Τον τελευταίο καιρό οι εικόνες που μας έρχονται από το κατεχόμενο Ιράκ μοιάζουν όλο και περισσότερο με σκηνές που υποσυνείδητα έχουμε ταυτίσει με την μαρτυρική Παλαιστίνη και τον άνισο αγώνα που διεξάγουν εκεί οι αυτόχθονες Άραβες ενάντια στον Εβραίο κατακτητή. Πρόκειται άραγε για ομοιότητες επιπόλαιες κι επιφανειακές, ή τα εν λόγω κοινά σημεία είναι ενδεικτικά μιας βαθύτερης μεταβολής του πολιτικού σκηνικού στην Μέση Ανατολή που χαρακτηρίζεται από την διεθνοποίηση του Ισραηλινού μοντέλου κατοχής και την μεταφύτευση του σε Ιρακινό έδαφος; Άποψη μας είναι πως στην προκειμένη περίπτωση τα φαινόμενα κάθε άλλο παρά απατούν. Η ωμή κατοχική βία, η δυστυχία και η εκτεταμένη ανομία που συνθετούν την γενική εικόνα του μεταπολεμικού Ιράκ, αποκαλύπτουν την κοινή συνισταμένη μεταξύ της στρατιωτικής παρουσίας του Αμερικανικού και του Εβραϊκού παράγοντα στα Αραβικά εδάφη.
Το δίχως άλλο, δεν είναι καθόλου παράξενο να υπάρχουν επιμέρους ομοιότητες ανάμεσα σε δύο κοινωνίες που τελούν υπό ξένη στρατιωτική κατοχή, η επιβολή της οποίας εκ των πραγμάτων επιφέρει την ανάγκη για την μεσολάβηση μιας φάσης αναδιοργάνωσης των τοπικών κοινωνιών και ανακατανομής της πολιτικής ισχύως. Τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ Ιρακ και Παλιστίνης δεν περιορίζονται όμως σε γενικές θεωρήσεις τύπου Κατοχή / Αντίσταση. Το στοιχείο στο οποίο οφείλουμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας έχει να κάνει με τη συστηματική σκληρότητα που επιδεικνύουν από κοινού τα κατοχικά καθεστώτα σε βάρος του κατακτημένου πληθυσμού, τις μεθόδους καταστολής που μεταχειρίζονται και τελικά, στο πρότυπο πολιτικής κυριαρχίας που προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν στα κατεχόμενα εδάφη, ένα μοντέλο εξουσίας που βασίζει την βιωσιμότητα του στο στοιχείο του εκφοβισμού και της καταδυνάστευσης του γηγενούς πληθυσμού.
Πριν όμως προχωρήσουμε σε μια επισκόπηση των επιμέρους συμπτωμάτων που δείχνουν προς μια ‘ισραηλοποίηση’ των ΗΠΑ ως κατοχικής δύναμης, καλό θα ήταν να εξετάσουμε τις συνθήκες που καθιστούν πραγματικό κι εφικτό το ενδεχόμενο του παραμερισμού των εθνικών συμφερόντων της υπερδύναμης έναντι της προτεραίοτητας που δίδεται από τους διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας στις ΗΠΑ στην εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών αναγκών του Ισραήλ. Κι αυτό γιατί θα πρέπει επιτέλους να διαλύσουμε τον μύθο που θέλει το Ισραήλ να δρα ως υποχείριο των Ηνωμένων Πολιτειών και ως χωροφύλακας των Αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η αντιστροφή αυτής της σχέσης και η υποβάθμιση του λειτουργικού ρόλου των ΗΠΑ στο πλαίσιο της πολιτικοστρατιωτικής συμμαχίας τους με το Ισραήλ είναι το ορθολογικό προαπαιτούμενο της θέσης που προσπαθούμε εδώ να αποδείξουμε.
Οι Αμερικανο-Εβραίοι και η Αντιστροφή της Εξίσωσης
Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών για την αποστολή κι εγκατάσταση δυνάμεων σε εδάφη της Μέσης Ανατολής έχει σίγουρα σαν θεωρητικό της υπόβαθρο ένα δόγμα εξωτερικής πολιτικής σύμφωνα με το οποίο η συγκεκριμένη περιοχή κρίνεται ως δυνητικά επισφαλής για τα Αμερικανικά συμφέροντα. Τα Αμερικανικά στρατεύματα προορίζονται έτσι να παίξουν τον ρόλο του εγγυητή της περιφερειακής τάξης κι ασφάλειας. Επιπλεόν, η πρωτοβουλία για στρατιωτική εμπλοκή στο Ιράκ δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από αδιαμφισβήτητες, αν και δημοσίως ανομολόγητες, πεποιθήσεις σχετικά με την φύση των Αραβικών λαών που κατοικούν στην περιοχή, τις εχθρικώς διακείμενες διαθέσεις τους απέναντι στις πλανητικές φιλοδοξίες της υπερδύναμης και το είδος της σχέσης που οι ΗΠΑ επιθυμούν να έχουν με τους εν λόγω λαούς.
Η ιδιοτροπία που ενέχεται σε αυτήν την πολιτική της επέκτασης της κυριαρχίας των ΗΠΑ με στρατιωτικά μέσα, είναι ότι κατά την διαδικασία υλοποίησης της τίνει να δημιουργεί στον κοινωνικό περίγυρο όπου επιβάλλεται, συνθήκες όμοιες με έκεινες των οποίων την εμφάνιση η αποστολή στρατευμάτων σχεδιάστηκε για να αποτρέψει. Μια κατακτητική εκστρατεία δημιουργεί στο μέρος στο οποίο διεξάγεται έναν κόσμο ‘κατ’εικόναν και ομοίωση’ της, έναν κόσμο από αίμα, φωτιά και ατσάλι. Εάν οι φιλοσιωνιστές σύμβουλοι του Αμερικανικού Πενταγώνου είχαν προειδοποίησει τους αξιωματούχους της κυβέρνησης των ΗΠΑ περί του αβυσσαλέου μίσους που τρέφουν οι Αραβικοί λαοί για τη Δύση, και για τις ΗΠΑ ειδικότερα, τότε η εξαπόλυση ενός επεκτατικού πολέμου ενάντια σε μια Αραβική χώρα δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα την επιβεβαίωση ακόμα και όξυνση αυτών των θρυλούμενων τάσεων αντι-αμερικανισμού. Οι Εβραίοι συμβουλάτορες έτσι μετατρέπονται σε μετά χριστόν προφήτες, ισχυριζόμενοι ότι διέγνωσαν σωστά την αντιπάθεια ενάντια στην Δύση που υπέβοσκε στις παρυφές της Ιρακινής κοινωνίας. Μπορούν με αυτόν τον τρόπο να υπερασπιστούν τη σκοπιμότητα και τη σωφροσύνη της επιλογής για στρατιωτική επέμβαση, παρουσιάζοντας την ως υπόδειγμα για την ανάληψη μελλοντικών δράσεων στον χώρο των μουσουλμανικών κρατών. Παράλληλα, η περιφερειακή αποσταθεροποίηση που επέρχεται λόγω της σύρραξης επιφέρει την εξάπλωση του χάους και της ανομίας, που για να παταχθούν απαιτούν με την σειρά τους επιπρόσθετες στρατιωτικές επεμβάσεις προς αποκατάσταση της ηρεμίας και της τάξης.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια αμφίδρομη διαδικασία. Από την μία μεριά, ισχυροποιείται η θέση του φιλικά προσκείμενου προς το Ισραήλ ακαδημαϊκού κατεστημένου στο εσωτερικό των ΗΠΑ σε ότι αφορά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα, μέσα από την διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων στην Μέση Ανατολή δημιουργείται ένα άναρχο στρατηγικό περιβάλλον που συμφωνεί με τις περιγραφές και τις αναλύσεις των Σιωνιστών διανοουμένων, επαληθεύοντας a posteriori τους ισχυρισμούς τους.
