Η αισιοδοξία είναι βασικό στοιχείο της ψυχοσύνθεσης του επαναστάτη. Τον βοηθά να μην χάνει την πίστη του στην έμφυτη καλοσύνη των ανθρώπων, να εμπιστεύεται τη δύναμη της λογικής τους, να μην απογοητεύεται από τις ήττες και τα πισωγυρίσματα. Όμως, όσο απαραίτητη είναι η αισιοδοξία για την διατήρηση της πίστης στην προοπτική μιας ριζοσπαστικής αλλαγής της κοινωνίας, άλλο τόσο αντεπαναστατική είναι η υπέρ-αισιοδοξία που δεν επιτρέπει στους ακτιβιστές να αντιληφθούν τα λάθη τους, να αξιολογήσουν σωστά την κοινωνική συγκυρία και να ανασκευάσουν την στρατηγική και τις τακτικές τους.
Ο Δεκέμβρης του 2008 έδωσε το έναυσμα για τη διεύρυνση των συγκρουσιακών πεδίων στην ελληνική κοινωνία, σηματοδότησε την εμπλοκή νέων κοινωνικών ομάδων σε μια διαδικασία μετωπικής αντιπαράθεσης με το σύστημα και βούτηξε στην ανυποληψία τους πολιτικούς θεσμούς του κατεστημένου. Για ένα μικρό διάστημα, η υφέρπουσα κοινωνική εξέγερση υπερπήδησε τα παγιωμένα πολεοδομικά όρια μέσα στα οποία φρόντισαν να την εγκλωβίσουν οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, ξεχείλισε από το ηρωικό προπύργιο των Εξαρχείων και κατέλαβε το κέντρο της Αθήνας, τις συνοικίες και τα αστικά κέντρα της επαρχίας. Το στοίχημα για τα αντιεξουσιαστικά στοιχεία ήταν η μονιμοποίηση αυτής της εξάπλωσης των ορίων της κοινωνικής εξέγερσης, η συστράτευση των εξεγερμένων στρωμάτων σε ένα ενιαίο κίνημα ανατροπής και η αποφυγή της επαναφοράς του κινήματος στην πρότερη κατάσταση πολιτικής και κοινωνικής απομόνωσης του που ίσχυε πριν από το αυθόρμητο ξέσπασμα του Δεκέμβρη.
Βλέποντας τον τίτλο του Indymedia, «Τίποτα δεν τελείωσε… Όλα συνεχίζονται!» και το αυτάρεσκο άρθρο που δημοσιεύτηκε σε αυτές τις σελίδες αναφορικά με την πορεία για την Κωνστ. Κούνεβα («Σχετικά με την πορεία για την Κ. Κούνεβα», http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=976786) δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ μήπως ολόκληρο το αναρχικό κίνημα πάσχει από εκείνες τις αυταπάτες επαναστατικής υπεραισιοδοξίας που το εμποδίζουν να δει καθαρά την κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφώνεται γύρω από αυτό. Ενώ το Indymedia βαυκαλίζεται ότι τίποτα δεν τελείωσε και οι ανώνυμοι εκφραστές του αναρχικού δόγματος πανηγυρίζουν για το σπάσιμο πέντε μαγαζιών στο Γκάζι,[i] η ελληνική κοινωνία βαθμιαία επανακάμπτει σε καθιερωμένες νοοτροπίες αγέλης, υιοθετεί την «επίσημη» ερμηνεία της εξέγερσης του Δεκεμβρίου που υποστηρίζεται από τα καθεστωτικά ΜΜΕ και θέτει τον εαυτό της υπό την προστασία της «αντιπολίτευσης», προστρέχοντας στα τσακάλια (του ΠΑΣΟΚ) για να τη σώσουν από τους λύκους (της ΝΔ).
