Monday, June 11, 2007

Ο Ψευδοπροφήτης


Ο Μπάρακ Ομπάμα είναι ένας ακόμη ψευδοπροφήτης, ένας δημαγωγός που χρησιμοποίησε τις απογοητεύσεις και προσδοκίες της «άλλης Αμερικής» για προσωπικό του όφελος.
Στο ξεκίνημα της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο Ομπάμα συσσώρευσε τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο και απέκτησε φήμη μεταξύ των ακτιβιστών του Δημοκρατικού κόμματος χάρη στην ξεκάθαρη αντίθεση του στον πόλεμο του Ιράκ. Οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών θεώρησαν ότι στο πρόσωπο του νεαρού Αφρό-αμερικανού υποψήφιου βρήκαν έναν ιδεολόγο πολιτικό που ήταν διατεθειμένος να έρθει σε σύγκρουση με τα πάσης φύσεως πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που αλλοιώνουν την δημοκρατική διαδικασία στην Ουάσινγκτον, προκειμένου να προωθήσει συγκεκριμένες αλλαγές μέσω του συστήματος. Με αυτήν την ελπίδα, η εκλογική βάση του Δημοκρατικού Κόμματος στο Ιλινόι αυθόρμητα συσπειρώθηκε γύρω από τον Ομπάμα και του χάρισε καθοριστικές νίκες σε ενδοκομματικές εκλογικές αναμετρήσεις ενάντια σε υποψηφίους που υποστηρίζονταν επίσημα από τον γραφειοκρατικό μηχανισμό του Δημοκρατικού Κόμματος.
Το 2004, εισήλθε θριαμβευτικά στην Γερουσία κραδαίνοντας το λάβαρο του μεταρρυθμιστή, αλλά ταυτόχρονα ξεχώρισε ως ο πιο ελπιδοφόρος νεαρός πολιτικός των Δημοκρατικών με προοπτικές για γρήγορη ανέλιξη στις βαθμίδες της κομματικής ιεραρχίας. Δυστυχώς για τους αφελείς Δημοκρατικούς ψηφοφόρους ο Ομπάμα αποδείχτηκε ιδιαιτέρως επιρρεπής στα θέλγητρα της εξουσίας και γρήγορα επέλεξε τον νέο του ρόλο ως ναυαρχίδα του δικομματικού συστήματος στις ΗΠΑ, αντί γι’ αυτόν του εκλεκτού των μαζών.
Λησμονώντας γρήγορα τις προεκλογικές αντιπολεμικές διακηρύξεις του, ο Ομπάμα απέφυγε επιμελώς στα δύο χρόνια που βρίσκεται στην Γερουσία να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία που θα έθιγε την πολεμική προσπάθεια των ΗΠΑ, ενώ σε καμία περίπτωση δεν αποπειράθηκε να αξιοποιήσει την προσοχή που αφειδώς του αφιερώνουν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης για να συμπεριλάβει στον δημόσιο διάλογο το θέμα του τερματισμού της κατοχής του Ιράκ. Άντ’ αυτού, επιδόθηκε σε μια επίδειξη απροκάλυπτου και επαίσχυντου λαϊκισμού προσαρμόζοντας τις δημόσιες τοποθετήσεις του γύρω από το ζήτημα του πολέμου, στις εκάστοτε διακυμάνσεις της αμερικανικής κοινής γνώμης σχετικά με το Ιράκ αλλά και αναλόγως το κοινό που είχε απέναντι του. Για παράδειγμα μιλώντας σε συγκέντρωση Δημοκρατικών ψηφοφόρων τον Μάιο του 2006, ο Ομπάμα καυτηρίασε τις απώλειες του Αμερικανικού στρατού στο Ιράκ και αμφισβήτησε την συνολική πορεία της χώρας προς τον εκδημοκρατισμό. Όταν όμως εμφανίστηκε στην δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή Meet the Press τον Ιανουάριο, δεν δίστασε να αναμασήσει τα πλέον κοινότυπα και χιλιοειπωμένα επιχειρήματα υπέρ της συνέχισης του πολέμου, προκειμένου να παρουσιάσει οποιοδήποτε αίτημα για αποχώρηση των Αμερικανικών στρατευμάτων ως «πρώιμο».
Αλλά ακόμη και αν ο Ομπάμα είχε τηρήσει μια συνεπή προφορική στάση κατά του πολέμου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που κυρίως απαιτείται από έναν γερουσιαστή είναι η παραγωγή έργου, και δη νομοθετικού. Η επιλεκτική, επικοινωνιακής υφής κριτική του Ομπάμα ωχριά μπροστά στις χειροπιαστές αντιπολεμικές πρωτοβουλίες του σκληροπυρηνικού Δημοκρατικού γερουσιαστή Τζακ Μούρτα που πρώτος έθεσε θέμα αποχώρησης των ΗΠΑ από το Ιράκ. Αυτό, ως μέτρο σύγκρισης της δράσης του Ομπάμα, με την δράση ενός αυθεντικά αντιπολιτευόμενου γερουσιαστή.
Σε αντιδιαστολή με τις δυναμικές παρεμβάσεις του Μούρτα, η μέχρι τώρα παρουσία του Ομπάμα στην νομοθετική διαδικασία χαρακτηρίστηκε από ατολμία, απροθυμία να έρθει σε ρήξη με το κατεστημένο και συμβιβαστικό πνεύμα προς τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Ο Ομπάμα είναι απών από την μεγάλη δημοκρατική μάχη των ημερών μας, την υπεράσπιση δηλαδή των δημοκρατικών θεσμών έναντι των τυραννικών διαθέσεων μιας εκτελεστικής εξουσίας που ολοένα και αποχαλινώνεται. Αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτ., δεν είναι τίποτα άλλο από ένα συνταγματικό πραξικόπημα μακράς διάρκειας. Η προοδευτική Αμερική έχει συνείδηση αυτής της εξέλιξης, όμως ο Μπάρακ αρνείται πεισματικά να αποτελέσει την φωνή της. Όταν ο γερουσιαστής Ράσσελ Φάινγκολντ εισηγήθηκε την κλήση σε απολογία της Αμερικανικής κυβέρνησης για το θέμα των παράνομων εξωδικαστικών παρακολουθήσεων Αμερικανών πολιτών, ο Ομπάμα καταψήφισε την πρόταση, συντασσόμενος με τους απολογητές του «Καισαρισμού» στη Γερουσία και υπονομεύοντας την προσπάθεια ανόρθωσης του κύρους και της εξουσίας του νομοθετικού κλάδου έναντι του Προέδρου.
Επιπλέον, αντί να εργαστεί για την δημιουργία και επιβολή ενός προοδευτικού νομοθετικού πλαισίου με αντικείμενο την φορολόγηση των πολυεθνικών και την προάσπιση του κοινωνικού κράτους, ο Ομπάμα με αλάθητο ένστικτο γραφειοκράτη, προτίμησε να έλθει σε συμβιβασμό με τον επιχειρηματικό τομέα παρέχοντας γενναιόδωρα οικονομικά κίνητρα στις επιχειρήσεις υπό μορφή φοροαπαλλαγών, με αντάλλαγμα την παραχώρηση κοινωνικής ασφάλισης στο προσωπικό τους. Ενδεικτικός της μετριοπαθούς προσέγγισης του είναι ο νόμος του περί «υβριδικής ιατρικής περίθαλψης», που προβλέπει την εκχώρηση δισεκατομμυρίων δολαρίων στις αυτοκινητοβιομηχανίες, προκειμένου να καλύψουν τις δαπάνες που σχετίζονται με την ιατρική περίθαλψη του εργατικού δυναμικού τους.
Τέλος, η μεταμόρφωση του Ομπάμα από «πρίγκιπα» της μεταρρύθμισης σε «ασχημόπαπο» της συναίνεσης, ολοκληρώθηκε με τον πλέον ευκαταφρόνητο τρόπο μέσα από την καταλυτική άνωθεν παρέμβαση του στην προεκλογική εκστρατεία για το χρίσμα των Δημοκρατικών στην περιφέρεια του Σικάγο. Εκεί τέθηκαν αντιμέτωποι η Τάμμυ Ντάκγουωρθ, βετεράνος του πολέμου του Ιράκ και ευνοούμενη της ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος, με την Κριστίν Σέγκελις, αντιπολεμική υποψήφια προερχόμενη από τις οργανώσεις βάσης των Δημοκρατικών. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ομπάμα είχε ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν διατελέσει «επαναστάτης» υποψήφιος κατά της κομματικής νομενκλατούρας, επέλεξε να στηρίξει την επίσημη υποψήφια Ντάκγουωρθ, λειτουργώντας ως θεματοφύλακας της κομματικής νομιμότητας και προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες για την κατάπνιξη της εσωκομματικής εξέγερσης που αντιπροσώπευε η υποψηφιότητα Σέγκελις.
Γράφτηκε ότι το μόνο πράγμα που ο Μπάρακ Ομπάμα έχει κοινό με την Κοντολίσα Ράις είναι το χρώμα του δέρματος. Πέρα όμως από αυτό, δυστυχώς φαίνεται πως και οι δύο πάσχουν εξίσου από απώλεια ιστορικής μνήμης και έλλειψη φυλετικής συνείδησης. Σήμερα, ο Ομπάμα όπως και η Ράις είναι και οι δύο αξιοσέβαστα μέλη της κλειστής λέσχης των επαγγελματιών πολιτικών της Ουάσινγκτον. Γι’ αυτό και όταν ο διορισμός της Ράις στο αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών τέθηκε προς επικύρωση στην Γερουσία, ο Ομπάμα ψήφισε υπέρ του διορισμού χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Η ψήφος του δεν ήταν προϊόν φυλετικής αλληλεγγύης, αλλά σύμβολο ενός διαφορετικού είδους ομοψυχίας. Της ομοψυχίας των κρατούντων.


Η Έκπτωτη Κυβέρνηση του Λιβάνου


Μεγάλο μέρος της ευθύνης για το αιματοκύλισμα του Λιβάνου βαραίνει την ίδια τη Λιβανική κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός Σινιόρα όφειλε να προχωρήσει σε επίσημη κήρυξη πολέμου κατά του Ισραήλ από την πρώτη κιόλας ημέρα έναρξης των εχθροπραξιών. Μέχρι στιγμής, οι πολεμικές επιχειρήσεις του Ισραήλ έχουν ερημώσει ολόκληρο το Νότιο Λίβανο μέχρι τον ποταμό Λιτάνι, έχουν ισοπεδώσει την Βηρυτό, πρωτεύουσα του Λιβανικού κράτους, και έχουν σκορπίσει τον θάνατο σε πάνω από χιλίους Λιβανέζους. Ακόμα κι αν τα θύματα ήταν στο σύνολο τους υποστηρικτές της Χεζμπολά, δεν έπαυσαν να είναι πολίτες του Λιβάνου και η εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας είχε την υποχρέωση να ενεργήσει προκειμένου να προστατέψει τις περιουσίες, τα δικαιώματα και τις ζωές τους. Επιλέγοντας να παραμείνει θεατής στη σύγκρουση, η Λιβανική κυβέρνηση παραβιάζει κατάφωρα τις υποχρεώσεις της έναντι των πολιτών της και ουσιαστικά παραιτείται της κυριαρχίας της από το νότιο τμήμα της λιβανικής επικράτειας.
Μια κυβέρνηση όμως που αρνείται να υπερασπίσει τους πολίτες που την εξέλεξαν και αποδέχεται αδιαμαρτύρητα την άρση της κυριαρχίας της σε σημαντικό τμήμα του εδάφους της, στερείται της νομιμότητας που εκπορεύεται από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της και δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εκπροσωπεί τον λιβανικό λαό. Με την απροθυμία να αναλάβει δράση, η λιβανική κυβέρνηση απώλεσε αυτό το δικαίωμα και μετατράπηκε αυτοδικαίως σε ένα μετέωρο συμβούλιο υπουργών χωρίς αρμοδιότητες και εξουσία. Μοναδικός νόμιμος εκπρόσωπος των Λιβανέζων στη σύγκρουση με το Ισραήλ απομένει η Χεζμπολά που αντιστέκεται στην εισβολή, ανταποδίδει τα ισραηλινά πυρά και υπεραμύνεται σθεναρά του λιβανικού εδάφους.
Ασφαλώς, τα στρατιωτικά μέσα που έχει στην διάθεση του ο πρωθυπουργός Σινιόρα είναι πενιχρά. Η μαχητική ικανότητα του λιβανικού στρατού είναι το λιγότερο αμφίβολη, ο θεσμικός μηχανισμός κινητοποίησης του είναι δαιδαλώδης και η συνοχή του ανύπαρκτη. Παρ’ όλα αυτά, η κήρυξη πολέμου θα μπορούσε να γίνει στα χαρτιά χωρίς ουσιαστικό εδαφικό αντίκρισμα, ως διπλωματικός ελιγμός που σαν στόχο θα είχε να προκαταλάβει τις διπλωματικές εξελίξεις με τρόπο θετικό για τον Λίβανο. Μια τέτοια κίνηση θα είχε σαν αποτέλεσμα να υποσκελιστεί το Ισραήλ στο επίπεδο της διπλωματίας μέσω της διακήρυξης και νομικής κατοχύρωσης της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας του λιβανικού κράτους, που θα ισοδυναμούσε με διάψευση των ισραηλινών ισχυρισμών ότι το Ισραήλ δεν βρίσκεται σε πόλεμο με τον λαό και την κυβέρνηση του Λιβάνου. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή της λιβανικής κρίσης στους κανόνες και τις ρυθμίσεις του διεθνούς δικαίου, είναι η καταγγελία των ισραηλινών επιχειρήσεων ως επιθετικής ενέργειας που συνιστά προάγγελο διακρατικής σύγκρουσης, αφού ως υποκείμενα του διεθνούς δικαίου αναγνωρίζονται μόνο τα κράτη και όχι ανεπίσημες πολιτικές ομάδες και οργανώσεις όπως η Χεζμπολά εναντίον της οποίας ισχυρίζεται ότι πολεμά το Ισραήλ. Επομένως, η κήρυξη πολέμου θα επέτρεπε την ενεργοποίηση των μηχανισμών της διεθνούς διαιτησίας για την επίλυση της κρίσης μέσα σε ένα διπλωματικό πλαίσιο πολύ πιο ευνοϊκό για τον Λίβανο.
Μοναδικός τρόπος για να αποκαταστήσει ο Σινιόρα την χαμένη νομιμότητα της κυβέρνησης του, είναι η ετεροχρονισμένη έστω, κήρυξη πολέμου κατά του Ισραήλ και η αποστολή μονάδων του λιβανικού στρατού, που θα είναι επιφορτισμένοι να συνδράμουν τους αντάρτες της Χεζμπολά στην στρατιωτική προσπάθεια που διεξάγουν για την άμυνα του Νοτίου Λιβάνου. Διαφορετικά, η λιβανική κυβέρνηση θα παραμείνει έκθετη στα μάτια του λιβανικού λαού αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης ως μόνο κατ’ επίφαση κυβέρνηση της χώρας, με την Χεζμπολά να την υποκαθιστά ως μοναδική νόμιμη δύναμη στον πόλεμο κατά του Ισραήλ.