Γίνεται πρόδηλο από τα παραπάνω ότι η συνδρομή του Ισραήλ στη διαμόρφωση του Μεσανατολικού δόγματος των ΗΠΑ την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου αλλά και στις πρακτικές μέσω από τις οποίες υλοποιείται το εν λόγω δόγμα ήταν για τους Αμερικανούς κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Κατ’αρχήν πρέπει να λάβουμε υπ’όψην ότι ακόμη και πρίν από την 11η Σεπτεμβρίου, οι απολογητές και υπέρμαχοι του Σιωνισμού συγκροτούσαν στις ΗΠΑ το κυρίαρχο ρεύμα ακαδημαϊκής ορθοδοξίας σε θέματα μεσανατολικής πολιτικής. Η ηγεμονική τους θέση ενισχύθηκε ιδιαίτερα έπειτα από τον Αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1967, όταν η συντριπτική επικράτηση του Ισραήλ κατέστησε εμφανή τα στρατηγικά οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει η Ουάσινγκτον από την σύναψη συμμαχίας με αυτήν την ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη. Πράγμα που οδήγησε στην αναβάθμιση του ρόλου των αμερικανοεβραϊκών οργανώσεων που αναγορεύθηκαν σε φυσικοί συνομιλητές του νέου στρατηγικού κεφαλαίου των ΗΠΑ.
[i]Πόσο μάλλον μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, οπότε ακόμα και οι πλέον εξτρεμιστικές και διαστρεβλωτικές θεωρήσεις του Ισλαμ προερχόμενες από το περιβάλλον φανατικών σιωνιστών ρατσιστών σαν τον ανεκδιήγητο Daniel Pipes, έπαψαν να ηχούν παράταιρες ή να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό από μεγάλο μέρος του Αμερικανικού ακαδημαϊκού κατεστημένου. Η οργανωμένη αυτή συμμορία των εβραίων μακαρθιστών, χρόνια τώρα προειδοποιούσε μέσα από τις σελίδες ψευδο-επιστημονικών εντύπων και φιλο-ισραηλινών πολιτικών επιθεωρήσεων τους Αμερικανούς για την ‘Πράσινη Απειλή’, την επερχόμενη ισλαμική λαίλαπα. Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου τους περιέβαλλαν με το κύρος της ορθής πρόγνωσης. Η τρομοκρατημένη αλλά και σαστισμένη Αμερική προσέτρεξε πρόθυμα σε αυτούς τους κήρυκες του μίσους και της μισαλλοδοξίας, για να ζητήσει συμβουλές και να φωτιστεί σχετικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης του νέου Εχθρού.
Εάν η 11η Σεπτεμβρίου ισοδυναμεί με κατηγορηματική διάψευση των μετριοπαθών και συγκαταβατικών αντιλήψεων που ίσχυαν μέχρι εκείνη την στιγμή σχετικά με τους Άραβες και τους μουσουλμάνους εν γένει (και πώς μπορεί να είναι διαφορετικά, αφού ο πανεπιστημιακός κλάδος γνώσεως που οι Αμερικανοί αποκαλούν Μεσανατολικές σπουδές, φάνηκε ελάχιστα χρήσιμος στην πρόβλεψη και αποτροπή μιας καταστροφής σαν αυτή της 11ης Σεπτεμβρίου), τότε ο Pipes και οι διάφοροι συνεργάτες του στις αμερικανοεβραϊκές δεξαμενές σκέψης, που για χρόνια απέρριπταν τις μεσανατολικές σπουδές ως έμφυτα φιλοαραβικές, πρόβαλαν ως οι ιδανικοί πνευματικοί συνοδοιπόροι στη διαδικασία αναθεώρησης της στρατηγικής σχέσης των ΗΠΑ
[ii]με τα ισλαμικά κράτη αλλά και την μουσουλμανική μειονότητα στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τα συμπτώματα της διάχυσης των ιδεών του φονταμεταλιστικού σιωνισμού μεταξύ των ελίτ που απαρτίζουν την άρχουσα τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών, διακρίνονται πλέον καθαρά στον μετασχηματισμό που υπέστη η Αμερικανική πολιτική στο ζήτημα της Αραβο-ισραηλινής διένεξης που σηματοδότησε μια άνευ προηγουμένου ευθυγράμμιση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ με αυτήν του Ισραήλ.
Τα αποτελέσματα φαίνονται στην άκριτη αποδοχή από μέρους των ΗΠΑ του μονομερούς σχεδίου αποχώρησης του Ισραήλ από την Λωρίδα της Γάζας που προωθεί ο σκληροπυρηνικός Αριέλ Σαρόν. Σχέδιο που ισοδυναμεί με έμμεση νομιμοποίηση των εβραϊκών οικισμών της Δυτικής Όχθης και αναγνώριση από τον ίδιο τον Πρόεδρο Μπους του δικαιώματος του Ισραήλ για μελλοντική προσάρτηση μεγάλων κομματιών της Δυτικής Όχθης με το αιτιολογικό ότι στην περιοχή έχει πια δημιουργηθεί ένα δημογραφικό και πληθυσμιακό fait accompli υπέρ του Ισραήλ το οποίο η διεθνής κοινότητα δεν δύναται να αγνοήσει.
[iii] Ψήγματα της εβραϊκής επιρροής μπορεί ακόμη να διακρίνει κανείς στην απροθυμία που έχουν επιδείξει οι ΗΠΑ να προχωρήσουν σε επίσημη καταδίκη του τείχους ασφαλείας που χτίζει το Ισραήλ σε Παλαιστινιακό έδαφος και να απαιτήσουν την αναθεώρηση της διαδρομής του. Η στάση των ΗΠΑ στο συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί και την καλύτερη απόδειξη για την σχέση εξάρτησης έναντι του πανίσχυρου εβραικού λόμπι στην οποία έχει περιέλθει η πολιτική ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Είναι ενδεικτικό, ότι στον βωμό της συμπαράστασης προς το Ισραήλ οι ΗΠΑ δεν διστάζουν να θυσιάσουν την καλή συνεννόηση με τους Ευρωπαίους συμμάχους τους ή να απομονωθούν ολοκληρωτικά από την διεθνή συναίνεση όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την έκδοση του ομόφωνου ψηφίσματος των Ηνωμένων Εθνών κατά της ανέγερσης του ισραηλινού τείχους. Η ανακοίνωση του ισραηλινού σχεδίου αποχώρησης από την Γάζα κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού Σαρόν στον Λευκό Οίκο δεν είχε τον χαρακτήρα διπλωματικών διαβουλεύσεων μεταξύ δύο ισότιμων και αμοιβαία ανεξάρτητων στρατηγικών εταίρων, αλλά έδωσε την εντύπωση υπαγόρευσης προς τους Αμερικανούς ενός προαποφασισμένου πολιτικοστρατιωτικού ελιγμού, ενός τελεσιγράφου το οποίο οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν παρά να επικυρώσουν. Όσοι, κατά κύριο λόγο Ευρωπαίοι, πολιτικοί αναλυτές αναμένουν μια πιο ισορροπημένη Αμερικανική πολιτική έναντι των Αράβων έπειτα από μια ενδεχόμενη έλευση των Δημοκρατικών στην εξουσία, πλανώνται πλάνην οικτράν, αφού οι εκτεταμένες παραχωρήσεις της κυβέρνησης Μπους προς τις εβραικές οργανώσεις της Αμερικής δεν αφήνουν στους Δημοκρατικούς άλλη επιλογή από αυτήν της πλειοδοσίας, ή τουλάχιστον διατήρησης του υφιστάμενου πλαισίου σχέσεων με το σιωνιστικό λόμπι. Σε αντίθετη περίπτωση, το πολιτικό κόστος για τους Δημοκρατικούς θα ήταν ανυπολόγιστο.
Οι επιρροές της Σιωνιστικής ιδεολογίας έχουν γίνει τόσο έντονες και τόσο πολύ έχουν αλλοιώσει την φυσιογνωμία του Αμερικανικού συντηρητισμού, που κατέληξαν να προκαλέσουν ρήγματα και διασπάσεις στο εσωτερικό του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων. Μια σειρά από παλαιά και αξιοσέβαστα στελέχη της Ρεπουμπλικανικής παράταξης πήραν αποστάσεις από τον Μπους, άσκησαν ανοιχτή κριτική σε βάρος του και διατράνωσαν την αντίθεση τους σε πολλές πτυχές της κυβερνητικής του πολιτικής, από την εισβολή στο Ιράκ μέχρι την ανεύθυνη διαχείριση των δημοσιονομικών πόρων του έθνους. Πολλοί μάλιστα αμφισβήτισαν ανοιχτά το κατά πόσο μπορεί η διακυβέρνηση του Μπους να χαρακτηριστεί ως αντιπροσωπευτική του συντηρητικού δόγματος. Η εν λόγω κριτική δεν περιορίζεται σε μεμονωμένα άτομα αλλά εκφράζεται και οργανωμένα μέσα από τις σελίδες παραδοσιακών συντηρητικών εντύπων όπως ο American Spectator ή η επιθεώρηση του ινστιτούτου κοινωνικών ερευνών Cato Institute.
