Saturday, March 14, 2009

Μεταμοντέρνος VS Κλασικός Αναρχισμός


«Το να οργανωθούν οι δυνάμεις του λαού για να πραγματοποιηθεί η επανάσταση είναι ο μοναδικός σκοπός εκείνων που ειλικρινά επιθυμούν την ελευθερία».
Μιχαήλ Μπακούνιν

Στο προηγούμενο άρθρο μου επιχείρησα να κάνω μια συνολική ανασκόπηση του ρόλου που έπαιξαν οι αναρχικοί στην εξέγερση του Δεκέμβρη από κριτική σκοπιά με βάση τις αντιλήψεις και τις παραδοσιακές επιδιώξεις του κλασικού αναρχισμού, όπως αυτές ανασυνθέτονται στο σύγχρονο θεωρητικό πλαίσιο της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ). Οι επιδιώξεις αυτές και τα κριτήρια που χρησιμοποίησα για να αξιολογήσω την κατάσταση του «χώρου» μετά τον Δεκέμβρη, δεν εκπορεύονται τόσο από στενές ιδεολογικές αντιλήψεις αναφορικά με το ποιά οφείλει να είναι η «ιδεατή» κατάσταση ενός πολιτικού κινήματος, όσο από τον αυτονόητο απώτερο στόχο της διάδοσης των αναρχικών ιδεών σε ευρεία κοινωνική κλίμακα, της μαζικοποίησης του «κινήματος» στον βαθμό που να μπορεί να αμφισβητήσει ευθέως την ηγεμονία του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος και να γίνει αρκετά ισχυρό ώστε να απαιτήσει την κατάργηση του Κράτους και των εξουσιαστικών σχέσεων στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Διότι ανεξάρτητα από τον κλάδο αναρχικής σκέψης στον οποίο ανήκει ο καθένας μας, δεν νομίζω ότι υπάρχει αναρχικός ακτιβιστής ο οποίος μάχεται χωρίς να έχει στην άκρη του μυαλού του την τελική επικράτηση της Αναρχίας, με την έννοια της κατάλυσης του Κράτους και του χρήματος και της αντικατάστασης τους από μια δημοκρατική μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Έχοντας αυτήν την παραδοχή κατά νου και σαν κριτήριο «μέτρησης» της αναρχικής δράσης κατά την εκρηκτική περίοδο του Δεκέμβρη, έβαλα ζητήματα όπως η επέκταση των ορίων του αναρχικού χώρου σε νέες κοινωνικές κατηγορίες, ο εμπλουτισμός του αναρχικού χώρου με νέους ακτιβιστές, η δημιουργία ισχυρών και ανθεκτικών κινηματικών θεσμών και η ανύψωση της συνειδητοποίησης των αγωνιστών. Κατέληξα πως σε όλα αυτά τα σημεία ο χώρος υστερεί διότι οι αναρχικές συλλογικότητες πάσχουν από το μεταμοντέρνο φοβικό σύνδρομο των «μεγάλων αφηγήσεων» που υιοθετεί την σκόπιμη έλλειψη οργάνωσης, την πολυδιάσπαση και την ρητή άρνηση επεξεργασίας ενός εναλλακτικού πολιτικού οράματος που θα αντικαταστήσει τους υπάρχοντες θεσμούς, ως τον καλύτερο τρόπο για να αποφευχθεί η δημιουργία μιας πρωτοπορίας ή μιας νέας συγκέντρωσης εξουσίας μέσα στο «κίνημα».

