Η Ικανοποίηση των Αναγκών στη Διεθνοποιημένη Οικονομία της Αγοράς
Σε μια καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης ο πρωταρχικός στόχος της θεμελιώδους οικονομικής μονάδας του συστήματος, δηλαδή της ιδιωτικής εμπορικής επιχείρησης, δεν είναι η επαρκής ικανοποίηση των κοινωνικών και ατομικών-καταναλωτικών αναγκών, όπως διατείνονται οι υπερασπιστές του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, αλλά η οικονομική αποτελεσματικότητα της επιχείρησης που διασφαλίζει την βιωσιμότητα της σε συνθήκες ανελέητου εμπορικού ανταγωνισμού. Η επιβίωση μιας ιδιωτικής επιχείρησης προϋποθέτει την μεγιστοποίηση του ποσοστού κέρδους και προκειμένου να συμβεί αυτό, πολύ φυσιολογικά δεν λαμβάνεται υπόψη το πραγματιστικό κριτήριο της κάλυψης των μετρήσιμων και πεπερασμένων αναγκών μιας σαφώς οριοθετημένης, και γι’ αυτό πραγματικής, κοινότητας πολιτών, αλλά το αφηρημένο κριτήριο της διαρκούς αύξησης της κατανάλωσης από ομάδες στόχευσης (target groups) που αποτυπώνονται μόνο μέσα από στατιστικούς δείκτες.
Η βαθειά συστημική κρίση που διανύουμε και τα οικονομικά μέτρα που υιοθετούνται από τις πολιτικές ελίτ για την αντιμετώπιση της, έχει καταστήσει σαφές πως στο πλαίσιο του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς οι όροι της σχέσης μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή ουσιαστικά αντιστρέφονται και γίνονται ακόμη πιο ετερόνομοι. Αντί ο παραγωγός να παράγει με βάση τις δημοκρατικά εκφρασμένες ανάγκες των πολιτών, κάτι που συνιστά τον πρωταρχικό λόγο ύπαρξης της σφαίρας της οργανωμένης οικονομικής δραστηριότητας, οι πολίτες καλούνται τώρα να καταναλώσουν για να στηρίξουν τις εταιρικές «ατμομηχανές» της οικονομικής ανάπτυξης που καταρρέουν. Αντί λοιπόν οι εταιρείες να υπηρετούν τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, το κοινωνικό σύνολο εξαναγκάζεται σε μια σχέση υποτέλειας απέναντι στις ιδιωτικές εταιρείες που ελέγχουν το σύνολο των μέσων παραγωγής και διανομής.
Αλήθεια, ποιός μπορεί να ξεχάσει την υστερία των ελληνικών καθεστωτικών ΜΜΕ τις ημέρες του Δεκέμβρη, όταν προέτρεπαν με αγωνία τον κόσμο να εκδράμει στην αγορά και να καταναλώσει για να προσφέρει «στήριξη» στις επιχειρήσεις, καθιστώντας έτσι προφανές ότι η μαζική κατανάλωση δεν συνιστά ελεύθερη ή δημοκρατικά ειλημμένη επιλογή, αλλά ετερόνομη καταναγκαστική πρακτική ενός ανορθολογικού συστήματος συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης που επιβάλλεται δια της πολλαπλής βίας (οικονομικής, ιδεολογικής, ψυχολογικής) στους πολίτες του. Βλέπουμε επίσης, πώς η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς αποτελεί υποπροϊόν και δευτερεύουσα συνέπεια μιας γενικότερης τεχνοοικονομικής διαδικασίας που ανήκει στην «εξειδικευμένη» σφαίρα της οικονομικής επιστήμης και ονομάζεται Ανάπτυξη.
Η εκπλήρωση συγκεκριμένων αναπτυξιακών στόχων αποτελεί το αντικείμενο της οργανωμένης οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όχι ο ακριβής καθορισμός, η μέτρηση και η ικανοποίηση των βασικών αναγκών της κοινωνίας. Βέβαια, υποτίθεται πως ο μηχανισμός των τιμών παίζει τον ρόλο ενός αγωγού μεταβίβασης πληροφοριών από τους καταναλωτές στους κατόχους των μέσων παραγωγής και διανομής, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο αποκτούν συνείδηση των προτιμήσεων του καταναλωτή και προσαρμόζουν την παραγωγή τους ανάλογα με τις τάσεις που επικρατούν στην αγορά. Όμως, παρά το γεγονός πως οι πολυεθνικές εταιρείες εγκαθιδρύουν τοπικά παραρτήματα που ερευνούν και αξιολογούν χωριστά την κάθε εθνική αγορά στην οποία αναπτύσσουν τις δραστηριότητες τους, το συνολικό πλαίσιο λειτουργίας τους παραμένει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, η οποία δεν ταυτίζεται με μια ζώσα κοινότητα ή έναν αυτόνομο δήμο ριζωμένο σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο με συγκεκριμένες και μετρήσιμες υλικές ανάγκες. Αντίθετα, αποτελεί μια ανοικτή υπερεθνική οικονομική σφαίρα, όπου οι επιμέρους τοπικοί και εθνικοί οικονομικοί χώροι ενσωματώνονται και συσχετίζονται μεταξύ τους μόνο ως μεταβλητές μέσα σε ένα γενικότερο επιχειρηματικό σχέδιο, μια οικονομική συνάρτηση που αποβλέπει στον κατά το δυνατόν εντοπισμό και καλύτερη εκμετάλλευση νέων εμπορικών ευκαιριών, στην ορθολογική κατανομή των επενδύσεων ανά την υφήλιο και τελικά στην μεγιστοποίηση του εταιρικού κέρδους.
