Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ως σημαντικότερη απόρροια των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου, την τάση προς την απολυταρχία από την οποία εμφορείται η κυβέρνηση των ΗΠΑ, υπό τον Τζ. Μπους, τον νεότερο. Πολλοί εντάσσουν την τάση αυτή για συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια του εκτελεστικού κλάδου της κυβέρνησης στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής που σαν βραχυπρόθεσμο στόχο έχει την λήψη μέτρων για την αποτροπή ενός τρομοκρατικού χτυπήματος αντίστοιχου σε κλίμακα με αυτό των Δίδυμων Πύργων και που μακροπρόθεσμα στοχεύει στην αποτελεσματική βελτίωση του επιπέδου εσωτερικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Ισχυρίζονται πως με την εξάλειψη της τρομοκρατικής απειλής η ανάγκη για αστυνομικά μέτρα θα πάψει να υφίσταται. Η έκτακτη νομοθεσία θα αρθεί και οι νομικές εγγυήσεις του φιλελεύθερου δικαιικού συστήματος θα αποκατασταθούν.
Άλλοι διαβλέπουν πίσω από την συστηματική εκστρατεία της κυβέρνησης Μπους για περιστολή των ατομικών ελευθεριών, την επιρροή του νεοσυντηρητικού ιδεολογικού κατεστημένου, που διατηρεί σημαντικές προσβάσεις σε κυβερνητικά κέντρα εξουσίας όπως το Πεντάγωνο και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το νεοσύστατο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας καθώς και μέσα στο ίδιο το στενό περιβάλλον του Αμερικανού Προέδρου. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, φτάνει να ξεσκεπάστει ο σκοτεινός ρόλος αυτής της ακροδεξιάς φράξιας και να απομακρυνθούν οι εκπρόσωποι της από τα κυβερνητικά αξιώματα, για να επιστρέψει η Αμερική στον ορθό, φιλελεύθερο δρόμο. Άλλοι τέλος περιμένουν ότι μια ενδεχόμενη εκλογική επανακατάκτηση του Λευκού Οίκου από τους Δημοκρατικούς θα δώσει οριστικό τέλος στις φιλοδοξίες του Μπους και της κλίκας του περί Αυτοκρατορίας στο εξωτερικό και απολυταρχίας στο εσωτερικό.
Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που όλες οι παραπάνω θέσεις παραβλέπουν. Αναφερόμαστε στην έμφυτη δυναμική των ολοκληρωτικών / αυταρχικών πολιτικών συστημάτων μέσω της οποίας αναπαράγονται αυθόρμητα και βάσει μιας εσωτερικής λογικής οι όροι της κυριαρχίας τους πάνω στην κοινωνία, ανεξάρτητα ακόμα και από την βούληση ή τους συνειδητούς πολιτικούς σχεδιασμούς των ιθυνόντων που τα κατευθύνουν. Με άλλα λόγια υπάρχει ένας σημαντικός κίνδυνος για την πολιτική ηγεσία που αποφασίζει να υιοθετήσει μεθόδους απολυταρχικής διακυβέρνησης. Ένας κίνδυνος τον οποίο δύσκολα μπορεί να αποφύγει και που έχει σαν συνέπεια την τελική υπονόμευση της ίδιας της κυριαρχίας της. Είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε επανειλημμένα τις επιδράσεις της τάσης αυτής για εσωτερική διάβρωση τόσο στην αποσύνθεση των δικτατορικών καθεστώτων του πρώην Ανατολικού μπλοκ, όσο και στην θεαματική κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού του Ιρακ στις δύο περιπτώσεις που βρέθηκε υπό καθεστώς εξωτερικής πίεσης και αντιμετώπισε τον κίνδυνο στρατιωτικής εισβολής από Αμερικανικές δυνάμεις.[i]
Η κατάρρευση αυτή μπορεί εύκολα να εξηγηθεί με βάση την φύση της ολοκληρωτικής εξουσίας. Η υπερβολική εξάρτηση του ολοκληρωτικού κράτους από πειθαρχικούς μηχανισμούς συμμόρφωσης κι ελέγχου, φανερώνει την αποξένωση της πολιτικής ελίτ από τον κορμό της κοινωνίας. Η εκτεταμένη χρήση προπαγανδιστικών μέσων, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης και ο αυστηρός έλεγχος που επιβάλλεται στην ενημέρωση και την ροή της πληροφορίας στοχεύει στην δημιουργία μιας τεχνητής ομοιομορφίας αντιλήψεων και στη χειραγώγηση των συνειδήσεων της μάζας των πολιτών. Όμως ο ορισμός της σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας μέσα σε ένα τέτοιο αλλοτριωτικό πλαίσιο καταλήγει μακροπρόθεσμα στο να υπονομεύει την ίδια την ικανότητα του κράτους να αξιολογεί ρεαλιστικά τον ρόλο του μέσα στην κοινωνία, να αφουγκράζεται ενδεχόμενες κοινωνικές μεταβολές και τελικά να προσαρμόζει τις μεθόδους διακυβέρνησης του στα δεδομένα της κοινωνικής εξέλιξης. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος εξαιτίας του οποίου τα αυταρχικά καθεστώτα λειτουργούν ως μονολιθικές οντότητες που, όπως δείχνει το ιστορικό παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις και τις πιέσεις μιας πολιτικής ή συνταγματικής μεταρρύθμισης.
Μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως αντί να μεταχειρίζεται την προπαγάνδα ως εργαλείο επιβολής και ενίσχυσης της πολιτικής του εξουσίας, το ολοκληρωτικό καθεστώς σταδιακά τείνει να γίνει υποχείριο των ιδεολογικών μύθων που αυτό παράγει για να νομιμοποίησει τον κυρίαρχο ρόλο του. Χαρακτηριστικά, μπορούμε να αναφέρουμε το παράδειγμα της έκπτωτης πλέον Ιρακινής ηγεσίας που, όπως αναφέρει δημοσίευμα των New York Times, παραμονές της πρόσφατης Αμερικανικής εισβολής βρισκόταν σε μια παρανοϊκή κατάσταση πλήρους εφησυχασμού και άρνησης, «αποσυνδεδεμένης από την πραγματικότητα, εν καιρώ ειρήνης ή πολέμου».[ii] Αντί να επιδίδονται σε μια πραγματιστική αξιολόγηση των στρατιωτικών μέσων που είχαν στη διάθεση τους για να αντιμετωπίσουν την επικείμενη Αμερικανική εισβολή, οι υψηλόβαθμοι Ιρακινοί αξιωματούχοι περιορίστηκαν στο να καθησυχάζουν ο ένας τον άλλον σχετικά με τις, πλασματικές, δυνατότητες των Ιρακινών ενόπλων δυνάμεων. Όλοι μαζί δε, παρουσίαζαν μια ρόδινη εικόνα στον ανώτατο ηγέτη Σανταμ Χουσείν, σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού του.
Ας μην βιαστούμε όμως να κατηγορήσουμε την Ιρακινή ηγεσία για ανικανότητα ή για έλλειψη αίσθησης του καθήκοντος. Σε ένα περιβάλλον όπου βασιλεύει η τρομοκρατία, όπου η απόλυτη συμμόρφωση με την κομματική γραμμή και τη βούληση του αρχηγού αποτελεί καθήκον απαράβατο, θα συνιστούσε πράγματι μια πράξη καθαρού ηρωισμού από μέρους ενός γραφειοκράτη του κόμματος να παραδεχτεί απερίφραστα την αποτυχία του. Πολύ περισσότερο όταν η εμπειρία δείχνει πως το τίμημα που συνοδεύει μια τέτοια ομολογία είναι η φυλάκιση, ο βασανισμός ή ακόμα και η συνοπτική εκτέλεση αυτού που έχει την ηθική ακεραιότητα να την παραδεχτεί.
Η έλλειψη σωστής πληροφόρησης για την κατάσταση του στρατεύματος είναι ένας δεύτερος λόγος στον οποίο μπορούμε να αποδώσουμε την φαινομενικά παράλογη στάση της Ιρακινής ηγεσίας. Εαν οι σχέσεις μεταξύ υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών επικαθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον φόβο της αυθαίρετης και σκληρής τιμωρίας, δεν μπορεί παρά να ισχύει το ίδιο και με αξιωματούχους που βρίσκονται στις κατώτερες βαθμίδες της κρατικής μηχανής. Είναι λογικό τα ανώτερα στελέχη ενός ιεραρχικά δομημένου τμήματος της κρατικής μηχανής, όπως είναι ο στρατός, να βασίζονται στην ενημέρωση και πληροφόρηση που λαμβάνουν από τους υφισταμένους τους για να έχουν ανα πάσα στιγμή μια ολοκληρωμένη άποψη για τη λειτουργική κατάσταση και τις δυνατότητες απόδοσης των υπηρεσιών που έχουν υπό την επίβλεψη τους. Σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα όμως, όπου ενδεχόμενη αποτυχία ή η εμφάνιση προβλημάτων μπορεί να εκληφθεί ως προδοσία ή να ερμηνευθεί ως σκόπιμο σαμποτάζ, η ροή της πληροφόρησης από πάνω προς τα κάτω παρεμποδίζεται, ή πολλές φορές διακόπτεται ολοκληρωτικά. Οι υφιστάμενοι έχουν κάθε συμφέρον να αποκρύψουν σοβαρά προβλήματα οργάνωσης ή απόδοσης στους τομείς επί των οποίων έχουν αρμοδιότητα, αφού υπάρχει πάντα ο φόβος του εγκλεισμού στη φυλακή ή της εκκαθάρισης από τα όργανα του καθεστώτος. Έτσι το ιεραρχικό σύστημα ατροφεί και αδυνατεί να αποκτήσει μια συνολική αντίληψη της γενικής του κατάστασης, όπως στην περίπτωση των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων. Βλέπουμε έτσι πως οι πρακτικές της ολοκληρωτικής διακυβέρνησης είναι δυνατόν να διαταράξουν την ομαλή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, παρά το περίβλημα άκρατης κανονικότητας και τάξης το οποίο προβάλλουν προς τα έξω, και να καταστήσουν το κράτος ανίκανο να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά ακόμα και στις πιο θεμελιώδεις λειτουργίες με τις οποίες είναι επιφορτισμένο, όπως είναι η οργάνωση της άμυνας του έθνους.
Η διαδικασία αυτή αποδέσμευσης του Κράτους-Κόμματος από την εμπειρική κοινωνική πραγματικότητα, η αδυναμία του να κατανοήσει τον κοινωνικό περίγυρο του και η στεγανοποίηση του από εξωτερικά ερεθίσματα, παρατηρείται σε κάθε τομέα κρατικής μέριμνας και σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα που διαχειρίζεται το κράτος, και έχει σαν αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας πλασματικής σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας.
Όσοι έχουν μελετήσει τη Σοβιετική εμπειρία, θα θυμούνται τον σχεδόν ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα που προσέλαβαν οι διώξεις και οι πρακτικές κρατικής τρομοκρατίας εναντίον αντιφρονούντων και πολιτικών αντιπάλων, κατά την φάση της σταθεροποίησης της εξουσίας των Μπολσεβίκων στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης. Η ολομέτωπη εκστρατεία καταστολής που εξαπολύθηκε από τις υπηρεσίες ασφαλείας με αρχικό σκοπό την εξάλειψη των αντεπαναστατικών στοιχείων και τη δραστική αντιμετώπιση της δράσης των Δυτικών πρακτόρων στο εσωτερικό της Σοβιετικής δημοκρατίας, κατέληξε να στραφεί ενάντια στο σύνολο της Ρωσικής κοινωνίας, καταβροχθίζοντας ακόμα και εκείνα τα υψηλόβαθμα στελέχη του Κόμματος που προϊσταντο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, όπως ο Μπέρια.