Και λέω μεταμοντέρνο γιατί καμία από όλες αυτές τις θεωρητικές επιφυλάξεις δεν υπάρχει στην θεωρία και την πρακτική του κλασικού αναρχισμού (Μπακούνιν, Κροπότκιν, Μαλατέστα), την οποία οι μεταμοντέρνοι αναρχικοί παραδόξως ισχυρίζονται ότι αποδέχονται! Αυτές οι ιδεοληψίες που απαιτούν την καθολική απόρριψη των οργανωτικών και ιδεολογικών δομών ενός αυθεντικού πολιτικού κινήματος στον βωμό μιας αχαλίνωτης, ατομικιστικής και χωρίς νόημα «ελευθεριακότητας», ευθύνονται κατά την άποψη μου για την τωρινή περιθωριοποίηση του αναρχικού χώρου αφού προδιαγράφουν στην πράξη τα όρια της εξάπλωσης του στο κοινωνικό σώμα και την ποιότητα της επαφής του με την κοινωνία. Και όπως έχω ξαναγράψει, η Αναρχία δεν νοείται ως μειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα. Κατέληξα με μια πρόταση για εγκατάλειψη της αρχής της ομοφωνίας, συνομοσπονδιοποίηση των συνελεύσεων και έναρξη μιας διαδικασίας συλλογικής επεξεργασίας και διαμόρφωσης προτάσεων για την εγκαθίδρυση εναλλακτικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεσμών βασισμένων στις θέσεις που έχουν ήδη περιγραφεί μέσα στο θεωρητικό σχήμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας που πιστεύω πως συνιστά την ιδανική αφετηρία για ένα παρόμοιο εγχείρημα. Είμαι της γνώμης ότι αυτά τα πρακτικά μέτρα θα βοηθήσουν για να φτιαχτεί ένα συνεκτικό, αλλά ταυτόχρονα μαζικό και αποκεντρωμένο αναρχικό κίνημα νέου τύπου, όπου η κάθε συνιστώσα θα διατηρεί την αυτονομία της λειτουργώντας παράλληλα στα πλαίσια ενός ενιαίου σκοπού και προγράμματος.

Από κάποιους οπαδούς του μεταμοντέρνου αναρχισμού διατυπώθηκαν οι γνωστές αντιρρήσεις ότι η ανάλυση μου είναι υπεριστορική διότι θέτει πολύ ψηλά τον πήχη παραβλέποντας την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αναρχικός χώρος σήμερα. Όμως, η προσέγγιση μου δεν παίρνει την κατάσταση αυτή ως δεδομένη και οι προτάσεις μου αποβλέπουν ακριβώς στο να αλλάξει η κατάσταση αυτή μέσα από την καταπολέμηση των ιδεοληψιών μας και την αναθεώρηση της μεθοδολογίας μας που εν πολλοίς ευθύνεται για την αδυναμία στην οποία έχει περιέλθει το κίνημα. Άλλες κριτικές που εκφράστηκαν αφορούσαν επιφυλάξεις σχετικά με τη δημιουργία «πρωτοποριών», το «καπέλωμα» ελεύθερων κινήσεων πολιτών από θεωρητικούς της επανάστασης με ετοιματζίδικες λύσεις, όσο και τις νέες σχέσεις που αναπτύχθηκαν τον Δεκέμβρη, οι οποίες σύμφωνα με αυτή τη λογική θα αποτελέσουν σημείο εκκίνησης για κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο απ’ αυτά που έχει καταφέρει ο χώρος μέχρι σήμερα.

Ως προς το επιχείρημα του καπελώματος, η Περιεκτική Δημοκρατία δεν προτείνει την ιδιοποίηση ή την κηδεμονία μιας ελεύθερης κίνησης πολιτών από οποιαδήποτε παράταξη. Αυτό που λέει είναι πως αν πιστεύουμε στην αυτοκυβέρνηση θα έπρεπε να παλεύουμε με μοναδικό όπλο την πειθώ και τα επιχειρήματα μας να δημιουργήσουμε μόνιμους, σταθερούς και ισχυρούς θεσμούς τους οποίους θεωρούμε συμβατούς με αυτόν τον στόχο. Δεν βλέπω με ποιόν τρόπο η σύσταση λαϊκών συνελεύσεων, η ενσωμάτωση τους σε ένα ενιαίο κίνημα ικανό να απαιτήσει την κατάργηση του Κράτους (που μπορεί να γίνει μόνο μέσω μιας συνομοσπονδιακής δομής, αν η κάθε συνέλευση θέλει να διατηρήσει την αυτονομία της) και η ενίσχυση της δύναμης τους κόντρα στο Κεφάλαιο μέσα από την οργάνωση της οικονομικής ζωής γύρω από αντικαπιταλιστικές αρχές, συνιστά «καπέλωμα». Αν οι πολίτες συμφωνήσουν και εγκρίνουν ένα τέτοιο πρόγραμμα ενδυνάμωσης και δικτύωσης των συνελεύσεων, έχει καλώς. Αυτό προτείνει η ΠΔ όχι να γίνει η οποιαδήποτε κίνηση «ιδιοκτησία» κανενός. Αν οι ακτιβιστές είναι αφοσιωμένοι στον θεσμό (την συνέλευση) και όχι σε οποιαδήποτε πολιτική ομάδα και το πολιτικό όραμα τους αποκλείει την πιθανότητα παραχώρησης θεσμικής εξουσίας σε οποιαδήποτε ηγετική ομάδα (ακόμη και στους ίδιους), τότε δεν υπάρχει κίνδυνος ελιτίστικης παρέκκλισης ή δημιουργίας ιεραρχιών.