Έτσι μπορεί κάποιος βάσιμα να υποστηρίξει πως ο θεμελιώδης στόχος της πολυεθνικής επιχείρησης δεν είναι εξωστρεφής και κοινωνικά προσανατολισμένος, με τον να αποβλέπει στην ικανοποίηση των προτιμήσεων του καταναλωτή. Η επιχείρηση είναι κατά βάση ένας εγωιστικός και εσωστρεφής οργανισμός, δηλαδή στοχεύει πρωτίστως στην επιβίωση, μεγέθυνση και επέκταση της εμπορικής κυριαρχίας της, μέσα από την εκπλήρωση αυτοαναφορικών τεχνοοικονομικών κριτηρίων όπως η κερδοφορία, τα μερίσματα μετόχων, η αύξηση του μεριδίου αγοράς, κλπ. Στο πλαίσιο λοιπόν του οικονομικού συστήματος της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, η επιχείρηση λειτουργεί και δραστηριοποιείται σε ένα παράλληλο οικονομικό σύμπαν που διέπεται από δικούς του εσωτερικούς νόμους και κανόνες λειτουργίας και πολύ λίγο συνδέεται με το πεδίο της πραγματικής κοινωνικής ζωής, στο οποίο αναδύονται, μορφοποιούνται και εκδηλώνονται οι πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες. Η Coca-Cola θεωρώ πως είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα της νεοφιλελεύθερης πολυεθνικής επιχείρησης που ενώ δεν εξυπηρετεί καμία πραγματική κοινωνική ή ατομική ανάγκη, παρ’ όλα αυτά, μπόρεσε μέσω της διαφήμισης και των προηγμένων τεχνικών μάρκετινγκ που χρησιμοποιεί να δημιουργήσει μια αγορά προώθησης του προϊόντος της και να πείσει τους καταναλωτές για μια επίπλαστη ανάγκη που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των υλικών συνθηκών της ύπαρξης τους.
Σε ότι αφορά τον μηχανισμό των τιμών, παρ’ όλο που κατά μια έννοια λειτουργεί ως εργαλείο ροής πληροφοριών από τον καταναλωτή στον παραγωγό, ταυτόχρονα επιδρά και ο ίδιος στη διαθεσιμότητα ενός προϊόντος μέσω της αύξησης της τιμής. Το αποτέλεσμα είναι ότι καταγράφοντας αύξηση της ζήτησης, στην πραγματικότητα περιορίζει την ικανοποίηση της καταγεγραμμένης ανάγκης στη βάση κριτηρίων οικονομικής δύναμης, δηλαδή στα οικονομικά ισχυρά στρώματα της κοινωνίας. Έτσι, ενώ στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς έχουμε ίσως μια αντικειμενική καταγραφή των προτιμήσεων του καταναλωτή μέσω των τιμολογιακών διακυμάνσεων, δεν έχουμε όμως ικανοποιητική και δίκαιη κατανομή των αγαθών, αφού μόνο οι εύπορες τάξεις μπορούν να ικανοποιούν τις ανάγκες τους για αγαθά που παρουσιάζουν αυξημένη ζήτηση. Έτσι, φτάνουμε σε ένα ανορθολογικό σύστημα παραγωγής και κατανομής των αγαθών, στο πλαίσιο του οποίου όσο πιο μεγάλη είναι η ανάγκη της κοινωνίας για ένα συγκεκριμένο προϊόν, τόσο πιο περιορισμένα τα μέσα που έχει στη διάθεση της για να την ικανοποιήσει!
Το Κράτος στην Διεθνοποιημένη Οικονομία της Αγοράς
Πώς όμως διαμορφώνεται ο ρόλος του Κράτους στην νεοφιλελεύθερη φάση της νεωτερικότητας; Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο τον διαχωρισμό της οικονομίας από την κοινωνία και την υπαγωγή της τελευταίας στην σφαίρα της οικονομίας, που συντελείται μέσα από την εντατικοποίηση της ιστορικής διαδικασίας αγοραιοποίησης που τέθηκε σε κίνηση πριν από 200 περίπου χρόνια, είναι φανερό πως, ως κοινωνικός θεσμός, το Κράτος υποκύπτει στην πρωτοκαθεδρία του οικονομικού στοιχείου από το οποίο ετεροκαθορίζεται, χωρίς όμως να εξαφανίζεται σταδιακά όπως διατείνονται οι νεοφιλελεύθεροι. Σύμφωνα με τον Τ. Φωτόπουλο, το Κράτος διατηρεί τη σημασία του αφού έχει κρίσιμες λειτουργίες να επιτελέσει ως προς την διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας του θεσμικού πλαισίου της ελεύθερης αγοράς. Γράφει ο Φωτόπουλος:
«[Το εθνικό κράτος] μάλιστα σήμερα παίζει κρίσιμο ρόλο, όχι μόνο στην δημιουργία των συνθηκών οικονομικής σταθερότητας που απαιτεί η απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών, αλλά και στην επιβολή του «νόμου και της τάξης» που απειλούνται από τις αναπόφευκτες συγκρούσεις με τα λαϊκά στρώματα, τα οποία υφίστανται κυρίως τις συνέπειες της συγκέντρωσης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας».[i]
Σε ότι αφορά τη διεθνή σφαίρα, το έθνος-κράτος επίσης παραμένει σημαντικό. Με τον ίδιο τρόπο που το Κράτος χρησιμοποιείται στο «εσωτερικό» για να «αντικειμενοποιήσει», δηλαδή να επιβάλλει, τις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς ως κυρίαρχες / ηγεμονικές και να εντατικοποιήσει την διαδικασία αγοραιοποίησης, έτσι και στο «εξωτερικό» η πολιτική ισχύς του Κράτους πολλές φορές αξιοποιείται από τις οικονομικές ελίτ ως «συγκριτικό πλεονέκτημα» στον στίβο του υπερεθνικού εμπορικού ανταγωνισμού. Για να το πούμε διαφορετικά, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις των προηγμένων οικονομιών του Βορρά έχουν την δύναμη να επιστρατεύουν και να κινητοποιούν την γεωπολιτική ισχύ της εθνικής βάσης τους, προκειμένου να ενισχύσουν το συγκριτικό πλεονέκτημα τους και να επιβιώσουν σε ένα διεθνές περιβάλλον λυσσαλέου ανταγωνισμού.