Αυτή η φαινομενική διωκτική εμμονή των νεοσύστατων επαναστατικών αρχών μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως συστήνοντας επαναστατικά δικαστήρια και καταργώντας την αυτόνομη λειτουργία της δικαστικής αρχής, οι Μπολσεβίκοι απώλεσαν το μοναδικό αξιόπιστο εργαλείο ρεαλιστικής μέτρησης κι αξιολόγησης των εσωτερικών απειλών που αντιμετώπιζε το καθεστώς στα πρώιμο στάδιο εγκαθίδρυσης της κυριαρχίας του. Λόγω της υπαγωγής των δικαστηρίων στον κομματικό μηχανισμό, η αμερόληπτη δικαιοσύνη, τα μη-κατευθυνόμενα πορίσματα της οποίας θα μπορούσαν να προμηθεύσουν την επαναστατική κυβέρνηση με αντικειμενικές ενδείξεις και αξιόπιστες πληροφορίες γύρω από την ταυτότητα των στοιχείων που υπονόμευαν την επαναστατική υπόθεση, έχασε τον διαμεσολαβητικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίζει μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής / κρατικής εξουσίας.
Με άλλα λόγια, επήλθε μια αλλοίωση στην καθολική σχέση του Κόμματος με το κοινωνικό σώμα και κατ’επέκταση μια παραμόρφωση της εικόνας που το Κόμμα είχε για τον ίδιο του τον εαυτό. Η επαναστατική δικαιοσύνη έγινε αυτοαναφορική. Έτσι, η ικανότητα αυτο-κατανόησης και αυτοκριτικής των κομματικών οργάνων περιορίστηκε δραστικά, όπως περιορίστηκε και η ικανότητα αντικειμενικής αξιολόγησης των πεπραγμένων του Κόμματος αναφορικά με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Ρωσία.
Η εισαγωγή της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και η εγκατάσταση ενός παράπλευρου πειθαρχικού μηχανισμού υπαγόμενου απευθείας στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή του Αμερικανού Προέδρου, τείνει να δημιουργήσει συνθήκες παρόμοιες με τις προαναφερόμενες. Το κεντρικό επιχείρημα που προβάλλουν οι συνήγοροι υπεράσπισης των χιλίων και πλέον Μουσουλμάνων Αμερικανών πολιτών, που συνελήφθησαν και κρατούνται παράνομα από τις αρχές την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου, έρχεται να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό μας. Απευθύνοντας έκκληση προς το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ, η ομάδα των συνηγόρων υποστήριξε πως η αποσιώπηση πληροφοριών σχετικών με την κράτηση των υπόπτων για τρομοκρατία (προσωπικά στοιχεία, τόπος κράτησης, κατηγορία), καθιστά αδύνατη την επαλήθευση ή προσβολή της νομιμότητας της εκάστοτε σύλληψης, αφού τα θετικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για μια τέτοια εκτίμηση παρακρατούνται από τις αστυνομικές αρχές. Άρα είναι πρακτικώς ανέφικτο να αποφανθεί κανείς ως προς το αν πρόκειται για τη σύλληψη και κράτηση ενός ενεργού ή εν δυνάμει τρομοκράτη, ή εαν η σύλληψη υπαγορεύτηκε από πολιτικά κίνητρα που απορρέουν από ρατσιστικές συμπεριφορές και στερεότυπα, ή προκύπτουν από πρακτικές αυταρχισμού της εξουσίας.
Εάν αντιστρέψουμε αυτή την αλληλουχία θα δούμε πως το ίδιο ισχύει και για την κρατική εξουσία που διενεργεί συλλήψεις, χωρίς να αναθέτει σε ανεξάρτητη δικαστική αρχή την επικύρωση ή μη, της νομιμότητας των ενεργειών της. Χωρίς την επεξεργασία της εκάστοτε κατηγορίας από το δικαστικό μικροσκόπιο, χωρίς τον πλουραλισμό ερμηνειών και δικονομικών αναπαραστάσεων που προκύπτει από το modus operandi κάθε ακροαματικής διαδικασίας, η πολιτική εξουσία στερείται από ένα ανεξάρτητο σημείο αναφοράς που θα της χρησίμευε ως αντικειμενικό μέτρο σύγκρισης σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να αξιολογήσει την δική της αντίληψη για την κοινωνία, τον κυβερνητικό μηχανισμό και για την μέθοδο διακυβέρνησης που εφαρμόζει. Με αυτόν τον τρόπο, η ικανότητα αυτοκατανόησης της πολιτικής εξουσίας φθίνει δραματικά. Στην περίπτωση των Αμερικανών μουσουλμάνων κρατούμενων, μια τέτοια εξέλιξη θα είχε σαν συνέπεια την μεταχείριση της μουσουλμανικής κοινότητας των ΗΠΑ στη βάση της αρχής της συλλογικής ενοχής και την επέκταση παρόμοιων προληπτικών αστυνομικών μέτρων ενάντια σε άλλες εθνοτικές ομάδες που παρουσιάζουν στοιχεία φυλετικής ή θρησκευτικής διαφοροποίησης από την κυρίαρχη Αγγλοσαξωνο-εβραϊκή κουλτούρα.
Ο εντοπισμός και η εξουδετέρωση του εσωτερικού εχθρού καθίσταται πρακτικώς ανέφικτος, αφού η εκτελεστική εξουσία διαθέτει μόνο την δική της ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία της επικείμενης απειλής και με βάση αυτήν προχωράει χωρίς πλέον να διαθέτει τα απαιτούμενα μέσα για την αντικειμενική αξιολόγηση της. Έτσι όμως τείνει να ενοχοποιήσει το σύνολο της κοινωνίας, έχοντας ήδη προχωρήσει στην κατεδάφιση των δικαστικών και συνταγματικών αναχωμάτων κατά της αυθαίρετης κρίσης της.