Η Ρίζα του Κακού


Το Ισραήλ είναι ένα κράτος παράνομο με βάση το διεθνές δίκαιο. Ιδρύθηκε στη βάση ιστορικών ανακριβειών, διέπεται από ανήθικες, ρατσιστικές αρχές και συντηρείται μέσω της εγκληματικής χρήσης ωμής στρατιωτικής βίας. Ο βασικός λόγος για τη χρονίζουσα αντιπαλότητα στην Μέση Ανατολή δεν εντοπίζεται στην πολιτική που ακολουθεί η εκάστοτε Σιωνιστική ηγεσία, αλλά στην ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ αυτή καθ’εαυτή. Οι συγκρούσεις στην περιοχή ποτέ δεν θα καταλαγιάσουν όσο το Ισραήλ συνεχίζει να υπάρχει με τη σημερινή του μορφή.
Ας μην ξεχνάμε πως το Μεσανατολικό ως ζήτημα διεθνών σχέσεων ανέκυψε μέσα από τις έχθρες, τους ανταγωνισμούς και τις αντιπαλότητες που δημιούργησε η υφαρπαγή μεγάλου μέρους της Παλαιστινιακής γης από τον Σιωνισμό και από την εγκαθίδρυση από τη Δύση του Ισραήλ, ως τεχνητού κρατικού μορφώματος στο μέσον μιας συντριπτικής πλειοψηφίας Αραβικών εθνών. Η λανθάνουσα ένταση μεταξύ των Αράβων και του Σιωνιστικού κινήματος οξύνθηκε όταν κατέστη φανερό ότι πρόθεση των εβραίων εποίκων δεν ήταν η ειρηνική συνύπαρξη με τους Άραβες, αλλά ο εκτοπισμός τους από τις πατρογονικές τους εστίες. Προσέλαβε δε τα χαρακτηριστικά ενός αγώνα ζωής ή θανάτου μετά από κάθε ενέργεια απροκάλυπτης επιθετικότητας του Ισραήλ σε βάρος των Αραβικών κρατών που το περιβάλλουν (Αίγυπτος, Συρία, Λίβανος, Ιράκ).[i]
Καταλογίζοντας ευθύνη στους άραβες για τη συνέχιση της σύγκρουσης με το Ισραήλ, ουσιαστικά αποκρύπτουμε ότι η πρωτογενής αιτία του προβλήματος συνίσταται στο ρατσιστικό, εθνοφυλετικό όραμα της Σιωνιστικής ελίτ για από-Αραβοποίηση των περιοχών που κατέχει το Ισραήλ[ii] , για τη βίαιη απώθηση του Παλαιστινιακού λαού από τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη και τη διαρκή επέκταση των εξωτερικών συνόρων του Ισραήλ σε βάρος των υπόλοιπων χωρών της περιοχής.
Με άλλα λόγια, η σύγκρουση στην Μέση Ανατολή δεν οφείλεται στις διαθέσεις και ιδιοσυγκρασίες λαών και ηγετών, αλλά στα δομικά χαρακτηριστικά της ασταθούς συνύπαρξης του Ισραήλ με τους Παλαιστίνιους και τους Άραβες γείτονες του.
Η δίκαιη διευθέτηση της Αραβο-ισραηλινής διαμάχης με πολιτικά μέσα δεν είναι εφικτή, γιατί μια δίκαιη πολιτική λύση που θα ικανοποιούσε τα Αραβικά αιτήματα και θα κατοχύρωνε στην πράξη τα δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού, προϋποθέτει την αλλοίωση του εθνικού χαρακτήρα του Ισραηλινού κράτους και δύναται να υπονομεύσει τα θεμέλια πάνω στα οποία αυτό στηρίζεται. Για παράδειγμα, το Ισραήλ δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσει το δικαίωμα της επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων, καθώς το Ισραήλ είναι κράτος Εβραϊκό, και Εβραϊκό επιθυμεί να παραμείνει. Ασφαλώς, ο επαναπατρισμός δύο εκατομμυρίων Παλαιστινίων προσφύγων με την πληθυσμιακή ενίσχυση που θα πρόσφερε στην ήδη σημαντική μειονότητα των ισραηλινών-Αράβων, δεν εκλαμβάνεται ως θετική εξέλιξη από το σύνολο των Σιωνιστικών πολιτικών δυνάμεων. Ειδικά αν κανείς συνυπολογίσει τους δείκτες αναπαραγωγής / γεννήσεων των Παλαιστινίων, που είναι πολύ υψηλότεροι από αυτούς των Ισραηλινών και που μακροπρόθεσμα θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις δημογραφικές ισορροπίες εντός του Ισραήλ υπέρ του Αραβικού στοιχείου. Ο χειρότερος εφιάλτης της Ισραηλινής ηγεσίας είναι μια Αραβική πλειοψηφία μέσα σε ένα κατ’ όνομα εβραϊκό κράτος.
Η εποικιστική δραστηριότητα του Ισραήλ, η επέκταση εβραϊκών θυλάκων σε Παλαιστινιακό έδαφος και η κατασκευή νέων οικισμών στα κατεχόμενα θα συνεχιστεί με αμείωτους ρυθμούς, παρά τις όποιες υποσχέσεις του εκάστοτε ισραηλινού πρωθυπουργού και τα φληναφήματα περί μονομερών σχεδίων απεμπλοκής από την Παλαιστινιακή κρίση. Ο λόγος είναι ότι τα κρατικά προγράμματα επαναπατρισμού των εβραίων της διασποράς, εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται και να υποστηρίζονται ενεργά απ’ όλες τις ισραηλινές κυβερνήσεις και πετυχαίνουν να προσελκύουν αξιοσημείωτους αριθμούς παλιννοστούντων εβραίων από όλο τον κόσμο, με κυριότερη σύγχρονη πηγή μετανάστευσης τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ένοπλη αντίσταση κατά του Ισραήλ θα συνεχιστεί γιατί, όπως ήδη δείξαμε, οι Άραβες δεν έχουν άλλη επιλογή. Είναι φυσικό το Ισραήλ να αντιτίθεται σε έναν διπλωματικό διακανονισμό που θα αντιβαίνει στα μακροχρόνια εθνικά του συμφέροντα. Η συνέχιση της παράνομης κατοχής των Παλαιστινιακών εδαφών αποτελεί μονόδρομο για τους ισραηλινούς, που ως μοναδική βιώσιμη λύση στο Παλαιστινιακό βλέπουν τη φυσική εξόντωση και εξάλειψη των Αράβων από τα εδάφη που θεωρούν δικαιωματικά δικά τους (στα πρότυπα της γενοκτονίας των Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής), ή τον βίαιο εξανδραποδισμό των Παλαιστινίων μέσω της εντατικοποίησης της κατοχής και των καθημερινών στερήσεων και κακουχιών που αυτή συνεπάγεται.
Τέλος, ας έρθουμε στο ζήτημα της ίδρυσης Παλαιστινιακού κράτους που πολλοί θεωρούν πανάκεια για την ειρήνη στην περιοχή. Αναμφίβολα, πρόκειται για ψευδαίσθηση, ή για συνειδητή απόπειρα εξαπάτησης της διεθνούς κοινής γνώμης και του Παλαιστινιακού λαού. Το προσχέδιο και οι επιμέρους ρυθμίσεις για τη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους περιλαμβάνονται στις Συμφωνίες του Όσλο, που υπεγράφησαν από το Ισραήλ και την PLO το 1993. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που προβλέπεται από τις Συμφωνίες δεν είναι η ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους, με εγγυημένα κυριαρχικά δικαιώματα και βιώσιμο οικονομικό υπόβαθρο. Κόντρα στην επικρατούσα άποψη, οι Συμφωνίες θέτουν τις βάσεις για τη δημιουργία ενός ισραηλινού προτεκτοράτου στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη με περιορισμένη πολιτική κυριαρχία, οικονομικά εξαρτημένου από το Ισραήλ και χωρίς ένοπλες δυνάμεις.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας, στο ανώτατο δικαστήριο του Ισραήλ εκχωρείται το δικαίωμα της ανάκλησης και ακύρωσης οποιασδήποτε νομοθεσίας ψηφίζεται από το Παλαιστινιακό νομοθετικό σώμα, εάν αυτή κριθεί αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα του Ισραήλ. Επιπλέον, οι Παλαιστίνιοι δεν θα ελέγχουν τα στρατηγικά αποθέματα νερού της Λωρίδας της Γάζας, τα οποία το Ισραήλ θα διατηρήσει υπό την κατοχή του. Το μελλοντικό Παλαιστινιακό κράτος δεν θα έχει εδαφική συνοχή και συνέχεια, καθώς ανάμεσα στα δύο κομμάτια Παλαιστινιακής γης θα παρεμβάλλονται θύλακες και εδαφικοί διάδρομοι υπό ισραηλινή κυριαρχία. Τέλος, προβλέπεται η σύσταση Παλαιστινιακής αστυνομίας που θα διασφαλίζει την τήρηση της τάξης στα αυτόνομα εδάφη, αλλά στην Παλαιστινιακή Αρχή απαγορεύεται ρητά η συγκρότηση τακτικού στρατού, καθώς και η ανάπτυξη ναυτικής και αεροπορικής δύναμης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Παλαιστινιακή Αρχή προορίζεται να αναλάβει την διαχείριση και τον έλεγχο των ανυπότακτων Παλαιστινιακών πληθυσμών για λογαριασμό του επικυρίαρχου Ισραήλ.[iii]
Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι η δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους στο πνεύμα των Συμφωνιών δεν αποτελεί βιώσιμη λύση και η Χαμάς, η Ισλαμική Τζιχάντ και οι άλλες Παλαιστινιακές αντιστασιακές οργανώσεις ορθώς πράττουν και δεν τις αποδέχονται. Φαίνεται λοιπόν πως ο Πρόεδρος του Ιράν Αχμαντινετζάντ έχει δίκιο. Μόνο μια λύση υπάρχει για την Μέση Ανατολή και αυτή είναι η αφαίρεση του Ισραήλ από τον χάρτη, είτε μέσω μιας αντίστροφης εβραϊκής μετανάστευσης προς την Αμερική ή την Ευρώπη, ή μέσα από την στρατιωτική ήττα και υποχρεωτική κατάργηση του. Μόνο τότε οι εγγενείς αιτίες της σύγκρουσης στην Μέση Ανατολή θα εξαλειφθούν και η ειρήνη θα επικρατήσει στην περιοχή.
[i] Norman G. Finkelstein, Εικόνα και Πραγματικότητα της Ισραηλο-παλαιστινιακής Διαμάχης (Αθήνα, Εκδόσεις 21ου).
[ii] Ilan Pappe, What Does Israel Want? (http://www.zmag.org/content/showarticle.cfm?SectionID=107&ItemID=10590).
[iii] Noam Chomsky, Powers and Prospects (London, Pluto Press).

Από την ‘Διαρκή Ειρήνη’, στον ‘Διαρκή Πόλεμο’: Κόσοβο, Σιάτλ, 11η Σεπτεμβρίου


Το 1989, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας και την πτώση του τείχους του Βερολίνου, φάνηκε να ανατέλλει μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα. Πολλοί Δυτικοί διανοητές έσπευσαν να χαιρετίσουν τον οριστικό θρίαμβο της φιλελεύθερης ιδεολογίας και να προαναγγείλουν την άφιξη μιας ομοιόμορφης οικουμενικότητας, βασισμένης στην εξάπλωση της οικονομίας της αγοράς και την εγκαθίδρυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μέχρι τις εσχατίες του κόσμου. Διατεινόμενος ότι έχουμε φτάσει στο Τέλος της Ιστορίας, ο Φουκουγιάμα στην πραγματικότητα ισχυριζόταν ότι οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για την πραγμάτωση του φιλελεύθερου ιδεώδους της διαρκούς παγκόσμιας ειρήνης και της υλικής ευημερίας μέσω μιας πορείας συνεχιζόμενης οικονομικής ανάπτυξης.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, οι προβλέψεις αυτές ηχούν στα αυτιά μας σαν ένα κακόγουστο αστείο. Η σιγουριά και η αισιοδοξία που χαρακτήριζε τις προβλέψεις των φιλελεύθερων οραματιστών της δεκαετίας του ‘90 έχει συντριβεί στις στάχτες ενός νέου παγκόσμιου πολέμου, που διεξάγεται με δυσδιάκριτους στόχους και ανάμεσα σε ασαφώς καθορισμένους αντιπάλους. Αντί να αναδειχθεί σε παράγοντα διεθνούς ευημερίας και οικονομικής σταθερότητας, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός διεύρυνε το χάσμα που χωρίζει τις αναπτυγμένες χώρες από την Περιφέρεια του διεθνούς οικονομικού συστήματος και οδήγησε στην υπέρμετρη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μιας ασύδωτης και δεσποτικής υπερεθνικής ελίτ που δρά και αποφασίζει έξω από κάθε δημοκρατικό έλεγχο.
Διαβάζοντας τα παραπάνω δημιουργείται η εντύπωση πως μιλάμε για δύο ριζικά αντίθετες πραγματικότητες, δυο ενδεχομενικότητες που χαρακτηρίζονται από μια σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού χωρίς το παραμικρό σημείο τομής. Με ποια ένοια άλλωστε θα μπορούσε να υπάρχει οποιαδήποτε συγγένεια ανάμεσα στον εγκόσμιο παράδεισο που ευαγγελίζονταν οι φιλελεύθεροι ζηλωτές στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και στην σημερινή κατάσταση της επιστροφής στην βαρβαρότητα που βιώνουμε καθημερινά σε όλα τα επίπεδα;
Κι όμως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η εικόνα των αντιτιθέμενων πόλων είναι πλασματική και ότι η παρούσα πολιτική και οικονομική συγκυρία αποτελεί την δυσμενή κατάληξη της συστηματικής προσπάθειας επιβολής του νεοφιλελεύθερου πολιτικού οράματος σε παγκόσμια κλίμακα. Κραδαίνοντας τις δάφνες του θριαμβευτή του Ψυχρού Πολέμου και όντας απόλυτα πεπεισμένοι για την ηθική υπεροχή του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου, οι αυτόκλητοι αναμορφωτές της ανθρωπότητας εδραίωσαν την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, οικοδόμησαν υπερεθνικούς μηχανισμούς διακυβέρνησης και τους έντυσαν με τον μανδύα της διεθνούς νομιμότητας, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο εκτός νόμου την παραμικρή απόπειρα πολιτικής διαφοροποίησης ή οικονομικής παρέκκλισης. Όταν τα πρώτα σημάδια αποτυχίας των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών έγιναν εμφανή (οικονομική ύφεση στην νοτιανατολική Ασία, αλλεπάληλες κοινωνικές εκρήξεις στην Λατινική Αμερική), ελάχιστοι από τους απολογητές του διεθνούς κατεστημένου διέγνωσαν σε αυτά την ανάγκη μιας αναθεώρησης των απόψεων τους. Σαν άλλοι δεισιδαίμονες θρησκόληπτοι που αντί να καταστήσουν τον Θεό υπόλογο για μια συμφορά που τους βρήκε, εκλαμβάνουν την εν λόγω συμφορά ως δίκαιη τιμωρία για ενδεχόμενη ανυπακοή τους στον Θεϊκό νόμο, επέπληξαν μέσω του ΠΟΕ και του ΔΝΤ τις Λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις για τον ανεπαρκή μεταρρυθμιστικό τους ζήλο και υποστήριξαν ότι η λύση βρισκόταν στην υιοθέτηση ακόμα πιο δραστικών μέτρων για την ολοκληρωτική απελευθέρωση της αγοράς.
Ο νατοϊκός βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας ήταν η εξέλιξη που σηματοδότησε την μετάλλαξη του οράματος μιας ευνομούμενης, παγκόσμιοποιημένης, καπιταλιστικής Αυτοκρατορίας υπό την "πεφωτισμένη" διοίκηση των δυνάμεων της Δύσης, σε πολιτικό νεο-βαρβαρισμό ενός αυταρχικού, μιλιταριστικού καθεστώτος, στηριζόμενου πρωτίστως στην μέθοδο του στρατιωτικού εξαναγκασμού. Η Αυτοκρατορία δεν φιλοδοξεί πλέον να συνδέσει την κυριαρχία της με την καθιέρωση ενός προνομιακού χώρου διεθνούς διαλόγου (ΟΗΕ), όπου μέσα από την θέσπιση και συμμετοχή της σε μηχανισμούς διεθνούς διαιτησίας εκδηλώνεται έμπρακτα η διάθεση της να κινηθεί πέρα από τα όρια των συσχετισμών της ισχύος που αναμφίβολα την ευνοούν. Στην καρδιά αυτής της πολιτικής παραμερισμού της ισχύος βρισκόταν η αυτοπεποίθηση της Δύσης, η διαδεδομένη πίστη ότι το παράδειγμα της υλικής ευημερίας και των οικονομικών επιδόσεων του δυτικού καπιταλιστικού μοντέλου θα λειτουργούσε από μόνο του ως το πιο πειστικό επιχείρημα για τον προσηλυτισμό των αναπτυσσόμενων χωρών του Νότου στην θρησκεία της παγκόσμιας αγοράς.
Αυτή η ικανότητα εκμαίευσης της οικιοθελούς υποταγής των αναπτυσσόμενων χωρών, της εσωτερίκευσης από μέρους τους των κυρίαρχων ιδεολογικών θέσεων του νεοφιλελευθερισμού και της εκούσιας ευθυγράμμισης τους με τις πολιτικές που υπαγορεύει η Δύση μέσω του ΠΟΕ και του ΔΝΤ, αποτελεί την καθαρότερη έκφραση ιδεολογικής υποδούλωσης μιας κοινωνίας σε μιαν άλλη που παρουσιάζεται ως "καλύτερη" και περισσότερο προηγμένη από αυτήν. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, η εικόνα της ισχυρής αλλά πολιτισμένης και συνεργάσιμης Δύσης, ο προσεταιρισμός της οποίας πολλά συμβολικά και υλικά οφέλη μπορούσε να αποδόσει στα κράτη του Τρίτου Κόσμου που αποφάσιζαν να έρθουν σε συνεννόηση μαζί της, απετέλεσε το σημαντικότερο ιδεολογικό εργαλείο εξάπλωσης της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Για παράδειγμα, ο Κλίντον στηρίχθηκε σε αυτόν τον ιδεολογικό μύθο για να πετύχει το άνοιγμα της τεράστιας Κινεζικής αγοράς και την αποικιοποίηση της Κινεζικής οικονομίας από το πολυεθνικό κεφάλαιο.
Τρία ήταν τα γεγονότα που, σε συνδυασμό με την γενικευμένη κρίση που έπληξε τις Ασιατικές οικονομίες το 1997 και την περίοδο διεθνούς οικονομικής αποσταθεροποίησης από την οποία ακόμη δεν έχουμε εξέλθει, προκάλεσαν τριγμούς στο συναινετικό μοντέλο της παγκόσμιας διακυβέρνησης.


