Στη σύνοδο της 17ης Δεκεμβρίου 2005 στις Βρυξέλλες, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάνθηκε υπερ του καθορισμού ημερομηνίας έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Οι κατά τόπους Ευρωπαίοι υποστηρικτές της Τουρκικής ενσωμάτωσης επιχαίρουν για αυτήν την απόπειρα διεύρυνσης κι επέκτασης του Ευρωπαϊκού δημοκρατικού προτύπου σε ένα μουσουλμανικό κράτος. Σίγουρα, σε επίπεδο κοινής γνώμης, οι θιασώτες της Τουρκικής ένταξης συνιστούν απλώς μια θορυβώδη μειοψηφία. Το αριθμητικό τους μειονέκτημα όμως αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς κατέχουν κυβερνητικές θέσεις και αξιώματα που τους επιτρέπουν να διαμορφώνουν πολιτικές μέσω της συμμετοχής τους στα όργανα λήψης αποφάσεων της ΕΕ και τους εξασφαλίζουν μια συνεχή και απρόσκοπτη παρουσία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης προκειμένου να δημοσιοποιούν και να υπερασπίζονται τις θέσεις τους περί του Τουρκικού ζητήματος. Στη βάση του συλλογισμού που ευνοεί την Τουρκική ένταξη ενυπάρχει μια αντίληψη της ΕΕ ως θεσμικής πλατφόρμας μέσω της οποίας μπορεί να επιτευχθεί η δημιουργική συνεύρεση του Δυτικού πολιτισμού με τον ισλαμικό κόσμο. Η Τουρκική υποψηφιότητα παρουσιάζεται ως η ευκαιρία της Ευρώπης να αναλάβει ενεργότερο ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις, να αναχαιτίσει τη συγκρουσιακή δυναμική που έχει αναπτυχθεί στις σχέσεις της Δύσης με το Ισλάμ και, μέσω του παραδείγματος της Τουρκίας να προτάξει ένα εναλλακτικό μοντέλο ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Παρά τον φαινομενικά ευρωκεντρικό χαρακτήρα της, η παραπάνω προσέγγιση μπορεί να λειτουργήσει μελλοντικά ως βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σε πρώτη φάση, η προβληματική της Τουρκικής ενσωμάτωσης στηρίζεται σε μια έμμεση παραδοχή της σύγκρουσης των πολιτισμών ως κυρίαρχης πραγματικότητας στις διεθνείς σχέσεις. Με το να ισχυριζόμαστε ότι μια εξευρωπαϊσμένη Τουρκία θα μπορούσε μελλοντικά να επιτελέσει με επιτυχία τον ρόλο της γέφυρας προς τον μουσουλμανικό κόσμο, στην ουσία αποκρύπτουμε το γεγονός ότι για χρόνια η Τουρκία θεωρείτο κράτος-αποστάτης από τα λοιπά μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας λόγω του κοσμικού προσανατολισμού της Τουρκικής κρατικής εξουσίας και της βίαιης απώθησης του Ισλάμ από τον δημόσιο χώρο της οργανωμένης πολιτικής στη σφαίρα του καθαρά ιδιωτικού. Το τραυματισμένο κύρος της Τουρκίας μεταξύ των μουσουλμάνων εταίρων της μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει να αποκαθίσταται με την ανάληψη από τους Τούρκους της προεδρίας του Οργανισμού της Ισλαμικής Συνδιάσκεψης, εξέλιξη που αναμφίβολα οφείλεται στην ανάδειξη κυβέρνησης ισλαμιστών για πρώτη φορά στην ιστορία του σύγχρονου Τουρκικού κράτους. Για τα μουσουλμανικά κράτη που μετέχουν στον Ο.Ι.Σ., η επικράτηση του ισλαμικού κόμματος του Ταγίπ Ερντογάν στις εκλογές του 2001, εμπεριέχει προφανώς την προοπτική μιας επιστροφής της Τουρκίας στις πρακτικές της ισλαμικής πολιτικής παράδοσης και επανένταξης της στην οικογένεια των θεοσεβών κρατών που ασπάζονται ένα θρησκειοκεντρικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.
Για τον λόγο αυτό, η προσέγγιση της ΕΕ με την Τουρκία όχι μόνο δεν θα αποτελέσει εφαλτήριο για τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της Ευρώπης με τα Ισλαμικά κράτη, αλλά ενδέχεται να εκληφθεί και ως πράξη προδοσίας της Τουρκικής πολιτικής ηγεσίας, ως μια νέα αποστασία των Τούρκων ενάντια στις ισλαμικές τους ρίζες προς όφελος της φιλελευθεροποίησης του πολιτικού συστήματος και της εισαγωγής δυτικότροπων πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Μια τέτοια αντίληψη όχι μόνο δεν αρκεί για να πείσει τους Άραβες περί των καλών προθέσεων της Ευρώπης, αλλά, αντίθετα, τους ωθεί να ερμηνεύσουν την δυνητική ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ως αυτομόληση των Τούρκων στο αντίπαλο στρατόπεδο, ή ως προσεταιρισμό από την Δύση μιας σημαντικής, με την στρατηγική έννοια, μουσουλμανικής χώρας. Γίνεται αντιληπτό, ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί παρά να υποσκάψει το κύρος της Τουρκίας μέσα στην κοινότητα των μουσουλμανικών κρατών και να περιορίσει σημαντικά την όποια ικανότητα των Τούρκων να διαδραματίσουν ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Ισλαμ και Δύσης.
Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να υποπίπτουν στο ίδιο λάθος σχετικά με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, με αυτό που κάνουν οι επαγγελματίες δημοσκόποι όταν προσπαθούν να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους στην κοινή γνώμη. Οι δημοσκοπήσεις ποτέ δεν είναι ουδέτερα εργαλεία καταγραφής απόψεων αλλά και οι ίδιες συμβάλουν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης μέσω της δημόσιας προβολής που γίνεται σε συγκεκριμένες τάσεις και ιδέες. Με άλλα λόγια η πραγματικότητα που φιλοδοξεί να περιγράψει μια δημοσκόπηση, αυτομάτως διαφοροποιείται με την δημοσιοποίηση της εν λόγω έρευνας και γι’αυτό τον λόγο η εικόνα που αποκτάμε για τις κοινωνικές τάσεις μέσα από τις δημοσκοπήσεις ποτέ δεν είναι ακριβής. Έτσι και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί επιδίδονται σε υπολογισμούς σχετικά με μια μελλοντική προσχώρηση της Τουρκίας στην ΕΕ με γνώμονα την ιστορική ικανότητα που έχει επιδείξει η Ένωση να απορροφά στους κόλπους της και να σταθεροποιεί νεοσύστατα δημοκρατικά καθεστώτα, χωρίς όμως να λαμβάνουν υπ’οψην τις επιπτώσεις που μια Τουρκική διείσδυση θα έχει για την δυνατότητα της ΕΕ να δρά ως καταλύτης εκδημοκρατισμού υποψήφιων μελών και να φέρει εις πέρας την διαδικασία της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Και αυτό γιατί σε αντιδιαστολή με την διαδικασία που ακολουθήθηκε σε προγενέστερους κύκλους διεύρυνσης, η Τουρκία επιχειρεί να εισέλθει στην ΕΕ με τους δικούς της όρους. Σε ότι αφορά τις περιπτώσεις της επιτυχούς ενσωμάτωσης Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας που πολλοί επικαλούνται για να υποστηρίξουν την Τουρκική υποψηφιότητα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η παγίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος αποτέλεσε προϋπόθεση για την ένταξη των παραπάνω χωρών στην ΕΕ. Το σκεπτικό αυτό αντιστρέφεται στην περίπτωση της Τουρκίας, όπου η Ένωση υπό το πρόσχημα της αναγνώρισης της Τουρκικής ιδιαιτερότητας, εμφανίζεται πρόθυμη να αναλάβει το βάρος του εκδημοκρατισμού του Κεμαλικού πολιτικού συστήματος, επιδιδόμενη σε μια μακρόσυρτη και οδυνηρή διαπραγμάτευση με τις Τουρκικές πολιτικές ελίτ σχετικά με το εύρος και την εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Ποιό το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης θα μπορούσε να κάποιος να αναρωτηθεί; Μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός μεταξύ του στρατηγικού στόχου της ΕΕ για την μεταμόρφωση της Τουρκίας σε σύγχρονο δημοκρατικό κράτος και των επιδιώξεων της Τουρκικής πολιτικής ηγεσίας για περιορισμένες μεταρρυθμίσεις που θα αφήσουν ανέπαφες τις θεσμικές προσβάσεις του αυταρχικού κεμαλικού κατεστημένου στο πολιτικό σύστημα της χώρας;
Σε κάθε περίπτωση, η ένταξη της Τουρκίας ενδέχεται όχι μόνο να υπονομεύσει την υποτυπώδη πολιτική συνοχή της ΕΕ αλλά και να δημιουργήσει φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό των Ευρωπαικών διοικητικών οργάνων, επιφέροντας τον επαναπροσδιορισμό της κοινότητας στην βάση της χαλαρής διακρατικής συνεργασίας. Μια τέτοια εξέλιξη είναι ορατή, ειδικότερα εαν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η ΕΕ διανύει περίοδο θεσμικής ανασυγκρότησης και ανασύστασης των κοινοτικών μηχανισμών. Η κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας και η αντικατάσταση της από την αρχή της ειδικής πλειοψηφίας στον τρόπο λειτουργίας των κοινοτικών οργάνων, μπορεί να καταστήσει την Τουρκία κυρίαρχη δύναμη στην Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή με αυξημένη θεσμική ισχύ στο νεό κοινοτικό οικοδόμημα. Επιπλεόν θα επιφέρει την μεταβολή της ισορροπίας δυνάμεων στο εσωτερικό της Ένωσης, προς όφελος του ρεύματος που υποστηρίζει το διακρατικό μοντέλο συνεργασίας, με επικεφαλής την Βρετανία, αντί μιας πολιτικής ολοκλήρωσης με ενισχυμένα συνομοσπονδιακά χαρακτηριστικά. Σημειωτέον ότι ανάμεσα στις δύο τάσεις ουδεμία συμβιβαστική λύση υπάρχει. Είτε τα κράτη-μέλη θα επιλέξουν μια πολιτική εμβάθυνσης που προυποθέτει την μεταφορά νέων εξουσιών από τη σφαίρα της εθνικής κυριαρχίας στο επίπεδο της υπερεθνικής διακυβέρνησης, είτε η ΕΕ θα καταστεί δυσλειτουργική και θα αναγκαστεί να προσαναντολιστεί προς χαλαρές μορφές συνεργασίας που θα επικεντρώνονται σε θέματα οικονομικής φύσεως και δεν θα υπερβαίνουν τον στρατηγικό στόχο της εγκαθίδρυσης μιας ζώνης ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών.
