Με αφορμή τις επερχόμενες εθνικές εκλογές, ξαναφούντωσε η συζήτηση γύρω από τη χρησιμότητα της εκλογικής διαδικασίας σαν μέσο πολιτικής αλλαγής στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές «δημοκρατίες». Κόντρα στις διάχυτες διαθέσεις αποστασιοποίησης των ευρωπαίων ψηφοφόρων από την εκλογική φάρσα, οι υπέρμαχοι της συμμετοχής προέκριναν μια αντίληψη «ενεργού» πολίτη που προσέρχεται στις κάλπες αν όχι με σαφή στόχο την εκ βάθρων ανατροπή των κατεστημένων πολιτικών δυνάμεων, τουλάχιστο την άσκηση πίεσης στα κόμματα εξουσίας ενισχύοντας αριθμητικά την εκλογική δύναμη των μικρών κομμάτων.
Όσοι υπεραμύνονται του εκλογικού δικαιώματος προειδοποιούν ότι μέσω της αποχής συντελείται βαθμιαία μια ειρηνική αντιδημοκρατική επανάσταση η οποία φαίνεται μάλιστα να έχει και την συγκατάθεση των ίδιων των κυβερνωμένων. Σύμφωνα με αυτήν την λογική, η αποχή δεν έχει καμία θετική πολιτική επίπτωση, αφού δεν επηρεάζει το εκλογικό αποτέλεσμα. Η κοινωνική διαμαρτυρία δεν μετουσιώνεται σε τροποποίηση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων . Ενώ οι ψηφοφόροι των παραδοσιακών δυνάμεων προσέρχονται συντεταγμένα στις κάλπες κάτω από την εποπτεία κομματικών μηχανισμών επιφορτισμένων με την μαζική κινητοποίηση των οπαδών, η αντί-συμβατική ψήφος δεν βρίσκει έκφραση σε εκείνους τους περιθωριακούς πολιτικούς σχηματισμούς που θα μπορούσαν να γίνουν δυνητικοί αποδέκτες της.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Κατ’ αρχήν, και μόνο η εννοιολογική σύλληψη της «ψήφου διαμαρτυρίας» εμπεριέχει μια παγιωμένη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε εκείνα τα κόμματα των οποίων ο θεσμικός ρόλος είναι να κυβερνούν και σε εκείνα που η πρωταρχική λειτουργία τους είναι να εκφράζουν την δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος. Με άλλα λόγια, η μετατόπιση ψήφων προς τα μικρά κόμματα δεν συμβαίνει επειδή υπάρχει από πλευράς ψηφοφόρων μια γνήσια πρόθεση ανάθεσης της διακυβέρνησης σε αυτά, αλλά για να ενισχυθεί ο αντιπολιτευτικός ρόλος τους απέναντι στον δικομματισμό. Ωστόσο, με βάση την αντίληψη του μέσου ψηφοφόρου (η οποία διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τα συστημικά ΜΜΕ) τα κόμματα εξουσίας διαθέτουν συσσωρευμένη κυβερνητική εμπειρία, καθώς και μια «ρεαλιστική κατανόηση» των αντικειμενικών ορίων που θέτει το σύστημα σε οποιαδήποτε πολιτική ή κυβερνητική δράση (βλ. λόγου χάρη το «ανεδαφικό», όπως παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ, αίτημα του ΚΚΕ για €1.400 εγγυημένο κατώτατο μισθό).
Κατά τα άλλα, πάντα βρίσκεται σε λειτουργία η αρχή του χαμηλότερου κοινού παρονομαστή, σύμφωνα με την οποία ο μοναδικός τρόπος για να «τιμωρήσουν» οι πολίτες το κόμμα που βρίσκεται στην κυβέρνηση, κι έτσι να εκπληρωθεί το κριτήριο της «λογοδοσίας» των ελίτ, είναι να το καθαιρέσουν από αυτή. Έτσι ο ψηφοφόρος οφείλει να υποκύψει στο εκβιαστικό δίλημμα του διπολισμού και να επιλέξει το μοναδικό άλλο κόμμα που έχει πιθανότητες να καταλάβει την κρατική εξουσία, όχι στη βάση ότι αυτό είναι καταλληλότερο για να κυβερνήσει, αλλά επειδή αν δεν συγκεντρώσει τις απαιτούμενες ψήφους, συντρέχει ο κίνδυνος το κυβερνών κόμμα που επιθυμεί να αποδοκιμάσει και να «τιμωρήσει» το εκλογικό σώμα, να παραμείνει στην εξουσία. Αυτός είναι και ο λόγος που στις εθνικές εκλογές παρατηρείται πάντα υψηλός βαθμός συσπείρωσης της εκλογικής βάσης των κομμάτων εξουσίας.