Κόσσυφοπέδιο

Το πρώτο ήταν, όπως προείπαμε, ο νατοϊκός βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας. Αν και η επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο είχε περισσότερο τον χαρακτήρα αστυνομικής παρέμβασης και δρομολογήθηκε με σκοπό να ενισχύσει τον σεβασμό προς το κανονιστικό, νομικό πλαίσιο της Αυτοκρατορίας (ανατροπή Μιλόσεβιτς, ανθρώπινα δικαίωματα), εντούτοις είχε σημαντικό αντίκτυπο στην αντίληψη που είχαν για τον χαρακτήρα της συναινετικής διακυβέρνησης τα περισσότερα μη-Δυτικά κράτη. Η βάναυση καταστρατήγηση του δικαιώματος της εθνικής κυριαρχίας της Γιουγκοσλαβίας με αφορμή που κρίνεται ανεπαρκής με καθαρά νομικά κριτήρια, καθώς και ο παραμερισμός του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με την (χοντροκομμένη) αιτιολογία οτι η Ρωσία και η Κίνα θα προβάλλανε βέτο στην πιθανότητα ανάληψης στρατιωτικής δράσης των ΗΠΑ, οδήγησαν την, εκτός Δύσης, διεθνή κοινότητα στο δυσάρεστο συμπέρασμα ότι ακόμα κι εντός του διεθνούς ‘Κράτους Δικαίου’ της Αυτοκρατορίας, η προθυμία της Δύσης, και ειδικότερα των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, να υποτάσσουν την ισχύ τους σε νομικές ρυθμίσεις και προδιαγραφές ήταν μάλλον περιορισμένη.[i]
Ακόμη πιο ανησυχητική ήταν η διαπίστωση ότι ακόμη κι εντός του πολυμερούς πλαισίου κυριαρχίας, η επιρροή που ήταν σε θέση να ασκήσουν στις ΗΠΑ οι Ευρωπαίοι στρατηγικοί τους εταίροι ήταν μηδαμινή. Όχι μόνο οι τελευταίοι δεν στάθηκαν ικανοί να αποτρέψουν την Αμερικανική εμπλοκή σε ένα μάλλον καθαρά ευρωπαϊκό ζήτημα, αλλά φανέρωσαν και τις στρατιωτικές τους αδυναμίες με την σιωπηλή αποδοχή της Αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας κατα τον στρατηγικό σχεδιασμό και τον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων. Η αδυναμία αυτή που επέδειξαν οι Ευρωπαίοι επέφερε καίριο πλήγμα στην λογική της πολυμερούς διακυβέρνησης, αφού:
α) Ώθησε τους Αμερικανούς να επανεξετάσουν την σχέση τους με μια ανίσχυρη στρατιωτικά Ευρώπη, που ούτε σε πολεμικό υλικό μπορούσε να συνεισφέρει αποφασιστικά, ούτε μπορούσε να αναλάβει δράση για να εμποδίσει τις επιμέρους αμερικανικές στρατηγικές πρωτοβουλίες. Στην θέση της επιβεβλημένης έξωθεν (βλέπε Σοβιετικό κίνδυνο) ισότιμης, ευρωατλαντικής εταιρικής σχέσης, προωθήθηκε η φιλοσοφία της τμηματικής συνεργασίας και της μονομερούς αμερικανικής δράσης που αποκρυσταλλώθηκε με την εισβολή στο Ιρακ.
β) Όπως υποστηρίζει ο Ρόμπερτ Κέιγκαν, η συνειδητοποίηση της αδυναμίας τους, αποτέλεσε ένα ψυχολογικό σοκ για τους Ευρωπαίους που τους έπεισε ότι μια διαδικασία μερικής απεξάρτησης από την αμερικανική προστασία στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας έπρεπε να τεθεί σε κίνηση.[ii] Παράλληλα οι αυξανόμενες τάσεις ανεξαρτητοποίησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτκής κατέστησαν επιβεβλημένη την δημιουργία μιας πιο συμπαγούς πολιτικής ενότητας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, που θα επιτρέψει στην Ευρώπη να λειτουργεί σαν ενιαίος στρατηγικός παράγοντας με υπολογίσιμο ειδικό βάρος στις διεθνείς υποθέσεις. Το δυστύχημα για τους Ευρωπαίους είναι πως η ανάληψη όλων αυτών των πρωτοβουλιών προσκρούει πλέον στην καχυποψία του αμερικανικού νεοσυντηρητικού κατεστημένου, που ολοένα και περισσότερο βλέπει την Ενωμένη Ευρώπη σαν δυνητικό στρατηγικό ανταγωνιστή. Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής, οι Αμερικανοί επιδίδονται σε μια συστηματική προσπάθεια ποδηγέτησης και υπόσκαψης του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μέσω των ‘Ατλαντιστών’ συμμάχων τους (Βρετανία, πρώην Ανατολικό μπλοκ, Ολλανδία).
γ) Στα μάτια των κρατών του Τρίτου Κόσμου, μια αποδυναμωμένη Ευρώπη ισοδυναμούσε με αναίρεση στην πράξη της θεωρητικής αρχής της πολυμέρειας. Είναι φανερό πως μια Ευρώπη πολιτικά διαιρεμένη και χωρίς στρατηγική υπόσταση, δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως ρεαλιστικό πολιτικό αντιστάθμισμα έναντι της ισχύος των ΗΠΑ. Είναι αλήθεια πως η θεωρητική βάση του συστήματος πολυμερούς διακυβέρνησης είναι πως οι επιμέρους διαφορές σε στρατιωτική ισχύ παύουν να λειτουργούν ως ρυθμιστικοί παράγοντες των διεθνών σχέσεων και υποβιβάζονται στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου (διεθνές δίκαιο). Στην πραγματική της διάσταση όμως, η πολυμέρεια λειτουργεί ως μηχανισμός κατανομής εξουσίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Οι μεγάλες δυνάμεις είναι αυτές που συναινούν στον καθορισμό των μεταξύ τους σχέσεων από ένα πλέγμα νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και ως προς τον καθορισμό των δεσμεύσεων που το κλάμπ των μεγάλων αναλαμβάνει προς τρίτα κράτη. Η μοναδική λοιπόν εγγύηση για την μελλοντική τήρηση αυτών των δεσμεύσεων είναι η διατήρηση μιας σχετικής στρατηγικής ισορροπίας εντός του πολυμερούς διευθυντηρίου, τον ρόλο του οποίου στην προκειμένη περίπτωση προορίζεται να παίξει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, όχι μόνο δεν δούλεψε η στρατηγική ισορροπία, αλλά οι ΗΠΑ απλώς παρέκαμψαν το Συμβούλιο Ασφαλείας, πράγμα που φανέρωσε την περιορισμένη στρατηγική εμβέλεια των υπολοίπων συμβαλλόμενων μερών (ΕΕ, Ρωσία, Κίνα) στην πολιτική της πολυμερούς διευθέτησης των κρίσεων. Κατά τρόπο σχεδόν ειρωνικό, την στιγμή που η ψευδαίσθηση της πολυμερούς διεθνούς εξουσίας διαλύθηκε βιαίως από τους ισοπεδωτικούς νατοϊκούς βομβαρδισμούς, ξεκίνησε μια πραγματική προσπάθεια δημιουργίας των βασικών προϋποθέσεων που χρειάζεται το μοντέλο της πολυμερούς διαχείρισης κρίσεων για να ευδοκιμήσει (στρατηγική αυτονόμηση της Ευρώπης, προσέγγιση Ευρώπης-Ρωσίας, Ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση).



Σιάτλ

Το δεύτερο γεγονός που λειτούργησε ως παράγοντας αποσταθεροποίησης του Αυτοκρατορικού συναινετικού μοντέλου ήταν η δυναμική εμφάνιση ενός διεθνοποιημένου κινήματος αμφισβητισής στο Σιάτλ, το 1999. Σίγουρα η σημασία του εν λόγω κινήματος δεν εντοπίζεται τόσο στον άμεσο ρόλο που είναι σε θέση να διαδραματίσει ως εναλλακτική λύση απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις του κοινοβουλευτικού κατεστημένου. Ο λόγος γι’αυτό είναι πώς κανένας από τους διαφορετικούς πόλους του κινήματος δεν έχει καταφέρει να παραγάγει ολοκληρωμένο πολιτικό λόγο σε σημείο που να συνδυάζει την κριτική του καπιταλιστικού συστήματος με ένα ρεαλιστικό όραμα αναμόρφωσης ή αντικατάστασης του από ένα διαφορετικό οικονομικοκοινωνικό μοντέλο. Επιπλέον, οι αντιλήψεις του κινήματος γύρω από το θέμα της κατάκτησης της εξουσίας παραμένουν συγκεχυμένες, αφού υπάρχει μεγάλη διάσταση απόψεων μέσα στον χώρο του κινήματος σχετικά με τον χαρακτήρα της υπάρχουσας πολιτικής εξουσίας, τις μορφές αντίστασης που πρέπει να υιοθετήσει το κίνημα, ακόμα και σχετικά με το κατά πόσο η ίδια η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας συνιστά ρεαλιστικό ή θεμιτό στόχο.
Όμως, παρά τις εσωτερικές διχογνωμίες που οδήγησαν στην πολυδιάσπαση του κινήματος και, κατά συνέπεια, στον περιορισμό του πεδίου της πολιτικής του δράσης, η εμφάνιση ενός ευρέως διαδεδομένου ‘μεταμοντέρνου’ πολιτικού ριζοσπαστισμού συνιστά από μόνη της εξέλιξη κεφαλαιώδους σημασίας. Ας αναλογιστούμε ότι μόλις δεκαπέντε χρόνια πρίν, η ιδεολογική ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης ιντελλιγκέντσιας ήταν τόσο καλά εδραιωμένη ώστε κάθε απόπειρα κριτικής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου με βάση την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης, κινδύνευε είτε να θεωρηθεί ως δείγμα επιστημονικής αγκίλωσης (προσκόλληση σε παρωχημένα ερμηνευτικά μοντέλα, π.χ. Μαρξισμός), είτε να χαρακτηριστεί ανεδαφική ή ‘ουτοπιστική’. Η αναψηλάφιση και η δημόσια συζήτηση στο πλαίσιο των Φόρουμ του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, ‘απαγορεύμένων’ θεμάτων που έχουν να κάνουν με τον καταπιεστικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και τις καταστροφικές επιπτώσεις που αυτή έχει για το κοινωνικό σύνολο, αποτελεί ήδη μια σοβαρή κατάκτηση του μαζικού κινήματος και κίνδυνο πρώτου μεγέθους για ένα πολιτικό σύστημα που βασίζεται στην γενικευμένη απάθεια και στην απουσία πολιτικής συνείδησης.
Επίσης, μια ακόμα σημαντική συνέπεια της νέας αυτής εξέλιξης αφορά την αποκατάσταση, ούτως ειπείν, του "δικαιώματος στη διαφωνία" μέσα στους κόλπους μιας υπερεθνικής ελίτ, που ως εκείνη την στιγμή λειτουργούσε σαν μια ομοιογενής, μονολιθική σε πεποιθήσεις, κοινωνική ομάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι την αρχική πανικόβλητη αντίδραση του κατεστημένου που μετουσιώθηκε στην μαζική αστυνομική καταστολή που ασκήθηκε ενάντια στους διαδηλώτες του Σιάτλ, του Γκέτεμποργκ και φυσικά της Γένοβας, διαδέχτηκε μια οργανωμένη προσπάθεια χειραγώγησης και μερικής ενσωμάτωσης ορισμένων ρευμάτων του κινήματος, μέσω του διαλόγου και της προσεκτικής αναγνώρισης της νομιμότητας μερικών από τα, λιγότερο ριζοσπαστικά, αιτήματα τους. Αυτή η τακτική μπορεί να είχε σαν συνέπεια την διάσπαση του κινήματος αμφισβήτησης σε δύο στρατόπεδα (ρεφορμιστικό / ριζοσπαστικό), όμως έβαλε σε κίνηση μια παράλληλη διαδικασία στο εσωτερικό της υπερεθνικής ελίτ που μετέτρεψε τον καθορισμό του καθεστώτος των σχέσεων μεταξύ κινήματος και κατεστημένου σε πολιτικό διακύβευμα της πάλης για εξουσία που διεξάγεται μεταξύ των αντιτιθέμενων πόλων υπερεθνικής εξουσίας.
Ο ‘Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας’ και η στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων που επιχειρείται από τις ΗΠΑ και τους βασικούς συμμάχους της (Μεγάλη Βρετανία, Αυστραλία), εκφράζουν την διάθεση του Αγγλοσαξωνικού, μοναρχικού μπλοκ να ‘στραγγαλίσει τον αναδυόμενο ριζοσπαστισμό εν τη γεννέσει του’. Να δημιουργήσει δηλαδή ένα πλέγμα από νομικές δικλείδες ασφαλείας για την μελλοντική διαφύλαξη της κοινωνικής τάξης μέσω της ταύτισης της κοινωνικής αμφισβήτισης με την τρομοκρατία και της ποινικοποίησης της σε μεγάλο βαθμό.
Παράλληλα, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων η αντι-τρομοκρατική εκστρατεία χρησιμοποιείται ως εργαλείο επιβολής των Αμερικανικών αυτοκρατορικών σχεδιασμών μέσω της μονομερούς ανάληψης στρατιωτικής δράσης και της υπονόμευσης των διεθνών οργανισμών και συμβάσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των ΗΠΑ, σε ότι αφορά τους τρόπους άσκησης της στρατιωτικής τους ισχύος. Η στρατιωτική ισχύς αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του αυτοκρατορικού-μοναρχικού μοντέλου διεθνούς διακυβέρνησης, ενώ η περιστολή των ατομικών ελευθεριών και η ποινικοποίηση όλων των μορφών αντίστασης ή κοινωνικής διαμαρτυρίας συνιστούν την συγκεκριμένη, ‘εθνική’ διάσταση του διεθνούς Αυτοκρατορικού συστήματος.
Τέλος, η έκρηξη της λαϊκής δυσαρέσκειας μέσα από τις κινητοποιήσεις του Σιάτλ, εισήγαγε μία τρίτη, συμβολική-ιδεολογική παράμετρο στην πολυδιάστατη κρίση που έπληξε το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Η επανεμφάνιση του πολιτκού ριζοσπαστισμού στο Σιάτλ, συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάρριψη ενός κυριαρχικού ιδεολογικού μύθου που οι κοσμοπολίτες διανοούμενοι του νεοφιλελευθερισμού καλλιεργούσαν με επιμέλεια από το 1989, του μύθου της αποπολιτικοποίησης της Δύσης. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου, οι Δυτικές δημοκρατίες εισήλθαν σε μια περίοδο παρατεταμένης, σχεδόν ‘μετα-ιστορικής’, πολιτικής σταθερότητας, την οποία διευκόλυναν η ιστορική ήττα του κομμουνιστικού ιδανικού που επέφερε την ύφεση των παραδοσιακών ιδεολογικών διενέξεων και την αλλοίωση του κλασσικού περιεχομένου της έννοιας της "αντιπολίτευσης", η σταδιακή αποσύνθεση των συλλογικών πολιτικών ταυτοτήτων που είχαν οικοδομηθεί τις τελευταίες δεκαετίες καθώς και η άνευ όρων συνθηκολόγηση των κοινωνικών αγώνων και των συλλογικών κινημάτων.
Η εικόνα αυτή της καθολικής επικράτησης του καπιταλισμού και του κοινοβουλευτισμού, υποβλήθηκε σε ιδεολογική επεξεργασία από τους απολογητές της παγκοσμιοποίησης και προβλήθηκε ως η αναγκαία συνθήκη της παγκόσμιας επικράτησης του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου.[iii] Κι αυτό γιατί η εικόνα μιας ειρηνικής, πολιτικά αδρανούς Δύσης ανταποκρινόταν σε δύο βασικές λειτουργίες του νομιμοποιητικού, ιδεολογικού μηχανισμού της Αυτοκρατορίας:
α) αντιπροσώπευε την ενσάρκωση της ύψιστης μορφής πολιτικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, ένα κοινωνικο-πολιτικό σύστημα η νομιμότητα του οποίου δεν αμφισβητείτο από καμία οργανωμένη πολιτική δύναμη κι από κανένα τμήμα του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών, και που οι οικονομικές του επιδόσεις εξασφάλιζαν για τις Δυτικές, δημοκρατικές ελίτ την κοινωνική συναίνεση σε συνδυασμό με μια ηγετική θέση στην διεθνή πολιτική. Με άλλα λόγια, αυτό που εξασφάλιζε η έννοια της αποπολιτικοποίησης ήταν η ικανότητα αυτοπροβολής του Δυτικού κοινωνικού μοντέλου ως πρότυπου, χωρίς την ανάγκη της προσφυγής σε θεωρητικές αναλύσεις κι επιχειρήματα προς επιβεβαίωση της ανωτερότητας του. Η προβολή της θεσμικής παντοδυναμίας των πολιτικών δυνάμεων του κατεστημένου, η απουσία κάθε αυθόρμητης εκδήλωσης διαμαρτυρίας ενάντια στις πολιτικές των ελίτ, ήταν η καλύτερη έξωθεν μαρτυρία για τα πλεονεκτήματα και τα υλικά οφέλη που συνοδεύουν την ενσωμάτωση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Οι βίαιες όσο και μαζικές κινητοποιήσηεις του Σιάτλ, διέλυσαν την ειδυλλιακή εικόνα του νεοφιλελεύθερου αποπολιτικοποιημένου παραδείσου και υπενθύμισαν στους ιθύνοντες ότι ακόμα και μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ, είναι δυνατή η ανάπτυξη νέων αυθόρμητων μορφών αντίστασης που πηγάζουν από τις καταστροφικές κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις της οικονομίας της αγοράς. Η επανεμφάνιση τέτοιων φαινομένων εξέγερσης στις Δυτικές κοινωνίες υπονόμευσε στα μάτια των ηγετών του Τρίτου Κόσμου την ιδεολογική έλξη που ασκούσε επάνω τους η Δύση, ενώ έπεισε ορισμένα τμήματα της υπερεθνικής ελίτ (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία) ότι η διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας τους δεν μπορούσε πλέον να στηρίζεται πρωταρχικά στο στοιχείο της πειθούς (διπλωματικά μέσα), αλλά έπρεπε να επανακαθορισθεί ενισχύοντας τον ρόλο που διαδραματίζει σε αυτήν το στοιχείο της αστυνομικής καταστολής και της στρατιωτικής ισχύος.
β) Στο επίπεδο του πρακτικού πολιτικού σχεδιασμού η απήχηση που είχαν στην κοινή γνώμη της Δύσης οι θεωρητικές θέσεις του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, στέρησαν από τις ελίτ την απεριόριστη ελευθερία κινήσεων που είχαν στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτκών τους και οδήγησαν στην αναστολή στην πράξη, αρκετών πτυχών του πολιτικού προγράμματος της παγκοσμιοποίησης. Στο Σιάτλ το κίνημα πέτυχε να αποτρέψει την επικύρωση νέας διεθνούς εμπορικής συμφωνίας κι έκτοτε πολλές περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες κατέρρευσαν ή υπογράφθηκαν με όρους λιγότερο δεσμευτικούς για τα συμβαλλόμενα μέλη, με πιο πρόσφατα παράδείγματα τις διαπραγματεύσεις του ΠΟΕ στο Κανκούν του Μεξικού και την συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ, Βραζιλίας και Κεντρικής Αμερικής για το FTAA (Free Trade Agreement of the Americas).