[iv]Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί η άμεση σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην άνοδο καινοφανών ριζοσπαστικών ρευμάτων στον παραδοσιακά μετριοπαθή κι επιφυλακτικό, όσον αφορά τις υπερπόντιες πολεμικές περιπέτειες, χώρο της Ρεπουμπλικανικής Δεξιάς και στη διαδικασία συγχώνευσης της συντηρητικής ιδεολογίας με τις πιο προωθημένες θέσεις και αξίες του επιθετικού Σιωνισμού. Η θεωρητική αυτή επιμιξία υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω από τις ιδεολογικές ζυμώσεις που οδήγησαν στην εμφάνιση του νεοσυντηρητικού δόγματος και την καθιέρωση του ως κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας. Η διαδικασία αυτή δεν είναι προϊόν μιας αφηρημένης ταύτισης ιδεών αλλά καθοδηγείται και υποστηρίζεται ενεργά από ένα συμπαγές δίκτυο οργανωτικών υποδομών που περιλαμβάνει μια σειρά από αμερικανοεβραικές πολιτικές επιθεωρήσεις και περιοδικά, όπως το Project for the New American Century, το Commentary και η Weekly Standard, ή από πολιτικές επαγγελματικές ενώσεις που ειδικεύονται στην άσκηση παρασκηνιακών πιέσεων υπέρ του Ισραήλ στα Αμερικανικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Τέτοιες οργανώσεις είναι η διαβόητη AIPAC, η ADL καθώς και άλλοι οργανισμοί που σαν αποκλειστική τους ασχολία έχουν την πολιτική εκμετάλλευση του Εβραικού ολοκαυτώματος και την χρησιμοποίηση του προκειμένου να αντλήσουν οικονομικά οφέλη υπό την μορφή αποζημιώσεων και να ισχυροποιήσουν την ηγεμονία του εβραϊκού λόμπυ στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Το Ισραήλ ως Υπερδύναμη
Το Ισραήλ δεν είναι υπερδύναμη με την συμβατική έννοια του όρου. Στην παρούσα όμως διεθνή συγκυρία και με τον λεγόμενο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, γίνεται αντιληπτό ότι η σημασία του στρατηγικού ρόλου που το Ισραήλ διαδραματίζει στην παγκόσμια αυτή σύγκρουση διογκώνεται αισθητά. Η θέση του μεταξύ των χωρών που συντάσσονται με την Ουάσινγκτον στον παγκόσμιο αντιτρομοκρατικό αγώνα αναβαθμίζεται. Το Ισραήλ καθίσταται εταίρος και προνομιακός συνομιλητής της αυτοκρατορικής υπερδύναμης, παρέχοντας έτσι στην Ισραηλινή ηγεσία την δυνατότητα να καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο καθώς και να αποκτήσει μια άνευ προηγουμένου ‘ελευθερία κινήσεων’ σε ότι αφορά τους χειρισμούς της στην χρονίζουσα ισραηλοπαλαιστινιακή διένεξη.
Στην μάχη κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας, το Ισραήλ μπορεί βάσιμα να υποστηρίξει ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Η παρατεταμένη σύγκρουση με τις Παλαιστινιακές αντιστασιακές οργανώσεις καθιστά το Ισραήλ ως την πλέον εξοικειωμένη ‘δημοκρατική’ χώρα με το φαινόμενο της μαζικής τρομοκρατίας. Από την παρουσία τους στα κατεχόμενα οι ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας, οι μυστικές υπηρεσίες καθώς και οι πολιτικοί ηγέτες του Ισραήλ έχουν αποκτήσει σημαντική εμπειρία σε θέματα που άπτονται της στρατιωτικής κατοχής και της διεξαγωγής ασύμμετρων συγκρούσεων. Οι ισραηλινοί εμπειρογνώμονες κατέχουν σχεδόν ένα μονοπώλιο γνώσεων σε ότι αφορά την πρόληψη και αποτροπή τρομοκρατικών χτυπημάτων, τις μεθόδους εξουδετέρωσης εστιών αντίστασης, την καταστολή λαϊκών εξεγέρσεων. Στον παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, το Ισραήλ παίζει τον ρόλο ενός ιμάντα μεταβίβασης γνώσεων προς τον υπόλοιπο κόσμο σε ότι αφορά την κατανόηση του νέου εχθρού και στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του. Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξενίζει το γεγονός ότι τις εξαγγελίες του προέδρου Πούτιν περί μιας νέας επιθετικής στρατηγικής για τη συντριβή της τρομοκρατίας ύστερα από την σφαγή στο Μπεσλάν, ακολούθησε η άφιξη μιας αποστολής ισραηλινών εμπειρογνωμόνων στην Μόσχα για διαβουλεύσεις γύρω από θέματα ασφαλείας αλλά και πιθανότατα, για την εκπαίδευση Ρωσικών επίλεκτων αντιτρομοκρατικών μονάδων.
[v]Παρόμοιες αποστολές ‘συμβουλευτικού’ χαρακτήρα έχουν οργανωθεί από το Ισραήλ τα τελευταία χρόνια στην Ινδία, η οποία εξακολουθεί να μην μπορεί να καταπνίξει την εξέγερση των μουσουλμάνων αυτονομιστών στο Κασμίρ, στην Κολομβία όπου οι Μαρξιστές αντάρτες δεν έχουν χάσει καθόλου από την αξιοσημείωτη στρατιωτική τους ισχύ και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του κόσμου μαίνονται χαμήλης εντάσεως συγκρούσεις. Ας μην ξεχάσουμε επίσης ν’άναφερθούμε στην παράνομη εξωδικαστική δολοφονία από τις Ρωσικές μυστικές υπηρεσίες ενός εκ των ηγετών της Τσετσενικής αντίστασης σε ξένο έδαφος, αυτό του αραβικού βασιλείου του Κατάρ, που φιλοξενούσε τον Τσετσένο αυτονομιστή υπό το καθεστώς της διπλωματικής ασυλίας.
[vi] Μια επιχείρηση που αναμφίβολα θυμίζει πολύ σε σχεδιασμό κι εκτέλεση τις πρακτικές κρατικής τρομοκρατίας που χρόνια τώρα εφαρμόζει το Ισραήλ ενάντια στην ηγεσία των Παλαιστινιακών οργανώσεων.
Με αυτόν τον τρόπο οι πράκτορες του επίσημου κρατικού σιωνισμού επιτυγχάνουν την διεθνοποίηση του Ισραηλινού κατοχικού μοντέλου, τη διασπορά και μεταφύτευση του σε άλλα σημεία του πλανήτη. Με αυτόν τον τρόπο, το ειδικό βάρος του Ισραήλ ως στρατηγικού σημείου αναφοράς και ως ‘απαραίτητου εταίρου’ στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας διατηρείται και αυξάνεται, ενώ νομιμοποιούνται έμεσα οι βάναυσες ενέργειες των ισραηλινών στα Παλαιστινιακά εδάφη, ή τουλάχιστον εξασφαλίζεται ένα μέτρο διπλωματικής ανοχής της διεθνούς κοινότητας απέναντι στα συνεχιζόμενα εγκλήματα της φονικής σιωνιστικής πολεμικής μηχανής ενάντια σε έναν άοπλο και ανυπεράσπιστο λαό. Αλήθεια ποιό κράτος θα σπεύσει να επιβάλει κυρώσεις ενάντια στο Ισραήλ, ή ακόμα και να τοποθετηθεί δημόσια ενάντια στην ισραηλινή κατοχή, όταν οι ισχυρότερες δυνάμεις του πλανήτη είτε βρίσκονται στο μέσο των δικών τους εκστρατειών κατάκτησης (ΗΠΑ), είτε προσπαθούν να αναστηλώσουν την κρατική τους κυριαρχία σε ήδη εξεγερμένες ή αποσχισθείσες επαρχίες (Ρωσία, Κίνα); Πόσο μάλλον που οι παραπάνω χώρες έχουν περισσότερο από ποτέ άλλοτε την ανάγκη της ισραηλινής τεχνογνωσίας σε θέματα αντιτρομοκρατίας και καταστολής προκειμένου να ειρηνεύσουν τις εμπόλεμες ζώνες που έχουν υπό την κατοχή τους.