Δεν μιλούμε εδώ για μια διαδικασία διολίσθησης ή υπαναχώρησης των Ευρωπαϊκών κρατών από ένα υφιστάμενο καθεστώς πολιτικής ενοποίησης. Η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής πολιτικής οντότητας δεν αποτελεί απτή πραγματικότητα, αλλά συνιστά μελλοντική στρατηγική επιδίωξη των κρατών-μελών, η πραγματοποίηση της οποίας εξαρτάται από μελλοντικούς πολιτικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό της Ένωσης και από την κατανομή της θεσμικής ισχύος στο πλαίσιο της νέας κοινοτικής θεσμικής φυσιογνωμίας που θα προκύψει από το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Γίνεται αντιληπτό ότι στο πρόσωπο της Τουρκίας, ενός κράτους δομημένου στα πρότυπα του παραδοσιακού δόγματος του συγκεντρωτικού κεμαλικού εθνικισμού, προσκολλημένου σε μια παρωχημένη γεωπολιτική αντίληψη περί εθνικού συμφέροντος κι ελάχιστα δεκτικού σε μεταμοντέρνα προτάγματα περί αλληλεξάρτησης και αμοιβαίας συνεργασίας, η Βρετανία βρίσκει έναν ιδανικό σύμμαχο στην προσπάθεια της να παρακωλύσει και να εκτρέψει τις διαδικασίες πολιτικής ενοποίησης που μπορούν να οδηγήσουν μελλοντικά στην ανάδυση μιας Ευρωπαϊκής υπερδύναμης με ανεξάρτητη φωνή στις διεθνείς υποθέσεις.
Πόσο μάλλον που η προοπτική της Τουρκικής ένταξης φαίνεται ήδη να προκαλεί τα πρώτα ρήγματα στον Γαλλο-Γερμανικό άξονα, με τους Γερμανούς να παρουσιάζονται ως ένθερμοι υποστηρικτές της Τουρκικής υποψηφιότητας και την Γαλλία να τηρεί πιο επιφυλακτική στάση που μπορεί να εξελιχθεί και σε ανοιχτή απόρριψη εάν το αίτημα της Τουρκικής ένταξης υποβληθεί σε διαδικασία επικύρωσης μέσω δημοψηφίσματος. Οι Γάλλοι φαίνεται να κατανοούν πως ενδεχόμενη είσοδος της Τουρκίας στην ΕΕ θα αποδυναμώσει πολιτικά την Ευρώπη και θα καταστήσει την δημιουργία του πολυπολικού κόσμου που οραματιζόταν ο Πρόεδρος Σιράκ ευσεβή πόθο. Από την άλλη μεριά, οι Γερμανοί δείχνουν με την στάση τους ότι δεν επιθυμούν την αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, που τις παραμονές της Συνόδου των Βρυξελλών, δεν δίστασαν να διενεργήσουν απροκάλυπτη παρέμβαση στα εσωτερικά της ΕΕ σε μια προσπάθεια έξωθεν επιβολής της Τουρκικής υποψηφιότητας. Για να αποφύγει τη σύγκρουση η Γερμανία φαίνεται να αποδέχεται μια επιστροφή της Ευρώπης στον παραδοσιακό ρόλο του δορυφόρου και πειθήνιου οργάνου της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό που δεν λαμβάνουν υπ’όψην οι σύμβουλοι της Μέρκελ είναι ότι οποιαδήποτε προσδοκία για καλλιέργεια συναινετικού κλίματος στις ευρωατλαντικές σχέσεις είναι ανεδαφική, δεδομένου ότι κατά την ψυχροπολεμική περίοδο το στρατηγικό συμφέρον των ΗΠΑ ταυτιζόταν με την ενίσχυση και εμβάθυνση του Ευρωπαικού εγχειρήματος. Αντίθετα, στην περίοδο μετά την πτώση του Τείχους, οι Αμερικανοί βλέπουν την ΕΕ με σκεπτικισμό, ως δυνητικό στρατηγικό ανταγωνιστή και ως εναλλακτικό πόλο εξουσίας που πρέπει να αποδυναμωθεί και να ελεγχθεί αποτελεσματικά. Αυτή η στρατηγική θεώρηση δεν απορρέει από την ‘κακεντρέχεια’ του νεοσυντηρητικού επιτελείου του Προέδρου Μπους, ούτε από τον δήθεν επαρχιωτισμό που διακρίνει τις αναλύσεις τους. Αντίθετα, οι σχεδιασμοί των νεοσυντηρητικών συμβούλων του Μπους διαπνέονται από την αξιώση της οικουμενικότητας της Αμερικανικής ισχύος και έχουν σαν γνώμονα την ενίσχυση της ηγεμονίας των ΗΠΑ σε πλανητική κλίμακα, χωρίς απαραίτητα να περιλαμβάνουν και τα κράτη της ‘Παλαιάς Ευρώπης’ στον μελλοντικό καταμερισμό εργασίας που επίκειται μεταξύ των συμμάχων της Υπερδύναμης στο πλαίσιο του νέου συστήματος αυτοκρατορικής διακυβέρνησης που αυτή φιλοδοξεί να εγκαθιδρύσει.