11η Σεπτεμβρίου

Τέλος, το τρίτο γεγονός-σταθμός στην διαδικασία μετάλλαξης του παγκόσμιου συστήματος ήταν δίχως άλλο τα τρομοκρατικά χτυπήματα κατά του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Πολλοί αναλυτές της διεθνούς πολιτικής έχουν διατυπώσει την άποψη ότι καμία σημαντική αλλαγή δεν συντελέστηκε στο παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο την ημέρα εκείνη. Υποστηρίζουν ότι το γεγονός πως τα σχέδια για την εισβολή στο Ιράκ προϋπήρχαν των επιθέσεων στους Δίδυμους Πύργους, αποδεικνύει ότι η εκστρατεία κατά του Σαντάμ υπαγορεύτηκε από δομικές αλλαγές στην παγκόσμια στρατηγική ισορροπία και θα είχε πραγματοποιηθεί ακόμη και στην περίπτωση που η Αλ Κάιντα δεν είχε καταφέρει να πλήξει τις ΗΠΑ.
Από την άλλη μεριά, θα ήταν παράλειψη εκ μέρους μας να υποτιμήσουμε τον ρόλο που έπαιξαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ως καταλύτης για την επιτάχυνση των εξελίξεων στον χώρο της διεθνούς πολιτικής. Σίγουρα, η διάσταση απόψεων που παρατηρείται μεταξύ των αντιλήψεων της Αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας σχετικά με τις μεθόδους και τις πρακτικές καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας και τις αντίστοιχες αντιλήψεις του Ευρωπαϊκού μπλοκ όπως αυτές εκφράζονται στο Ευρωπαϊκό δόγμα στρατηγικής κι ασφάλειας, ανάγονται όχι σε συγκυριακούς παράγοντες μεταγενέστερους της 11ης Σεπτεμβρίου, αλλά αντικατοπτρίζουν τα διαφορετικά συμφέροντα των μελών της Βορειοατλαντικής συμμαχίας όπως αυτά είχαν αρχίσει να μορφοποιούνται ακόμα και πρίν τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους.
Με άλλα λόγια η στάση που το κάθε κράτος ή συνασπισμος κρατών υιοθέτησε κατά την επαύριο των τρομοκρατικών χτυπημάτων στην Νέα Υόρκη επικαθορίσθηκε σε μεγάλο βαθμό από την προγενέστερη στρατηγική τους θέση στο παγκόσμιο σύστημα και δεν διαμορφώθηκε αποκλειστικά από την λογική της πάταξης μιας ενδεχόμενης τρομοκρατικής απειλής.
Παρ’όλα αυτά, η 11η Σεπτεμβρίου εισήγαγε μία δική της δυναμική όσον αφορά τις σχέσεις της Αμερικής με το σύνολο του υπόλοιπου κόσμου κι έδωσε στις προϋπάρχουσες τάσεις αυτονόμησης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μία πιο επιτακτική και δογματική χροιά (‘είστε μαζί μας ή εναντίον μας’), αποκρυσταλλώνοντας παράλληλα το χάσμα συμφερόντων και προτεραιοτήτων που χωρίζει τις ΗΠΑ από τους συμμάχους της. Όπως επισημαίνει ο Εμ. Τόντ, η συμπεριφορά της Αμερικής ύστερα από την 11η Σεπτεμβρίου και ο τρόπος με τον οποίο η Κυβέρνηση Μπούς αποφάσισε να διεξαγάγει τον παγκόσμιο αγώνα της κατά της Αλ-Κάιντα, είχε σημαντικό αντίκτυπο στην μεταστροφή της θετικής εικόνας που η διεθνής κοινή γνώμη είχε σχηματίσει για την Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου.[iv]
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τους Ευρωπαίους εταίρους της Αμερικής στο ΝΑΤΟ, που ενώ αρχικά έσπευσαν να ενεργοποίησουν το Άρθρο 11 της συμμαχίας, προσφέροντας υποστήριξη για την εκστρατεία στο Αφγανιστάν (με την προσδοκία ότι έτσι θα ικανοποιηθεί η Αμερικανική επιθυμία για εκδίκηση), ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ανευθυνότητα της υπερδύναμης, που προωθούσε έναν Τέταρτο Παγκόσμιο Πόλεμο όπως δεν διστάζουν να αποκαλούν την τωρινή διεθνή συγκυρία Αμερικανοί αναλυτές. Η συνειδητοποίηση αυτών των αλλαγών στον τρόπο συμπεριφοράς των ΗΠΑ επέφερε μια ποιοτική αλλαγή στις σχέσεις εντός του πλαισίου της Βορειοατλαντικής συμμαχίας δημιουργώντας κλίμα πόλωσης, και ενίσχυσε την πεποίθηση των Ευρωπαίων πολιτικών ηγετών όχι μόνο περί της απόκλισης των αντικειμενικών στρατηγικών συμφερόντων ΗΠΑ και Ευρώπης, αλλά και περί της αυξανόμενης αδιαφορίας ή αδυναμίας των Αμερικανικού πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου να κατανόησει και να συνυπολογίσει στους σχεδιασμούς του τις ευρωπαϊκές θέσεις και απόψεις.
Μία ακόμα πιο σοβαρή εξέλιξη που έθεσε σε κίνηση η 11η Σεπτεμβρίου έχει να κάνει με την αλλοίωση του φιλελεύθερου χαρακτήρα των δυτικών ολιγαρχικών καθεστώτων και την δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σταδιακή μετάβαση σε ένα αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης. Η διαδικασία αυτή ήδη βρίσκεται σε ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την καταπάτηση βασικών ατομικών ελευθεριών και τον βάναυσο παραμερισμό νομικών αρχών στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία του
κράτους δικαίου.
Πρόκειται για μια νομική προσέγγιση που εάν καθιερωθεί μπορεί να μεταβάλλει σημαντικά την σχέση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων σε μια δημοκρατία, παραμορφώνοντας μόνιμα την ίδια την φύση του Αμερικανικού πολιτεύματος. Κι αυτό γιατί ενώ οι νομικές προδιαγραφές που αφορούν την δίωξη ποινικών αδικημάτων παραμένουν σε ισχύ, ο εντοπισμός και η άσκηση δίωξης ενάντια σε ενέργειες που εμπίπτουν στην κατηγορία των πολιτικών εγκλημάτων έχει περιέλθει στην άμεση δικαιοδοσία του Κράτους, χωρίς την απαραίτητη διαμεσολάβηση των διακστηρίων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκτακτη νομοθεσία (Patriot Act) που εισήχθη από την Αμερικανική κυβέρνηση (χωρίς την προβλεπόμενη συνταγματική επικύρωση από το Κογκρέσσο) στον απόηχο των χτυπημάτων στους Δίδυμους Πύργους, εκχωρούνται στο εκτελεστικό σκέλος της κυβέρνησης σημαντικές εξουσίες που περιλαμβάνουν το δικαίωμα σύλληψης υπόπτων για τρομοκρατική δράση χωρίς την απαγγελία επίσημης κατηγορίας, την απεριόριστη παράταση της προφυλάκισης τους καθώς και την στέρηση της πρόσβασης του κατηγορούμένου σε συνήγορο υπεράσπισης.
Αυτά τα έκτακτα νομικά μέτρα δεν αφορούν μόνο ξένους υπηκόους που συλαμβάνονται με την υποψία της τρομοκρατικής δραστηριότητας. Όπως έδειξε η περίπτωση του Χοσέ Παντίγια, Αμερικανού πολίτη που συνελήφθη ως πράκτορας της Αλ Κάιντα και κρατείται στο κάτεργο του Γκουαντάναμο, τα συνταγματικά δικαιώματα του Παντίγια ως Αμερικανού υπηκόου δεν αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα για την εφαρμογή της καινούριας αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας.[v]
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως, με βάση τις δομικές ασάφειες τις οποίες κάθε απόπειρα επιστημονικού ορισμού του φαινομένου της τρομοκρατίας είναι καταδικασμένη να περιέχει, ανοίγεται ο δρόμος για την διάδοση και θεσμική καθιέρωση μιας νομικής πρακτικής που θα θεωρεί την ενδεχόμενη στράτευση του κάθε πολίτη σε αντιπολιτευόμενα κινήματα επαρκή βάση για την στέρηση των συνταγματικών του δικαιωμάτων, αντιμετωπίζοντας τον σαν εν δυνάμει δημόσιο κίνδυνο.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το FBI να συλλέγει πληροφορίες και να έχει υπό διαρκή παρακολούθηση τους ακτιβιστές που δραστηριοποιούνται στις τάξεις του Αμερικανικού αντιπολεμικού κινήματος.[vi]
Οι δύο προαναφερθείσες τάσεις (στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων, αστυνομικοποίηση των δυτικών κοινωνιών) μαζί συνθέτουν το πολιτικό-κοινωνικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο εξελίσσεται η τρέχουσα μετάλλαξη του διεθνούς συστήματος κυριαρχίας. Ακόμα πρέπει να τονισθεί η σχέση αμοιβαίας εξάρτησης που καθορίζει την επιμέρους ανάπτυξη των δύο φαινομένων. Με βάση αυτό το σκεπτικό μπορούμε να διακινδυνεύσουμε δύο προγνωστικά:
α) Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, όπως αυτός σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από τον Αγγλοσαξωνικό πόλο υπερεθνικής εξουσίας, μπορεί να δρομολογήσει μια περαιτέρω αντι-δημοκρατική στροφή των δυτικών ελίτ, και να οδηγήσει στην εγκαθίδρυση και νομική κατοχύρωση ενός ολιγαρχικού μοντέλου διακυβέρνησης, στα πλαίσια του οποίου κάθε απόπειρα συλλογικής αντίστασης ή υπεράσπισης των συμφερόντων του πολίτη θα εκλαμβάνεται ως ευθεία πρόκληση ενάντια στην πολιτική εξουσία και θα αντιμετωπίζεται με θηριώδη καταστολή.
Η εξέλιξη αυτή δεν συνιστά απροσδόκητο γεγονός. Τουναντίον, αντικαθρεφτίζει με νομικούς όρους το χάσμα που από καιρό έχει δημιουργηθεί μεταξύ της ελίτ των επαγγελματιών πολιτικών που διαχειρίζονται την εξουσία σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία και των κοινωνιών που θεωρητικά εκπροσωπούν. Αποτελεί το φυσικό επιστέγασμα της μετατροπής της ιδιότητας του ενεργού πολίτη που προϋποθέτει ένα καθεστώς, περιορισμένης έστω, δημοκρατίας, σε αυτήν του σύγχρονου καταναλωτή-υπηκόου που ουδόλως ενδιαφέρεται ή συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα. Γι’αυτό άλλωστε και ερμηνεύουμε τον αντίκτυπο που είχε η έμφανιση του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης στην αφύπνιση των συνειδήσεων των πολιτών ως σημαντική δημοκρατική κατάκτηση.
β) Όσο η διαδικασία της αυταρχικής αναδιάρθρωσης του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος προχωράει σε βάθος κι επεκτείνεται, τόσο η πιθανότητα της εξαπόλυσης νέων πολέμων από την υπερεθνική ελίτ θα μεγαλώνει. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό αφού η πολιτική εξουσία θωρακίζεται αποτελεσματικά με την εισαγωγή της έκτακτης αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και τα μέσα που διαθέτουν τα συλλογικά κινήματα ή ο κάθε πολίτης μεμονωμένα για να προβάλει νόμιμη αντίσταση και να διεκδικήσει τα δικαιώματα του συρρικνώνονται δραματικά.
Παρ’όλα αυτά μοναδική διέξοδος από το τέλμα, παραμένει η προσχώρηση και αυτο-οργάνωση των Αμερικανών και Ευρωπαίων πολιτών σε ένα μαζικό κίνημα αμφισβήτησης που σαν στόχο θα έχει την αναστροφή της φαύλης διαλεκτικής μεταξύ Αυτοκρατορίας και αστυνομικού κράτους και τη δημιουργία μιας καινούριας διαλεκτικής της απελευθέρωσης μεταξύ της αυτο-διαχείρισης και της άμεσης δημοκρατίας ως κυρίαρχο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης στο εσωτερικό, και του εκδημοκρατισμού των διεθνών σχέσεων στο εξωτερικό. Άλλωστε η συμπεριφορά των κρατών στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής διαμορφώνεται, σε τελευταία ανάλυση, από το είδος και την φύση του πολιτεύματος που επικρατεί στο εσωτερικό τους.