Αυτό φαίνεται από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που εκδηλώνονται κατά καιρούς στο εσωτερικό της υπερεθνικής πολιτικής ελίτ με αφορμή οικονομικά-εμπορικά ζητήματα. Για παράδειγμα, πρόσφατα ο Πρόεδρος της Γαλλίας Σαρκοζύ άσκησε πολιτικές πιέσεις στην Ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να την εξαναγκάσει να προμηθευτεί εξοπλισμό από την γαλλική πολεμική βιομηχανία, αντί για την αγορά εξοπλιστικών προγραμμάτων γερμανικής προέλευσης. Παράλληλα, πριν ακόμη εκδηλωθεί η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία αναγκαστικά οδήγησε σε έναν μεγαλύτερο βαθμό ανάμειξης του κράτους στον τομέα της οικονομίας (με αποκλειστικό στόχο τη διάσωση με χρήματα των φορολογούμενων πολλών ιδιωτικών επιχειρηματικών κολοσσών από την χρεωκοπία), μια σειρά από δυναμικές κρατικές παρεμβάσεις διενεργήθηκαν από τις πολιτικές ελίτ των ισχυρών οικονομιών της ευρωζώνης σχεδιασμένες για να αποτρέψουν την εξαγορά και κατάληψη στρατηγικών τομέων των οικονομιών τους από ξένα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ο Φωτόπουλος παραδέχεται ότι, «όσο ισχυρότερη είναι η ελίτ μιας χώρας στην παγκόσμια ιεραρχία τόσο μεγαλύτερη η δυνατότητα της να ‘προστατεύει’ τα μέλη της που βρίσκονται περιστασιακά σε μειονεκτική θέση στον διεθνή ανταγωνισμό, όπως άλλωστε πάντα συνέβαινε».[ii] Στη συνέχεια όμως διατυπώνει τον ισχυρισμό πως η τάση αυτή στρέφεται αποκλειστικά ενάντια στην εμπορική διείσδυση Κινεζικών και Ρωσικών εταιρειών που επιχειρούν να αντισταθμίσουν την μονομερή εξάρτηση τους μέσω της εξαγοράς δυτικών εταιριών. Παρ’ όλο που πράγματι αποτελεί πάγια τακτική της υπερεθνικής ελίτ να υψώνει πολιτικά εμπόδια στην επέκταση της οικονομικής ισχύος των ανερχόμενων εμπορικών εταιρειών του Νότου, οφείλουμε εδώ να διευκρινίσουμε πως η παρατήρηση μας δεν αφορά τον «νέο προστατευτισμό» όπως ερμηνεύεται από τον Φωτόπουλο, αφού οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία με την έννοια του λεγόμενου «οικονομικού πατριωτισμού» δεν στρέφονται αποκλειστικά εναντίον των Κινεζικών ή Ρωσικών εταιρειών. Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφερθούμε στην περίπτωση της γαλλικής εταιρείας ενέργειας και υδάτων Suez, η οποία με πρωτοβουλία της γαλλικής κυβέρνησης συγχωνεύτηκε με την κρατική Gaz de France προκειμένου να προστατευτεί από ενδεχόμενη επιθετική εξαγορά της από την ιταλικών συμφερόντων Enel.[iii]
Τέτοιες ενέργειες είναι φαινομενικά ασύμβατες με τον ισχυρισμό ότι οι πολυεθνικές, όχι τα κράτη, συνιστούν την βασική οικονομική μονάδα στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Σίγουρα είναι σημαντική η λεπτή εννοιολογική διάκριση που εισάγει ο Φωτόπουλος ανάμεσα στην υπερεθνική επιχείρηση, ως ακρατικό σώμα που λειτουργεί σε έναν χώρο χωρίς σύνορα, και την πολυεθνική επιχείρηση, που εν πολλοίς αντανακλά την διάκριση ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση και την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς.[iv] Όμως και οι δύο θέσεις εκκινούν από την αφετηρία μιας δομικής αλλαγής στην διάρθρωση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία σύμφωνα με την ανάλυση της ΠΔ, συνεπάγεται πως η υπερεθνική ελίτ αντλεί την δύναμη της από την αναπαραγωγή και ενίσχυση του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και άρα, ταυτίζεται ολοένα και λιγότερο με έναν «εθνικό» οικονομικό χώρο.
Κατά τη γνώμη μου, η ασυμβατότητα είναι απλώς φαινομενική και οφείλεται στο γεγονός πως στην νεοφιλελεύθερη φάση της νεωτερικότητας οι επιχειρήσεις δεν αποτελούν οργανικό τμήμα και προέκταση μιας εθνικής καπιταλιστικής οικονομίας με επίκεντρο το έθνος-κράτος, αλλά αντίθετα τα Κράτη ενεργούν στο πολιτικό επίπεδο ως εντολοδόχοι του πολυεθνικού κεφαλαίου, επιστρατεύοντας την διπλωματική και γεωπολιτική ισχύ τους ως μέτρο επικουρικό προς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των αντίστοιχων εθνικών τμημάτων της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ. Με άλλα λόγια, η μεταπολεμική λειτουργική σχέση που ίσχυε ανάμεσα στο Κράτος και το Κεφάλαιο συνεχίζει να υπάρχει, αλλά με αντεστραμμένους όρους. Η διεθνοποίηση της οικονομίας τροποποίησε δραματικά τους κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης και δημιούργησε μια αποφασιστική ασυμμετρία δύναμης υπέρ του οικονομικού στοιχείου. Στο εσωτερικό, αυτή η εξέλιξη επέφερε την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στην αγορά, την εντατικοποίηση της διαδικασίας αγοραιοποίησης και την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας. Στο εξωτερικό, η αυτονομία του έθνους-κράτους περιορίστηκε και η «εθνική» εξωτερική πολιτική υποβαθμίστηκε και μετατράπηκε σε υποβοηθητικό μηχανισμό από την μία, για την αναπαραγωγή και εξάπλωση των διεθνοποιημένων δομών της οικονομίας της αγοράς μέσω των κύριων υπερεθνικών θεσμών (π.χ. ΝΑΤΟ), και από την άλλη για την υποστήριξη της εμπορικής δραστηριότητας των επιμέρους τοπικών ελίτ.