Αλλά ακόμη και στις περιπτώσεις που ιστορικά ένα ριζοσπαστικό κόμμα κατάφερε να χρησιμοποιήσει επιτυχώς την εκλογική διαδικασία και να εισέλθει στην κεντρική κυβέρνηση με σκοπό να αλλάξει το σύστημα «από μέσα», τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής μόνο ενθαρρυντικά δεν ήταν. Αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τις καλές προθέσεις του κάθε κόμματος ή του κάθε πολιτικού αρχηγού μεμονωμένα, αλλά κυρίως με τις αντικειμενικές θεσμικές δομές που περιβάλλουν και χαράσσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η κατεστημένη πολιτική εξουσία. Οι δομές αυτές είναι στο πολιτικό επίπεδο, το σύστημα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και στο οικονομικό πεδίο, το σύστημα της οικονομίας της αγοράς.
Υπάρχει το στερεοτυπικό επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο τα κυβερνητικά κόμματα υπόκεινται στην φυσιολογική πολιτική φθορά που φέρνει η άσκηση της εξουσίας για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, ενώ τα λεγόμενα «μικρά» κόμματα της αντιπολίτευσης μπορούν να υιοθετούν την αμετροέπεια τόσο στις προγραμματικές δηλώσεις τους όσο και στην κριτική που διατυπώνουν, διότι δεν είναι υποχρεωμένα να συνυπολογίζουν τους πραγματιστικούς περιορισμούς που επιβάλλει στον προγραμματικό λόγο ενός κόμματος η ευθύνη ανάληψης της κρατικής εξουσίας. Ο ισχυρισμός αυτός περί «φυσιολογικής φθοράς» μπορεί να αποτελεί χρήσιμο άλλοθι για τα συστημικά δίπολα που διαχειρίζονται την πολιτική εξουσία, κρύβει όμως και μια διαπιστωμένη αλήθεια αναφορικά με το πώς η εξουσία αντί να αποτελεί μέσον για την επίτευξη ενός σκοπού και να προσαρμόζεται στις επιδιώξεις του κόμματος που την ασκεί, τελικά επιβάλλει τους όρους της και μεταλλάσσει τη φυσιογνωμία των κομμάτων που την διαχειρίζονται ανάλογα με τις «πραγματιστικές» επιταγές της.
Αυτό συνέβη στην περίπτωση του πάλαι ποτέ ριζοσπαστικού κινήματος των Οικολόγων-Πράσινων στην Γερμανία, οι οποίοι, έπειτα από τον θρίαμβο των «ρεαλιστών» στην μάχη για ηγεμονία στο εσωτερικό του κινήματος, επέλεξαν την κάθοδο στις εθνικές εκλογές σαν στρατηγική προώθησης της οικολογικής υπόθεσης. Παρά το γεγονός ότι κυβέρνησαν την Γερμανία επί σειρά ετών μετέχοντας σε μια κυβερνητική συμμαχία με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ουδεμία πρόοδος σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής τους θητείας στο οικολογικό ζήτημα, ενώ βαρύνονται ηθικά και με τους εγκληματικούς νατοϊκούς βομβαρδισμούς ενάντια στη Σερβία, τους οποίους υποστήριξαν με ενθουσιασμό.
Στο άλλο άκρο του ιδεολογικού φάσματος, η άνοδος στην εξουσία του αμετανόητου φιλοναζιστή και σφοδρού πολέμιου της ενωμένης Ευρώπης Γιόργκ Χάιντερ, προξένησε πολιτικό σεισμό στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια της ΕΕ και έδωσε λαβή για την ανάπτυξη μιας ακατάσχετης πολιτικής παραφιλολογίας σχετικά με την θρυλούμενη επιστροφή του φασισμού, την ανάδειξη της Αυστρίας σε «μαύρη» καρδιά της Ευρώπης, κλπ. Παρ’ όλα αυτά, ο λαϊκισμός του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας (FPO), αποδείχτηκε πως μόνο απειλή δεν ήταν για το σύστημα. Αφού ξέσπασε το μένος του στους μετανάστες, το FPO συμπεριφέρθηκε σαν υπάκουο σκυλάκι αναφορικά με τις θέσεις που υιοθέτησε σχετικά με την διατήρηση και ενίσχυση του συστημικού θεσμικού πλαισίου από το οποίο απορρέει η συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ. Μάλιστα, ο Χάιντερ αποδείχτηκε τόσο εξυπηρετικός για το σύστημα που έπειτα από μια διετή παραμονή του στην εξουσία, ο κεντροδεξιός εταίρος του στην κυβέρνηση καγκελάριος Βόλφγκανγκ Σούσελ αισθάνθηκε αρκετά ασφαλής ώστε να διαλύσει τον κυβερνητικό συνασπισμό με το Κόμμα της Ελευθερίας. Ο Σούσελ είχε διαβλέψει (σωστά) πως απογοητευμένοι από την ατολμία και την έλλειψη ριζοσπαστισμού που επέδειξε το Κόμμα της Ελευθερίας, σε αντιδιαστολή με την φλογερή προεκλογική ρητορεία του, οι οπαδοί του θα το εγκατέλειπαν μαζικά και θα έστρεφαν τη διαμαρτυρία τους προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Όπως γράφει η Β. Γεωργιάδου, «με την ένταξη της στο σύστημα της διακυβέρνησης, [η ακροδεξιά] εκ των πραγμάτων εγκαταλείπει τον ακραία διαμαρτυρόμενο ιδεολογικό της (αντί-)λόγο, εγκαταλειπόμενη όμως και η ίδια από ένα σημαντικό κομμάτι των διαμαρτυρόμενων οπαδών της».[i]
Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του μετα-φασίστα Φίνι στην Ιταλία, ο οποίος υπέστη τέτοια ιδεολογική μεταμόρφωση που ανάγκασε τους νεοφασίστες οπαδούς του να τον αποκηρύξουν ως προδότη. Φυσικά, ο φασισμός είναι μια ιδεολογία που ανήκει στην ετερόνομη πολιτική παράδοση και ως τέτοια είναι απολύτως συμβατή με τις συγκεντρωτικές εξουσιαστικές δομές που αποτελούν το υπόβαθρο της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας και του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Όμως, δεν παύει να είναι μια ακραία μορφή ετερονομίας, η οποία για να προσαρμοστεί στις προδιαγραφές του νεοφιλελεύθερου κοινωνικού παραδείγματος και για να καταστεί «ανταγωνιστική» στην νεοφιλελεύθερη κομματική αγορά, χρειάστηκε να αποβάλλει κάποια βασικά στοιχεία από τον παραδοσιακό ιδεολογικό της πυρήνα (π.χ. συγκατάθεση Φίνι για την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους μετανάστες).
