρύθμιση» του ενεργειακού τομέα προέβλεπε την άμεση απόλυση χωρίς αποζημίωση 20.000 εργατών, σε σύνολο 27.000 θέσεων εργασίας. Η απεργία από αυτή την άποψη ήταν επιβεβλημένη επιλογή για τους ανθρακωρύχους που δεν είχαν άλλο τρόπο για να αντιδράσουν.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως δεν υφίσταται απεργιακό κίνημα χωρίς την κοινωνική του διάσταση και ότι η πρόκληση κοινωνικής αναταραχής μέσω της παρακώλυσης του παραγωγικού μηχανισμού αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της απεργίας σαν μεθόδος βιομηχανικής πάλης. Το κοινωνικό σώμα οφείλει να αναλαμβάνει πρόθυμα το κοινωνικό κόστος των κινητοποιήσεων, με αντάλλαγμα την παροχή υποστήριξης από τους κοινωνικούς φορείς στο δικαίωμα του καθενός να απεργεί. Οι πολίτες θα πρέπει να δουν πέρα από την ιδεολογία της ηρεμίας και να συνειδητοποιήσουν πως οι συλλογικοί αγώνες των εργαζομένων στην εποχή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς δεν συνιστούν μεμονωμένα επεισόδια βιομηχανικής ανυπακοής, αλλά τμήματα μιας ενιαίας παγκόσμιας σύγκρουσης ανάμεσα στο πολυεθνικό κεφάλαιο από την μία, και τις κοινωνίες από την άλλη.
Με αυτό δεν προκρίνουμε μια δογματική θεώρηση της απεργίας από το κοινωνικό σώμα ως a priori σωστής και ηθικής επιλογής. Οι γραφειοκρατικές ηγεσίες των νόμιμων συνδικάτων είναι πράγματι αναξιόπιστες, επιρρεπείς σε πολιτική χειραγώγηση και υποκινούμενες από συντεχνιακά συμφέροντα. Όμως το δικαίωμα στην απεργία οφείλει να είναι αυτονόητο και αδιαπραγμάτευτο και ως τέτοιο, να αποτελεί το σημείο αναφοράς για τη διατύπωση μιας ουσιαστικής κριτικής ενάντια στα επίσημα γραφειοκρατικά συνδικάτα. Αντί να συναινούμε σιωπηρά στην κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία, πρέπει να αγωνιστούμε για την ριζική μεταρρύθμιση της εσωτερικής δομής των συνδικάτων, την κατάργηση της ιεραρχίας με σκοπό τον έλεγχο τους από τη βάση και της επέκτασης του νέου συνδικαλιστικού κινήματος στον ιδιωτικό τομέα, μακριά από κομματικές εξαρτήσεις και συντεχνιακές νοοτροπίες. Μόνο τότε μπορεί η απεργία να ξαναγίνει το πανίσχυρο κοινωνικό όπλο που ήταν κάποτε και ο νέος συνδικαλισμός να επιτελέσει κεντρικό ρόλο στα κοινωνικά κινήματα του μέλλοντος.


[i] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε την ομιλία του καθηγητή εργατικών σχέσεων David Camfield στο συνέδριο της δια-επαγγελματικής συνομοσπονδίας της πολιτείας του Κεμπέκ στις 03-06-2008, http://www.newsocialist.org/index.php?id=1625.