Γι’ αυτό και η Αμερικανική κυβέρνηση δεν διστάζει να λαμβάνει πολιτικά μέτρα υπεράσπισης του αμερικανικού πολυεθνικού κεφαλαίου, όταν όμως καλεί τις αμερικανικές επιχειρήσεις να συνταχθούν πίσω από μια κυβερνητική γραμμή παγώματος επενδύσεων και οικονομικών αντιποίνων ενάντια σε κράτη που αντιστέκονται στην πολιτική ηγεμονία της Νέας Τάξης, σε πολλές περιπτώσεις οι πολυεθνικές εταιρείες δυσανασχετούν ή αρνούνται να συμμορφωθούν. Πράγματι, η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από στοχαστές εχθρικούς προς το πρόταγμα της αυτονομίας όπως ο αντιδραστικός Samuel Huntington, ο οποίος εκφράζει την απογοήτευση του και προειδοποιεί για την έλλειψη «πατριωτισμού» και την απουσία εθνικού φρονήματος που επιδεικνύουν ολοένα και περισσότερο τα κοσμοπολίτικα επιτελεία των Αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών, πράγμα που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την ενσωμάτωση της Αμερικανικής οικονομικής ισχύος σε μια εθνική στρατηγική για την πάταξη φαινομένων ανυπακοής από κράτη-παρίες. Γράφει ο Huntington:
«Την δεακετία του 90, εταιρείες όπως η Ford, Aetna, Motorola, Price Costco και Kimberly-Clark απέρριψαν με έμφαση την πρόταση του Ραλφ Νέιντερ που τις κάλεσε να δείξουν τον πατριωτισμό τους, ορίζοντας με σαφήνεια τον εαυτό τους ως πολυεθνικές. Οι εταιρείες που έχουν τη βάση τους στην Αμερική αλλά δραστηριοποιούνται ανά την υφήλιο, στρατολογούν το εργατικό δυναμικό τους και τα στελέχη τους, ακόμη και τα κορυφαία, χωρίς να υπολογίζουν την εθνικότητα τους. Η CIA, όπως είπε ένας από τους αξιωματούχους της το 1999, δεν μπορεί πλέον να υπολογίζει στη συνεργασία των αμερικανικών εταιρειών, γιατί οι εταιρείες βλέπουν τον εαυτό τους ως πολυεθνικές και μπορεί να θεωρούν πως η παροχή βοήθειας στην κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν προάγει τα συμφέροντα τους».[v]
Με άλλα λόγια, η πολιτική εξουσία δεν είναι σε θέση πλέον να εκμαιεύσει την συμμόρφωση και να υπαγορεύσει πολιτικές στην οικονομική εξουσία στο όνομα μιας πολιτικής που προωθεί ένα ανύπαρκτο ουσιαστικά «εθνικό» συμφέρον[vi]. Αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα και τη διάρρηξη του δομικού δεσμού ανάμεσα στο Κράτος και την οικονομική ελίτ. Απλώς υπογραμμίζει την ετεροβαρή σχέση που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στα δύο είδη εξουσιών στην νεοφιλελεύθερη φάση της νεωτερικότητας. Ήταν οι ξιφολόγχες του πανίσχυρου στρατού των ΗΠΑ που επιστρατεύτηκαν για να διανοίξουν ένα νέο πεδίο επενδυτικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας για τις Αμερικανικές ιδιωτικές εταιρείες, μέσω της εισβολής στο Ιράκ και της κατοχής των Ιρακινών πετρελαϊκών κοιτασμάτων. Παρομοίως, η Γαλλική κυβέρνηση εμφανίστηκε λαλίστατη και άκρως διεκδικητική στα ανακτοβούλια του ΟΗΕ, στην προσπάθεια της να προασπίσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των ιρακινών αποθεμάτων πετρελαίου από Γαλλικές πολυεθνικές που είχαν συνάψει σχετικές συμβάσεις με το μπααθικό καθεστώς. Είναι άλλωστε η κρατική εξουσία που παρέχει τα θεσμικά εχέγγυα και την εγγύηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας, μέσω των οποίων συντελείται η αποκρυστάλλωση των υποκειμενικών τάσεων που γεννιούνται και αναδύονται στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης και η μετατροπή τους σε αντικειμενικές τάσεις με θεσμική ισχύ, που ενέχουν το στοιχείο του εξαναγκασμού, στα πλαίσια της ετερόνομης νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας.
Το 1953, ο επικεφαλής της General Motors είχε δηλώσει ευθαρσώς, «ότι είναι καλό για την General Motors, είναι καλό για την Αμερική»[vii]. Συμπερασματικά, θα μπορούσε να πει κανείς πως στις μέρες μας η ρήση αυτή περιγράφει ανάγλυφα την σχέση ανάμεσα στην οικονομική και την πολιτική εξουσία και έχει αποκτήσει καθολική οικουμενική ισχύ.