Η Πνευματική Γενεαλογία του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας
Υπάρχουν πολλές και σαφείς ενδείξεις που επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό ότι ο παρόν πόλεμος κατά της τρομοκρατίας αποτελεί σε επίπεδο σχεδιασμού κι εκτέλεσης το πνευματικό προιόν μιας ομάδας αμερικανοεβραίων διανοουμένων. Η ομάδα αυτή, αντιπροσωπεύει τα πιο ριζοσπαστικές, εξτρεμιστικές πτέρυγες μέσα στους κόλπους του Αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου και τα μέλη της στελεχώνουν κυρίως οργανώσεις και ινστιτούτα ερεύνης που είτε ευθυγραμμίζονται ιδεολογικά με τις πολιτικές και την επίσημη ιδεολογία του κράτους του Ισραήλ, είτε λειτουργούν σαν ευθεία προέκταση της ισραηλινής κρατικής μηχανής μέσα στο πολιτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο, ότι δεν θεωρούμε τους Αμερικανούς με εβραική καταγωγή στο σύνολο τους ως αποκλειστικούς υπεύθυνους για την εξαπόλυση του διεθνούς αντιτρομοκρατικού πολέμου. Θα ήταν λάθος εκ μέρους μας να καταφύγουμε σε μια λογική συλλογικής ενοχοποίησης των αμερικανοεβραίων και να καταλογίσουμε στην αμερικανοεβραϊκή κοινότητα στο σύνολο της καταχθόνεια κίνητρα ή κρυμμένες σκοπιμότητες κι επιδιώξεις. Όπως άλλωστε έχει επισημάνει και ο Νόαμ Τσόμσκι, το φιλοισραηλινό λόμπι στις ΗΠΑ δεν απαρτίζεται αποκλειστικά από αμερικανοεβραίους αλλά περιλαμβάνει πολιτικές ομάδες, ινστιτούτα και οργανώσεις που καλύπτουν όλο το παραταξιακό, ιδεολογικό και πολιτιστικό φάσμα των Ηνωμένων Πολιτειών.
[vii] Με άλλα λόγια όλοι οι Σιωνιστές δεν είναι εβραίοι, αλλά ούτε μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι όλοι οι εβραίοι είναι Σιωνιστές.
Παρ’όλα αυτά, ο καταλογισμός καθολικής ευθύνης στο κομμάτι εκείνο των πολιτικοποιημένων αμερικανοεβραίων που χρησιμοποίησε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας ως μέσο επιθετικής υπεράσπισης και εξυπηρέτησης των σκοπών του διεθνούς Σιωνισμού, είναι όχι μόνο δικαιολογημένος αλλά και απόλυτα επιβεβλημένος από ηθικής άποψης. Ο αναγνώστης πρέπει να κατανοήσει πως όταν αναφερόμαστε στους ακραίους Αμερικανούς Σιωνιστές, δεν μιλούμε για μια πολιτική ομάδα δομημένη στα πρότυπα των λεγόμενων επαγγελματικών λόμπυ, που ειδικεύονται σε παρασκηνιακές παρεμβάσεις στα κέντρα λήψης αποφάσεων των ΗΠΑ για λογαριασμό συγκεκριμένων συμφερόντων, έναντι φυσικά της κατάλληλης αμοιβής.
[viii] Διαβάζοντας τα βιβλία του εβραίου αντισιωνιστή Φίνκελστάιν, ή του εκλιπόντος μαχητικού Παλαιστίνιου διανοητή Σαϊντ, βγάζει κανείς το συμπέρασμα ότι περισσότερο πρόκειται για μια συμπαγή κάστα ακτιβιστών διανοουμένων που από πλευράς ιδεολογικής πειθαρχίας και δογματικής αφοσίωσης θυμίζουν καταπληκτικά τα ιερατικά τάγματα του Μεσαίωνα όπως αυτό των Ιησουιτών, ή τα κομμουνιστικά κόμματα της Σταλινικής περιόδου.
Ως κατ’εξοχήν εκπρόσωπος της συγκεκριμένης σχολής Σιωνιστών διανοουμένων, μπορεί να θεωρηθεί ο Ελάι Βίζελ, του οποίου ο φανατισμός και η αδιαπραγμάτευτη αφοσίωση στο κράτος του Ισραήλ πλησιάζει στην απολυτότητα της τις φασιστικές αντιλήψεις περί απόλυτης υποταγής του ατόμου στις επιταγές και επιδιώξεις του Ολοκληρωτικού Κράτους. Χαρακτηριστικά ο Βίζελ γράφει: «Υπερασπίζομαι το Ισραήλ – τελεία. Προσδιορίζομαι σε σχ’εση με το Ισραήλ – τελεία. Ποτέ δεν επιτίθεμαι, ποτέ δεν κριτικάρω το Ισραήλ όταν βρίσκομαι έξω από τα σύνορα του».
[ix] Σημειώστε ότι ο Βίζελ δεν είναι μια περιθωριακή φιγούρα της αμερικανοεβραικής κοινότητας, ούτε είναι επικεφαλής κάποιου άγνωστου ακροδεξιού γκρουπούσκουλου με περιορισμένη απήχηση στην Αμερικανική πολιτική σκηνή. Αντίθετα, ηγείται μιας εκ των πλουσιότερων, ισχυρότερων και πλέον αξιοσέβαστων οργανώσεων του εβραϊκού λόμπυ, της διαβόητης ‘Ένωσης Ενάντια στην Δυσφήμιση’ (ADL), στο πρόσφατο συνέδριο της οποίας απήυθυνε χαιρετισμό ο Τζ. Μπους αυτοπροσώπως.
Η ισχύς της ιδεολογικής κατήχησης στην οποία έχουν υποβληθεί οι απολογητές του Σιωνισμού και η ατομική πνευματική πειθαρχία που τους έχει επιβληθεί, γίνεται αντιληπτή από την πρόσφατη υπόθεση κατασκοπίας, όπου ένας νεοσυντηρητικός αμυντικός αναλυτής του Πενταγώνου συνελήφθη να διοχετεύει απόρρητα έγγραφα κι εμπιστευτικές εκθέσεις του Πενταγώνου προς το Ισραήλ, με την αμερικανοεβραϊκή ADL να παίζει τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Το εντυπωσιακό στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι ότι ο εν λόγω αναλυτής ουδεμία σχέση έχει με την αμερικανοεβραική κοινότητα, ούτε πρόκειται για αμερικανό εβραικής καταγωγής. Από την άλλη μεριά, η προθυμία ενός αμερικανού δημοσίου υπαλλήλου να μεταβιβάσει κρατικά μυστικά της πατρίδας του σε ένα φαινομενικά σύμμαχο κράτος όπως το Ισραήλ, με το οποίο δεν τον ενώνει κανένας ιδιαίτερος προσωπικός δεσμός, δεν θα πρέπει να μας εκπλήττει, δοθέντος ότι το Ισραήλ κατέχει στους πλανητικούς στρατηγικούς υπολογισμούς των οπαδών του νεοσυντηρητικού δόγματος, θέση ανάλογη με εκείνη που κατείχε η πρώην Σοβιετική Ένωση στους σχεδιασμούς των κομμουνιστών για την πραγματοποίηση της παγκοσμίας επανάστασης.