Οι Γερμανοί οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι η επίδειξη μετριοπαθούς πνεύματος δεν θα πείσει τον Μπούς να προβεί σε παραχωρήσεις, αλλά αντίθετα θα τον ωθήσει να εγείρει περαιτέρω απαιτήσεις συμμόρφωσης και ευθυγράμμισης των Ευρωπαϊκών κρατών με τις επιταγές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (στρατιωτική συμβολή των Ευρωπαίων ή του ΝΑΤΟ στο Ιράκ, μη άρση του εμπάργκο πώλησης εξοπλισμών στην Κίνα). Ο λόγος είναι ότι με βάση το στρατηγικό δόγμα των νεοσυντηρητικών, οι Αμερικανοί δεν έχουν καμία υποχρέωση απέναντι στους ‘μαλθακούς’ Ευρωπαίους, με την στρατιωτική τους αδυναμία και την ενοχλητική εμμονή τους στην σημασία των συναινετικών διαδικασιών και των περιβαλλοντολογικών ζητημάτων. Αντιθέτως, οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που έχουν χρέος να αποδείξουν στον Αμερικανό Πρόεδρο ότι ακόμα διατηρούν την χρησιμότητα τους ως στρατηγικοί εταίροι της Υπερδύναμης. Μόνο σε αυτήν την βάση μπορεί να επιτευχθεί η ευρω-ατλαντική προσέγγιση που επιθυμούν οι Γερμανοί. Μέσα από μια διαδικασία διαρκούς ευτελισμού της Ευρώπης ως πολιτικού παράγοντα, οικειοθελούς υποβάθμισης των ευρωπαϊκών συμφερόντων έναντι των γεωπολιτικών ιεραρχήσεων των ΗΠΑ και μιας αναχρονιστικής εκτροπής μακριά από την πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Με δεδομένα τα παραπάνω, δεν είναι καθόλου απίθανο το επόμενο Αμερικανικό αίτημα στο οποίο θα κληθεί να συναινέσει η Γερμανία να είναι η επίσημη ένταξη του Ισραήλ στην ΕΕ και τότε τα πράγματα για τους Γερμανούς θα είναι πολύ πιο δύσκολα.
Όσο για την άποψη που προκρίνουν κάποιοι ότι η απόρριψη της Τουρκικής υποψηφιότητας θα είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω προσχώρηση της Τουρκίας στην Αμερικανική σφαίρα επιρροής θα αρκεστούμε στο να τονίσουμε ότι δύσκολα κάποιος μπορεί να φανταστεί το πολιτικό μέλλον της Τουρκίας χωρίς την Ευρώπη. Η ΕΕ και όχι οι ΗΠΑ είναι ο κυριότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Η απειλή της αύξησης της Αμερικανικής επιρροής δεν είναι παρά ένα σόφισμα. Αφ’ενός, η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ δεν θα σηματοδοτήσει την χειραφέτηση της από την Αμερικανική κηδεμονία, αφού η ίδια η ΕΕ αδυνατεί να διαμορφώσει μια ενιαία πολιτική ταυτότητα και δεν διαθέτει το απαραίτητο θεσμικό συμπλήρωμα, σε επίπεδο αρμοδιοτήτων και συλλογικών οργάνων, που θα συμβάλει στην διατύπωση και εφαρμογή μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Αφ’ετέρου, η εισδοχή της Τουρκίας στην ΕΕ αποτελεί εδώ και χρόνια ακρογωνιαίο λίθο της Τουρκικής πολιτικής των ΗΠΑ και πολύ δύσκολα κάτι τέτοιο θ’αλλάξει, αφού πέραν της προσέγγισης με την Ευρώπη οι Αμερικανοί δεν διαθέτουν εναλλακτικούς τρόπους πρόσδεσης της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο. Με άλλα λόγια εάν η ΕΕ δεν αποδεχτεί την Τουρκική υποψηφιότητα δεν κινδυνεύει να δυναμιτίσει τις διαπολιτισμικές σχέσεις μεταξύ Ισλαμ και Δύσης, ούτε υπάρχει πιθανότητα να απωλέσει διαπαντός τα ερείσματα που διαθέτει σε σημαντικά τμήματα της Τουρκικής κοινωνίας, που έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν την ένταξη της χώρας τους στην ενωμένη Ευρώπη. Απλώς θα αποκτήσει την δυνατότητα να επιλέξει η ίδια η ΕΕ σε ποιο χρόνο και με ποιές προυποθέσεις θα κάνει αποδεκτό το αίτημα της Τουρκικής ένταξης, κάτω από συνθήκες που θα είναι περισσότερο επωφελείς και για την ΕΕ αλλά και για την ίδια την Τουρκία.