[i] Πράγματι, οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στην, εκτός Δύσης, διεθνή κοινότητα. Ενδεικτικό της αντιδυτικής διάθεσης που επικρατούσε είναι σχετικό άρθρο που δημοσίευτηκε εκείνες τις ημέρες στην Ινδική εφημερίδα Hindu και που καταδίκαζε το ΝΑΤΟ για την διεξαγωγή επιχειρήσεων που τις χαρακτήριζαν «η παρανομία, η ιδιοτέλεια, η αλαζονεία και η ανομία σε μια προσπάθεια του ΝΑΤΟ να υποκαταστήσει τα Ηνωμένα Έθνη στον ρόλο του παγκόσμιου ειρηνοποίου». N. Chomsky, The New Military Humanism (Pluto Press; London), σελ. 143.
[ii] «Η αμερικανική κυριαρχία στην πολεμική προσπάθεια ενόχλησε διπλά τους Ευρωπαίους. Από την μία ήταν ένα μάλλον συγκλονιστικό χτύπημα στην ευρωπαική υπόληψη. Όπως παρατηρούσαν δύο Βρετανοί αναλυτές μετά τον πόλεμο, ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο, ‘που περηφανεύεται ότι είναι σοβαρή στρατιωτική δύναμη, μπόρεσε να συμβάλλει μόλις κατα 4% σε αεροσκάφη και κατα 4% στις βόμβες που ρίχτηκαν’. Για τους πιο έγκρυτους αναλυτές της στρατηγικής στην Γαλλία, στη Γερμανία και στην Βρετανία, ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο απλώς ‘υπογράμμισε την αδυναμία των ένοπλων δυνάμεων της Ευρώπης’. Ήταν ενοχλητικό που ακόμη και σε μία τόσο κοντινή περιοχή, όπως τα Βαλκάνια, ‘η ικανότητα της Ευρώπης να παρατάσσει στρατιωτικές δυνάμεις’ δεν ήταν παρά ‘πενιχρό τμήμα’ της αμερικανικής ικανότητας». Ρ. Κέιγκαν, Παράδεισος και Εξουσία (Καστανιώτη, Αθήνα), σελ. 67-8.
[iii] Όπως γράφει ο Εμάνουελ Τοντ, ο Φουκουγιάμα συμπεραίνει «το τέλος της ιστορίας από τη γενίκευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ένα τέτοιο συμπέρασμα προϋποθέτει ότι αυτή η πολιτική μορφή είναι σταθερή, αν όχι τέλεια, και οτι η ιστορία της σταματά μόλις πραγματοποιηθεί». Εμ. Τοντ, Μετά την Αυτοκρατορία (Κριτική, Αθήνα), σελ. 34.
[iv] «Ο αγώνας ενάντια στην Αλ Κάιντα που θα μπορούσε να θεσμοποιήσει την νομιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών εάν διεξαγόταν σεμνά και λογικά, ανέδειξε μια πολλαπλάσια ανευθυνότητα. Η εικόνα μιας ναρκισιστικής, ταραγμένης και επιθετικής Αμερικής αντικατέστησε, μέσα σε μερικούς μήνες, την εικόνα της πληγωμένης, συμπαθητικής και απαραίτητης για την παγκόσμια ισορροπία χώρας». Op. cit., σελ.18.
[v] D. Johnston, In Debate on Antiterrorism, the Courts Assert Themselves, The New York Times, 19/12/2003.
[vi] E. Lichtblau, FBI Scrutinizes Antiwar Rallies, The New York Times, 23/11/2003.

Friday, June 1, 2007

Η Εξαγωγή του Ισραηλινού Κατοχικού Μοντέλου


Τον τελευταίο καιρό οι εικόνες που μας έρχονται από το κατεχόμενο Ιράκ μοιάζουν όλο και περισσότερο με σκηνές που υποσυνείδητα έχουμε ταυτίσει με την μαρτυρική Παλαιστίνη και τον άνισο αγώνα που διεξάγουν εκεί οι αυτόχθονες Άραβες ενάντια στον Εβραίο κατακτητή. Πρόκειται άραγε για ομοιότητες επιπόλαιες κι επιφανειακές, ή τα εν λόγω κοινά σημεία είναι ενδεικτικά μιας βαθύτερης μεταβολής του πολιτικού σκηνικού στην Μέση Ανατολή που χαρακτηρίζεται από την διεθνοποίηση του Ισραηλινού μοντέλου κατοχής και την μεταφύτευση του σε Ιρακινό έδαφος; Άποψη μας είναι πως στην προκειμένη περίπτωση τα φαινόμενα κάθε άλλο παρά απατούν. Η ωμή κατοχική βία, η δυστυχία και η εκτεταμένη ανομία που συνθετούν την γενική εικόνα του μεταπολεμικού Ιράκ, αποκαλύπτουν την κοινή συνισταμένη μεταξύ της στρατιωτικής παρουσίας του Αμερικανικού και του Εβραϊκού παράγοντα στα Αραβικά εδάφη.
Το δίχως άλλο, δεν είναι καθόλου παράξενο να υπάρχουν επιμέρους ομοιότητες ανάμεσα σε δύο κοινωνίες που τελούν υπό ξένη στρατιωτική κατοχή, η επιβολή της οποίας εκ των πραγμάτων επιφέρει την ανάγκη για την μεσολάβηση μιας φάσης αναδιοργάνωσης των τοπικών κοινωνιών και ανακατανομής της πολιτικής ισχύως. Τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ Ιρακ και Παλιστίνης δεν περιορίζονται όμως σε γενικές θεωρήσεις τύπου Κατοχή / Αντίσταση. Το στοιχείο στο οποίο οφείλουμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας έχει να κάνει με τη συστηματική σκληρότητα που επιδεικνύουν από κοινού τα κατοχικά καθεστώτα σε βάρος του κατακτημένου πληθυσμού, τις μεθόδους καταστολής που μεταχειρίζονται και τελικά, στο πρότυπο πολιτικής κυριαρχίας που προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν στα κατεχόμενα εδάφη, ένα μοντέλο εξουσίας που βασίζει την βιωσιμότητα του στο στοιχείο του εκφοβισμού και της καταδυνάστευσης του γηγενούς πληθυσμού.
Πριν όμως προχωρήσουμε σε μια επισκόπηση των επιμέρους συμπτωμάτων που δείχνουν προς μια ‘ισραηλοποίηση’ των ΗΠΑ ως κατοχικής δύναμης, καλό θα ήταν να εξετάσουμε τις συνθήκες που καθιστούν πραγματικό κι εφικτό το ενδεχόμενο του παραμερισμού των εθνικών συμφερόντων της υπερδύναμης έναντι της προτεραίοτητας που δίδεται από τους διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας στις ΗΠΑ στην εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών αναγκών του Ισραήλ. Κι αυτό γιατί θα πρέπει επιτέλους να διαλύσουμε τον μύθο που θέλει το Ισραήλ να δρα ως υποχείριο των Ηνωμένων Πολιτειών και ως χωροφύλακας των Αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η αντιστροφή αυτής της σχέσης και η υποβάθμιση του λειτουργικού ρόλου των ΗΠΑ στο πλαίσιο της πολιτικοστρατιωτικής συμμαχίας τους με το Ισραήλ είναι το ορθολογικό προαπαιτούμενο της θέσης που προσπαθούμε εδώ να αποδείξουμε.


Οι Αμερικανο-Εβραίοι και η Αντιστροφή της Εξίσωσης

Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών για την αποστολή κι εγκατάσταση δυνάμεων σε εδάφη της Μέσης Ανατολής έχει σίγουρα σαν θεωρητικό της υπόβαθρο ένα δόγμα εξωτερικής πολιτικής σύμφωνα με το οποίο η συγκεκριμένη περιοχή κρίνεται ως δυνητικά επισφαλής για τα Αμερικανικά συμφέροντα. Τα Αμερικανικά στρατεύματα προορίζονται έτσι να παίξουν τον ρόλο του εγγυητή της περιφερειακής τάξης κι ασφάλειας. Επιπλεόν, η πρωτοβουλία για στρατιωτική εμπλοκή στο Ιράκ δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από αδιαμφισβήτητες, αν και δημοσίως ανομολόγητες, πεποιθήσεις σχετικά με την φύση των Αραβικών λαών που κατοικούν στην περιοχή, τις εχθρικώς διακείμενες διαθέσεις τους απέναντι στις πλανητικές φιλοδοξίες της υπερδύναμης και το είδος της σχέσης που οι ΗΠΑ επιθυμούν να έχουν με τους εν λόγω λαούς.
Η ιδιοτροπία που ενέχεται σε αυτήν την πολιτική της επέκτασης της κυριαρχίας των ΗΠΑ με στρατιωτικά μέσα, είναι ότι κατά την διαδικασία υλοποίησης της τίνει να δημιουργεί στον κοινωνικό περίγυρο όπου επιβάλλεται, συνθήκες όμοιες με έκεινες των οποίων την εμφάνιση η αποστολή στρατευμάτων σχεδιάστηκε για να αποτρέψει. Μια κατακτητική εκστρατεία δημιουργεί στο μέρος στο οποίο διεξάγεται έναν κόσμο ‘κατ’εικόναν και ομοίωση’ της, έναν κόσμο από αίμα, φωτιά και ατσάλι. Εάν οι φιλοσιωνιστές σύμβουλοι του Αμερικανικού Πενταγώνου είχαν προειδοποίησει τους αξιωματούχους της κυβέρνησης των ΗΠΑ περί του αβυσσαλέου μίσους που τρέφουν οι Αραβικοί λαοί για τη Δύση, και για τις ΗΠΑ ειδικότερα, τότε η εξαπόλυση ενός επεκτατικού πολέμου ενάντια σε μια Αραβική χώρα δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα την επιβεβαίωση ακόμα και όξυνση αυτών των θρυλούμενων τάσεων αντι-αμερικανισμού. Οι Εβραίοι συμβουλάτορες έτσι μετατρέπονται σε μετά χριστόν προφήτες, ισχυριζόμενοι ότι διέγνωσαν σωστά την αντιπάθεια ενάντια στην Δύση που υπέβοσκε στις παρυφές της Ιρακινής κοινωνίας. Μπορούν με αυτόν τον τρόπο να υπερασπιστούν τη σκοπιμότητα και τη σωφροσύνη της επιλογής για στρατιωτική επέμβαση, παρουσιάζοντας την ως υπόδειγμα για την ανάληψη μελλοντικών δράσεων στον χώρο των μουσουλμανικών κρατών. Παράλληλα, η περιφερειακή αποσταθεροποίηση που επέρχεται λόγω της σύρραξης επιφέρει την εξάπλωση του χάους και της ανομίας, που για να παταχθούν απαιτούν με την σειρά τους επιπρόσθετες στρατιωτικές επεμβάσεις προς αποκατάσταση της ηρεμίας και της τάξης.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια αμφίδρομη διαδικασία. Από την μία μεριά, ισχυροποιείται η θέση του φιλικά προσκείμενου προς το Ισραήλ ακαδημαϊκού κατεστημένου στο εσωτερικό των ΗΠΑ σε ότι αφορά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα, μέσα από την διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων στην Μέση Ανατολή δημιουργείται ένα άναρχο στρατηγικό περιβάλλον που συμφωνεί με τις περιγραφές και τις αναλύσεις των Σιωνιστών διανοουμένων, επαληθεύοντας a posteriori τους ισχυρισμούς τους.
Γίνεται πρόδηλο από τα παραπάνω ότι η συνδρομή του Ισραήλ στη διαμόρφωση του Μεσανατολικού δόγματος των ΗΠΑ την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου αλλά και στις πρακτικές μέσω από τις οποίες υλοποιείται το εν λόγω δόγμα ήταν για τους Αμερικανούς κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Κατ’αρχήν πρέπει να λάβουμε υπ’όψην ότι ακόμη και πρίν από την 11η Σεπτεμβρίου, οι απολογητές και υπέρμαχοι του Σιωνισμού συγκροτούσαν στις ΗΠΑ το κυρίαρχο ρεύμα ακαδημαϊκής ορθοδοξίας σε θέματα μεσανατολικής πολιτικής. Η ηγεμονική τους θέση ενισχύθηκε ιδιαίτερα έπειτα από τον Αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1967, όταν η συντριπτική επικράτηση του Ισραήλ κατέστησε εμφανή τα στρατηγικά οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει η Ουάσινγκτον από την σύναψη συμμαχίας με αυτήν την ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη. Πράγμα που οδήγησε στην αναβάθμιση του ρόλου των αμερικανοεβραϊκών οργανώσεων που αναγορεύθηκαν σε φυσικοί συνομιλητές του νέου στρατηγικού κεφαλαίου των ΗΠΑ.[i]
Πόσο μάλλον μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, οπότε ακόμα και οι πλέον εξτρεμιστικές και διαστρεβλωτικές θεωρήσεις του Ισλαμ προερχόμενες από το περιβάλλον φανατικών σιωνιστών ρατσιστών σαν τον ανεκδιήγητο Daniel Pipes, έπαψαν να ηχούν παράταιρες ή να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό από μεγάλο μέρος του Αμερικανικού ακαδημαϊκού κατεστημένου. Η οργανωμένη αυτή συμμορία των εβραίων μακαρθιστών, χρόνια τώρα προειδοποιούσε μέσα από τις σελίδες ψευδο-επιστημονικών εντύπων και φιλο-ισραηλινών πολιτικών επιθεωρήσεων τους Αμερικανούς για την ‘Πράσινη Απειλή’, την επερχόμενη ισλαμική λαίλαπα. Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου τους περιέβαλλαν με το κύρος της ορθής πρόγνωσης. Η τρομοκρατημένη αλλά και σαστισμένη Αμερική προσέτρεξε πρόθυμα σε αυτούς τους κήρυκες του μίσους και της μισαλλοδοξίας, για να ζητήσει συμβουλές και να φωτιστεί σχετικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης του νέου Εχθρού.
Εάν η 11η Σεπτεμβρίου ισοδυναμεί με κατηγορηματική διάψευση των μετριοπαθών και συγκαταβατικών αντιλήψεων που ίσχυαν μέχρι εκείνη την στιγμή σχετικά με τους Άραβες και τους μουσουλμάνους εν γένει (και πώς μπορεί να είναι διαφορετικά, αφού ο πανεπιστημιακός κλάδος γνώσεως που οι Αμερικανοί αποκαλούν Μεσανατολικές σπουδές, φάνηκε ελάχιστα χρήσιμος στην πρόβλεψη και αποτροπή μιας καταστροφής σαν αυτή της 11ης Σεπτεμβρίου), τότε ο Pipes και οι διάφοροι συνεργάτες του στις αμερικανοεβραϊκές δεξαμενές σκέψης, που για χρόνια απέρριπταν τις μεσανατολικές σπουδές ως έμφυτα φιλοαραβικές, πρόβαλαν ως οι ιδανικοί πνευματικοί συνοδοιπόροι στη διαδικασία αναθεώρησης της στρατηγικής σχέσης των ΗΠΑ [ii]με τα ισλαμικά κράτη αλλά και την μουσουλμανική μειονότητα στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τα συμπτώματα της διάχυσης των ιδεών του φονταμεταλιστικού σιωνισμού μεταξύ των ελίτ που απαρτίζουν την άρχουσα τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών, διακρίνονται πλέον καθαρά στον μετασχηματισμό που υπέστη η Αμερικανική πολιτική στο ζήτημα της Αραβο-ισραηλινής διένεξης που σηματοδότησε μια άνευ προηγουμένου ευθυγράμμιση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ με αυτήν του Ισραήλ.
Τα αποτελέσματα φαίνονται στην άκριτη αποδοχή από μέρους των ΗΠΑ του μονομερούς σχεδίου αποχώρησης του Ισραήλ από την Λωρίδα της Γάζας που προωθεί ο σκληροπυρηνικός Αριέλ Σαρόν. Σχέδιο που ισοδυναμεί με έμμεση νομιμοποίηση των εβραϊκών οικισμών της Δυτικής Όχθης και αναγνώριση από τον ίδιο τον Πρόεδρο Μπους του δικαιώματος του Ισραήλ για μελλοντική προσάρτηση μεγάλων κομματιών της Δυτικής Όχθης με το αιτιολογικό ότι στην περιοχή έχει πια δημιουργηθεί ένα δημογραφικό και πληθυσμιακό fait accompli υπέρ του Ισραήλ το οποίο η διεθνής κοινότητα δεν δύναται να αγνοήσει.[iii] Ψήγματα της εβραϊκής επιρροής μπορεί ακόμη να διακρίνει κανείς στην απροθυμία που έχουν επιδείξει οι ΗΠΑ να προχωρήσουν σε επίσημη καταδίκη του τείχους ασφαλείας που χτίζει το Ισραήλ σε Παλαιστινιακό έδαφος και να απαιτήσουν την αναθεώρηση της διαδρομής του. Η στάση των ΗΠΑ στο συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί και την καλύτερη απόδειξη για την σχέση εξάρτησης έναντι του πανίσχυρου εβραικού λόμπι στην οποία έχει περιέλθει η πολιτική ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Είναι ενδεικτικό, ότι στον βωμό της συμπαράστασης προς το Ισραήλ οι ΗΠΑ δεν διστάζουν να θυσιάσουν την καλή συνεννόηση με τους Ευρωπαίους συμμάχους τους ή να απομονωθούν ολοκληρωτικά από την διεθνή συναίνεση όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την έκδοση του ομόφωνου ψηφίσματος των Ηνωμένων Εθνών κατά της ανέγερσης του ισραηλινού τείχους. Η ανακοίνωση του ισραηλινού σχεδίου αποχώρησης από την Γάζα κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού Σαρόν στον Λευκό Οίκο δεν είχε τον χαρακτήρα διπλωματικών διαβουλεύσεων μεταξύ δύο ισότιμων και αμοιβαία ανεξάρτητων στρατηγικών εταίρων, αλλά έδωσε την εντύπωση υπαγόρευσης προς τους Αμερικανούς ενός προαποφασισμένου πολιτικοστρατιωτικού ελιγμού, ενός τελεσιγράφου το οποίο οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν παρά να επικυρώσουν. Όσοι, κατά κύριο λόγο Ευρωπαίοι, πολιτικοί αναλυτές αναμένουν μια πιο ισορροπημένη Αμερικανική πολιτική έναντι των Αράβων έπειτα από μια ενδεχόμενη έλευση των Δημοκρατικών στην εξουσία, πλανώνται πλάνην οικτράν, αφού οι εκτεταμένες παραχωρήσεις της κυβέρνησης Μπους προς τις εβραικές οργανώσεις της Αμερικής δεν αφήνουν στους Δημοκρατικούς άλλη επιλογή από αυτήν της πλειοδοσίας, ή τουλάχιστον διατήρησης του υφιστάμενου πλαισίου σχέσεων με το σιωνιστικό λόμπι. Σε αντίθετη περίπτωση, το πολιτικό κόστος για τους Δημοκρατικούς θα ήταν ανυπολόγιστο.
Οι επιρροές της Σιωνιστικής ιδεολογίας έχουν γίνει τόσο έντονες και τόσο πολύ έχουν αλλοιώσει την φυσιογνωμία του Αμερικανικού συντηρητισμού, που κατέληξαν να προκαλέσουν ρήγματα και διασπάσεις στο εσωτερικό του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων. Μια σειρά από παλαιά και αξιοσέβαστα στελέχη της Ρεπουμπλικανικής παράταξης πήραν αποστάσεις από τον Μπους, άσκησαν ανοιχτή κριτική σε βάρος του και διατράνωσαν την αντίθεση τους σε πολλές πτυχές της κυβερνητικής του πολιτικής, από την εισβολή στο Ιράκ μέχρι την ανεύθυνη διαχείριση των δημοσιονομικών πόρων του έθνους. Πολλοί μάλιστα αμφισβήτισαν ανοιχτά το κατά πόσο μπορεί η διακυβέρνηση του Μπους να χαρακτηριστεί ως αντιπροσωπευτική του συντηρητικού δόγματος. Η εν λόγω κριτική δεν περιορίζεται σε μεμονωμένα άτομα αλλά εκφράζεται και οργανωμένα μέσα από τις σελίδες παραδοσιακών συντηρητικών εντύπων όπως ο American Spectator ή η επιθεώρηση του ινστιτούτου κοινωνικών ερευνών Cato Institute.[iv]
Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί η άμεση σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην άνοδο καινοφανών ριζοσπαστικών ρευμάτων στον παραδοσιακά μετριοπαθή κι επιφυλακτικό, όσον αφορά τις υπερπόντιες πολεμικές περιπέτειες, χώρο της Ρεπουμπλικανικής Δεξιάς και στη διαδικασία συγχώνευσης της συντηρητικής ιδεολογίας με τις πιο προωθημένες θέσεις και αξίες του επιθετικού Σιωνισμού. Η θεωρητική αυτή επιμιξία υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω από τις ιδεολογικές ζυμώσεις που οδήγησαν στην εμφάνιση του νεοσυντηρητικού δόγματος και την καθιέρωση του ως κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας. Η διαδικασία αυτή δεν είναι προϊόν μιας αφηρημένης ταύτισης ιδεών αλλά καθοδηγείται και υποστηρίζεται ενεργά από ένα συμπαγές δίκτυο οργανωτικών υποδομών που περιλαμβάνει μια σειρά από αμερικανοεβραικές πολιτικές επιθεωρήσεις και περιοδικά, όπως το Project for the New American Century, το Commentary και η Weekly Standard, ή από πολιτικές επαγγελματικές ενώσεις που ειδικεύονται στην άσκηση παρασκηνιακών πιέσεων υπέρ του Ισραήλ στα Αμερικανικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Τέτοιες οργανώσεις είναι η διαβόητη AIPAC, η ADL καθώς και άλλοι οργανισμοί που σαν αποκλειστική τους ασχολία έχουν την πολιτική εκμετάλλευση του Εβραικού ολοκαυτώματος και την χρησιμοποίηση του προκειμένου να αντλήσουν οικονομικά οφέλη υπό την μορφή αποζημιώσεων και να ισχυροποιήσουν την ηγεμονία του εβραϊκού λόμπυ στο εσωτερικό των ΗΠΑ.