Άλλοι διαβλέπουν πίσω από την συστηματική εκστρατεία της κυβέρνησης Μπους για περιστολή των ατομικών ελευθεριών, την επιρροή του νεοσυντηρητικού ιδεολογικού κατεστημένου, που διατηρεί σημαντικές προσβάσεις σε κυβερνητικά κέντρα εξουσίας όπως το Πεντάγωνο και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το νεοσύστατο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας καθώς και μέσα στο ίδιο το στενό περιβάλλον του Αμερικανού Προέδρου. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, φτάνει να ξεσκεπάστει ο σκοτεινός ρόλος αυτής της ακροδεξιάς φράξιας και να απομακρυνθούν οι εκπρόσωποι της από τα κυβερνητικά αξιώματα, για να επιστρέψει η Αμερική στον ορθό, φιλελεύθερο δρόμο. Άλλοι τέλος περιμένουν ότι μια ενδεχόμενη εκλογική επανακατάκτηση του Λευκού Οίκου από τους Δημοκρατικούς θα δώσει οριστικό τέλος στις φιλοδοξίες του Μπους και της κλίκας του περί Αυτοκρατορίας στο εξωτερικό και απολυταρχίας στο εσωτερικό.
Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που όλες οι παραπάνω θέσεις παραβλέπουν. Αναφερόμαστε στην έμφυτη δυναμική των ολοκληρωτικών / αυταρχικών πολιτικών συστημάτων μέσω της οποίας αναπαράγονται αυθόρμητα και βάσει μιας εσωτερικής λογικής οι όροι της κυριαρχίας τους πάνω στην κοινωνία, ανεξάρτητα ακόμα και από την βούληση ή τους συνειδητούς πολιτικούς σχεδιασμούς των ιθυνόντων που τα κατευθύνουν. Με άλλα λόγια υπάρχει ένας σημαντικός κίνδυνος για την πολιτική ηγεσία που αποφασίζει να υιοθετήσει μεθόδους απολυταρχικής διακυβέρνησης. Ένας κίνδυνος τον οποίο δύσκολα μπορεί να αποφύγει και που έχει σαν συνέπεια την τελική υπονόμευση της ίδιας της κυριαρχίας της. Είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε επανειλημμένα τις επιδράσεις της τάσης αυτής για εσωτερική διάβρωση τόσο στην αποσύνθεση των δικτατορικών καθεστώτων του πρώην Ανατολικού μπλοκ, όσο και στην θεαματική κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού του Ιρακ στις δύο περιπτώσεις που βρέθηκε υπό καθεστώς εξωτερικής πίεσης και αντιμετώπισε τον κίνδυνο στρατιωτικής εισβολής από Αμερικανικές δυνάμεις.[i]
Η κατάρρευση αυτή μπορεί εύκολα να εξηγηθεί με βάση την φύση της ολοκληρωτικής εξουσίας. Η υπερβολική εξάρτηση του ολοκληρωτικού κράτους από πειθαρχικούς μηχανισμούς συμμόρφωσης κι ελέγχου, φανερώνει την αποξένωση της πολιτικής ελίτ από τον κορμό της κοινωνίας. Η εκτεταμένη χρήση προπαγανδιστικών μέσων, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης και ο αυστηρός έλεγχος που επιβάλλεται στην ενημέρωση και την ροή της πληροφορίας στοχεύει στην δημιουργία μιας τεχνητής ομοιομορφίας αντιλήψεων και στη χειραγώγηση των συνειδήσεων της μάζας των πολιτών. Όμως ο ορισμός της σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας μέσα σε ένα τέτοιο αλλοτριωτικό πλαίσιο καταλήγει μακροπρόθεσμα στο να υπονομεύει την ίδια την ικανότητα του κράτους να αξιολογεί ρεαλιστικά τον ρόλο του μέσα στην κοινωνία, να αφουγκράζεται ενδεχόμενες κοινωνικές μεταβολές και τελικά να προσαρμόζει τις μεθόδους διακυβέρνησης του στα δεδομένα της κοινωνικής εξέλιξης. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος εξαιτίας του οποίου τα αυταρχικά καθεστώτα λειτουργούν ως μονολιθικές οντότητες που, όπως δείχνει το ιστορικό παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις και τις πιέσεις μιας πολιτικής ή συνταγματικής μεταρρύθμισης.
Μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως αντί να μεταχειρίζεται την προπαγάνδα ως εργαλείο επιβολής και ενίσχυσης της πολιτικής του εξουσίας, το ολοκληρωτικό καθεστώς σταδιακά τείνει να γίνει υποχείριο των ιδεολογικών μύθων που αυτό παράγει για να νομιμοποίησει τον κυρίαρχο ρόλο του. Χαρακτηριστικά, μπορούμε να αναφέρουμε το παράδειγμα της έκπτωτης πλέον Ιρακινής ηγεσίας που, όπως αναφέρει δημοσίευμα των New York Times, παραμονές της πρόσφατης Αμερικανικής εισβολής βρισκόταν σε μια παρανοϊκή κατάσταση πλήρους εφησυχασμού και άρνησης, «αποσυνδεδεμένης από την πραγματικότητα, εν καιρώ ειρήνης ή πολέμου».[ii] Αντί να επιδίδονται σε μια πραγματιστική αξιολόγηση των στρατιωτικών μέσων που είχαν στη διάθεση τους για να αντιμετωπίσουν την επικείμενη Αμερικανική εισβολή, οι υψηλόβαθμοι Ιρακινοί αξιωματούχοι περιορίστηκαν στο να καθησυχάζουν ο ένας τον άλλον σχετικά με τις, πλασματικές, δυνατότητες των Ιρακινών ενόπλων δυνάμεων. Όλοι μαζί δε, παρουσίαζαν μια ρόδινη εικόνα στον ανώτατο ηγέτη Σανταμ Χουσείν, σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού του.
Ας μην βιαστούμε όμως να κατηγορήσουμε την Ιρακινή ηγεσία για ανικανότητα ή για έλλειψη αίσθησης του καθήκοντος. Σε ένα περιβάλλον όπου βασιλεύει η τρομοκρατία, όπου η απόλυτη συμμόρφωση με την κομματική γραμμή και τη βούληση του αρχηγού αποτελεί καθήκον απαράβατο, θα συνιστούσε πράγματι μια πράξη καθαρού ηρωισμού από μέρους ενός γραφειοκράτη του κόμματος να παραδεχτεί απερίφραστα την αποτυχία του. Πολύ περισσότερο όταν η εμπειρία δείχνει πως το τίμημα που συνοδεύει μια τέτοια ομολογία είναι η φυλάκιση, ο βασανισμός ή ακόμα και η συνοπτική εκτέλεση αυτού που έχει την ηθική ακεραιότητα να την παραδεχτεί.