Σε μια καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης ο πρωταρχικός στόχος της θεμελιώδους οικονομικής μονάδας του συστήματος, δηλαδή της ιδιωτικής εμπορικής επιχείρησης, δεν είναι η επαρκής ικανοποίηση των κοινωνικών και ατομικών-καταναλωτικών αναγκών, όπως διατείνονται οι υπερασπιστές του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, αλλά η οικονομική αποτελεσματικότητα της επιχείρησης που διασφαλίζει την βιωσιμότητα της σε συνθήκες ανελέητου εμπορικού ανταγωνισμού. Η επιβίωση μιας ιδιωτικής επιχείρησης προϋποθέτει την μεγιστοποίηση του ποσοστού κέρδους και προκειμένου να συμβεί αυτό, πολύ φυσιολογικά δεν λαμβάνεται υπόψη το πραγματιστικό κριτήριο της κάλυψης των μετρήσιμων και πεπερασμένων αναγκών μιας σαφώς οριοθετημένης, και γι’ αυτό πραγματικής, κοινότητας πολιτών, αλλά το αφηρημένο κριτήριο της διαρκούς αύξησης της κατανάλωσης από ομάδες στόχευσης (target groups) που αποτυπώνονται μόνο μέσα από στατιστικούς δείκτες.
Η βαθειά συστημική κρίση που διανύουμε και τα οικονομικά μέτρα που υιοθετούνται από τις πολιτικές ελίτ για την αντιμετώπιση της, έχει καταστήσει σαφές πως στο πλαίσιο του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς οι όροι της σχέσης μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή ουσιαστικά αντιστρέφονται και γίνονται ακόμη πιο ετερόνομοι. Αντί ο παραγωγός να παράγει με βάση τις δημοκρατικά εκφρασμένες ανάγκες των πολιτών, κάτι που συνιστά τον πρωταρχικό λόγο ύπαρξης της σφαίρας της οργανωμένης οικονομικής δραστηριότητας, οι πολίτες καλούνται τώρα να καταναλώσουν για να στηρίξουν τις εταιρικές «ατμομηχανές» της οικονομικής ανάπτυξης που καταρρέουν. Αντί λοιπόν οι εταιρείες να υπηρετούν τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, το κοινωνικό σύνολο εξαναγκάζεται σε μια σχέση υποτέλειας απέναντι στις ιδιωτικές εταιρείες που ελέγχουν το σύνολο των μέσων παραγωγής και διανομής.
Αλήθεια, ποιός μπορεί να ξεχάσει την υστερία των ελληνικών καθεστωτικών ΜΜΕ τις ημέρες του Δεκέμβρη, όταν προέτρεπαν με αγωνία τον κόσμο να εκδράμει στην αγορά και να καταναλώσει για να προσφέρει «στήριξη» στις επιχειρήσεις, καθιστώντας έτσι προφανές ότι η μαζική κατανάλωση δεν συνιστά ελεύθερη ή δημοκρατικά ειλημμένη επιλογή, αλλά ετερόνομη καταναγκαστική πρακτική ενός ανορθολογικού συστήματος συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης που επιβάλλεται δια της πολλαπλής βίας (οικονομικής, ιδεολογικής, ψυχολογικής) στους πολίτες του. Βλέπουμε επίσης, πώς η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς αποτελεί υποπροϊόν και δευτερεύουσα συνέπεια μιας γενικότερης τεχνοοικονομικής διαδικασίας που ανήκει στην «εξειδικευμένη» σφαίρα της οικονομικής επιστήμης και ονομάζεται Ανάπτυξη.
Η εκπλήρωση συγκεκριμένων αναπτυξιακών στόχων αποτελεί το αντικείμενο της οργανωμένης οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όχι ο ακριβής καθορισμός, η μέτρηση και η ικανοποίηση των βασικών αναγκών της κοινωνίας. Βέβαια, υποτίθεται πως ο μηχανισμός των τιμών παίζει τον ρόλο ενός αγωγού μεταβίβασης πληροφοριών από τους καταναλωτές στους κατόχους των μέσων παραγωγής και διανομής, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο αποκτούν συνείδηση των προτιμήσεων του καταναλωτή και προσαρμόζουν την παραγωγή τους ανάλογα με τις τάσεις που επικρατούν στην αγορά. Όμως, παρά το γεγονός πως οι πολυεθνικές εταιρείες εγκαθιδρύουν τοπικά παραρτήματα που ερευνούν και αξιολογούν χωριστά την κάθε εθνική αγορά στην οποία αναπτύσσουν τις δραστηριότητες τους, το συνολικό πλαίσιο λειτουργίας τους παραμένει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, η οποία δεν ταυτίζεται με μια ζώσα κοινότητα ή έναν αυτόνομο δήμο ριζωμένο σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο με συγκεκριμένες και μετρήσιμες υλικές ανάγκες. Αντίθετα, αποτελεί μια ανοικτή υπερεθνική οικονομική σφαίρα, όπου οι επιμέρους τοπικοί και εθνικοί οικονομικοί χώροι ενσωματώνονται και συσχετίζονται μεταξύ τους μόνο ως μεταβλητές μέσα σε ένα γενικότερο επιχειρηματικό σχέδιο, μια οικονομική συνάρτηση που αποβλέπει στον κατά το δυνατόν εντοπισμό και καλύτερη εκμετάλλευση νέων εμπορικών ευκαιριών, στην ορθολογική κατανομή των επενδύσεων ανά την υφήλιο και τελικά στην μεγιστοποίηση του εταιρικού κέρδους.