Ορισμένες από τις πλέον αμφισβητούμενες πτυχές της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας που έχουν εξαπολύσει οι ΗΠΑ σε πλανητικό επίπεδο έχουν το νομικό τους προηγούμενο στις περιφερειακές στρατηγικές που κατά καιρούς εφάρμοσε το Ισραήλ ουτος ώστε να πατάξει την ένοπλη αντίσταση στα Παλαιστινιακά εδάφη, και να επιβάλει την Pax Israelica στους Άραβες γείτονες του. Το δόγμα του προληπτικού πολέμου αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο του Ισραηλινού στρατηγικού δόγματος από εποχής ίδρυσης του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που το Ισραήλ προχώρησε σε προληπτικά χτυπήματα ενάντια σε γειτονικά του κράτη, με απώτερο στόχο την παρεμπόδιση της ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων και την διατήρηση του υφιστάμενου status quo στο οποίο το Ισραήλ κατέχει θέση περιφερειακής υπερδύναμης. Στην κατηγορία αυτή των στρατιωτικών επιχειρήσεων ανήκουν: α) η αιφνιδιαστική αεροπορική επιδρομή του 1967 που κατέληξε στην ολοκληρωτική καταστροφή της καθηλωμένης Αιγυπτιακής αεροπορίας του Νάσερ (μια επίθεση που θυμίζει έντονα την αντίστοιχη των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ), β) ο βομβαρδισμός του Ιρακινού πυρηνικού αντιδραστήρα από Ισραηλινά μαχητικά αεροσκάφη το 1982 με το αιτιολογικό ότι η ανάπτυξη πυρηνικής ενέργειας από το Ιράκ συνιστούσε δυνητική απειλή για την εθνική ασφάλεια του Ισραήλ, γ) οι σποραδικές, αλλά τακτικές, αεροπορικές επιδρομές σε βάρος του Λιβάνου και της Συρίας με το πρόσχημα της καταστροφής βάσεων και στρατοπέδων εκπαίδευσης των Παλαιστινίων μαχητών της PLO και της Χαμάς. Σε όλες τις περιπτώσεις, η προστασία του Ισραήλ και η πρόληψη και αποτροπή τρομοκρατικών ενεργειών κατά της επικράτειας του χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για την νομιμοποίηση ενεργειών που με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου αξιολογούνται ως δείγματα της πιο απροκάλυπτης επιθετικότητας.
Πολύς λόγος γίνεται για το ‘νέο’ νομικό, ρυθμιστικό πλαίσιο που τίνει να εισαγάγει η Αμερικανική κυβέρνηση στον τρόπο διεξαγωγής των διεθνών συγκρούσεων και στο καθεστώς κατοχύρωσης των νομικών δικαιωμάτων των εμπολέμων. Μέσα από την ενσωμάτωση στην ορολογία του διεθνούς δικαίου της έννοιας του ‘Μαχητή του Εχθρού’ (Enemy Combatant), επιχειρείται η αποσύνδεση του νομικών εννοιών και προδιαγραφών που περιλαμβάνονται στην Συνθήκη της Γενεύης από την πραγματικότητα των συγκρούσεων που εξελίσσονται στο έδαφος. Κι αυτό γιατί με βάση το νέο δόγμα, οι εν λόγω πολεμιστές δεν ανήκουν στις επίσημες ένοπλες δυνάμεις κάποιου ανεξάρτητου κράτους, αλλά συγκροτούν σώματα ατάκτων η νομική υπόσταση των οποίων δεν αναγνωρίζεται από την διεθνή νομοθεσία. Έτσι, ανοίγει ουσιαστικά ο δρόμος για την αυθαίρετη άσκηση κτηνώδους βίας, απελευθερωμένη από οποιαδήποτε νομική υποχρέωση ή ηθικό περιορισμό.
Η καθιέρωση τέτοιων πρακτικών σε πλανητικό επίπεδο ισοδυναμεί πράγματι με μια ριζική αναθεώρηση των διατάξεων του διεθνούς δικαίου στο ζήτημα της διεξαγωγής του πολέμου. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι παρόμοιες μέθοδοι είναι χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Το Ισραήλ για χρόνια αντιμετωπίζει τους αντάρτες των Παλαιστινιακών ένοπλων οργανώσεων, καθώς και τους μαχητές της Λιβανέζικης αντιστασιακής οργάνωσης Χεζμπολά, ως ‘τρομοκράτες’ ή παράνομους στασιαστές που εκπίπτουν των νομικών ρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στις διεθνείς συνθήκες καθορισμού των δικαιωμάτων των εμπολέμων.
[x] Ο ισραηλινός κατοχικός στρατός έτσι μπορεί να ισχυριστεί ότι δρά σε μια νομική γκρίζα ζώνη που δεν καλύπτεται από το διεθνές δίκαιο και κατ’επέκτασην ουδεμία υποχρέωση έχει να λάβει υπόψην τις πρόνοιες των διεθνών συνθηκών στις επιχειρήσεις που διεξάγει ενάντιον των ανταρτών ή στην μεταχείριση που επιφυλάσσει στους αιχμαλώτους που αποσπά από αυτές τις επιχειρήσεις.
Πρόκειται λοιπόν για μια διεθνοποίηση των Ισραηλινών πρακτικών, των οποίων η καινοτομία έγγυται όχι τόσο στο γεγονός της καταστρατήγησης των συνθηκών που συγκροτούν την βάση του διεθνούς δικαίου, όσο στην ενσωμάτωση τους σε μια πλανητική στρατηγική καταστολής που σαν τελικό στόχο έχει την συντριβή κάθε απόπειρας μαζικής αντίστασης ενάντια στην υπερεθνική, Αυτοκρατορική εξουσία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Μπορούμε να πούμε με σιγουριά, πως η Ισραηλινή εμπειρία στα κατεχόμενα χρησίμευσε ως πρότυπο για την μορφοποίηση και τον καθορισμό των βασικών όρων του νέου μοντέλου κυριαρχίας που προωθείται μέσω της παγκόμιας ‘αντιτρομοκρατικής’ εκστρατείας.
Για όποιον ακόμα δεν πείστηκε περί της άμεσης σχέσης που υπάρχει μεταξύ της έξαρσης του Αμερικανικού ηγεμονισμού και της κυριαρχίας των φιλοσιωνιστών διανοουμένων στο εσωτερικό των ΗΠΑ, δεν έχουμε παρά να τον παραπέμψουμε στο άρθρο του Charles Krauthammer, ενός από τους πλέον διαπρεπείς εκπροσώπους του εβραϊκού κατεστημένου στις ΗΠΑ, που από το 1990 ακόμα ‘προειδοποιούσε’ το Αμερικανικό αναγνωστικό κοινό για τον κίνδυνο ενός φαινομένου που ο ίδιος ονόμαζε «παγκόσμια ιντιφάντα» και που, αν κρίνουμε από την διατύπωση, προϋποθέτει για την καταπολέμηση του την επεξεργασία ενός αντιτρομοκρατικού σχεδίου δράσης και την λήψη αντιτρομοκρατικών μέτρων σε πλανητικό επίπεδο.
[xi] Εάν το επιτελείο του Προέδρου Μπους συνέλαβε την ιδέα για την εισβολή και βίαιη κατάκτηση του Ιράκ πολύ πρίν η Αλ Κάιντα χτυπήσει το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, τότε η ιδέα για μια παγκόσμια εκστρατεία κατά της τρομοκρατίας που θα πετύχαινε να στρέψει την φονική πολεμική μηχανή των ΗΠΑ κατά του Αραβικού κόσμου, απετέλεσε βασική προτεραιότητα και στόχο της πολιτικής στρατηγικής των Αμερικανών σιωνιστών εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες.
Ακόμα και στο επίπεδο της πολεμικής προπαγάνδας το Αμερικανικό στρατόπεδο έσπευσε να δανειστεί στοιχεία και τεχνικές χειραγώγησης της κοινής γνώμης από αυτό των Ισραηλινών. Ενδεικτικά αναφέρουμε δημοσιεύματα Αμερικανικών δημοσιογραφικών εντύπων στα οποία αναπαράγεται άκριτα ο εξωφρενικός ισχυρισμός (που πρώτες οι Ισραηλινές κατοχικές δυνάμεις διετύπωσαν σε σχέση με τον βαρύ φόρο αίματος που πληρώνουν οι Παλαιστίνιοι έπειτα από κάθε φονική επιδρομή του Ισραηλινού στρατού), ότι οι υψηλές απώλειες μεταξύ του άμαχου πληθυσμού στο Ιράκ οφείλονται κατά κύριο λόγο στην τάση που έχουν οι μαχητές της Ιρακινής αντίστασης να χρησιμοποιούν γυναίκες και μικρά παιδιά ως ανθρώπινες ασπίδες, θέλοντας έτσι να προκαλέσουν μεταστροφή της διεθνούς κοινής γνωμής μέσω της αύξησης των απωλειών μεταξύ των αμάχων! Πρόκειται φυσικά για άποψη που φανερώνει πόσο πολύ έχουν διαποτίσει οι ρατσιστικές ιδέες και τα αντι-αραβικά στερεότυπα της Σιωνιστικής ιδεολογίας τον δημόσιο πολιτικό λόγο στις ΗΠΑ. Από την μία μεριά έχουμε τους ημιάγριους άραβες που δεν διστάζουν να μεταχειριστούν τα παιδιά τους ως εργαλεία προπαγάνδας και από την άλλη έχουμε τα στρατεύματα της ‘πολιτισμένης’ Δύσης (ΗΠΑ, Ισραήλ) τα ευγενή αισθήματα και η ηθική εντιμότητα των οποίων τα καθιστά ανίκανα να διαπράξουν αγριότητες σε βάρος αμάχων. Έτσι φτάνουμε σε σημείο η παράλογη πρώτη εκδοχή να αντιμετωπίζεται από την κοινή γνώμη στις ΗΠΑ ως το ίδιο πιθανή με την δεύτερη!