Δεν θέλω να απαξιώσω τη συνεισφορά των εκατοντάδων συντρόφων που επί μέρες πολέμησαν τους μπάτσους, συμμετείχαν στις καταλήψεις κι έλαβαν μέρος στις συνελεύσεις, ούτε να αμφισβητήσω τις προθέσεις τους. Είμαι όμως αντίθετος με μια «επαναστατική» νοοτροπία που, σαν άλλος δον Κιχώτης, κατασκευάζει κατά φαντασίαν «εχθρούς» στα μέτρα της, για να θριαμβολογήσει ύστερα για τις νίκες που πετυχαίνει. Μήπως αυτό δεν συνέβη στην πορεία για την Κούνεβα όταν γράφοντας από αυτό το βήμα, κάποιος ανώνυμος αναρχικός περιέγραψε, με μπόλικες δόσεις λογοτεχνικού λυρισμού, το μετρό ως «κλειστή απαστράπτουσα μηχανή μεταφοράς της εργατικής δύναμης (sic)», για να συγχαρεί έπειτα τους συντρόφους που πέτυχαν άλλη μια «νίκη» για το κίνημα κόντρα σε αυτή την «απαστράπτουσα μηχανή» βανδαλίζοντας τον σταθμό στο Γκάζι; Δεν εξετάζω εδώ αν ο βανδαλισμός ήταν σωστή ή λάθος κίνηση, αλλά προβληματίζομαι από το γεγονός ότι παρουσιάστηκε από τον ανώνυμο συγγραφέα (με πολλούς από κάτω να προσυπογράφουν) ως μεγάλη επιτυχία του κινήματος. Δεν μοιάζει αυτή η τακτική με το χτίσιμο ενός χάρτινου πύργου που μόνοι μας τον φτιάξαμε, μόνο και μόνο για να τον γκρεμίσουμε μετά πιο εύκολα;
Για να αποφύγουμε μελλοντικά τέτοιες εξάρσεις ψευτοεπαναστατικού ζήλου, θα προσπαθήσω εδώ να ορίσω με νηφαλιότητα κι όσο πιο αποστασιοποιημένα μπορώ τα θεμελιώδη κριτήρια σύμφωνα με τα οποία μπορούμε, κατά τη γνώμη μου, να «μετρήσουμε» την πρόοδο ενός κοινωνικού κινήματος. Τα κριτήρια αυτά βασίζονται τόσο στην μελέτη της ιστορίας των επαναστατικών κινημάτων, όσο και στη συμβατότητα τους με τον τελικό επιθυμητό στόχο, που για κάθε γνήσιο αναρχικό οφείλει να είναι η δημιουργία μιας αμεσοδημοκρατικής κοινωνίας χωρίς εξουσιαστικές δομές, κράτος, αγορά και χρήμα.
Μετατροπή του αναρχικού κινήματος σε πλειοψηφικό ρεύμα και εισροή νέων ακτιβιστών στις τάξεις του.
Ο Δεκέμβρης του 2008 έδωσε το έναυσμα για τη διεύρυνση των συγκρουσιακών πεδίων στην ελληνική κοινωνία, σηματοδότησε την εμπλοκή νέων κοινωνικών ομάδων σε μια διαδικασία μετωπικής αντιπαράθεσης με το σύστημα και βούτηξε στην ανυποληψία τους πολιτικούς θεσμούς του κατεστημένου. Για ένα μικρό διάστημα, η υφέρπουσα κοινωνική εξέγερση υπερπήδησε τα παγιωμένα πολεοδομικά όρια μέσα στα οποία φρόντισαν να την εγκλωβίσουν οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, ξεχείλισε από το ηρωικό προπύργιο των Εξαρχείων και κατέλαβε το κέντρο της Αθήνας, τις συνοικίες και τα αστικά κέντρα της επαρχίας. Το στοίχημα για τα αντιεξουσιαστικά στοιχεία ήταν η μονιμοποίηση αυτής της εξάπλωσης των ορίων της κοινωνικής εξέγερσης, η συστράτευση των εξεγερμένων στρωμάτων σε ένα ενιαίο κίνημα ανατροπής και η αποφυγή της επαναφοράς του κινήματος στην πρότερη κατάσταση πολιτικής και κοινωνικής απομόνωσης του που ίσχυε πριν από το αυθόρμητο ξέσπασμα του Δεκέμβρη.