Έτσι μπορεί κάποιος βάσιμα να υποστηρίξει πως ο θεμελιώδης στόχος της πολυεθνικής επιχείρησης δεν είναι εξωστρεφής και κοινωνικά προσανατολισμένος, με τον να αποβλέπει στην ικανοποίηση των προτιμήσεων του καταναλωτή. Η επιχείρηση είναι κατά βάση ένας εγωιστικός και εσωστρεφής οργανισμός, δηλαδή στοχεύει πρωτίστως στην επιβίωση, μεγέθυνση και επέκταση της εμπορικής κυριαρχίας της, μέσα από την εκπλήρωση αυτοαναφορικών τεχνοοικονομικών κριτηρίων όπως η κερδοφορία, τα μερίσματα μετόχων, η αύξηση του μεριδίου αγοράς, κλπ. Στο πλαίσιο λοιπόν του οικονομικού συστήματος της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, η επιχείρηση λειτουργεί και δραστηριοποιείται σε ένα παράλληλο οικονομικό σύμπαν που διέπεται από δικούς του εσωτερικούς νόμους και κανόνες λειτουργίας και πολύ λίγο συνδέεται με το πεδίο της πραγματικής κοινωνικής ζωής, στο οποίο αναδύονται, μορφοποιούνται και εκδηλώνονται οι πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες. Η Coca-Cola θεωρώ πως είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα της νεοφιλελεύθερης πολυεθνικής επιχείρησης που ενώ δεν εξυπηρετεί καμία πραγματική κοινωνική ή ατομική ανάγκη, παρ’ όλα αυτά, μπόρεσε μέσω της διαφήμισης και των προηγμένων τεχνικών μάρκετινγκ που χρησιμοποιεί να δημιουργήσει μια αγορά προώθησης του προϊόντος της και να πείσει τους καταναλωτές για μια επίπλαστη ανάγκη που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των υλικών συνθηκών της ύπαρξης τους.
Σε ότι αφορά τον μηχανισμό των τιμών, παρ’ όλο που κατά μια έννοια λειτουργεί ως εργαλείο ροής πληροφοριών από τον καταναλωτή στον παραγωγό, ταυτόχρονα επιδρά και ο ίδιος στη διαθεσιμότητα ενός προϊόντος μέσω της αύξησης της τιμής. Το αποτέλεσμα είναι ότι καταγράφοντας αύξηση της ζήτησης, στην πραγματικότητα περιορίζει την ικανοποίηση της καταγεγραμμένης ανάγκης στη βάση κριτηρίων οικονομικής δύναμης, δηλαδή στα οικονομικά ισχυρά στρώματα της κοινωνίας. Έτσι, ενώ στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς έχουμε ίσως μια αντικειμενική καταγραφή των προτιμήσεων του καταναλωτή μέσω των τιμολογιακών διακυμάνσεων, δεν έχουμε όμως ικανοποιητική και δίκαιη κατανομή των αγαθών, αφού μόνο οι εύπορες τάξεις μπορούν να ικανοποιούν τις ανάγκες τους για αγαθά που παρουσιάζουν αυξημένη ζήτηση. Έτσι, φτάνουμε σε ένα ανορθολογικό σύστημα παραγωγής και κατανομής των αγαθών, στο πλαίσιο του οποίου όσο πιο μεγάλη είναι η ανάγκη της κοινωνίας για ένα συγκεκριμένο προϊόν, τόσο πιο περιορισμένα τα μέσα που έχει στη διάθεση της για να την ικανοποιήσει!
Το Κράτος στην Διεθνοποιημένη Οικονομία της Αγοράς
Πώς όμως διαμορφώνεται ο ρόλος του Κράτους στην νεοφιλελεύθερη φάση της νεωτερικότητας; Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο τον διαχωρισμό της οικονομίας από την κοινωνία και την υπαγωγή της τελευταίας στην σφαίρα της οικονομίας, που συντελείται μέσα από την εντατικοποίηση της ιστορικής διαδικασίας αγοραιοποίησης που τέθηκε σε κίνηση πριν από 200 περίπου χρόνια, είναι φανερό πως, ως κοινωνικός θεσμός, το Κράτος υποκύπτει στην πρωτοκαθεδρία του οικονομικού στοιχείου από το οποίο ετεροκαθορίζεται, χωρίς όμως να εξαφανίζεται σταδιακά όπως διατείνονται οι νεοφιλελεύθεροι. Σύμφωνα με τον Τ. Φωτόπουλο, το Κράτος διατηρεί τη σημασία του αφού έχει κρίσιμες λειτουργίες να επιτελέσει ως προς την διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας του θεσμικού πλαισίου της ελεύθερης αγοράς. Γράφει ο Φωτόπουλος:
«[Το εθνικό κράτος] μάλιστα σήμερα παίζει κρίσιμο ρόλο, όχι μόνο στην δημιουργία των συνθηκών οικονομικής σταθερότητας που απαιτεί η απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών, αλλά και στην επιβολή του «νόμου και της τάξης» που απειλούνται από τις αναπόφευκτες συγκρούσεις με τα λαϊκά στρώματα, τα οποία υφίστανται κυρίως τις συνέπειες της συγκέντρωσης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας».[i]
Σε ότι αφορά τη διεθνή σφαίρα, το έθνος-κράτος επίσης παραμένει σημαντικό. Με τον ίδιο τρόπο που το Κράτος χρησιμοποιείται στο «εσωτερικό» για να «αντικειμενοποιήσει», δηλαδή να επιβάλλει, τις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς ως κυρίαρχες / ηγεμονικές και να εντατικοποιήσει την διαδικασία αγοραιοποίησης, έτσι και στο «εξωτερικό» η πολιτική ισχύς του Κράτους πολλές φορές αξιοποιείται από τις οικονομικές ελίτ ως «συγκριτικό πλεονέκτημα» στον στίβο του υπερεθνικού εμπορικού ανταγωνισμού. Για να το πούμε διαφορετικά, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις των προηγμένων οικονομιών του Βορρά έχουν την δύναμη να επιστρατεύουν και να κινητοποιούν την γεωπολιτική ισχύ της εθνικής βάσης τους, προκειμένου να ενισχύσουν το συγκριτικό πλεονέκτημα τους και να επιβιώσουν σε ένα διεθνές περιβάλλον λυσσαλέου ανταγωνισμού.