Ο Παγκόσμιος Εμφύλιος Πόλεμος
Η νέα ηγεμονική τάξη πραγμάτων χαρακτηρίζεται από μερικές βασικές διαφορές σε σχέση με το προγενέστερο διπολικό διεθνές περιβάλλον της ψυχροπολεμικής περιόδου. Θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε την συνοπτική απόδοση των μεταβολών που έχουν συντελεστεί στο διεθνές σκηνικό από το 1989 και ύστερα, διατυπώνοντας τον ισχυρισμό ότι το παγκόσμιο σύστημα έχει εισέλθει σε μια περίοδο κοσμοϊστορικών ανακατατάξεων, μια περίοδο κρίσεως που εκφράζεται με τους όρους ενός γενικευμένου, παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου. Χρησιμοποιούμε εδώ έναν όρο που παραπέμπει σε εσωτερικές πολιτικές διεργασίες για να καταδείξουμε τη ρήξη που αντιπροσωπεύουν οι σύγχρονες μορφές σύγκρουσης σε σχέση με την παρελθούσα διάρθρωση του διεθνούς συστήματος που θεωρούσε τα κράτη ως τα κατ’εξοχήν δρώντα υποκείμενα στο πεδίο των διεθνών σχέσων και είχε διαμορφώσει έναν ανάλογο θεσμικό μηχανισμό για την αποτελεσματική πρόληψη ή την επίλυση τέτοιων συγκρούσεων. Έχουμε να κάνουμε εδώ με το πέρασμα από ένα διακρατικό μοντέλο διαχείρισης των διεθνών υποθέσεων, στην υπαγωγή τους σε ένα υπόδειγμα υπερεθνικής κυριαρχίας που ονομάζουμε Αυτοκρατορία.
Στην παρούσα διεθνή συγκυρία, η διακρατική διάσταση των ένοπλων συγκρούσεων που απειλούν να υπονομεύσουν την διεθνή ασφάλεια τίνει να εξαλειφθεί. Με την εξαίρεση ίσως της χρόνιας αντιπαλότητας που χαρακτηρίζει την σχέση της Ινδίας με το Πακιστάν, η οποία όμως τελευταία φαίνεται να βρίσκεται σε φάση ύφεσης και σταδιακής εξομάλυνσης, οι νέοι πόλεμοι που ενδέχεται να λειτουργήσουν ως παράγοντες αποσταθεροποίησης του διεθνούς συστήματος δεν αναμένεται να έχουν το έθνος-κράτος στο επίκεντρο τους, ούτε θα υπακούν σε μια λογική κατάπαυσης τους μέσω της διευθέτησης ή εξισορρόπησης αντικρουόμενων αλλά σαφώς διατυπωμένων διακρατικών διεκδικήσεων. Όπως τονίζει ο R. Kaplan, ο νέος τύπος πολέμου θα διεξάγεται ολοένα και περισσότερο μέσα στα σύνορα των κυρίαρχων κρατών και όχι μεταξύ τους.
[xii]Οι φορείς του νέου συγκρουσιακού δυναμικού μέσα στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής εξουσίας, δεν ταυτίζονται πλέον αποκλειστικά με τις άρχουσες ελίτ ανελεύθερων ή αυταρχικών κρατών, τα ‘Κράτη-Παρίες’ (Pariah-States) της εποχής Κλίντον, αλλά εντοπίζονται σε φονικούς στρατούς ατάκτων, σε τρομοκρατικά δίκτυα και οργανώσεις ένοπλης πάλης που δεν εκπροσωπούν πολιτικές αρχές αναγνωρισμένες από το διεθνές δίκαιο. Το στοιχείο που ανάγει την δράση τέτοιων ένοπλων οργανώσεων σε πρωταρχική στρατηγική απειλή για το διεθνές σύστημα και καθιστά επιβεβλημένη την εμπλοκή της διεθνούς κοινότητας για την αντιμετώπιση της, είναι αναμφίβολα η σχετικοποίηση των γεωγραφικών αποστάσεων που οφείλεται στην πρόοδο των μεταφορικών και επικοινωνιακών μέσων στον σύγχρονο κόσμο, καθώς και οι εξελίξεις στον τομέα της στρατιωτικής τεχνολογίας που καθιστούν πιθανό το ενδεχόμενο εξοπλισμού μικρών αντιστασιακών ομάδων με ένα μικρής κλίμακας χημικό, βιολογικό ή ακομά και πυρηνικό οπλοστάσιο. Οι ιδιώτες-μαχητές ανάγονται έτσι σε απειλές πρώτου μεγέθους για τη συλλογική ασφάλεια και αποκτούν ένα στρατηγικό πλεονέκτημα που, το δίχως άλλο, είναι ικανό να αναβαθμίσει τον πολιτικό και στρατιωτικό τους ρόλο.
[xiii]Ακόμη, δεδομένης της κατάρρευσης του διπολισμού και της ανάδειξης των ΗΠΑ σε μοναδική υπερδύναμη, οι απανταχού εξεγερμένοι αποκτούν συνείδηση του γεγονότος ότι η εκπλήρωση των στόχων τους και η ικανοποίηση των διεκδικήσεων τους, εξαρτώνται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό από τις διαθέσεις και την πολιτική της υπερδύναμης. Λογικό λοιπόν να αποδίδουν τις επιμέρους αποτυχίες των κινημάτων τους στις ΗΠΑ και να βλέπουν τις τελευταίες ως δυνάστη και άμεσο ανταγωνιστή τους.
Σε μεγάλο βαθμό, η στρατιωτικοποίηση των μεθόδων υπερεθνικής διακυβέρνησης που προσπαθεί να επιβάλει το μιλιταριστικό, εβραιο-αγγλοσαξωνικό μπλοκ, αποτελεί την αντίδραση ενός κομματιού της υπερεθνικής ελίτ μπροστά στον πολύ σόβαρο κίνδυνο υπόσκαψης της κυριαρχίας της που δημιουργεί η παραπάνω εξέλιξη. Η διεθνής κατασταλτική εκστρατεία που η Αμερικανική ελίτ έχει εξαπολύσει σε συνεργασία με τους συμμάχους της, αποβλέπει: α) να παταχθούν τα υφιστάμενα αντιστασιακά κινήματα, όπου αυτά διεκδικούν έναν ηγεμονικό αντιπολιτευτικό ρόλο (Παλαιστίνη, Κολομβία, Ιράκ), β) να καταλυθούν τα δίκτυα συνδρομής και αλληλοβοήθειας που τα εν λόγω κινήματα έχουν αναπτύξει στον διεθνή χώρο, ώστε να αποφευχθεί η μελλοντική πιθανότητα συγκροτήσης ενός αντιστασιακού συνασπισμού. Μια τέτοια συμμαχία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πόλος εναλλακτικής εξουσίας μέσω ενός αυξημένου επιπέδου συνεργασίας ανάμεσα στα αντιστασιακά κινήματα, με παράλληλη αξιοποίηση των νέων ευκαιριών που τους παρουσιάζονται στον τομέα της στρατιωτικής τεχνολογίας.