Η έλλειψη σωστής πληροφόρησης για την κατάσταση του στρατεύματος είναι ένας δεύτερος λόγος στον οποίο μπορούμε να αποδώσουμε την φαινομενικά παράλογη στάση της Ιρακινής ηγεσίας. Εαν οι σχέσεις μεταξύ υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών επικαθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον φόβο της αυθαίρετης και σκληρής τιμωρίας, δεν μπορεί παρά να ισχύει το ίδιο και με αξιωματούχους που βρίσκονται στις κατώτερες βαθμίδες της κρατικής μηχανής. Είναι λογικό τα ανώτερα στελέχη ενός ιεραρχικά δομημένου τμήματος της κρατικής μηχανής, όπως είναι ο στρατός, να βασίζονται στην ενημέρωση και πληροφόρηση που λαμβάνουν από τους υφισταμένους τους για να έχουν ανα πάσα στιγμή μια ολοκληρωμένη άποψη για τη λειτουργική κατάσταση και τις δυνατότητες απόδοσης των υπηρεσιών που έχουν υπό την επίβλεψη τους. Σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα όμως, όπου ενδεχόμενη αποτυχία ή η εμφάνιση προβλημάτων μπορεί να εκληφθεί ως προδοσία ή να ερμηνευθεί ως σκόπιμο σαμποτάζ, η ροή της πληροφόρησης από πάνω προς τα κάτω παρεμποδίζεται, ή πολλές φορές διακόπτεται ολοκληρωτικά. Οι υφιστάμενοι έχουν κάθε συμφέρον να αποκρύψουν σοβαρά προβλήματα οργάνωσης ή απόδοσης στους τομείς επί των οποίων έχουν αρμοδιότητα, αφού υπάρχει πάντα ο φόβος του εγκλεισμού στη φυλακή ή της εκκαθάρισης από τα όργανα του καθεστώτος. Έτσι το ιεραρχικό σύστημα ατροφεί και αδυνατεί να αποκτήσει μια συνολική αντίληψη της γενικής του κατάστασης, όπως στην περίπτωση των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων. Βλέπουμε έτσι πως οι πρακτικές της ολοκληρωτικής διακυβέρνησης είναι δυνατόν να διαταράξουν την ομαλή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, παρά το περίβλημα άκρατης κανονικότητας και τάξης το οποίο προβάλλουν προς τα έξω, και να καταστήσουν το κράτος ανίκανο να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά ακόμα και στις πιο θεμελιώδεις λειτουργίες με τις οποίες είναι επιφορτισμένο, όπως είναι η οργάνωση της άμυνας του έθνους.
Η διαδικασία αυτή αποδέσμευσης του Κράτους-Κόμματος από την εμπειρική κοινωνική πραγματικότητα, η αδυναμία του να κατανοήσει τον κοινωνικό περίγυρο του και η στεγανοποίηση του από εξωτερικά ερεθίσματα, παρατηρείται σε κάθε τομέα κρατικής μέριμνας και σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα που διαχειρίζεται το κράτος, και έχει σαν αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας πλασματικής σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας.
Όσοι έχουν μελετήσει τη Σοβιετική εμπειρία, θα θυμούνται τον σχεδόν ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα που προσέλαβαν οι διώξεις και οι πρακτικές κρατικής τρομοκρατίας εναντίον αντιφρονούντων και πολιτικών αντιπάλων, κατά την φάση της σταθεροποίησης της εξουσίας των Μπολσεβίκων στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης. Η ολομέτωπη εκστρατεία καταστολής που εξαπολύθηκε από τις υπηρεσίες ασφαλείας με αρχικό σκοπό την εξάλειψη των αντεπαναστατικών στοιχείων και τη δραστική αντιμετώπιση της δράσης των Δυτικών πρακτόρων στο εσωτερικό της Σοβιετικής δημοκρατίας, κατέληξε να στραφεί ενάντια στο σύνολο της Ρωσικής κοινωνίας, καταβροχθίζοντας ακόμα και εκείνα τα υψηλόβαθμα στελέχη του Κόμματος που προϊσταντο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, όπως ο Μπέρια.
Αυτή η φαινομενική διωκτική εμμονή των νεοσύστατων επαναστατικών αρχών μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως συστήνοντας επαναστατικά δικαστήρια και καταργώντας την αυτόνομη λειτουργία της δικαστικής αρχής, οι Μπολσεβίκοι απώλεσαν το μοναδικό αξιόπιστο εργαλείο ρεαλιστικής μέτρησης κι αξιολόγησης των εσωτερικών απειλών που αντιμετώπιζε το καθεστώς στα πρώιμο στάδιο εγκαθίδρυσης της κυριαρχίας του. Λόγω της υπαγωγής των δικαστηρίων στον κομματικό μηχανισμό, η αμερόληπτη δικαιοσύνη, τα μη-κατευθυνόμενα πορίσματα της οποίας θα μπορούσαν να προμηθεύσουν την επαναστατική κυβέρνηση με αντικειμενικές ενδείξεις και αξιόπιστες πληροφορίες γύρω από την ταυτότητα των στοιχείων που υπονόμευαν την επαναστατική υπόθεση, έχασε τον διαμεσολαβητικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίζει μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής / κρατικής εξουσίας.
Με άλλα λόγια, επήλθε μια αλλοίωση στην καθολική σχέση του Κόμματος με το κοινωνικό σώμα και κατ’επέκταση μια παραμόρφωση της εικόνας που το Κόμμα είχε για τον ίδιο του τον εαυτό. Η επαναστατική δικαιοσύνη έγινε αυτοαναφορική. Έτσι, η ικανότητα αυτο-κατανόησης και αυτοκριτικής των κομματικών οργάνων περιορίστηκε δραστικά, όπως περιορίστηκε και η ικανότητα αντικειμενικής αξιολόγησης των πεπραγμένων του Κόμματος αναφορικά με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Ρωσία.