Βλέποντας τον τίτλο του Indymedia, «Τίποτα δεν τελείωσε… Όλα συνεχίζονται!» και το αυτάρεσκο άρθρο που δημοσιεύτηκε σε αυτές τις σελίδες αναφορικά με την πορεία για την Κωνστ. Κούνεβα («Σχετικά με την πορεία για την Κ. Κούνεβα», http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=976786) δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ μήπως ολόκληρο το αναρχικό κίνημα πάσχει από εκείνες τις αυταπάτες επαναστατικής υπεραισιοδοξίας που το εμποδίζουν να δει καθαρά την κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφώνεται γύρω από αυτό. Ενώ το Indymedia βαυκαλίζεται ότι τίποτα δεν τελείωσε και οι ανώνυμοι εκφραστές του αναρχικού δόγματος πανηγυρίζουν για το σπάσιμο πέντε μαγαζιών στο Γκάζι,[i] η ελληνική κοινωνία βαθμιαία επανακάμπτει σε καθιερωμένες νοοτροπίες αγέλης, υιοθετεί την «επίσημη» ερμηνεία της εξέγερσης του Δεκεμβρίου που υποστηρίζεται από τα καθεστωτικά ΜΜΕ και θέτει τον εαυτό της υπό την προστασία της «αντιπολίτευσης», προστρέχοντας στα τσακάλια (του ΠΑΣΟΚ) για να τη σώσουν από τους λύκους (της ΝΔ).
Δεν θέλω να απαξιώσω τη συνεισφορά των εκατοντάδων συντρόφων που επί μέρες πολέμησαν τους μπάτσους, συμμετείχαν στις καταλήψεις κι έλαβαν μέρος στις συνελεύσεις, ούτε να αμφισβητήσω τις προθέσεις τους. Είμαι όμως αντίθετος με μια «επαναστατική» νοοτροπία που, σαν άλλος δον Κιχώτης, κατασκευάζει κατά φαντασίαν «εχθρούς» στα μέτρα της, για να θριαμβολογήσει ύστερα για τις νίκες που πετυχαίνει. Μήπως αυτό δεν συνέβη στην πορεία για την Κούνεβα όταν γράφοντας από αυτό το βήμα, κάποιος ανώνυμος αναρχικός περιέγραψε, με μπόλικες δόσεις λογοτεχνικού λυρισμού, το μετρό ως «κλειστή απαστράπτουσα μηχανή μεταφοράς της εργατικής δύναμης (sic)», για να συγχαρεί έπειτα τους συντρόφους που πέτυχαν άλλη μια «νίκη» για το κίνημα κόντρα σε αυτή την «απαστράπτουσα μηχανή» βανδαλίζοντας τον σταθμό στο Γκάζι; Δεν εξετάζω εδώ αν ο βανδαλισμός ήταν σωστή ή λάθος κίνηση, αλλά προβληματίζομαι από το γεγονός ότι παρουσιάστηκε από τον ανώνυμο συγγραφέα (με πολλούς από κάτω να προσυπογράφουν) ως μεγάλη επιτυχία του κινήματος. Δεν μοιάζει αυτή η τακτική με το χτίσιμο ενός χάρτινου πύργου που μόνοι μας τον φτιάξαμε, μόνο και μόνο για να τον γκρεμίσουμε μετά πιο εύκολα;
Για να αποφύγουμε μελλοντικά τέτοιες εξάρσεις ψευτοεπαναστατικού ζήλου, θα προσπαθήσω εδώ να ορίσω με νηφαλιότητα κι όσο πιο αποστασιοποιημένα μπορώ τα θεμελιώδη κριτήρια σύμφωνα με τα οποία μπορούμε, κατά τη γνώμη μου, να «μετρήσουμε» την πρόοδο ενός κοινωνικού κινήματος. Τα κριτήρια αυτά βασίζονται τόσο στην μελέτη της ιστορίας των επαναστατικών κινημάτων, όσο και στη συμβατότητα τους με τον τελικό επιθυμητό στόχο, που για κάθε γνήσιο αναρχικό οφείλει να είναι η δημιουργία μιας αμεσοδημοκρατικής κοινωνίας χωρίς εξουσιαστικές δομές, κράτος, αγορά και χρήμα.