Παρά τον φαινομενικά ευρωκεντρικό χαρακτήρα της, η παραπάνω προσέγγιση μπορεί να λειτουργήσει μελλοντικά ως βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σε πρώτη φάση, η προβληματική της Τουρκικής ενσωμάτωσης στηρίζεται σε μια έμμεση παραδοχή της σύγκρουσης των πολιτισμών ως κυρίαρχης πραγματικότητας στις διεθνείς σχέσεις. Με το να ισχυριζόμαστε ότι μια εξευρωπαϊσμένη Τουρκία θα μπορούσε μελλοντικά να επιτελέσει με επιτυχία τον ρόλο της γέφυρας προς τον μουσουλμανικό κόσμο, στην ουσία αποκρύπτουμε το γεγονός ότι για χρόνια η Τουρκία θεωρείτο κράτος-αποστάτης από τα λοιπά μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας λόγω του κοσμικού προσανατολισμού της Τουρκικής κρατικής εξουσίας και της βίαιης απώθησης του Ισλάμ από τον δημόσιο χώρο της οργανωμένης πολιτικής στη σφαίρα του καθαρά ιδιωτικού. Το τραυματισμένο κύρος της Τουρκίας μεταξύ των μουσουλμάνων εταίρων της μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει να αποκαθίσταται με την ανάληψη από τους Τούρκους της προεδρίας του Οργανισμού της Ισλαμικής Συνδιάσκεψης, εξέλιξη που αναμφίβολα οφείλεται στην ανάδειξη κυβέρνησης ισλαμιστών για πρώτη φορά στην ιστορία του σύγχρονου Τουρκικού κράτους. Για τα μουσουλμανικά κράτη που μετέχουν στον Ο.Ι.Σ., η επικράτηση του ισλαμικού κόμματος του Ταγίπ Ερντογάν στις εκλογές του 2001, εμπεριέχει προφανώς την προοπτική μιας επιστροφής της Τουρκίας στις πρακτικές της ισλαμικής πολιτικής παράδοσης και επανένταξης της στην οικογένεια των θεοσεβών κρατών που ασπάζονται ένα θρησκειοκεντρικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.
Για τον λόγο αυτό, η προσέγγιση της ΕΕ με την Τουρκία όχι μόνο δεν θα αποτελέσει εφαλτήριο για τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της Ευρώπης με τα Ισλαμικά κράτη, αλλά ενδέχεται να εκληφθεί και ως πράξη προδοσίας της Τουρκικής πολιτικής ηγεσίας, ως μια νέα αποστασία των Τούρκων ενάντια στις ισλαμικές τους ρίζες προς όφελος της φιλελευθεροποίησης του πολιτικού συστήματος και της εισαγωγής δυτικότροπων πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Μια τέτοια αντίληψη όχι μόνο δεν αρκεί για να πείσει τους Άραβες περί των καλών προθέσεων της Ευρώπης, αλλά, αντίθετα, τους ωθεί να ερμηνεύσουν την δυνητική ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ως αυτομόληση των Τούρκων στο αντίπαλο στρατόπεδο, ή ως προσεταιρισμό από την Δύση μιας σημαντικής, με την στρατηγική έννοια, μουσουλμανικής χώρας. Γίνεται αντιληπτό, ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί παρά να υποσκάψει το κύρος της Τουρκίας μέσα στην κοινότητα των μουσουλμανικών κρατών και να περιορίσει σημαντικά την όποια ικανότητα των Τούρκων να διαδραματίσουν ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Ισλαμ και Δύσης.
Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να υποπίπτουν στο ίδιο λάθος σχετικά με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, με αυτό που κάνουν οι επαγγελματίες δημοσκόποι όταν προσπαθούν να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους στην κοινή γνώμη. Οι δημοσκοπήσεις ποτέ δεν είναι ουδέτερα εργαλεία καταγραφής απόψεων αλλά και οι ίδιες συμβάλουν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης μέσω της δημόσιας προβολής που γίνεται σε συγκεκριμένες τάσεις και ιδέες. Με άλλα λόγια η πραγματικότητα που φιλοδοξεί να περιγράψει μια δημοσκόπηση, αυτομάτως διαφοροποιείται με την δημοσιοποίηση της εν λόγω έρευνας και γι’αυτό τον λόγο η εικόνα που αποκτάμε για τις κοινωνικές τάσεις μέσα από τις δημοσκοπήσεις ποτέ δεν είναι ακριβής. Έτσι και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί επιδίδονται σε υπολογισμούς σχετικά με μια μελλοντική προσχώρηση της Τουρκίας στην ΕΕ με γνώμονα την ιστορική ικανότητα που έχει επιδείξει η Ένωση να απορροφά στους κόλπους της και να σταθεροποιεί νεοσύστατα δημοκρατικά καθεστώτα, χωρίς όμως να λαμβάνουν υπ’οψην τις επιπτώσεις που μια Τουρκική διείσδυση θα έχει για την δυνατότητα της ΕΕ να δρά ως καταλύτης εκδημοκρατισμού υποψήφιων μελών και να φέρει εις πέρας την διαδικασία της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Και αυτό γιατί σε αντιδιαστολή με την διαδικασία που ακολουθήθηκε σε προγενέστερους κύκλους διεύρυνσης, η Τουρκία επιχειρεί να εισέλθει στην ΕΕ με τους δικούς της όρους. Σε ότι αφορά τις περιπτώσεις της επιτυχούς ενσωμάτωσης Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας που πολλοί επικαλούνται για να υποστηρίξουν την Τουρκική υποψηφιότητα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η παγίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος αποτέλεσε προϋπόθεση για την ένταξη των παραπάνω χωρών στην ΕΕ. Το σκεπτικό αυτό αντιστρέφεται στην περίπτωση της Τουρκίας, όπου η Ένωση υπό το πρόσχημα της αναγνώρισης της Τουρκικής ιδιαιτερότητας, εμφανίζεται πρόθυμη να αναλάβει το βάρος του εκδημοκρατισμού του Κεμαλικού πολιτικού συστήματος, επιδιδόμενη σε μια μακρόσυρτη και οδυνηρή διαπραγμάτευση με τις Τουρκικές πολιτικές ελίτ σχετικά με το εύρος και την εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Ποιό το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης θα μπορούσε να κάποιος να αναρωτηθεί; Μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός μεταξύ του στρατηγικού στόχου της ΕΕ για την μεταμόρφωση της Τουρκίας σε σύγχρονο δημοκρατικό κράτος και των επιδιώξεων της Τουρκικής πολιτικής ηγεσίας για περιορισμένες μεταρρυθμίσεις που θα αφήσουν ανέπαφες τις θεσμικές προσβάσεις του αυταρχικού κεμαλικού κατεστημένου στο πολιτικό σύστημα της χώρας;
Σε κάθε περίπτωση, η ένταξη της Τουρκίας ενδέχεται όχι μόνο να υπονομεύσει την υποτυπώδη πολιτική συνοχή της ΕΕ αλλά και να δημιουργήσει φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό των Ευρωπαικών διοικητικών οργάνων, επιφέροντας τον επαναπροσδιορισμό της κοινότητας στην βάση της χαλαρής διακρατικής συνεργασίας. Μια τέτοια εξέλιξη είναι ορατή, ειδικότερα εαν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η ΕΕ διανύει περίοδο θεσμικής ανασυγκρότησης και ανασύστασης των κοινοτικών μηχανισμών. Η κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας και η αντικατάσταση της από την αρχή της ειδικής πλειοψηφίας στον τρόπο λειτουργίας των κοινοτικών οργάνων, μπορεί να καταστήσει την Τουρκία κυρίαρχη δύναμη στην Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή με αυξημένη θεσμική ισχύ στο νεό κοινοτικό οικοδόμημα. Επιπλεόν θα επιφέρει την μεταβολή της ισορροπίας δυνάμεων στο εσωτερικό της Ένωσης, προς όφελος του ρεύματος που υποστηρίζει το διακρατικό μοντέλο συνεργασίας, με επικεφαλής την Βρετανία, αντί μιας πολιτικής ολοκλήρωσης με ενισχυμένα συνομοσπονδιακά χαρακτηριστικά. Σημειωτέον ότι ανάμεσα στις δύο τάσεις ουδεμία συμβιβαστική λύση υπάρχει. Είτε τα κράτη-μέλη θα επιλέξουν μια πολιτική εμβάθυνσης που προυποθέτει την μεταφορά νέων εξουσιών από τη σφαίρα της εθνικής κυριαρχίας στο επίπεδο της υπερεθνικής διακυβέρνησης, είτε η ΕΕ θα καταστεί δυσλειτουργική και θα αναγκαστεί να προσαναντολιστεί προς χαλαρές μορφές συνεργασίας που θα επικεντρώνονται σε θέματα οικονομικής φύσεως και δεν θα υπερβαίνουν τον στρατηγικό στόχο της εγκαθίδρυσης μιας ζώνης ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών.