[xiv] γ) να περιοριστεί η πρόσβαση των ένοπλων ομάδων σε όπλα μαζικής καταστροφής μέσω της λήψης διακρατικών μέτρων για τη μη-διάδοση των πυρηνικών.
Σε αυτό το οξυμένο, ασταθές και απρόβλεπτο περιβάλλον των πολλών μικρών πολέμων που εξελίσσονται ταυτόχρονα, το Ισραήλ δείχνει να κινείται άνετα και με όρους διαφορετικούς από αυτούς που καθόριζαν την μέχρι τώρα διεθνή του υπόσταση. Η αναθεώρηση παραδοσιακών ενοιών του διεθνούς δικαίου, η περιθωριοποίηση των διεθνών οργανισμών, η εξάπλωση της ανομίας και του χάους καθώς και η μεταλασσόμενη φύση του σύγχρονου πολέμου, δημιουργούν τις προυποθέσεις για μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του ρόλου που διαδραματίζει το Ισραήλ στις διεθνείς υποθέσεις. Το Ισραήλ εμφανίζεται ως το πρότυπο του ‘Κράτους-Επιζώντα’ (Survivor-State), που ξέρει να επιβιώνει και να ελίσσεται με επιτυχία μέσα στις χαώδεις συνθήκες της παρούσας διεθνούς συγκυρίας, όπου τα κράτη βρίσκονται αντιμέτωπα με ριζικά νέους κινδύνους τους οποίους ακόμη δεν έχουν κατανοήσει πλήρως. Αντλώντας από την μακροχρόνια εμπειρία του σε ένα πεδίο εξωτερικής πολιτικής τόσο ακανθώδες κι ευμετάβλητο όσο αυτό της Μέσης Ανατολής και εφαρμόζοντας τα πρακτικά διδάγματα που έχουν συσσωρευτεί από την παρατεταμένη πάλη του κατά των ασσύμετρων απειλών της Χαμάς και της Χεζμπολά, το Ισραήλ μοιάζει να βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον μετέχοντας σε αυτόν τον πόλεμο κατά της διεθνούς τρομοκρατίας, την στιγμή που τα υπόλοιπα κράτη προσβλέπουν σε αυτό για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του νέου περιβάλλοντος στρατηγικής ασφάλειας.
Είναι φυσικό η ‘Παλαιστινιοποίηση’ (στα πρότυπα της ‘βαλκανιοποίησης’) του πλανήτη, με την έννοια της διεθνοποίησης της βίαιης αντιπαράθεσης μεταξύ Κράτους από την μία μεριά, και Τρομοκράτη από την άλλη, να σημάνει την άνοδο του Ισραήλ ως υπολογίσιμο στρατηγικό μέγεθος με μεγάλη επιρροή στις διεθνείς υποθέσεις. Σ’έναν παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο, τα κλασικά κριτήρια αξιολόγησης και μέτρησης της γεωπολιτικής ισχύος ενός κράτους παρουσιάζονται ως αναχρονιστικά. Οι τεράστιοι, μαζικοί στρατοί δίνουν την θέση τους σε μικρές και ευέλικτες μονάδες άμεσης επέμβασης, με μεγάλη ικανότητα προσαρμοστικότητας. Ο ανταγωνισμός για την απόκτηση και τον έλεγχο φυσικών πόρων έχει μόνο δευτερεύουσα σημασία σε μια οικονομία της οποίας πρώτη ύλη είναι η πληροφορία. Το Ισραήλ διαθέτει ένοπλες δυνάμεις αποτελεσματικές, ευέλικτες, ικανές να ανταπεξέλθουν σε μια μεγάλη ποικιλία συνθηκών στρατιωτικής εμπλοκής. Επενδύει τεράστια ποσά στον τομέα επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης της τεχνολογίας σε μια προσπάθεια να αποκτήσει προβάδισμα στους στρατηγικούς τομείς της επιστήμης και των υψηλών τεχνολογιών.
[xv] Διαθέτει επίσης υψηλού (ίσως του υψηλότερου) επιπέδου υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας, που μπορούν να χρησιμεύσουν ως το νέο ‘υπερόπλο’ στην διεξαγωγή του βρώμικου και χαμηλής έντασης πολέμου κατά της τρομοκρατίας.
[xvi] Εφαρμόζοντας τα παραπάνω κριτηρία, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ανάδυση του Ισραήλ ως προπύργιου της Αυτοκρατορικής ισχύος και ως διεθνούς κέντρου αντεπαναστατικής δραστηριότητας είναι απλώς, θέμα χρόνου, αν δεν αποτελεί ήδη αδιαμφισβήτητο γεγονός.
[i] Συγκεκριμένα ο Φίνκελστάιν γράφει: «Η στρατιωτική ισχύς του [Ισραήλ] θα μπορούσε ακόμη να διευκολύνει την είσοδο στα άδυτα της αμερικανικής εξουσίας. Προηγουμένως, οι εβραικές ελίτ μπορούσαν να προσφέρουν μόνο την λίστα κάποιων Εβραίων ανατρεπτικών. Τώρα μπορούσαν να εμφανιστούν ως οι φυσικοί συνομιλητές του νέου στρατηγικού κεφαλαίου των ΗΠΑ. Από κομπάρσοι μπορούσαν να μετατραπούν σε πρωταγωνιστές του ψυχροπολεμικού δράματος», και αλλού συμπληρώνει, «Το γεγονός αυτό πριμοδοτούσε μα ανάλογη δύναμη και τις αμερικανοεβραικές ελίτ». Στο Ν. Finkelstein, Η Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος (Εκδόσεις 21ου, 2001), σ.51, 67.
[ii] Όπως γράφει ο Ρουά, «Οι πανεπιστημιακοί που ειδικεύονται σε θένατα Ισλάμ και Μέσης Ανατολής βρέθηκαν στο στόχαστρο καταγγελιών [...] εκ μέρους των ρεπουμπλικάνων συντηρητικών, οπαδών μιας αυξημένης υποστήριξης προς το Ισραήλ, για την ανικανότητα τους να προβλέψουν την σημερινή κρίση». Και συνεχίζει, «Η επίθεση έχει λοιπόν ως στόχο τόσο τους ισλαμολόγους [...] όσο και τους ουδετερόθρησκους αντι-οριενταλιστές καθώς επίσης και τους δύο μεγάλους πανεπιστημιακούς οργανισμούς, τη MESA (Middle East Studies Association) που συσπειρώνει στους κόλπους της το σύνολο σχεδόν των ειδικών όλων των κλάδων, και την μικρή ομάδα που έχει σχηματιστεί με επίκεντρο μια στρατευμένη επιθεώρηση της Αριστεράς που υποστηρίζει τους Παλαιστίνιους, τη Merip Report. Της επίθεσης ηγείται το Washington Institute for Near East Policy, παρακλάδι της AIPAC, του φιλοισραηλινού λόμπυ δηλαδή. O Kramer ζητά να σταματήσει η χρηματοδότηση από το Κογκρέσο των κέντρων έρευνας και διδασκαλίας για τν Μέση Ανατολή, επικαλούμενος το άρθρο 6 της National Defense Education Act (1958), ή τουλάχιστον μία εις βάθος μεταρρύθμιση των εν λόγω ιδρυμάτων. Η κριτική έχει δύο όψεις: αφενός, οι ειδικοί χρησιμοποίησαν λανθασμένα ερμηνευτικά μοντέλα [...] και επομένως δεν συνεισέφεραν διόλου στην κατανόηση της ριζοσπαστικής βίας. Αφετερου, είναι όλοι τους λίγο ώς πολύ φιλοπαλαιστίνιοι. Οι επιθέσεις είναι ονομαστικές και συχνά πολύ βίαιες, σε μακαρθικό στυλ, και προέρχονται από την πένα του Daniel Pipes». Στο Ολ. Ρουά, Οι Αυταπάτες της 11ης Σεπτεμβρίου (Εστία, 2003), σσ.103-4.
[iii] Στην πραγματικότητα, αυτή η τακτική των παράνομων εποικισμών της τωρινής ισραηλινής ηγεσίας δεν απέχει πολύ από την τακτική που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι σιωνιστές ηγέτες για να πετύχουν την θεμελίωση και ίδρυση του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ κατά την μεταπολεμική περίοδο. Η διαρκής μαζική εβραική μετανάστευση προς την ‘προγονική τους εστία’ της Παλαιστίνης, ενίσχυσε σημαντικά την εβραική παρουσία στα Παλαιστινιακά εδάφη και όταν οι σιωνιστές ηγέτες υπέβαλαν το αίτημα για την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, η διεθνής κοινότητα βρέθηκε προ του τετελεσμένου της ύπαρξης σημαντικών εβραικών εποικιστικών θυλάκων που της ήταν δύσκολο να παραγνωρίσει.