Η διαφορά με τα πολιτικά ρεύματα που έλκουν την ιδεολογική καταγωγή τους από την παράδοση της αυτονομίας αλλά έχουν ενσωματωθεί στο κοινοβουλευτικό σύστημα, όπως π.χ. οι Γερμανοί Πράσινοι, είναι ότι στην περίπτωση της ακροδεξιάς η εξουδετέρωση της ψήφου διαμαρτυρίας μπορεί να επιτευχθεί μέσω της μερικής αποδοχής των συντηρητικών λαϊκών αιτημάτων από τους κομματικούς σχηματισμούς του Κέντρου (π.χ. αστυνόμευση, καταπολέμηση της μετανάστευσης) χωρίς να υπάρχει φόβος ότι τα αιτήματα αυτά θα υπονομεύσουν το θεσμικό πλαίσιο κυριαρχίας της υπερεθνικής ελίτ. Ωστόσο, η ενσωμάτωση των ρευμάτων της αυτονομίας δεν είναι δυνατό να προχωρήσει χωρίς την μονομερή υπαναχώρηση των αντισυστημικών δυνάμεων και την άνευ όρων εγκατάλειψη κάθε αντισυστημικού οράματος για πολιτική αυτονομία, το οποίο εξορισμού βρίσκεται σε αντίφαση με τις θεσμισμένες δομές αντιπροσώπευσης και κυριαρχίας.
Άρα, αποτελεί χίμαιρα η πεποίθηση πως η εκλογική ενίσχυση των μικρών κομμάτων που ανήκουν στον χώρο της κοινοβουλευτικής Αριστεράς, μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για την επέκταση της πολιτικής ηγεμονίας του συστημικού νεοφιλελευθερισμού. Όπως είδαμε, κάτι τέτοιο προϋποθέτει την υιοθέτηση μιας στρατηγικής που απομακρύνεται από τις παραδοσιακές κρατικιστικές μορφές οικονομικής δημοκρατίας και την θεωρητική ικανότητα των αριστερών κομμάτων να αντιληφθούν την αναγκαιότητα κατάλυσης της μονολιθικής Κρατικής εξουσίας και των θεσμικών δομών που θέτουν καταναγκαστικά όρια στο πλαίσιο και το εύρος της δημιουργικής πολιτικής δράσης.
Γι’ αυτό και οι ελίτ φοβούνται και δυσανασχετούν με την αποχή, περισσότερο απ’ όσο τους φοβίζει η εκλογική ενίσχυση των μικρών κομμάτων. Διότι η αποχή εκφράζει υπόρρητα την απόρριψη από μέρους των πολιτών οποιασδήποτε μορφής πολιτικής αντιπροσώπευσης και διαμεσολάβησης των συλλογικών επιθυμιών και αναγκών τους. Άλλωστε η χρησιμότητα του κοινοβουλευτικού συστήματος για τις ελίτ παραδοσιακά έγκειται στην ικανότητα του να απορροφά και να παρέχει θεσμικές διεξόδους στην κοινωνική δυσαρέσκεια, αποτρέποντας έτσι την πιθανότητα συστράτευσης των καταπιεσμένων τμημάτων της κοινωνίας σε αυτόνομους και αντισυστημικούς πολιτικούς σχηματισμούς. Η εκτεταμένη αποχή έρχεται τώρα να θέσει αυτήν την ικανότητα του συστήματος υπό αμφισβήτηση και να γεννήσει προσδοκίες για μια νέα μορφή αμεσοδημοκρατικής πολιτικής, μακριά από τις τυποποιημένες ολιγαρχικές φόρμες της αντιπροσώπευσης και του κοινοβουλευτισμού.