Δεν μιλούμε εδώ για μια διαδικασία διολίσθησης ή υπαναχώρησης των Ευρωπαϊκών κρατών από ένα υφιστάμενο καθεστώς πολιτικής ενοποίησης. Η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής πολιτικής οντότητας δεν αποτελεί απτή πραγματικότητα, αλλά συνιστά μελλοντική στρατηγική επιδίωξη των κρατών-μελών, η πραγματοποίηση της οποίας εξαρτάται από μελλοντικούς πολιτικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό της Ένωσης και από την κατανομή της θεσμικής ισχύος στο πλαίσιο της νέας κοινοτικής θεσμικής φυσιογνωμίας που θα προκύψει από το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Γίνεται αντιληπτό ότι στο πρόσωπο της Τουρκίας, ενός κράτους δομημένου στα πρότυπα του παραδοσιακού δόγματος του συγκεντρωτικού κεμαλικού εθνικισμού, προσκολλημένου σε μια παρωχημένη γεωπολιτική αντίληψη περί εθνικού συμφέροντος κι ελάχιστα δεκτικού σε μεταμοντέρνα προτάγματα περί αλληλεξάρτησης και αμοιβαίας συνεργασίας, η Βρετανία βρίσκει έναν ιδανικό σύμμαχο στην προσπάθεια της να παρακωλύσει και να εκτρέψει τις διαδικασίες πολιτικής ενοποίησης που μπορούν να οδηγήσουν μελλοντικά στην ανάδυση μιας Ευρωπαϊκής υπερδύναμης με ανεξάρτητη φωνή στις διεθνείς υποθέσεις.
Πόσο μάλλον που η προοπτική της Τουρκικής ένταξης φαίνεται ήδη να προκαλεί τα πρώτα ρήγματα στον Γαλλο-Γερμανικό άξονα, με τους Γερμανούς να παρουσιάζονται ως ένθερμοι υποστηρικτές της Τουρκικής υποψηφιότητας και την Γαλλία να τηρεί πιο επιφυλακτική στάση που μπορεί να εξελιχθεί και σε ανοιχτή απόρριψη εάν το αίτημα της Τουρκικής ένταξης υποβληθεί σε διαδικασία επικύρωσης μέσω δημοψηφίσματος. Οι Γάλλοι φαίνεται να κατανοούν πως ενδεχόμενη είσοδος της Τουρκίας στην ΕΕ θα αποδυναμώσει πολιτικά την Ευρώπη και θα καταστήσει την δημιουργία του πολυπολικού κόσμου που οραματιζόταν ο Πρόεδρος Σιράκ ευσεβή πόθο. Από την άλλη μεριά, οι Γερμανοί δείχνουν με την στάση τους ότι δεν επιθυμούν την αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, που τις παραμονές της Συνόδου των Βρυξελλών, δεν δίστασαν να διενεργήσουν απροκάλυπτη παρέμβαση στα εσωτερικά της ΕΕ σε μια προσπάθεια έξωθεν επιβολής της Τουρκικής υποψηφιότητας. Για να αποφύγει τη σύγκρουση η Γερμανία φαίνεται να αποδέχεται μια επιστροφή της Ευρώπης στον παραδοσιακό ρόλο του δορυφόρου και πειθήνιου οργάνου της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό που δεν λαμβάνουν υπ’όψην οι σύμβουλοι της Μέρκελ είναι ότι οποιαδήποτε προσδοκία για καλλιέργεια συναινετικού κλίματος στις ευρωατλαντικές σχέσεις είναι ανεδαφική, δεδομένου ότι κατά την ψυχροπολεμική περίοδο το στρατηγικό συμφέρον των ΗΠΑ ταυτιζόταν με την ενίσχυση και εμβάθυνση του Ευρωπαικού εγχειρήματος. Αντίθετα, στην περίοδο μετά την πτώση του Τείχους, οι Αμερικανοί βλέπουν την ΕΕ με σκεπτικισμό, ως δυνητικό στρατηγικό ανταγωνιστή και ως εναλλακτικό πόλο εξουσίας που πρέπει να αποδυναμωθεί και να ελεγχθεί αποτελεσματικά. Αυτή η στρατηγική θεώρηση δεν απορρέει από την ‘κακεντρέχεια’ του νεοσυντηρητικού επιτελείου του Προέδρου Μπους, ούτε από τον δήθεν επαρχιωτισμό που διακρίνει τις αναλύσεις τους. Αντίθετα, οι σχεδιασμοί των νεοσυντηρητικών συμβούλων του Μπους διαπνέονται από την αξιώση της οικουμενικότητας της Αμερικανικής ισχύος και έχουν σαν γνώμονα την ενίσχυση της ηγεμονίας των ΗΠΑ σε πλανητική κλίμακα, χωρίς απαραίτητα να περιλαμβάνουν και τα κράτη της ‘Παλαιάς Ευρώπης’ στον μελλοντικό καταμερισμό εργασίας που επίκειται μεταξύ των συμμάχων της Υπερδύναμης στο πλαίσιο του νέου συστήματος αυτοκρατορικής διακυβέρνησης που αυτή φιλοδοξεί να εγκαθιδρύσει.