[iv] Σημειώστε ότι μεταξύ των πιο σφοδρών επικριτών των νεοσυντηρητικών ιδεών και μεθόδων συμπεριλαμβάνονται και πολλοί πρώην σύμβουλοί ή στελέχη της διοίκησης Ρέιγκαν, της εξωτερική πολιτική του οποίου διατείνονται πως συνεχίζουν οι νεοσυντηρητικοί. Στο E. Press, Even Conservatives Are Wandering: Is Bush One of Us?, The Nation, 13/05/2004.
[v] Καθημερινή, 11/09/04
[vi] S. L. Myers, Qatar Court Convicts 2 Russians in Top Chechen’s Death, The New York Times, 01/07/2004.
[vii] Ν. Τσόμσκι, Το Φιλοϊσραηλινό ‘Λόμπυ’ στις ΗΠΑ, στο Γ. Καραμπελιάς (επιμέλεια), Εβραίοι κατά του Σιωνισμού (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2000), σς.24-5.
[viii] Παρά το γεγονός ότι η AIPAC όπως και άλλες αμερικανοεβραικές οργανώσεις εσχάτως αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν και στον τομέα παροχής πολιτικών υπηρεσιών, λειτουργώντας ως επαγγελματική ομάδα πίεσης έναντι χρηματικού αντιτίμου. Φυσικά εξυπακούεται ότι οι υποθέσεις που η AIPAC αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θίγουν άμεσα ή έστω να έρχονται σε έμμεση αντίθεση με τα αντικειμενικά συμφέροντα του εβραιο-σιωνιστικού λόμπυ. Έτσι η υποταγή της AIPAC στους νόμους της αγοράς, φαίνεται πως υπόκειται σε σαφείς πολιτικούς αλλά και φυλλετικούς περιορισμούς.
[ix] Ν. Τσόμσκι, op.cit σ.29.
[x] «...συνελήφθησαν τελικά αρκετές χιλιάδες νεαροί Παλαιστίνιοι, οι οποίοι οδηγήθηκαν σε ειδικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αντίθετα με τις εκκλήσεις της ΟΑΠ, το Ισραήλ αρνήθηκε να χαρακτηρίσει αυτούς τους ανθρώπους αιχμαλώτους πολέμου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, με το σκεπτικό οτι η ΟΑΠ δεν αποτελούσε κρατική οντότητα και επομένως δεν μπορούσε να επικαλείται τις διεθνείς συνθήκες». Στο Δ. Σταυρόπουλος, Επιχείρηση ‘Ειρήνη για την Γαλιλαία’, Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τ.93, Μάιος 2004, σ.44.
[xi] Εd. Said, Καλύπτοντας το Ισλαμ (Εκδόσεις Νεφέλη, 2002), σ.35.
[xii] R. Kaplan, Πόλεμος και Πολιτική (Ροές, 2004), σ.189. Η νέα μορφή πολέμου ακυρώνει στην πράξη τις συνταγματικές ρυθμίσεις και διαδικασίες που σχεδιάστηκαν για να προβλέψουν το ενδεχόμενο κύρηξης πολέμου από μια δημοκρατία, αναθέτοντας ανάλογες αρμοδιότητες σε θεσμικά όργανα του Κράτους και υποδεικνύοντας το νομικό καθεστώς που πρόκειται να ισχύσει εν καιρώ πολέμου. Κι αυτό γιατί ο σύγχρονος, διεθνής πόλεμος ενάντια σε ένοπλες αντιστασιακές οργανώσεις, που ο επίσημος Αυτοκρατορικός πολιτικός λόγος κατατάσσει συλλήβδην στην κατηγορία της ‘Διεθνούς Τρομοκρατίας’, διέξαγεται κάτω από το προκάλυμμα έκτακτων στρατιωτικών επιχειρήσεων, που θυμίζουν αστυνομικές επιχειρήσεις αποκατάστασης της διεθνούς τάξης, με συνέπεια να επέρχεται σύγχιση μεταξύ των περιόδων που επικρατεί η ειρήνη και αυτών κατά τις οποίες ένα κράτος βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Στην ουσία, πρόκειται για έναν διαρκή, συγκεκαλυμμένο πόλεμο που δικαιολογεί την διασάλευση της συνταγματικής τάξης και την θεσμοθέτηση κυβερνήσεων έκτακτης ανάγκης. Άλλο ένα χαρακτηριστικό αυτού του ανορθόδοξου πολέμου, που εν μέρει δικαιολογεί την εκχώρηση εκτεταμένων εξουσιών σε κυβερνήσεις εκτάκτης ανάγκης, είναι ότι δεν λαμβάνει χώρα σε προκαθορισμένα πεδία μάχης μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων αντιπάλων κρατών, αλλά εκδηλώνεται σε χώρους που ανήκουν στην σφαίρα του ιδιωτικού (αεροδρόμια, ξενοδοχεία, σχολεία, κλπ.) από μαχητές που εμφανίζονται μόνο για μια στιγμή για να απορροφηθούν ξανά από το πλήθος μετά το πέρας της αποστολής τους. Η διάχυση των εχθροπραξιών από το πεδίο της μάχης σε όλο το κοινωνικό φάσμα συντελεί στην κατάργηση των πολιτικών περιορισμών που ιστορικά οι δημοκρατίες είχαν αναπτύξει για να ελέγξουν τις φιλοπόλεμες τάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Με την κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης, ο τεχνητός διαχωρισμός μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας που επετεύχθη κατά την μακροχρόνια εμπειρία της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης στις χώρες του Δυτικού κόσμου σήμερα τίνει να εξαφανιστεί. Επανερχόμαστε σταδιακά στο παραδοσιακό υπόδειγμα εξουσίας, του αρχαίου ηγέτη-στρατηγού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πρόεδρος Μπους αυτοαποκαλείται ‘Πρόεδρος εν Καιρώ Πολέμου’.
[xiii] Όπως παρατήρησε πρόσφατα ο βετεράνος Βρετανός ιστορικός Χόμπσμπαουμ, «Οι επίδοξες αυτοκρατορίες δεν μπορούν να βασίζονται στην υπακοή των υπηκόων τους. Τώρα έχουν πρόσβαση σε όπλα και μπορούν να φοβίσουν ακόμη και μεγάλες χώρες με δύναμη». Γ. Μυρτσιώτη, Η Εποχή των Αυτοκρατοριών έχει Παρέλθει, Καθημερινή, 12/10/2004.
[xiv] Ακόμα, εξασφαλείζεται ότι τα αντιπολιτευόμενα κινήματα που βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη θα υπονομευθούν σε τέτοιο βαθμό (αποστέρηση οικονομικών πόρων, καταστροφή υποδομών, πολιτικός εξοβελισμός, στρατιωτική αποδυνάμωση), ώστε να είναι ανίκανα να λειτουργήσουν μελλοντικά ως οργανωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά σημεία αναφοράς για την ανάπτυξη ενός ευρύτερου κινήματος αμφισβήτισης σε παγκόσμιο επίπεδο.
[xv] Βλέπε το πρόσφατο Νόμπελ Φυσικής που απονεμήθηκε σε δύο Ισραηλινούς επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ.
[xvi] Υπερόπλο, με την έννοια ότι σε έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας οι σωστές διασυνδέσεις, η ικανότητα διείσδυσης κι εξάρθρωσης ένοπλων ομάδων εκ των έσω, η εξουδετέρωση τρομοκρατών με εξωδικαστικά μέσα (π.χ. δολοφονίες) και η έγκαιρη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις δραστηριότητες τους, επιχειρησιακοί τομείς στους οποίους οι Ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες διακρίνονται, μπορούν να αποδειχτούν το ίδιο κρίσιμες και αποφασιστικές για την τελική επικράτηση, όσο η κατοχή και χρήση πυρηνικών όπλων για την έκβαση μιας παραδοσιακής σύρραξης σε επίπεδο κρατών.