Η εισαγωγή της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και η εγκατάσταση ενός παράπλευρου πειθαρχικού μηχανισμού υπαγόμενου απευθείας στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή του Αμερικανού Προέδρου, τείνει να δημιουργήσει συνθήκες παρόμοιες με τις προαναφερόμενες. Το κεντρικό επιχείρημα που προβάλλουν οι συνήγοροι υπεράσπισης των χιλίων και πλέον Μουσουλμάνων Αμερικανών πολιτών, που συνελήφθησαν και κρατούνται παράνομα από τις αρχές την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου, έρχεται να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό μας. Απευθύνοντας έκκληση προς το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ, η ομάδα των συνηγόρων υποστήριξε πως η αποσιώπηση πληροφοριών σχετικών με την κράτηση των υπόπτων για τρομοκρατία (προσωπικά στοιχεία, τόπος κράτησης, κατηγορία), καθιστά αδύνατη την επαλήθευση ή προσβολή της νομιμότητας της εκάστοτε σύλληψης, αφού τα θετικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για μια τέτοια εκτίμηση παρακρατούνται από τις αστυνομικές αρχές. Άρα είναι πρακτικώς ανέφικτο να αποφανθεί κανείς ως προς το αν πρόκειται για τη σύλληψη και κράτηση ενός ενεργού ή εν δυνάμει τρομοκράτη, ή εαν η σύλληψη υπαγορεύτηκε από πολιτικά κίνητρα που απορρέουν από ρατσιστικές συμπεριφορές και στερεότυπα, ή προκύπτουν από πρακτικές αυταρχισμού της εξουσίας.
Εάν αντιστρέψουμε αυτή την αλληλουχία θα δούμε πως το ίδιο ισχύει και για την κρατική εξουσία που διενεργεί συλλήψεις, χωρίς να αναθέτει σε ανεξάρτητη δικαστική αρχή την επικύρωση ή μη, της νομιμότητας των ενεργειών της. Χωρίς την επεξεργασία της εκάστοτε κατηγορίας από το δικαστικό μικροσκόπιο, χωρίς τον πλουραλισμό ερμηνειών και δικονομικών αναπαραστάσεων που προκύπτει από το modus operandi κάθε ακροαματικής διαδικασίας, η πολιτική εξουσία στερείται από ένα ανεξάρτητο σημείο αναφοράς που θα της χρησίμευε ως αντικειμενικό μέτρο σύγκρισης σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να αξιολογήσει την δική της αντίληψη για την κοινωνία, τον κυβερνητικό μηχανισμό και για την μέθοδο διακυβέρνησης που εφαρμόζει. Με αυτόν τον τρόπο, η ικανότητα αυτοκατανόησης της πολιτικής εξουσίας φθίνει δραματικά. Στην περίπτωση των Αμερικανών μουσουλμάνων κρατούμενων, μια τέτοια εξέλιξη θα είχε σαν συνέπεια την μεταχείριση της μουσουλμανικής κοινότητας των ΗΠΑ στη βάση της αρχής της συλλογικής ενοχής και την επέκταση παρόμοιων προληπτικών αστυνομικών μέτρων ενάντια σε άλλες εθνοτικές ομάδες που παρουσιάζουν στοιχεία φυλετικής ή θρησκευτικής διαφοροποίησης από την κυρίαρχη Αγγλοσαξωνο-εβραϊκή κουλτούρα.
Ο εντοπισμός και η εξουδετέρωση του εσωτερικού εχθρού καθίσταται πρακτικώς ανέφικτος, αφού η εκτελεστική εξουσία διαθέτει μόνο την δική της ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία της επικείμενης απειλής και με βάση αυτήν προχωράει χωρίς πλέον να διαθέτει τα απαιτούμενα μέσα για την αντικειμενική αξιολόγηση της. Έτσι όμως τείνει να ενοχοποιήσει το σύνολο της κοινωνίας, έχοντας ήδη προχωρήσει στην κατεδάφιση των δικαστικών και συνταγματικών αναχωμάτων κατά της αυθαίρετης κρίσης της.
Μπολιβαριανή Επανάσταση και Κράτος Δικαίου
Μια διέξοδο από το δίλλημα της τυραννικής διακυβέρνησης που σκιαγραφήσαμε παραπάνω μπορούμε να ανιχνεύσουμε στη στάση που τηρεί ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβεζ απέναντι στην εγχώρια αντιπολίτευση που επανειλημμένα έχει επιχειρήσει να τον ανατρέψει και να σφετεριστεί την εξουσία του. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Τσάβεζ δεν στερείται νομικών επιχειρημάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την επιβολή στρατιωτικού νόμου για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού, ο Τσάβεζ παραμένει αμετακίνητος σε μια στρατηγική απαράβατης τήρησης της συνταγματικής νομιμότητας. Κι αυτό γιατί έχει επίγνωση του γεγονότος ότι οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο δράσης, όπως η μερική αναστολή του κράτους δικαίου και η εφαρμογή έκτακτων κατασταλτικών μέτρων για την υπεράσπιση του καθεστώτος, α) θα συνηγορούσε υπέρ της προπαγάνδας των αντιπολιτευόμενων ομάδων που παρουσιάζουν τον Τσάβεζ ως έναν επίδοξο δικτάτορα τύπου Φιντέλ Κάστρο, και β) θα μπορούσε να προκαλέσει έξωθεν παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Βενεζουέλας, υπό την μορφή στρατιωτικής εισβολής από τις ΗΠΑ ή από κάποιο γειτονικό καθεστώς προσκείμενο στην Ουάσινγκτον, ή μέσω της οργάνωσης πραξικοπήματος με την συνδρομή ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων που έχουν την βάση τους εκτός των συνόρων της Βενεζουέλας.[iii]
Ακόμη περισσότερο, και σε ένα επίπεδο υπερκείμενο των εφήμερων πολιτικών σκοπιμοτήτων, φαίνεται οτι ο Τσάβεζ κατανοεί απόλυτα πως η διασφάλιση της συνταγματικής τάξης και η απρόσκοπτη εφαρμογή των νομικών κανόνων και των θεσμικών διαδικασιών, συνιστά τον μοναδικό μηχανισμό άμυνας που η επανάσταση διαθέτει απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Με άλλα λόγια η προάσπιση των θεσμών παρέχει αποτελεσματική προστασία στην επαναστατική εξουσία της Μπολιβαριανής κυβέρνησης ενάντια σε κάθε τάση υπερβολής ή κατάχρησης εξουσίας που εμπεριέχει κάθε ριζοσπαστικό επαναστατικό εγχείρημα.