Αν ούτε αυτό είναι συμβατό με τη σύγχρονη αναρχική κοσμοθεωρία, τότε οι ελευθεριακές συλλογικότητες απλώς παραιτούνται από το δικαίωμα τους να έχουν άποψη και να την υπερασπίζονται. Δεν γίνεται όμως από την μία να ασκούμε κριτική σε αυτό που υπάρχει στο όνομα κάποιων αρχών και από την άλλη να φοβόμαστε να διατυπώσουμε ένα σαφές όραμα για το μέλλον και για μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που θα μετουσιώνει τις αρχές αυτές σε πραγματικότητα. Κατά τη γνώμη μου και η «μη-ιδεολογία», ιδεολογία είναι, αφού αν δεν ήταν δεν θα μπορούσε να έχει συναίσθηση ότι υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της «ξένης» ιδεολογίας και των δικών της, επίσης κλειστών, πνευματικών ορίων (δηλαδή, που τελειώνει η «μη-ιδεολογία» και ξεκινά η «ιδεολογία»). Από τη στιγμή που χρησιμοποιείται ως κριτήριο πολιτικής ταυτότητας και οριοθετεί τον δικό της πολιτικό χώρο, η υποτιθέμενη μη-ιδεολογία» ιδεολογικοποιείται και επιβάλει τους δικούς της κανόνες και σύνορα.

Σίγουρα η ΠΔ έχει επηρεάσει τις αντιλήψεις μου όμως για μένα το κομβικό σημείο ήταν τα γεγονότα του Δεκέμβρη τα οποία θεωρώ πως αποκάλυψαν τα έμφυτα όρια του αναρχικού κινήματος με την μορφή που αυτό έχει σήμερα. Το γεγονός είναι πως το κοινωνικό ξέσπασμα που συνέβη ήταν τόσο ισχυρό που για μεγάλο διάστημα επιβίωσε ουσιαστικά αυτοτροφοδοτούμενο, χάρη στη διάχυτη απέχθεια που τρέφει η κοινωνία προς το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (Κράτος, οικονομία της αγοράς). Μέσα σε αυτές τις εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες το αναρχικό ρεύμα δεν μπόρεσε με την μεθοδολογία του να ανοίξει ένα παράθυρο στο μέλλον. Όσοι πιστεύουν στον αυθορμητισμό δεν νομίζω πως μπορούν να ελπίζουν σε καλύτερες συνθήκες από αυτές του Δεκέμβρη. «Καλύτερες» με την έννοια της προσωρινής κατάρρευσης των κοινωνικών θεσμών, της ευκαιρίας για διάδοση των αναρχικών ιδεών και διείσδυσης τους σε νέα κοινωνικά στρώματα. Όμως, η πολυπόθητη εξέγερση ήρθε και παρήλθε και η κοινωνία δεν είναι πιο κοντά στα αναρχικά ιδανικά απ’ ότι ήταν πριν τον Δεκέμβρη. Ο εξεγερσιακός αναρχισμός της άμεσης δράσης πέτυχε μόνο εφήμερες νίκες και δεν μπόρεσε να κάνει αυτό που επαγγέλλεται, να «γονιμοποιήσει» δηλαδή τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια προς όφελος της δημιουργίας αντι-εξουσιαστικών κοινωνικών θεσμών. Άρα μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε ορισμένα πράγματα σε ότι αφορά την μεθοδολογία και τις αρχές μας;