Αυτό φαίνεται από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που εκδηλώνονται κατά καιρούς στο εσωτερικό της υπερεθνικής πολιτικής ελίτ με αφορμή οικονομικά-εμπορικά ζητήματα. Για παράδειγμα, πρόσφατα ο Πρόεδρος της Γαλλίας Σαρκοζύ άσκησε πολιτικές πιέσεις στην Ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να την εξαναγκάσει να προμηθευτεί εξοπλισμό από την γαλλική πολεμική βιομηχανία, αντί για την αγορά εξοπλιστικών προγραμμάτων γερμανικής προέλευσης. Παράλληλα, πριν ακόμη εκδηλωθεί η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία αναγκαστικά οδήγησε σε έναν μεγαλύτερο βαθμό ανάμειξης του κράτους στον τομέα της οικονομίας (με αποκλειστικό στόχο τη διάσωση με χρήματα των φορολογούμενων πολλών ιδιωτικών επιχειρηματικών κολοσσών από την χρεωκοπία), μια σειρά από δυναμικές κρατικές παρεμβάσεις διενεργήθηκαν από τις πολιτικές ελίτ των ισχυρών οικονομιών της ευρωζώνης σχεδιασμένες για να αποτρέψουν την εξαγορά και κατάληψη στρατηγικών τομέων των οικονομιών τους από ξένα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ο Φωτόπουλος παραδέχεται ότι, «όσο ισχυρότερη είναι η ελίτ μιας χώρας στην παγκόσμια ιεραρχία τόσο μεγαλύτερη η δυνατότητα της να ‘προστατεύει’ τα μέλη της που βρίσκονται περιστασιακά σε μειονεκτική θέση στον διεθνή ανταγωνισμό, όπως άλλωστε πάντα συνέβαινε».[ii] Στη συνέχεια όμως διατυπώνει τον ισχυρισμό πως η τάση αυτή στρέφεται αποκλειστικά ενάντια στην εμπορική διείσδυση Κινεζικών και Ρωσικών εταιρειών που επιχειρούν να αντισταθμίσουν την μονομερή εξάρτηση τους μέσω της εξαγοράς δυτικών εταιριών. Παρ’ όλο που πράγματι αποτελεί πάγια τακτική της υπερεθνικής ελίτ να υψώνει πολιτικά εμπόδια στην επέκταση της οικονομικής ισχύος των ανερχόμενων εμπορικών εταιρειών του Νότου, οφείλουμε εδώ να διευκρινίσουμε πως η παρατήρηση μας δεν αφορά τον «νέο προστατευτισμό» όπως ερμηνεύεται από τον Φωτόπουλο, αφού οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία με την έννοια του λεγόμενου «οικονομικού πατριωτισμού» δεν στρέφονται αποκλειστικά εναντίον των Κινεζικών ή Ρωσικών εταιρειών. Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφερθούμε στην περίπτωση της γαλλικής εταιρείας ενέργειας και υδάτων Suez, η οποία με πρωτοβουλία της γαλλικής κυβέρνησης συγχωνεύτηκε με την κρατική Gaz de France προκειμένου να προστατευτεί από ενδεχόμενη επιθετική εξαγορά της από την ιταλικών συμφερόντων Enel.[iii]
Τέτοιες ενέργειες είναι φαινομενικά ασύμβατες με τον ισχυρισμό ότι οι πολυεθνικές, όχι τα κράτη, συνιστούν την βασική οικονομική μονάδα στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Σίγουρα είναι σημαντική η λεπτή εννοιολογική διάκριση που εισάγει ο Φωτόπουλος ανάμεσα στην υπερεθνική επιχείρηση, ως ακρατικό σώμα που λειτουργεί σε έναν χώρο χωρίς σύνορα, και την πολυεθνική επιχείρηση, που εν πολλοίς αντανακλά την διάκριση ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση και την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς.[iv] Όμως και οι δύο θέσεις εκκινούν από την αφετηρία μιας δομικής αλλαγής στην διάρθρωση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία σύμφωνα με την ανάλυση της ΠΔ, συνεπάγεται πως η υπερεθνική ελίτ αντλεί την δύναμη της από την αναπαραγωγή και ενίσχυση του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και άρα, ταυτίζεται ολοένα και λιγότερο με έναν «εθνικό» οικονομικό χώρο.
Κατά τη γνώμη μου, η ασυμβατότητα είναι απλώς φαινομενική και οφείλεται στο γεγονός πως στην νεοφιλελεύθερη φάση της νεωτερικότητας οι επιχειρήσεις δεν αποτελούν οργανικό τμήμα και προέκταση μιας εθνικής καπιταλιστικής οικονομίας με επίκεντρο το έθνος-κράτος, αλλά αντίθετα τα Κράτη ενεργούν στο πολιτικό επίπεδο ως εντολοδόχοι του πολυεθνικού κεφαλαίου, επιστρατεύοντας την διπλωματική και γεωπολιτική ισχύ τους ως μέτρο επικουρικό προς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των αντίστοιχων εθνικών τμημάτων της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ. Με άλλα λόγια, η μεταπολεμική λειτουργική σχέση που ίσχυε ανάμεσα στο Κράτος και το Κεφάλαιο συνεχίζει να υπάρχει, αλλά με αντεστραμμένους όρους. Η διεθνοποίηση της οικονομίας τροποποίησε δραματικά τους κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης και δημιούργησε μια αποφασιστική ασυμμετρία δύναμης υπέρ του οικονομικού στοιχείου. Στο εσωτερικό, αυτή η εξέλιξη επέφερε την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στην αγορά, την εντατικοποίηση της διαδικασίας αγοραιοποίησης και την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας. Στο εξωτερικό, η αυτονομία του έθνους-κράτους περιορίστηκε και η «εθνική» εξωτερική πολιτική υποβαθμίστηκε και μετατράπηκε σε υποβοηθητικό μηχανισμό από την μία, για την αναπαραγωγή και εξάπλωση των διεθνοποιημένων δομών της οικονομίας της αγοράς μέσω των κύριων υπερεθνικών θεσμών (π.χ. ΝΑΤΟ), και από την άλλη για την υποστήριξη της εμπορικής δραστηριότητας των επιμέρους τοπικών ελίτ.