Οι Γερμανοί οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι η επίδειξη μετριοπαθούς πνεύματος δεν θα πείσει τον Μπούς να προβεί σε παραχωρήσεις, αλλά αντίθετα θα τον ωθήσει να εγείρει περαιτέρω απαιτήσεις συμμόρφωσης και ευθυγράμμισης των Ευρωπαϊκών κρατών με τις επιταγές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (στρατιωτική συμβολή των Ευρωπαίων ή του ΝΑΤΟ στο Ιράκ, μη άρση του εμπάργκο πώλησης εξοπλισμών στην Κίνα). Ο λόγος είναι ότι με βάση το στρατηγικό δόγμα των νεοσυντηρητικών, οι Αμερικανοί δεν έχουν καμία υποχρέωση απέναντι στους ‘μαλθακούς’ Ευρωπαίους, με την στρατιωτική τους αδυναμία και την ενοχλητική εμμονή τους στην σημασία των συναινετικών διαδικασιών και των περιβαλλοντολογικών ζητημάτων. Αντιθέτως, οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που έχουν χρέος να αποδείξουν στον Αμερικανό Πρόεδρο ότι ακόμα διατηρούν την χρησιμότητα τους ως στρατηγικοί εταίροι της Υπερδύναμης. Μόνο σε αυτήν την βάση μπορεί να επιτευχθεί η ευρω-ατλαντική προσέγγιση που επιθυμούν οι Γερμανοί. Μέσα από μια διαδικασία διαρκούς ευτελισμού της Ευρώπης ως πολιτικού παράγοντα, οικειοθελούς υποβάθμισης των ευρωπαϊκών συμφερόντων έναντι των γεωπολιτικών ιεραρχήσεων των ΗΠΑ και μιας αναχρονιστικής εκτροπής μακριά από την πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Με δεδομένα τα παραπάνω, δεν είναι καθόλου απίθανο το επόμενο Αμερικανικό αίτημα στο οποίο θα κληθεί να συναινέσει η Γερμανία να είναι η επίσημη ένταξη του Ισραήλ στην ΕΕ και τότε τα πράγματα για τους Γερμανούς θα είναι πολύ πιο δύσκολα.
Όσο για την άποψη που προκρίνουν κάποιοι ότι η απόρριψη της Τουρκικής υποψηφιότητας θα είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω προσχώρηση της Τουρκίας στην Αμερικανική σφαίρα επιρροής θα αρκεστούμε στο να τονίσουμε ότι δύσκολα κάποιος μπορεί να φανταστεί το πολιτικό μέλλον της Τουρκίας χωρίς την Ευρώπη. Η ΕΕ και όχι οι ΗΠΑ είναι ο κυριότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Η απειλή της αύξησης της Αμερικανικής επιρροής δεν είναι παρά ένα σόφισμα. Αφ’ενός, η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ δεν θα σηματοδοτήσει την χειραφέτηση της από την Αμερικανική κηδεμονία, αφού η ίδια η ΕΕ αδυνατεί να διαμορφώσει μια ενιαία πολιτική ταυτότητα και δεν διαθέτει το απαραίτητο θεσμικό συμπλήρωμα, σε επίπεδο αρμοδιοτήτων και συλλογικών οργάνων, που θα συμβάλει στην διατύπωση και εφαρμογή μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Αφ’ετέρου, η εισδοχή της Τουρκίας στην ΕΕ αποτελεί εδώ και χρόνια ακρογωνιαίο λίθο της Τουρκικής πολιτικής των ΗΠΑ και πολύ δύσκολα κάτι τέτοιο θ’αλλάξει, αφού πέραν της προσέγγισης με την Ευρώπη οι Αμερικανοί δεν διαθέτουν εναλλακτικούς τρόπους πρόσδεσης της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο. Με άλλα λόγια εάν η ΕΕ δεν αποδεχτεί την Τουρκική υποψηφιότητα δεν κινδυνεύει να δυναμιτίσει τις διαπολιτισμικές σχέσεις μεταξύ Ισλαμ και Δύσης, ούτε υπάρχει πιθανότητα να απωλέσει διαπαντός τα ερείσματα που διαθέτει σε σημαντικά τμήματα της Τουρκικής κοινωνίας, που έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν την ένταξη της χώρας τους στην ενωμένη Ευρώπη. Απλώς θα αποκτήσει την δυνατότητα να επιλέξει η ίδια η ΕΕ σε ποιο χρόνο και με ποιές προυποθέσεις θα κάνει αποδεκτό το αίτημα της Τουρκικής ένταξης, κάτω από συνθήκες που θα είναι περισσότερο επωφελείς και για την ΕΕ αλλά και για την ίδια την Τουρκία.