Σε ότι αφορά τα περί «υπεριστορικής» ανάλυσης που δήθεν αναφέρεται σε μια «ουτοπική», με την έννοια του απραγματοποίητου, ιδεατή κοινωνία, που αποτελεί ένα αποκύημα φαντασίας χωρίς στέρεες βάσεις στην υλική πραγματικότητα, έχω να πω ότι, όπως έγραψα και στο προηγούμενο άρθρο, παίρνω ως αφετηρία της κριτικής μου την εναλλακτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης που περιγράφεται στην ΠΔ. Το κοινωνικό μοντέλο της ΠΔ δεν εκφράζει μια υπεριστορική ουτοπία, ούτε με την έννοια μιας κοινωνίας που θα απαρτίζεται από «αγγέλους» που θα ρυθμίζουν τις υποθέσεις τους αποκλειστικά και μόνο βάσει της καλής τους προαίρεσης, ούτε από την άποψη μιας κοινωνίας υπεραφθονίας όπου όλα τα αγαθά θα παράγονται χωρίς κόπο και θα διανέμονται απολύτως ελεύθερα στα μέλη της. Η ΠΔ μιλά για αυτοκυβέρνηση με την έννοια της ισοκατανομής της πολιτικής δύναμης μεταξύ των πολιτών, της ελεύθερης θέσμισης νόμων από τις δημοτικές συνελεύσεις και της ανάκλησης τους σε περίπτωση που η συνέλευση κρίνει πως ένας νόμος ξεπέρασε τη χρησιμότητα του και δεν εξυπηρετεί πλέον τις ανάγκες της κοινότητας, πάντα μέσα από την ορθολογική πρακτική της διαβούλευσης και της πειθούς. Ουσιαστικά, πρόκειται για το πρότυπο μιας σύγχρονης αναρχικής πολιτείας, της αναρχίας εφαρμοσμένης σε μαζική κοινωνική κλίμακα. Το στοιχείου του καταναγκασμού δεν υπάρχει πουθενά αφού μέσα σε αυτό το θεωρητικό μοντέλο υπάρχει πρόβλεψη ακόμη και για την αυτοκατάργηση της συνέλευσης (!). Η αρχή της εθελοντικής συνομοσπονδίας των δήμων εγγυάται πως κανένας δήμος δεν θα υποχρεωθεί να μείνει εντός της συνομοσπονδίας ενάντια στη δημοκρατικά εκφρασμένη θέληση του, ενώ η αναγόρευση της συνέλευσης σε υπέρτατη δημοκρατική αρχή, συνεπάγεται το αναφαίρετο δικαίωμα της κάθε τοπικής συνέλευσης να τροποποιήσει το αρχικό μοντέλο ανάλογα με τα ζητήματα, τα προβλήματα και τις ανάγκες των πολιτών που ανακύπτουν στην πράξη, με την προϋπόθεση οι τροποποιήσεις αυτές να μην αντιβαίνουν τις αρχές που βρίσκονται στον φιλοσοφικό πυρήνα της περιεκτικής δημοκρατίας (ισοκατανομή πολιτικής-οικονομικής δύναμης, αυτονομία, άμεση δημοκρατία).

Δεν μπορώ να δεχτώ τον τυπικό αφορισμό των μεταμοντέρνων αναρχικών πώς από τη στιγμή που συζητάμε για μαζικοποίηση, για δημιουργία κινήματος και για ένα μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης συμβατό με τις αρχές του αναρχισμού, διατρέχουμε τον κίνδυνο να «ιδεολογικοποιήσουμε» τους κοινωνικούς αγώνες. Οι κατά τόπους αναρχικές ομάδες συγκροτούνται, δραστηριοποιούνται και παρεμβαίνουν εμπνεόμενες από το αξιακό τους σύστημα, που σε τελική ανάλυση δεν είναι άλλο από την ιδεολογική πλατφόρμα του αναρχισμού. Μια απολύτως αποϊδεολογικοποιημένη παρέμβαση ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας και δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν πολιτικό σκοπό, ούτε θα διέθετε κάποιο ορθολογικό κριτήριο επιλογής αναφορικά με το ποιες πρωτοβουλίες αξίζουν να τύχουν συμπαράστασης από τον αναρχικό χώρο (π.χ. πάρκο Λέλας Καραγιάννη). Η πλήρης αποπολιτικοποίηση συνιστά ιδεολογικό υπόβαθρο του εθελοντισμού, όχι του πολιτικού ακτιβισμού. Αντίθετα, η ενεργή παρέμβαση και η διατύπωση προτάσεων με σκοπό το βάθεμα και την παγίωση των υλικών και ηθικών προϋποθέσεων της κοινωνικής χειραφέτησης είναι κατά την άποψη μου η ουσιαστική διάσταση ενός έντιμου πολιτικού ακτιβισμού και συνιστά επιστροφή στις αρχές του κλασικού αναρχισμού. Αυτήν την ταυτότητα νομίζω πως έχει απολέσει ο μεταμοντέρνος αναρχικός χώρος. Φυσικά η παρέμβαση μπορεί να μεταχειρίζεται μόνο το «όπλο» του διαλόγου και της πειθούς και ή θα υιοθετηθεί ελεύθερα από την πλειοψηφία, η οποία ύστερα θα κληθεί να τη διαχειριστεί ορθολογικά και υπεύθυνα, ή καλύτερα να μην υιοθετηθεί καθόλου γιατί θα καταλήξει σε ένα ακόμη εξουσιαστικό εγχείρημα. Αυτός κατά τη γνώμη μου είναι και ο λόγος που οι απόπειρες που έχουν γίνει για την ανάπτυξη μιας «ελευθεριακής παιδείας» μέσα στο ελληνικό φοιτητικό κίνημα δεν απέδωσαν καρπούς. Γιατί χωρίς παράλληλο πρόγραμμα για μια αναρχική «πολιτεία» στερείται νοήματος και εμφανίζεται ως πολυτέλεια όταν δεν αποτελεί τμήμα ενός πολιτικού κινήματος που θα επιχειρήσει να ανατρέψει το παρόν θεσμικό πλαίσιο, αντί να συμβιώνει και να υπάρχει μέσα σε αυτό.