Το Ισραήλ ως Υπερδύναμη

Το Ισραήλ δεν είναι υπερδύναμη με την συμβατική έννοια του όρου. Στην παρούσα όμως διεθνή συγκυρία και με τον λεγόμενο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, γίνεται αντιληπτό ότι η σημασία του στρατηγικού ρόλου που το Ισραήλ διαδραματίζει στην παγκόσμια αυτή σύγκρουση διογκώνεται αισθητά. Η θέση του μεταξύ των χωρών που συντάσσονται με την Ουάσινγκτον στον παγκόσμιο αντιτρομοκρατικό αγώνα αναβαθμίζεται. Το Ισραήλ καθίσταται εταίρος και προνομιακός συνομιλητής της αυτοκρατορικής υπερδύναμης, παρέχοντας έτσι στην Ισραηλινή ηγεσία την δυνατότητα να καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο καθώς και να αποκτήσει μια άνευ προηγουμένου ‘ελευθερία κινήσεων’ σε ότι αφορά τους χειρισμούς της στην χρονίζουσα ισραηλοπαλαιστινιακή διένεξη.
Στην μάχη κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας, το Ισραήλ μπορεί βάσιμα να υποστηρίξει ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Η παρατεταμένη σύγκρουση με τις Παλαιστινιακές αντιστασιακές οργανώσεις καθιστά το Ισραήλ ως την πλέον εξοικειωμένη ‘δημοκρατική’ χώρα με το φαινόμενο της μαζικής τρομοκρατίας. Από την παρουσία τους στα κατεχόμενα οι ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας, οι μυστικές υπηρεσίες καθώς και οι πολιτικοί ηγέτες του Ισραήλ έχουν αποκτήσει σημαντική εμπειρία σε θέματα που άπτονται της στρατιωτικής κατοχής και της διεξαγωγής ασύμμετρων συγκρούσεων. Οι ισραηλινοί εμπειρογνώμονες κατέχουν σχεδόν ένα μονοπώλιο γνώσεων σε ότι αφορά την πρόληψη και αποτροπή τρομοκρατικών χτυπημάτων, τις μεθόδους εξουδετέρωσης εστιών αντίστασης, την καταστολή λαϊκών εξεγέρσεων. Στον παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, το Ισραήλ παίζει τον ρόλο ενός ιμάντα μεταβίβασης γνώσεων προς τον υπόλοιπο κόσμο σε ότι αφορά την κατανόηση του νέου εχθρού και στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του. Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξενίζει το γεγονός ότι τις εξαγγελίες του προέδρου Πούτιν περί μιας νέας επιθετικής στρατηγικής για τη συντριβή της τρομοκρατίας ύστερα από την σφαγή στο Μπεσλάν, ακολούθησε η άφιξη μιας αποστολής ισραηλινών εμπειρογνωμόνων στην Μόσχα για διαβουλεύσεις γύρω από θέματα ασφαλείας αλλά και πιθανότατα, για την εκπαίδευση Ρωσικών επίλεκτων αντιτρομοκρατικών μονάδων.[v]
Παρόμοιες αποστολές ‘συμβουλευτικού’ χαρακτήρα έχουν οργανωθεί από το Ισραήλ τα τελευταία χρόνια στην Ινδία, η οποία εξακολουθεί να μην μπορεί να καταπνίξει την εξέγερση των μουσουλμάνων αυτονομιστών στο Κασμίρ, στην Κολομβία όπου οι Μαρξιστές αντάρτες δεν έχουν χάσει καθόλου από την αξιοσημείωτη στρατιωτική τους ισχύ και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του κόσμου μαίνονται χαμήλης εντάσεως συγκρούσεις. Ας μην ξεχάσουμε επίσης ν’άναφερθούμε στην παράνομη εξωδικαστική δολοφονία από τις Ρωσικές μυστικές υπηρεσίες ενός εκ των ηγετών της Τσετσενικής αντίστασης σε ξένο έδαφος, αυτό του αραβικού βασιλείου του Κατάρ, που φιλοξενούσε τον Τσετσένο αυτονομιστή υπό το καθεστώς της διπλωματικής ασυλίας.[vi] Μια επιχείρηση που αναμφίβολα θυμίζει πολύ σε σχεδιασμό κι εκτέλεση τις πρακτικές κρατικής τρομοκρατίας που χρόνια τώρα εφαρμόζει το Ισραήλ ενάντια στην ηγεσία των Παλαιστινιακών οργανώσεων.
Με αυτόν τον τρόπο οι πράκτορες του επίσημου κρατικού σιωνισμού επιτυγχάνουν την διεθνοποίηση του Ισραηλινού κατοχικού μοντέλου, τη διασπορά και μεταφύτευση του σε άλλα σημεία του πλανήτη. Με αυτόν τον τρόπο, το ειδικό βάρος του Ισραήλ ως στρατηγικού σημείου αναφοράς και ως ‘απαραίτητου εταίρου’ στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας διατηρείται και αυξάνεται, ενώ νομιμοποιούνται έμεσα οι βάναυσες ενέργειες των ισραηλινών στα Παλαιστινιακά εδάφη, ή τουλάχιστον εξασφαλίζεται ένα μέτρο διπλωματικής ανοχής της διεθνούς κοινότητας απέναντι στα συνεχιζόμενα εγκλήματα της φονικής σιωνιστικής πολεμικής μηχανής ενάντια σε έναν άοπλο και ανυπεράσπιστο λαό. Αλήθεια ποιό κράτος θα σπεύσει να επιβάλει κυρώσεις ενάντια στο Ισραήλ, ή ακόμα και να τοποθετηθεί δημόσια ενάντια στην ισραηλινή κατοχή, όταν οι ισχυρότερες δυνάμεις του πλανήτη είτε βρίσκονται στο μέσο των δικών τους εκστρατειών κατάκτησης (ΗΠΑ), είτε προσπαθούν να αναστηλώσουν την κρατική τους κυριαρχία σε ήδη εξεγερμένες ή αποσχισθείσες επαρχίες (Ρωσία, Κίνα); Πόσο μάλλον που οι παραπάνω χώρες έχουν περισσότερο από ποτέ άλλοτε την ανάγκη της ισραηλινής τεχνογνωσίας σε θέματα αντιτρομοκρατίας και καταστολής προκειμένου να ειρηνεύσουν τις εμπόλεμες ζώνες που έχουν υπό την κατοχή τους.


Η Πνευματική Γενεαλογία του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας

Υπάρχουν πολλές και σαφείς ενδείξεις που επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό ότι ο παρόν πόλεμος κατά της τρομοκρατίας αποτελεί σε επίπεδο σχεδιασμού κι εκτέλεσης το πνευματικό προιόν μιας ομάδας αμερικανοεβραίων διανοουμένων. Η ομάδα αυτή, αντιπροσωπεύει τα πιο ριζοσπαστικές, εξτρεμιστικές πτέρυγες μέσα στους κόλπους του Αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου και τα μέλη της στελεχώνουν κυρίως οργανώσεις και ινστιτούτα ερεύνης που είτε ευθυγραμμίζονται ιδεολογικά με τις πολιτικές και την επίσημη ιδεολογία του κράτους του Ισραήλ, είτε λειτουργούν σαν ευθεία προέκταση της ισραηλινής κρατικής μηχανής μέσα στο πολιτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο, ότι δεν θεωρούμε τους Αμερικανούς με εβραική καταγωγή στο σύνολο τους ως αποκλειστικούς υπεύθυνους για την εξαπόλυση του διεθνούς αντιτρομοκρατικού πολέμου. Θα ήταν λάθος εκ μέρους μας να καταφύγουμε σε μια λογική συλλογικής ενοχοποίησης των αμερικανοεβραίων και να καταλογίσουμε στην αμερικανοεβραϊκή κοινότητα στο σύνολο της καταχθόνεια κίνητρα ή κρυμμένες σκοπιμότητες κι επιδιώξεις. Όπως άλλωστε έχει επισημάνει και ο Νόαμ Τσόμσκι, το φιλοισραηλινό λόμπι στις ΗΠΑ δεν απαρτίζεται αποκλειστικά από αμερικανοεβραίους αλλά περιλαμβάνει πολιτικές ομάδες, ινστιτούτα και οργανώσεις που καλύπτουν όλο το παραταξιακό, ιδεολογικό και πολιτιστικό φάσμα των Ηνωμένων Πολιτειών.[vii] Με άλλα λόγια όλοι οι Σιωνιστές δεν είναι εβραίοι, αλλά ούτε μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι όλοι οι εβραίοι είναι Σιωνιστές.
Παρ’όλα αυτά, ο καταλογισμός καθολικής ευθύνης στο κομμάτι εκείνο των πολιτικοποιημένων αμερικανοεβραίων που χρησιμοποίησε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας ως μέσο επιθετικής υπεράσπισης και εξυπηρέτησης των σκοπών του διεθνούς Σιωνισμού, είναι όχι μόνο δικαιολογημένος αλλά και απόλυτα επιβεβλημένος από ηθικής άποψης. Ο αναγνώστης πρέπει να κατανοήσει πως όταν αναφερόμαστε στους ακραίους Αμερικανούς Σιωνιστές, δεν μιλούμε για μια πολιτική ομάδα δομημένη στα πρότυπα των λεγόμενων επαγγελματικών λόμπυ, που ειδικεύονται σε παρασκηνιακές παρεμβάσεις στα κέντρα λήψης αποφάσεων των ΗΠΑ για λογαριασμό συγκεκριμένων συμφερόντων, έναντι φυσικά της κατάλληλης αμοιβής.[viii] Διαβάζοντας τα βιβλία του εβραίου αντισιωνιστή Φίνκελστάιν, ή του εκλιπόντος μαχητικού Παλαιστίνιου διανοητή Σαϊντ, βγάζει κανείς το συμπέρασμα ότι περισσότερο πρόκειται για μια συμπαγή κάστα ακτιβιστών διανοουμένων που από πλευράς ιδεολογικής πειθαρχίας και δογματικής αφοσίωσης θυμίζουν καταπληκτικά τα ιερατικά τάγματα του Μεσαίωνα όπως αυτό των Ιησουιτών, ή τα κομμουνιστικά κόμματα της Σταλινικής περιόδου.
Ως κατ’εξοχήν εκπρόσωπος της συγκεκριμένης σχολής Σιωνιστών διανοουμένων, μπορεί να θεωρηθεί ο Ελάι Βίζελ, του οποίου ο φανατισμός και η αδιαπραγμάτευτη αφοσίωση στο κράτος του Ισραήλ πλησιάζει στην απολυτότητα της τις φασιστικές αντιλήψεις περί απόλυτης υποταγής του ατόμου στις επιταγές και επιδιώξεις του Ολοκληρωτικού Κράτους. Χαρακτηριστικά ο Βίζελ γράφει: «Υπερασπίζομαι το Ισραήλ – τελεία. Προσδιορίζομαι σε σχ’εση με το Ισραήλ – τελεία. Ποτέ δεν επιτίθεμαι, ποτέ δεν κριτικάρω το Ισραήλ όταν βρίσκομαι έξω από τα σύνορα του».[ix] Σημειώστε ότι ο Βίζελ δεν είναι μια περιθωριακή φιγούρα της αμερικανοεβραικής κοινότητας, ούτε είναι επικεφαλής κάποιου άγνωστου ακροδεξιού γκρουπούσκουλου με περιορισμένη απήχηση στην Αμερικανική πολιτική σκηνή. Αντίθετα, ηγείται μιας εκ των πλουσιότερων, ισχυρότερων και πλέον αξιοσέβαστων οργανώσεων του εβραϊκού λόμπυ, της διαβόητης ‘Ένωσης Ενάντια στην Δυσφήμιση’ (ADL), στο πρόσφατο συνέδριο της οποίας απήυθυνε χαιρετισμό ο Τζ. Μπους αυτοπροσώπως.
Η ισχύς της ιδεολογικής κατήχησης στην οποία έχουν υποβληθεί οι απολογητές του Σιωνισμού και η ατομική πνευματική πειθαρχία που τους έχει επιβληθεί, γίνεται αντιληπτή από την πρόσφατη υπόθεση κατασκοπίας, όπου ένας νεοσυντηρητικός αμυντικός αναλυτής του Πενταγώνου συνελήφθη να διοχετεύει απόρρητα έγγραφα κι εμπιστευτικές εκθέσεις του Πενταγώνου προς το Ισραήλ, με την αμερικανοεβραϊκή ADL να παίζει τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Το εντυπωσιακό στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι ότι ο εν λόγω αναλυτής ουδεμία σχέση έχει με την αμερικανοεβραική κοινότητα, ούτε πρόκειται για αμερικανό εβραικής καταγωγής. Από την άλλη μεριά, η προθυμία ενός αμερικανού δημοσίου υπαλλήλου να μεταβιβάσει κρατικά μυστικά της πατρίδας του σε ένα φαινομενικά σύμμαχο κράτος όπως το Ισραήλ, με το οποίο δεν τον ενώνει κανένας ιδιαίτερος προσωπικός δεσμός, δεν θα πρέπει να μας εκπλήττει, δοθέντος ότι το Ισραήλ κατέχει στους πλανητικούς στρατηγικούς υπολογισμούς των οπαδών του νεοσυντηρητικού δόγματος, θέση ανάλογη με εκείνη που κατείχε η πρώην Σοβιετική Ένωση στους σχεδιασμούς των κομμουνιστών για την πραγματοποίηση της παγκοσμίας επανάστασης.
Ορισμένες από τις πλέον αμφισβητούμενες πτυχές της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας που έχουν εξαπολύσει οι ΗΠΑ σε πλανητικό επίπεδο έχουν το νομικό τους προηγούμενο στις περιφερειακές στρατηγικές που κατά καιρούς εφάρμοσε το Ισραήλ ουτος ώστε να πατάξει την ένοπλη αντίσταση στα Παλαιστινιακά εδάφη, και να επιβάλει την Pax Israelica στους Άραβες γείτονες του. Το δόγμα του προληπτικού πολέμου αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο του Ισραηλινού στρατηγικού δόγματος από εποχής ίδρυσης του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που το Ισραήλ προχώρησε σε προληπτικά χτυπήματα ενάντια σε γειτονικά του κράτη, με απώτερο στόχο την παρεμπόδιση της ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων και την διατήρηση του υφιστάμενου status quo στο οποίο το Ισραήλ κατέχει θέση περιφερειακής υπερδύναμης. Στην κατηγορία αυτή των στρατιωτικών επιχειρήσεων ανήκουν: α) η αιφνιδιαστική αεροπορική επιδρομή του 1967 που κατέληξε στην ολοκληρωτική καταστροφή της καθηλωμένης Αιγυπτιακής αεροπορίας του Νάσερ (μια επίθεση που θυμίζει έντονα την αντίστοιχη των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ), β) ο βομβαρδισμός του Ιρακινού πυρηνικού αντιδραστήρα από Ισραηλινά μαχητικά αεροσκάφη το 1982 με το αιτιολογικό ότι η ανάπτυξη πυρηνικής ενέργειας από το Ιράκ συνιστούσε δυνητική απειλή για την εθνική ασφάλεια του Ισραήλ, γ) οι σποραδικές, αλλά τακτικές, αεροπορικές επιδρομές σε βάρος του Λιβάνου και της Συρίας με το πρόσχημα της καταστροφής βάσεων και στρατοπέδων εκπαίδευσης των Παλαιστινίων μαχητών της PLO και της Χαμάς. Σε όλες τις περιπτώσεις, η προστασία του Ισραήλ και η πρόληψη και αποτροπή τρομοκρατικών ενεργειών κατά της επικράτειας του χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για την νομιμοποίηση ενεργειών που με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου αξιολογούνται ως δείγματα της πιο απροκάλυπτης επιθετικότητας.
Πολύς λόγος γίνεται για το ‘νέο’ νομικό, ρυθμιστικό πλαίσιο που τίνει να εισαγάγει η Αμερικανική κυβέρνηση στον τρόπο διεξαγωγής των διεθνών συγκρούσεων και στο καθεστώς κατοχύρωσης των νομικών δικαιωμάτων των εμπολέμων. Μέσα από την ενσωμάτωση στην ορολογία του διεθνούς δικαίου της έννοιας του ‘Μαχητή του Εχθρού’ (Enemy Combatant), επιχειρείται η αποσύνδεση του νομικών εννοιών και προδιαγραφών που περιλαμβάνονται στην Συνθήκη της Γενεύης από την πραγματικότητα των συγκρούσεων που εξελίσσονται στο έδαφος. Κι αυτό γιατί με βάση το νέο δόγμα, οι εν λόγω πολεμιστές δεν ανήκουν στις επίσημες ένοπλες δυνάμεις κάποιου ανεξάρτητου κράτους, αλλά συγκροτούν σώματα ατάκτων η νομική υπόσταση των οποίων δεν αναγνωρίζεται από την διεθνή νομοθεσία. Έτσι, ανοίγει ουσιαστικά ο δρόμος για την αυθαίρετη άσκηση κτηνώδους βίας, απελευθερωμένη από οποιαδήποτε νομική υποχρέωση ή ηθικό περιορισμό.
Η καθιέρωση τέτοιων πρακτικών σε πλανητικό επίπεδο ισοδυναμεί πράγματι με μια ριζική αναθεώρηση των διατάξεων του διεθνούς δικαίου στο ζήτημα της διεξαγωγής του πολέμου. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι παρόμοιες μέθοδοι είναι χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Το Ισραήλ για χρόνια αντιμετωπίζει τους αντάρτες των Παλαιστινιακών ένοπλων οργανώσεων, καθώς και τους μαχητές της Λιβανέζικης αντιστασιακής οργάνωσης Χεζμπολά, ως ‘τρομοκράτες’ ή παράνομους στασιαστές που εκπίπτουν των νομικών ρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στις διεθνείς συνθήκες καθορισμού των δικαιωμάτων των εμπολέμων.[x] Ο ισραηλινός κατοχικός στρατός έτσι μπορεί να ισχυριστεί ότι δρά σε μια νομική γκρίζα ζώνη που δεν καλύπτεται από το διεθνές δίκαιο και κατ’επέκτασην ουδεμία υποχρέωση έχει να λάβει υπόψην τις πρόνοιες των διεθνών συνθηκών στις επιχειρήσεις που διεξάγει ενάντιον των ανταρτών ή στην μεταχείριση που επιφυλάσσει στους αιχμαλώτους που αποσπά από αυτές τις επιχειρήσεις.
Πρόκειται λοιπόν για μια διεθνοποίηση των Ισραηλινών πρακτικών, των οποίων η καινοτομία έγγυται όχι τόσο στο γεγονός της καταστρατήγησης των συνθηκών που συγκροτούν την βάση του διεθνούς δικαίου, όσο στην ενσωμάτωση τους σε μια πλανητική στρατηγική καταστολής που σαν τελικό στόχο έχει την συντριβή κάθε απόπειρας μαζικής αντίστασης ενάντια στην υπερεθνική, Αυτοκρατορική εξουσία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Μπορούμε να πούμε με σιγουριά, πως η Ισραηλινή εμπειρία στα κατεχόμενα χρησίμευσε ως πρότυπο για την μορφοποίηση και τον καθορισμό των βασικών όρων του νέου μοντέλου κυριαρχίας που προωθείται μέσω της παγκόμιας ‘αντιτρομοκρατικής’ εκστρατείας.
Για όποιον ακόμα δεν πείστηκε περί της άμεσης σχέσης που υπάρχει μεταξύ της έξαρσης του Αμερικανικού ηγεμονισμού και της κυριαρχίας των φιλοσιωνιστών διανοουμένων στο εσωτερικό των ΗΠΑ, δεν έχουμε παρά να τον παραπέμψουμε στο άρθρο του Charles Krauthammer, ενός από τους πλέον διαπρεπείς εκπροσώπους του εβραϊκού κατεστημένου στις ΗΠΑ, που από το 1990 ακόμα ‘προειδοποιούσε’ το Αμερικανικό αναγνωστικό κοινό για τον κίνδυνο ενός φαινομένου που ο ίδιος ονόμαζε «παγκόσμια ιντιφάντα» και που, αν κρίνουμε από την διατύπωση, προϋποθέτει για την καταπολέμηση του την επεξεργασία ενός αντιτρομοκρατικού σχεδίου δράσης και την λήψη αντιτρομοκρατικών μέτρων σε πλανητικό επίπεδο.[xi] Εάν το επιτελείο του Προέδρου Μπους συνέλαβε την ιδέα για την εισβολή και βίαιη κατάκτηση του Ιράκ πολύ πρίν η Αλ Κάιντα χτυπήσει το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, τότε η ιδέα για μια παγκόσμια εκστρατεία κατά της τρομοκρατίας που θα πετύχαινε να στρέψει την φονική πολεμική μηχανή των ΗΠΑ κατά του Αραβικού κόσμου, απετέλεσε βασική προτεραιότητα και στόχο της πολιτικής στρατηγικής των Αμερικανών σιωνιστών εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες.
Ακόμα και στο επίπεδο της πολεμικής προπαγάνδας το Αμερικανικό στρατόπεδο έσπευσε να δανειστεί στοιχεία και τεχνικές χειραγώγησης της κοινής γνώμης από αυτό των Ισραηλινών. Ενδεικτικά αναφέρουμε δημοσιεύματα Αμερικανικών δημοσιογραφικών εντύπων στα οποία αναπαράγεται άκριτα ο εξωφρενικός ισχυρισμός (που πρώτες οι Ισραηλινές κατοχικές δυνάμεις διετύπωσαν σε σχέση με τον βαρύ φόρο αίματος που πληρώνουν οι Παλαιστίνιοι έπειτα από κάθε φονική επιδρομή του Ισραηλινού στρατού), ότι οι υψηλές απώλειες μεταξύ του άμαχου πληθυσμού στο Ιράκ οφείλονται κατά κύριο λόγο στην τάση που έχουν οι μαχητές της Ιρακινής αντίστασης να χρησιμοποιούν γυναίκες και μικρά παιδιά ως ανθρώπινες ασπίδες, θέλοντας έτσι να προκαλέσουν μεταστροφή της διεθνούς κοινής γνωμής μέσω της αύξησης των απωλειών μεταξύ των αμάχων! Πρόκειται φυσικά για άποψη που φανερώνει πόσο πολύ έχουν διαποτίσει οι ρατσιστικές ιδέες και τα αντι-αραβικά στερεότυπα της Σιωνιστικής ιδεολογίας τον δημόσιο πολιτικό λόγο στις ΗΠΑ. Από την μία μεριά έχουμε τους ημιάγριους άραβες που δεν διστάζουν να μεταχειριστούν τα παιδιά τους ως εργαλεία προπαγάνδας και από την άλλη έχουμε τα στρατεύματα της ‘πολιτισμένης’ Δύσης (ΗΠΑ, Ισραήλ) τα ευγενή αισθήματα και η ηθική εντιμότητα των οποίων τα καθιστά ανίκανα να διαπράξουν αγριότητες σε βάρος αμάχων. Έτσι φτάνουμε σε σημείο η παράλογη πρώτη εκδοχή να αντιμετωπίζεται από την κοινή γνώμη στις ΗΠΑ ως το ίδιο πιθανή με την δεύτερη!


Ο Παγκόσμιος Εμφύλιος Πόλεμος

Η νέα ηγεμονική τάξη πραγμάτων χαρακτηρίζεται από μερικές βασικές διαφορές σε σχέση με το προγενέστερο διπολικό διεθνές περιβάλλον της ψυχροπολεμικής περιόδου. Θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε την συνοπτική απόδοση των μεταβολών που έχουν συντελεστεί στο διεθνές σκηνικό από το 1989 και ύστερα, διατυπώνοντας τον ισχυρισμό ότι το παγκόσμιο σύστημα έχει εισέλθει σε μια περίοδο κοσμοϊστορικών ανακατατάξεων, μια περίοδο κρίσεως που εκφράζεται με τους όρους ενός γενικευμένου, παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου. Χρησιμοποιούμε εδώ έναν όρο που παραπέμπει σε εσωτερικές πολιτικές διεργασίες για να καταδείξουμε τη ρήξη που αντιπροσωπεύουν οι σύγχρονες μορφές σύγκρουσης σε σχέση με την παρελθούσα διάρθρωση του διεθνούς συστήματος που θεωρούσε τα κράτη ως τα κατ’εξοχήν δρώντα υποκείμενα στο πεδίο των διεθνών σχέσων και είχε διαμορφώσει έναν ανάλογο θεσμικό μηχανισμό για την αποτελεσματική πρόληψη ή την επίλυση τέτοιων συγκρούσεων. Έχουμε να κάνουμε εδώ με το πέρασμα από ένα διακρατικό μοντέλο διαχείρισης των διεθνών υποθέσεων, στην υπαγωγή τους σε ένα υπόδειγμα υπερεθνικής κυριαρχίας που ονομάζουμε Αυτοκρατορία.
Στην παρούσα διεθνή συγκυρία, η διακρατική διάσταση των ένοπλων συγκρούσεων που απειλούν να υπονομεύσουν την διεθνή ασφάλεια τίνει να εξαλειφθεί. Με την εξαίρεση ίσως της χρόνιας αντιπαλότητας που χαρακτηρίζει την σχέση της Ινδίας με το Πακιστάν, η οποία όμως τελευταία φαίνεται να βρίσκεται σε φάση ύφεσης και σταδιακής εξομάλυνσης, οι νέοι πόλεμοι που ενδέχεται να λειτουργήσουν ως παράγοντες αποσταθεροποίησης του διεθνούς συστήματος δεν αναμένεται να έχουν το έθνος-κράτος στο επίκεντρο τους, ούτε θα υπακούν σε μια λογική κατάπαυσης τους μέσω της διευθέτησης ή εξισορρόπησης αντικρουόμενων αλλά σαφώς διατυπωμένων διακρατικών διεκδικήσεων. Όπως τονίζει ο R. Kaplan, ο νέος τύπος πολέμου θα διεξάγεται ολοένα και περισσότερο μέσα στα σύνορα των κυρίαρχων κρατών και όχι μεταξύ τους.[xii]
Οι φορείς του νέου συγκρουσιακού δυναμικού μέσα στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής εξουσίας, δεν ταυτίζονται πλέον αποκλειστικά με τις άρχουσες ελίτ ανελεύθερων ή αυταρχικών κρατών, τα ‘Κράτη-Παρίες’ (Pariah-States) της εποχής Κλίντον, αλλά εντοπίζονται σε φονικούς στρατούς ατάκτων, σε τρομοκρατικά δίκτυα και οργανώσεις ένοπλης πάλης που δεν εκπροσωπούν πολιτικές αρχές αναγνωρισμένες από το διεθνές δίκαιο. Το στοιχείο που ανάγει την δράση τέτοιων ένοπλων οργανώσεων σε πρωταρχική στρατηγική απειλή για το διεθνές σύστημα και καθιστά επιβεβλημένη την εμπλοκή της διεθνούς κοινότητας για την αντιμετώπιση της, είναι αναμφίβολα η σχετικοποίηση των γεωγραφικών αποστάσεων που οφείλεται στην πρόοδο των μεταφορικών και επικοινωνιακών μέσων στον σύγχρονο κόσμο, καθώς και οι εξελίξεις στον τομέα της στρατιωτικής τεχνολογίας που καθιστούν πιθανό το ενδεχόμενο εξοπλισμού μικρών αντιστασιακών ομάδων με ένα μικρής κλίμακας χημικό, βιολογικό ή ακομά και πυρηνικό οπλοστάσιο. Οι ιδιώτες-μαχητές ανάγονται έτσι σε απειλές πρώτου μεγέθους για τη συλλογική ασφάλεια και αποκτούν ένα στρατηγικό πλεονέκτημα που, το δίχως άλλο, είναι ικανό να αναβαθμίσει τον πολιτικό και στρατιωτικό τους ρόλο.[xiii]
Ακόμη, δεδομένης της κατάρρευσης του διπολισμού και της ανάδειξης των ΗΠΑ σε μοναδική υπερδύναμη, οι απανταχού εξεγερμένοι αποκτούν συνείδηση του γεγονότος ότι η εκπλήρωση των στόχων τους και η ικανοποίηση των διεκδικήσεων τους, εξαρτώνται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό από τις διαθέσεις και την πολιτική της υπερδύναμης. Λογικό λοιπόν να αποδίδουν τις επιμέρους αποτυχίες των κινημάτων τους στις ΗΠΑ και να βλέπουν τις τελευταίες ως δυνάστη και άμεσο ανταγωνιστή τους.
Σε μεγάλο βαθμό, η στρατιωτικοποίηση των μεθόδων υπερεθνικής διακυβέρνησης που προσπαθεί να επιβάλει το μιλιταριστικό, εβραιο-αγγλοσαξωνικό μπλοκ, αποτελεί την αντίδραση ενός κομματιού της υπερεθνικής ελίτ μπροστά στον πολύ σόβαρο κίνδυνο υπόσκαψης της κυριαρχίας της που δημιουργεί η παραπάνω εξέλιξη. Η διεθνής κατασταλτική εκστρατεία που η Αμερικανική ελίτ έχει εξαπολύσει σε συνεργασία με τους συμμάχους της, αποβλέπει: α) να παταχθούν τα υφιστάμενα αντιστασιακά κινήματα, όπου αυτά διεκδικούν έναν ηγεμονικό αντιπολιτευτικό ρόλο (Παλαιστίνη, Κολομβία, Ιράκ), β) να καταλυθούν τα δίκτυα συνδρομής και αλληλοβοήθειας που τα εν λόγω κινήματα έχουν αναπτύξει στον διεθνή χώρο, ώστε να αποφευχθεί η μελλοντική πιθανότητα συγκροτήσης ενός αντιστασιακού συνασπισμού. Μια τέτοια συμμαχία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πόλος εναλλακτικής εξουσίας μέσω ενός αυξημένου επιπέδου συνεργασίας ανάμεσα στα αντιστασιακά κινήματα, με παράλληλη αξιοποίηση των νέων ευκαιριών που τους παρουσιάζονται στον τομέα της στρατιωτικής τεχνολογίας.[xiv] γ) να περιοριστεί η πρόσβαση των ένοπλων ομάδων σε όπλα μαζικής καταστροφής μέσω της λήψης διακρατικών μέτρων για τη μη-διάδοση των πυρηνικών.
Σε αυτό το οξυμένο, ασταθές και απρόβλεπτο περιβάλλον των πολλών μικρών πολέμων που εξελίσσονται ταυτόχρονα, το Ισραήλ δείχνει να κινείται άνετα και με όρους διαφορετικούς από αυτούς που καθόριζαν την μέχρι τώρα διεθνή του υπόσταση. Η αναθεώρηση παραδοσιακών ενοιών του διεθνούς δικαίου, η περιθωριοποίηση των διεθνών οργανισμών, η εξάπλωση της ανομίας και του χάους καθώς και η μεταλασσόμενη φύση του σύγχρονου πολέμου, δημιουργούν τις προυποθέσεις για μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του ρόλου που διαδραματίζει το Ισραήλ στις διεθνείς υποθέσεις. Το Ισραήλ εμφανίζεται ως το πρότυπο του ‘Κράτους-Επιζώντα’ (Survivor-State), που ξέρει να επιβιώνει και να ελίσσεται με επιτυχία μέσα στις χαώδεις συνθήκες της παρούσας διεθνούς συγκυρίας, όπου τα κράτη βρίσκονται αντιμέτωπα με ριζικά νέους κινδύνους τους οποίους ακόμη δεν έχουν κατανοήσει πλήρως. Αντλώντας από την μακροχρόνια εμπειρία του σε ένα πεδίο εξωτερικής πολιτικής τόσο ακανθώδες κι ευμετάβλητο όσο αυτό της Μέσης Ανατολής και εφαρμόζοντας τα πρακτικά διδάγματα που έχουν συσσωρευτεί από την παρατεταμένη πάλη του κατά των ασσύμετρων απειλών της Χαμάς και της Χεζμπολά, το Ισραήλ μοιάζει να βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον μετέχοντας σε αυτόν τον πόλεμο κατά της διεθνούς τρομοκρατίας, την στιγμή που τα υπόλοιπα κράτη προσβλέπουν σε αυτό για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του νέου περιβάλλοντος στρατηγικής ασφάλειας.
Είναι φυσικό η ‘Παλαιστινιοποίηση’ (στα πρότυπα της ‘βαλκανιοποίησης’) του πλανήτη, με την έννοια της διεθνοποίησης της βίαιης αντιπαράθεσης μεταξύ Κράτους από την μία μεριά, και Τρομοκράτη από την άλλη, να σημάνει την άνοδο του Ισραήλ ως υπολογίσιμο στρατηγικό μέγεθος με μεγάλη επιρροή στις διεθνείς υποθέσεις. Σ’έναν παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο, τα κλασικά κριτήρια αξιολόγησης και μέτρησης της γεωπολιτικής ισχύος ενός κράτους παρουσιάζονται ως αναχρονιστικά. Οι τεράστιοι, μαζικοί στρατοί δίνουν την θέση τους σε μικρές και ευέλικτες μονάδες άμεσης επέμβασης, με μεγάλη ικανότητα προσαρμοστικότητας. Ο ανταγωνισμός για την απόκτηση και τον έλεγχο φυσικών πόρων έχει μόνο δευτερεύουσα σημασία σε μια οικονομία της οποίας πρώτη ύλη είναι η πληροφορία. Το Ισραήλ διαθέτει ένοπλες δυνάμεις αποτελεσματικές, ευέλικτες, ικανές να ανταπεξέλθουν σε μια μεγάλη ποικιλία συνθηκών στρατιωτικής εμπλοκής. Επενδύει τεράστια ποσά στον τομέα επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης της τεχνολογίας σε μια προσπάθεια να αποκτήσει προβάδισμα στους στρατηγικούς τομείς της επιστήμης και των υψηλών τεχνολογιών.[xv] Διαθέτει επίσης υψηλού (ίσως του υψηλότερου) επιπέδου υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας, που μπορούν να χρησιμεύσουν ως το νέο ‘υπερόπλο’ στην διεξαγωγή του βρώμικου και χαμηλής έντασης πολέμου κατά της τρομοκρατίας.[xvi] Εφαρμόζοντας τα παραπάνω κριτηρία, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ανάδυση του Ισραήλ ως προπύργιου της Αυτοκρατορικής ισχύος και ως διεθνούς κέντρου αντεπαναστατικής δραστηριότητας είναι απλώς, θέμα χρόνου, αν δεν αποτελεί ήδη αδιαμφισβήτητο γεγονός.