Μετατροπή του αναρχικού κινήματος σε πλειοψηφικό ρεύμα και εισροή νέων ακτιβιστών στις τάξεις του.
Πέρα από την αυθόρμητη συμμαχία με τους κατοίκους των Εξαρχείων ενάντια στα ΜΑΤ τις πρώτες ημέρες της εξέγερσης, κανένα κομμάτι της κοινωνίας δεν προσχώρησε στο αναρχικό ρεύμα. Η κατάληψη της ΓΣΕΕ έληξε άδοξα, αφού από τους πεντακόσιους εργάτες που συγκεντρώθηκαν στην πρώτη συνέλευση της Ελεύθερης Εργατικής Ζώνης, οι περισσότεροι ήταν από πριν μέλη της Ε.Σ.Ε. Επιπλέον, κανένα εργατικό συνδικάτο δεν αποκήρυξε επίσημα τον ρεφορμισμό για να ασπαστεί τις επαναστατικές ιδέες, δεν σημειώθηκε μαζική μετατόπιση μελών ή επαγγελματικών ομάδων από τον επίσημο συνδικαλισμό προς αυτόνομες μορφές οργάνωσης, ούτε μπόρεσε η Ε.Ε.Ζ. να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προκειμένου να πεισθούν οι γραφειοκρατικές εργατικές συνομοσπονδίες να οργανώσουν την Γενική Απεργία.
Ο αναρχισμός μπορεί να απέκτησε μερικούς καινούριους οπαδούς μέσα στον χώρο του φοιτητικού κινήματος, όμως οι πανεπιστημιακές συνελεύσεις εξανεμίστηκαν χωρίς να συμβάλλουν ουσιαστικά στην εδραίωση ενός αντι-εξουσιαστικού, αντιπολιτευτικού ρεύματος μέσα στα πανεπιστήμια, ή έστω στην ανάπτυξη παράλληλων θεσμών εναλλακτικής δημοκρατικής παιδείας.
Αναφορικά με τους μαθητές, οι επιθέσεις τους ενάντια στα αστυνομικά τμήματα επουδενί δεν μπορούν να ερμηνευτούν σαν το αποτέλεσμα της διείσδυσης των αναρχικών ιδεών στο μαθητικό κίνημα, ούτε μπορούν να αποδοθούν στην πολιτική προπαγάνδα του αναρχικού χώρου, εκτός εάν κάποιος νομίζει πως η πολιτική θεωρία του αναρχισμού εξαντλείται και δεν έχει να προτείνει τίποτα άλλο πέρα από επιθέσεις στους μπάτσους. Στην πραγματικότητα, οι επιθέσεις ήταν μια ενστικτώδικη αντίδραση των μαθητών ενάντια στη συστημική βία που υφίστανται καθημερινά. Όσοι δραστηριοποιούνται στον αναρχικό πολιτικό χώρο είναι «υπόλογοι» διότι δεν μπόρεσαν να μετατρέψουν την φυσική αποστροφή που νιώθουν οι μαθητές για τα σύμβολα της εξουσίας, σε θετική προδιάθεση σχετικά με την προοπτική συγκρότησης μιας κοινωνίας χωρίς εξουσιαστικές σχέσεις και θεσμούς. Η προσωρινή παρακώλυση της λειτουργίας του εκπαιδευτικού μηχανισμού, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εξοικείωση των νέων με τις βασικές αρχές της πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας καθώς και για την εφαρμογή αυτών των αρχών στην πράξη μέσα από τις μαθητικές συνελεύσεις. Έτσι οι μαθητές θα είχαν τη δυνατότητα να αναπτύξουν πολιτική συνείδηση και να υποβληθούν σε μια εναλλακτική διαδικασία κοινωνικοποίησης, καλλιεργώντας δεξιότητες και τρόπους σκέψης που θα τους καθιστούσαν άτομα με αυτόνομη σκέψη, ικανά να συγκροτήσουν και να μετέχουν στα δικά τους αμεσοδημοκρατικά συλλογικά όργανα. Ακόμη περισσότερο, θα είχαμε μια ολόκληρη γενιά η οποία έχοντας βιώσει την πολιτική συμμετοχή και την άμεση δημοκρατία στην πράξη, θα παρέμενε καχύποπτη απέναντι στους διεφθαρμένους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και δεκτική σε προτάσεις για εναλλακτικούς τρόπους κοινωνικής οργάνωσης. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη και οι μαθητές αφέθηκαν έρμαια στις ορέξεις του συστήματος.