Το βασικό ζητούμενο λοιπόν είναι πώς θα ξεπεράσουν οι αναρχικές ιδέες την γκετοποίηση τους και πως θα δημιουργήσουν μια σταθερή σχέση με την κοινωνία, γιατί από τη φύση τους οι αναρχικές ιδέες είναι πλειοψηφικές. Προϋποθέτουν δηλαδή την εμπλοκή και αυτόνομη συμμετοχή της πλειοψηφίας των πολιτών στις μελλοντικές δομές της αναρχικής κοινωνίας, όποιες κι αν είναι αυτές. Εξ’ ου και η συγκρότηση ενός κινήματος. Γιατί πιστεύω πως μόνο ένα κίνημα, αποκεντρωμένο και συνομοσπονδιοποιημένο όπως αυτό που προτείνει η ΠΔ μπορεί να κινητοποιήσει, να συντονίσει και να συναρμόσει την πολιτική δράση αυτόνομων συνελεύσεων.

Όσο για τις «νέες σχέσεις» που δημιουργήθηκαν τον Δεκέμβρη, αυτήν την ανατομία των σχέσεων προσπάθησα να κάνω στο προηγούμενο άρθρο μου και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πουθενά δεν διαφαίνεται η ποιοτική αναβάθμιση στις επαφές του χώρου με την υπόλοιπη κοινωνία και η ανάπτυξη μιας μόνιμης σχέσης μεταξύ των δύο στην μετά-Δεκέμβρη εποχή. Κατά την άποψη μου , ο λόγος είναι πως χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό πρόταγμα, οι όποιες σχέσεις μπορεί να αναπτύχθηκαν στο κοινωνικό πεδίο δεν βρίσκουν διέξοδο σε παραγωγική και ταυτόχρονα ανατρεπτική / καταστροφική πολιτική πράξη. Ας μην ξεχνάμε πως η καθολική απόρριψη των προταγμάτων και η άνευ όρων πίστη στις αρετές του αυθορμητισμού προϋποθέτει έμμεσα μια σχεδόν μεταφυσική πεποίθηση ότι η κοινωνία χαρακτηρίζεται από μια ιστορική / αντικειμενική προδιάθεση να τείνει προς την αυτοοργάνωση και την απελευθέρωση με αναρχικούς όρους. Δηλαδή, προϋποθέτει την πίστη πως αν αφήσουμε την κοινωνία να εξελιχθεί ελεύθερα αυτή θα τείνει εξαιτίας μιας ιστορικής, οικονομικής ή ακόμη και κοινωνικής αναγκαιότητας προς την μορφή οργάνωσης που εμείς έχουμε στο μυαλό μας, χωρίς να χρειαστεί να παρέμβουμε ή να εργαστούμε πολιτικά προς αυτή την κατεύθυνση. Μια αντίληψη που βέβαια βρίσκεται στο όριο της μεταφυσικής!

Αν αυτό που έχουμε στο μυαλό μας δεν είναι παρά η δημιουργία μαζικών, αυτόνομων και συλλογικών θεσμών, χωρίς να διεκδικούμε για λογαριασμό μας την παραχώρηση ειδικών προνομίων ή την κατοχύρωση επίσημης εξουσίας πάνω στο κίνημα, τότε γιατί να φοβόμαστε να μιλήσουμε; Στο κάτω, κάτω το μόνο που διεκδικούμε σε αυτή την περίπτωση είναι το θάρρος της γνώμης μας.