[i] Συγκεκριμένα ο Φίνκελστάιν γράφει: «Η στρατιωτική ισχύς του [Ισραήλ] θα μπορούσε ακόμη να διευκολύνει την είσοδο στα άδυτα της αμερικανικής εξουσίας. Προηγουμένως, οι εβραικές ελίτ μπορούσαν να προσφέρουν μόνο την λίστα κάποιων Εβραίων ανατρεπτικών. Τώρα μπορούσαν να εμφανιστούν ως οι φυσικοί συνομιλητές του νέου στρατηγικού κεφαλαίου των ΗΠΑ. Από κομπάρσοι μπορούσαν να μετατραπούν σε πρωταγωνιστές του ψυχροπολεμικού δράματος», και αλλού συμπληρώνει, «Το γεγονός αυτό πριμοδοτούσε μα ανάλογη δύναμη και τις αμερικανοεβραικές ελίτ». Στο Ν. Finkelstein, Η Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος (Εκδόσεις 21ου, 2001), σ.51, 67.
[ii] Όπως γράφει ο Ρουά, «Οι πανεπιστημιακοί που ειδικεύονται σε θένατα Ισλάμ και Μέσης Ανατολής βρέθηκαν στο στόχαστρο καταγγελιών [...] εκ μέρους των ρεπουμπλικάνων συντηρητικών, οπαδών μιας αυξημένης υποστήριξης προς το Ισραήλ, για την ανικανότητα τους να προβλέψουν την σημερινή κρίση». Και συνεχίζει, «Η επίθεση έχει λοιπόν ως στόχο τόσο τους ισλαμολόγους [...] όσο και τους ουδετερόθρησκους αντι-οριενταλιστές καθώς επίσης και τους δύο μεγάλους πανεπιστημιακούς οργανισμούς, τη MESA (Middle East Studies Association) που συσπειρώνει στους κόλπους της το σύνολο σχεδόν των ειδικών όλων των κλάδων, και την μικρή ομάδα που έχει σχηματιστεί με επίκεντρο μια στρατευμένη επιθεώρηση της Αριστεράς που υποστηρίζει τους Παλαιστίνιους, τη Merip Report. Της επίθεσης ηγείται το Washington Institute for Near East Policy, παρακλάδι της AIPAC, του φιλοισραηλινού λόμπυ δηλαδή. O Kramer ζητά να σταματήσει η χρηματοδότηση από το Κογκρέσο των κέντρων έρευνας και διδασκαλίας για τν Μέση Ανατολή, επικαλούμενος το άρθρο 6 της National Defense Education Act (1958), ή τουλάχιστον μία εις βάθος μεταρρύθμιση των εν λόγω ιδρυμάτων. Η κριτική έχει δύο όψεις: αφενός, οι ειδικοί χρησιμοποίησαν λανθασμένα ερμηνευτικά μοντέλα [...] και επομένως δεν συνεισέφεραν διόλου στην κατανόηση της ριζοσπαστικής βίας. Αφετερου, είναι όλοι τους λίγο ώς πολύ φιλοπαλαιστίνιοι. Οι επιθέσεις είναι ονομαστικές και συχνά πολύ βίαιες, σε μακαρθικό στυλ, και προέρχονται από την πένα του Daniel Pipes». Στο Ολ. Ρουά, Οι Αυταπάτες της 11ης Σεπτεμβρίου (Εστία, 2003), σσ.103-4.
[iii] Στην πραγματικότητα, αυτή η τακτική των παράνομων εποικισμών της τωρινής ισραηλινής ηγεσίας δεν απέχει πολύ από την τακτική που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι σιωνιστές ηγέτες για να πετύχουν την θεμελίωση και ίδρυση του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ κατά την μεταπολεμική περίοδο. Η διαρκής μαζική εβραική μετανάστευση προς την ‘προγονική τους εστία’ της Παλαιστίνης, ενίσχυσε σημαντικά την εβραική παρουσία στα Παλαιστινιακά εδάφη και όταν οι σιωνιστές ηγέτες υπέβαλαν το αίτημα για την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, η διεθνής κοινότητα βρέθηκε προ του τετελεσμένου της ύπαρξης σημαντικών εβραικών εποικιστικών θυλάκων που της ήταν δύσκολο να παραγνωρίσει.
[iv] Σημειώστε ότι μεταξύ των πιο σφοδρών επικριτών των νεοσυντηρητικών ιδεών και μεθόδων συμπεριλαμβάνονται και πολλοί πρώην σύμβουλοί ή στελέχη της διοίκησης Ρέιγκαν, της εξωτερική πολιτική του οποίου διατείνονται πως συνεχίζουν οι νεοσυντηρητικοί. Στο E. Press, Even Conservatives Are Wandering: Is Bush One of Us?, The Nation, 13/05/2004.
[v] Καθημερινή, 11/09/04
[vi] S. L. Myers, Qatar Court Convicts 2 Russians in Top Chechen’s Death, The New York Times, 01/07/2004.
[vii] Ν. Τσόμσκι, Το Φιλοϊσραηλινό ‘Λόμπυ’ στις ΗΠΑ, στο Γ. Καραμπελιάς (επιμέλεια), Εβραίοι κατά του Σιωνισμού (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2000), σς.24-5.
[viii] Παρά το γεγονός ότι η AIPAC όπως και άλλες αμερικανοεβραικές οργανώσεις εσχάτως αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν και στον τομέα παροχής πολιτικών υπηρεσιών, λειτουργώντας ως επαγγελματική ομάδα πίεσης έναντι χρηματικού αντιτίμου. Φυσικά εξυπακούεται ότι οι υποθέσεις που η AIPAC αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θίγουν άμεσα ή έστω να έρχονται σε έμμεση αντίθεση με τα αντικειμενικά συμφέροντα του εβραιο-σιωνιστικού λόμπυ. Έτσι η υποταγή της AIPAC στους νόμους της αγοράς, φαίνεται πως υπόκειται σε σαφείς πολιτικούς αλλά και φυλλετικούς περιορισμούς.
[ix] Ν. Τσόμσκι, op.cit σ.29.
[x] «...συνελήφθησαν τελικά αρκετές χιλιάδες νεαροί Παλαιστίνιοι, οι οποίοι οδηγήθηκαν σε ειδικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αντίθετα με τις εκκλήσεις της ΟΑΠ, το Ισραήλ αρνήθηκε να χαρακτηρίσει αυτούς τους ανθρώπους αιχμαλώτους πολέμου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, με το σκεπτικό οτι η ΟΑΠ δεν αποτελούσε κρατική οντότητα και επομένως δεν μπορούσε να επικαλείται τις διεθνείς συνθήκες». Στο Δ. Σταυρόπουλος, Επιχείρηση ‘Ειρήνη για την Γαλιλαία’, Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τ.93, Μάιος 2004, σ.44.
[xi] Εd. Said, Καλύπτοντας το Ισλαμ (Εκδόσεις Νεφέλη, 2002), σ.35.
[xii] R. Kaplan, Πόλεμος και Πολιτική (Ροές, 2004), σ.189. Η νέα μορφή πολέμου ακυρώνει στην πράξη τις συνταγματικές ρυθμίσεις και διαδικασίες που σχεδιάστηκαν για να προβλέψουν το ενδεχόμενο κύρηξης πολέμου από μια δημοκρατία, αναθέτοντας ανάλογες αρμοδιότητες σε θεσμικά όργανα του Κράτους και υποδεικνύοντας το νομικό καθεστώς που πρόκειται να ισχύσει εν καιρώ πολέμου. Κι αυτό γιατί ο σύγχρονος, διεθνής πόλεμος ενάντια σε ένοπλες αντιστασιακές οργανώσεις, που ο επίσημος Αυτοκρατορικός πολιτικός λόγος κατατάσσει συλλήβδην στην κατηγορία της ‘Διεθνούς Τρομοκρατίας’, διέξαγεται κάτω από το προκάλυμμα έκτακτων στρατιωτικών επιχειρήσεων, που θυμίζουν αστυνομικές επιχειρήσεις αποκατάστασης της διεθνούς τάξης, με συνέπεια να επέρχεται σύγχιση μεταξύ των περιόδων που επικρατεί η ειρήνη και αυτών κατά τις οποίες ένα κράτος βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Στην ουσία, πρόκειται για έναν διαρκή, συγκεκαλυμμένο πόλεμο που δικαιολογεί την διασάλευση της συνταγματικής τάξης και την θεσμοθέτηση κυβερνήσεων έκτακτης ανάγκης. Άλλο ένα χαρακτηριστικό αυτού του ανορθόδοξου πολέμου, που εν μέρει δικαιολογεί την εκχώρηση εκτεταμένων εξουσιών σε κυβερνήσεις εκτάκτης ανάγκης, είναι ότι δεν λαμβάνει χώρα σε προκαθορισμένα πεδία μάχης μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων αντιπάλων κρατών, αλλά εκδηλώνεται σε χώρους που ανήκουν στην σφαίρα του ιδιωτικού (αεροδρόμια, ξενοδοχεία, σχολεία, κλπ.) από μαχητές που εμφανίζονται μόνο για μια στιγμή για να απορροφηθούν ξανά από το πλήθος μετά το πέρας της αποστολής τους. Η διάχυση των εχθροπραξιών από το πεδίο της μάχης σε όλο το κοινωνικό φάσμα συντελεί στην κατάργηση των πολιτικών περιορισμών που ιστορικά οι δημοκρατίες είχαν αναπτύξει για να ελέγξουν τις φιλοπόλεμες τάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Με την κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης, ο τεχνητός διαχωρισμός μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας που επετεύχθη κατά την μακροχρόνια εμπειρία της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης στις χώρες του Δυτικού κόσμου σήμερα τίνει να εξαφανιστεί. Επανερχόμαστε σταδιακά στο παραδοσιακό υπόδειγμα εξουσίας, του αρχαίου ηγέτη-στρατηγού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πρόεδρος Μπους αυτοαποκαλείται ‘Πρόεδρος εν Καιρώ Πολέμου’.
[xiii] Όπως παρατήρησε πρόσφατα ο βετεράνος Βρετανός ιστορικός Χόμπσμπαουμ, «Οι επίδοξες αυτοκρατορίες δεν μπορούν να βασίζονται στην υπακοή των υπηκόων τους. Τώρα έχουν πρόσβαση σε όπλα και μπορούν να φοβίσουν ακόμη και μεγάλες χώρες με δύναμη». Γ. Μυρτσιώτη, Η Εποχή των Αυτοκρατοριών έχει Παρέλθει, Καθημερινή, 12/10/2004.
[xiv] Ακόμα, εξασφαλείζεται ότι τα αντιπολιτευόμενα κινήματα που βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη θα υπονομευθούν σε τέτοιο βαθμό (αποστέρηση οικονομικών πόρων, καταστροφή υποδομών, πολιτικός εξοβελισμός, στρατιωτική αποδυνάμωση), ώστε να είναι ανίκανα να λειτουργήσουν μελλοντικά ως οργανωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά σημεία αναφοράς για την ανάπτυξη ενός ευρύτερου κινήματος αμφισβήτισης σε παγκόσμιο επίπεδο.
[xv] Βλέπε το πρόσφατο Νόμπελ Φυσικής που απονεμήθηκε σε δύο Ισραηλινούς επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ.
[xvi] Υπερόπλο, με την έννοια ότι σε έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας οι σωστές διασυνδέσεις, η ικανότητα διείσδυσης κι εξάρθρωσης ένοπλων ομάδων εκ των έσω, η εξουδετέρωση τρομοκρατών με εξωδικαστικά μέσα (π.χ. δολοφονίες) και η έγκαιρη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις δραστηριότητες τους, επιχειρησιακοί τομείς στους οποίους οι Ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες διακρίνονται, μπορούν να αποδειχτούν το ίδιο κρίσιμες και αποφασιστικές για την τελική επικράτηση, όσο η κατοχή και χρήση πυρηνικών όπλων για την έκβαση μιας παραδοσιακής σύρραξης σε επίπεδο κρατών.