Γι’ αυτό και η Αμερικανική κυβέρνηση δεν διστάζει να λαμβάνει πολιτικά μέτρα υπεράσπισης του αμερικανικού πολυεθνικού κεφαλαίου, όταν όμως καλεί τις αμερικανικές επιχειρήσεις να συνταχθούν πίσω από μια κυβερνητική γραμμή παγώματος επενδύσεων και οικονομικών αντιποίνων ενάντια σε κράτη που αντιστέκονται στην πολιτική ηγεμονία της Νέας Τάξης, σε πολλές περιπτώσεις οι πολυεθνικές εταιρείες δυσανασχετούν ή αρνούνται να συμμορφωθούν. Πράγματι, η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από στοχαστές εχθρικούς προς το πρόταγμα της αυτονομίας όπως ο αντιδραστικός Samuel Huntington, ο οποίος εκφράζει την απογοήτευση του και προειδοποιεί για την έλλειψη «πατριωτισμού» και την απουσία εθνικού φρονήματος που επιδεικνύουν ολοένα και περισσότερο τα κοσμοπολίτικα επιτελεία των Αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών, πράγμα που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την ενσωμάτωση της Αμερικανικής οικονομικής ισχύος σε μια εθνική στρατηγική για την πάταξη φαινομένων ανυπακοής από κράτη-παρίες. Γράφει ο Huntington:
«Την δεακετία του 90, εταιρείες όπως η Ford, Aetna, Motorola, Price Costco και Kimberly-Clark απέρριψαν με έμφαση την πρόταση του Ραλφ Νέιντερ που τις κάλεσε να δείξουν τον πατριωτισμό τους, ορίζοντας με σαφήνεια τον εαυτό τους ως πολυεθνικές. Οι εταιρείες που έχουν τη βάση τους στην Αμερική αλλά δραστηριοποιούνται ανά την υφήλιο, στρατολογούν το εργατικό δυναμικό τους και τα στελέχη τους, ακόμη και τα κορυφαία, χωρίς να υπολογίζουν την εθνικότητα τους. Η CIA, όπως είπε ένας από τους αξιωματούχους της το 1999, δεν μπορεί πλέον να υπολογίζει στη συνεργασία των αμερικανικών εταιρειών, γιατί οι εταιρείες βλέπουν τον εαυτό τους ως πολυεθνικές και μπορεί να θεωρούν πως η παροχή βοήθειας στην κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν προάγει τα συμφέροντα τους».[v]
Με άλλα λόγια, η πολιτική εξουσία δεν είναι σε θέση πλέον να εκμαιεύσει την συμμόρφωση και να υπαγορεύσει πολιτικές στην οικονομική εξουσία στο όνομα μιας πολιτικής που προωθεί ένα ανύπαρκτο ουσιαστικά «εθνικό» συμφέρον[vi]. Αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα και τη διάρρηξη του δομικού δεσμού ανάμεσα στο Κράτος και την οικονομική ελίτ. Απλώς υπογραμμίζει την ετεροβαρή σχέση που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στα δύο είδη εξουσιών στην νεοφιλελεύθερη φάση της νεωτερικότητας. Ήταν οι ξιφολόγχες του πανίσχυρου στρατού των ΗΠΑ που επιστρατεύτηκαν για να διανοίξουν ένα νέο πεδίο επενδυτικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας για τις Αμερικανικές ιδιωτικές εταιρείες, μέσω της εισβολής στο Ιράκ και της κατοχής των Ιρακινών πετρελαϊκών κοιτασμάτων. Παρομοίως, η Γαλλική κυβέρνηση εμφανίστηκε λαλίστατη και άκρως διεκδικητική στα ανακτοβούλια του ΟΗΕ, στην προσπάθεια της να προασπίσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των ιρακινών αποθεμάτων πετρελαίου από Γαλλικές πολυεθνικές που είχαν συνάψει σχετικές συμβάσεις με το μπααθικό καθεστώς. Είναι άλλωστε η κρατική εξουσία που παρέχει τα θεσμικά εχέγγυα και την εγγύηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας, μέσω των οποίων συντελείται η αποκρυστάλλωση των υποκειμενικών τάσεων που γεννιούνται και αναδύονται στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης και η μετατροπή τους σε αντικειμενικές τάσεις με θεσμική ισχύ, που ενέχουν το στοιχείο του εξαναγκασμού, στα πλαίσια της ετερόνομης νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας.
Το 1953, ο επικεφαλής της General Motors είχε δηλώσει ευθαρσώς, «ότι είναι καλό για την General Motors, είναι καλό για την Αμερική»[vii]. Συμπερασματικά, θα μπορούσε να πει κανείς πως στις μέρες μας η ρήση αυτή περιγράφει ανάγλυφα την σχέση ανάμεσα στην οικονομική και την πολιτική εξουσία και έχει αποκτήσει καθολική οικουμενική ισχύ.
[i] Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία: Δέκα Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 185-6.
[ii] Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία: Δέκα Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 186.
[iii] Tim Franks, Patriotism and protectionism in the EU,
http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/4837150.stm.
[iv] T. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία: Δέκα Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος), σελ.96.
[v] S. Huntington, Dead Souls: The Denationalization of the American Elite, http://www.freerepublic.com/focus/news/1111567/posts.
[vi] Κάτι που ισχύει και στην περίπτωση των ελληνικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται και ελέγχουν μεγάλο μέρος της οικονομίας των Σκοπίων, οι οποίες όμως δεν δέχονται να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός πίεσης προς την ΠΓΔΜ, προκειμένου να εξαναγκαστεί να συναινέσει στις ελληνικές διπλωματικές διεκδικήσεις.
[vii] S. Huntington, Dead Souls: The Denationalization of the American Elite, http://www.freerepublic.com/focus/news/1111567/posts.