Η επικύρωση του αιτήματος για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος από το Ανώτατο Δικαστήριο της Βενεζουέλας (που σημειωτέον ελέγχεται κατά τα τρία πέμπτα του από την κυβέρνηση) αποτελεί την θεσμική έκφραση αυτής ακριβώς της λογικής. Ότι δηλαδή η εκούσια υποταγή της επαναστατικής κυβέρνησης στο γράμμα και το πνεύμα των νόμων που η ίδια θέσπισε, αποτελεί το καλύτερο εχέγγυο για την διασφάλιση του δημοκρατικού χαρακτήρα της επανάστασης. Θα μπορούσαμε άλλωστε να διατυπώσουμε τον ισχυρισμό ότι ενδεχόμενη άρνηση της πολιτικής εξουσίας να υποβληθεί στη δοκιμασία του δημοψηφίσματος θα ισοδυναμούσε με έμμεση παραδοχή αδυναμίας εκ μέρους του επαναστατικού καθεστώτος, καθώς θα σηματοδοτούσε την ουσιαστική απόρριψη της προσφυγής στην λαϊκή ετυμηγορία ως έγκυρης μεθόδου αξιολόγησης του μεταρρυθμιστικού έργου της κυβέρνησης. Για ένα ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα που διατείνεται ότι αποβλέπει στον ριζικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας της Βενεζουέλας και στην πολιτική και οικονομική ενδυνάμωση των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων, κάτι τέτοιο θα σήμαινε την πολιτική ήττα της επανάστασης και την αλλοτρίωση της επαναστατικής διαδικασίας από την κοινωνική της βάση, δηλαδή τις μάζες των άπορων, άκληρων και αποκλεισμένων που υποτίθεται πως εκπροσωπεί.
[i] Η Οριάνα Φαλάτσι γράφει χαρακτηριστικά ότι κατά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, “ο Ιρακινός στρατός ξεφούσκωσε σαν τρύπιο μπαλόνι. Αποσυντέθηκε τόσο γρήγορα, τόσο εύκολα, που ακόμα κι εγώ αιχμαλώτισα τέσσερις από τους στρατιώτες του. Βρισκόμουν πίσω από στην Σαουδική έρημο, ολομόναχη. Τέσσερα σκελετωμένα πλάσματα με πλησίασαν με τα χέρια στην ανάταση, και ψιθύρισαν: ‘Μπους, Μπους’. Που σήμαινε: ‘Παρακαλώ αιχμαλωτίστε με. Είμαι τόσο διψασμένος, τόσο πεινασμένος’. Κι έτσι τους αιχμαλώτισα”. Στο O. Fallaci, The Rage, the Pride and the Doubt, Wall Street Journal, 13/03/2003.
[ii] Th. Shanker, “Regime Thought War Unlikely, Iraqis Tell US”, The New York Times, 12/ 02/ 2004.
[iii] Κατά τα πρότυπα της ανατροπής του καθεστώτος στην Αϊτή όπου ο εκλεγμένος πρόεδρος Αριστίντ εκδιώχθηκε από την εξουσία έπειτα από ένα προσεκτικά ενορχηστρωμένο πραξικόπημα που περιβλήθηκε την νομιμότητα μιας αυθόρμητης λαικής εξέγερσης με αίτημα τον ‘εκδημοκρατισμό’ του καθεστώτος. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ενώ η εκστρατεία κατά της κυβέρνησης του Αριστίντ ξεκίνησε σαν ένα ειρηνικό κίνημα αμφισβήτησης με σαφείς δεσμούς με την κοινωνία των πολιτών της χώρας, γρήγορα αυτή η ειρηνική κινητοποίηση υπερφαλαγγίστηκε από ένα καλά εξοπλισμένο και άρτια εκπαιδευμένο αντάρτικο που υποστηριζόταν οικονομικά από τους Αμερικανούς και το οποίο διηύθυναν όχι οι ηγέτες της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, αλλά πρώην αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων της Αϊτής, τις οποίες ο Αριστίντ είχε κηρύξει έκνομες. Σημειωτέον, ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους κατά τον Λευκό Οίκο, ‘μαχητές της ελευθερίας’, ευθύνονται για την διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας με θύματα κυρίως τα φτωχά στρώματα του λαού της Αϊτής. Στο μεσοδιάστημα δε που μεσολάβησε μεταξύ της ανόδου του Αριστίντ στην εξουσία και του πραξικοπήματος του 2004, βρίσκονταν όλοι στην εξορία όπου διέμεναν για τον φόβο σύλληψης και καταδίκης τους από την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Για περισσότερες λεπτομέρειες P. Farmer, Who Removed Aristide?, London Review of Books, 13/04/2004.
Μια διέξοδο από το δίλλημα της τυραννικής διακυβέρνησης που σκιαγραφήσαμε παραπάνω μπορούμε να ανιχνεύσουμε στη στάση που τηρεί ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβεζ απέναντι στην εγχώρια αντιπολίτευση που επανειλημμένα έχει επιχειρήσει να τον ανατρέψει και να σφετεριστεί την εξουσία του. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Τσάβεζ δεν στερείται νομικών επιχειρημάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την επιβολή στρατιωτικού νόμου για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού, ο Τσάβεζ παραμένει αμετακίνητος σε μια στρατηγική απαράβατης τήρησης της συνταγματικής νομιμότητας. Κι αυτό γιατί έχει επίγνωση του γεγονότος ότι οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο δράσης, όπως η μερική αναστολή του κράτους δικαίου και η εφαρμογή έκτακτων κατασταλτικών μέτρων για την υπεράσπιση του καθεστώτος, α) θα συνηγορούσε υπέρ της προπαγάνδας των αντιπολιτευόμενων ομάδων που παρουσιάζουν τον Τσάβεζ ως έναν επίδοξο δικτάτορα τύπου Φιντέλ Κάστρο, και β) θα μπορούσε να προκαλέσει έξωθεν παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Βενεζουέλας, υπό την μορφή στρατιωτικής εισβολής από τις ΗΠΑ ή από κάποιο γειτονικό καθεστώς προσκείμενο στην Ουάσινγκτον, ή μέσω της οργάνωσης πραξικοπήματος με την συνδρομή ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων που έχουν την βάση τους εκτός των συνόρων της Βενεζουέλας.[iii]
Ακόμη περισσότερο, και σε ένα επίπεδο υπερκείμενο των εφήμερων πολιτικών σκοπιμοτήτων, φαίνεται οτι ο Τσάβεζ κατανοεί απόλυτα πως η διασφάλιση της συνταγματικής τάξης και η απρόσκοπτη εφαρμογή των νομικών κανόνων και των θεσμικών διαδικασιών, συνιστά τον μοναδικό μηχανισμό άμυνας που η επανάσταση διαθέτει απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Με άλλα λόγια η προάσπιση των θεσμών παρέχει αποτελεσματική προστασία στην επαναστατική εξουσία της Μπολιβαριανής κυβέρνησης ενάντια σε κάθε τάση υπερβολής ή κατάχρησης εξουσίας που εμπεριέχει κάθε ριζοσπαστικό επαναστατικό εγχείρημα.
Η επικύρωση του αιτήματος για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος από το Ανώτατο Δικαστήριο της Βενεζουέλας (που σημειωτέον ελέγχεται κατά τα τρία πέμπτα του από την κυβέρνηση) αποτελεί την θεσμική έκφραση αυτής ακριβώς της λογικής. Ότι δηλαδή η εκούσια υποταγή της επαναστατικής κυβέρνησης στο γράμμα και το πνεύμα των νόμων που η ίδια θέσπισε, αποτελεί το καλύτερο εχέγγυο για την διασφάλιση του δημοκρατικού χαρακτήρα της επανάστασης. Θα μπορούσαμε άλλωστε να διατυπώσουμε τον ισχυρισμό ότι ενδεχόμενη άρνηση της πολιτικής εξουσίας να υποβληθεί στη δοκιμασία του δημοψηφίσματος θα ισοδυναμούσε με έμμεση παραδοχή αδυναμίας εκ μέρους του επαναστατικού καθεστώτος, καθώς θα σηματοδοτούσε την ουσιαστική απόρριψη της προσφυγής στην λαϊκή ετυμηγορία ως έγκυρης μεθόδου αξιολόγησης του μεταρρυθμιστικού έργου της κυβέρνησης. Για ένα ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα που διατείνεται ότι αποβλέπει στον ριζικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας της Βενεζουέλας και στην πολιτική και οικονομική ενδυνάμωση των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων, κάτι τέτοιο θα σήμαινε την πολιτική ήττα της επανάστασης και την αλλοτρίωση της επαναστατικής διαδικασίας από την κοινωνική της βάση, δηλαδή τις μάζες των άπορων, άκληρων και αποκλεισμένων που υποτίθεται πως εκπροσωπεί.
[i] Η Οριάνα Φαλάτσι γράφει χαρακτηριστικά ότι κατά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, “ο Ιρακινός στρατός ξεφούσκωσε σαν τρύπιο μπαλόνι. Αποσυντέθηκε τόσο γρήγορα, τόσο εύκολα, που ακόμα κι εγώ αιχμαλώτισα τέσσερις από τους στρατιώτες του. Βρισκόμουν πίσω από στην Σαουδική έρημο, ολομόναχη. Τέσσερα σκελετωμένα πλάσματα με πλησίασαν με τα χέρια στην ανάταση, και ψιθύρισαν: ‘Μπους, Μπους’. Που σήμαινε: ‘Παρακαλώ αιχμαλωτίστε με. Είμαι τόσο διψασμένος, τόσο πεινασμένος’. Κι έτσι τους αιχμαλώτισα”. Στο O. Fallaci, The Rage, the Pride and the Doubt, Wall Street Journal, 13/03/2003.
[ii] Th. Shanker, “Regime Thought War Unlikely, Iraqis Tell US”, The New York Times, 12/ 02/ 2004.
[iii] Κατά τα πρότυπα της ανατροπής του καθεστώτος στην Αϊτή όπου ο εκλεγμένος πρόεδρος Αριστίντ εκδιώχθηκε από την εξουσία έπειτα από ένα προσεκτικά ενορχηστρωμένο πραξικόπημα που περιβλήθηκε την νομιμότητα μιας αυθόρμητης λαικής εξέγερσης με αίτημα τον ‘εκδημοκρατισμό’ του καθεστώτος. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ενώ η εκστρατεία κατά της κυβέρνησης του Αριστίντ ξεκίνησε σαν ένα ειρηνικό κίνημα αμφισβήτησης με σαφείς δεσμούς με την κοινωνία των πολιτών της χώρας, γρήγορα αυτή η ειρηνική κινητοποίηση υπερφαλαγγίστηκε από ένα καλά εξοπλισμένο και άρτια εκπαιδευμένο αντάρτικο που υποστηριζόταν οικονομικά από τους Αμερικανούς και το οποίο διηύθυναν όχι οι ηγέτες της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, αλλά πρώην αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων της Αϊτής, τις οποίες ο Αριστίντ είχε κηρύξει έκνομες. Σημειωτέον, ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους κατά τον Λευκό Οίκο, ‘μαχητές της ελευθερίας’, ευθύνονται για την διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας με θύματα κυρίως τα φτωχά στρώματα του λαού της Αϊτής. Στο μεσοδιάστημα δε που μεσολάβησε μεταξύ της ανόδου του Αριστίντ στην εξουσία και του πραξικοπήματος του 2004, βρίσκονταν όλοι στην εξορία όπου διέμεναν για τον φόβο σύλληψης και καταδίκης τους από την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Για περισσότερες λεπτομέρειες P. Farmer, Who Removed Aristide?, London Review of Books, 13/04/2004.