Όσο για τον ρόλο των μεταναστών, η μοναδική πρωτοβουλία που προήλθε από τον συγκεκριμένο χώρο αφορούσε την αυθόρμητη σύσταση ομάδων για μια πιο μεθοδική οργάνωση του πλιάτσικου στα μαγαζιά.
Μόλις υποχώρησε η οργή και το μαχητικό πνεύμα των πρώτων ημερών, οι κινητοποιήσεις καταλάγιασαν. Οι συμβολικές ενέργειες που έγιναν, όπως η προσωρινή κατάληψη στην ΕΡΤ, αποτελούν απόδειξη της φαντασίας και αστείρευτης δημιουργικότητας του κινήματος. Παρ’ όλα αυτά, επειδή οι ενέργειες ήταν μεμονωμένες και δεν εντάσσονταν σε κάποιο αντισυστημικό ιδεολογικό πλαίσιο με ξεκάθαρους στόχους και προσανατολισμό, το σύστημα μπόρεσε να τις απορροφήσει χωρίς ιδιαίτερες παρενέργειες και να τις παρουσιάσει ως τμήμα μιας αφηρημένης νεολαιίστικης διαμαρτυρίας με αίτημα «ένα καλύτερο μέλλον», φυσικά μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς. Επόμενο βήμα στην επιχείρηση ανασκευής της ιστορίας της εξέγερσης του Δεκέμβρη που ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας τα καθεστωτικά ΜΜΕ, ήταν η πολυδιάσπαση της εξέγερσης σε μονοθεματικά κινήματα «διαμαρτυρίας» με μεταρρυθμιστικά αιτήματα, τα οποία εύκολα κουμαντάρονται από τους εξουσιαστές (φοιτητές υπέρ της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, μαθητές για βελτίωση των συνθηκών στα σχολεία, κλπ.). Αυτό φυσικά είναι συνέπεια της παντελούς έλλειψης πολιτικού οράματος που χαρακτήρισε την εξέγερση, μια έλλειψη που ο σύγχρονος «άμορφος» αναρχισμός των αποσπασματικών αυτόνομων στεκιών και καταλήψεων δεν είναι σε θέση να αναπληρώσει, αφού, σε ευθεία αντίθεση με τον κλασικό αναρχισμό, απορρίπτει εκ των προτέρων οποιαδήποτε συζήτηση αναφορικά με την μορφή, τους τρόπους οργάνωσης και την στρατηγική μετάβασης σε μια μελλοντική επαναστατική κοινωνία. Τα εκφραστικά μέσα που είχαν στη διάθεση τους οι εξεγερμένοι επαρκούσαν για να δηλώσουν απόρριψη, αλλά δεν ήταν αρκετά προκειμένου να εκφέρουν επαναστατικό πολιτικό λόγο. Μπόρεσαν να απαριθμήσουν αυτά στα οποία είναι αντίθετοι, αλλά δεν μπόρεσαν να διατυπώσουν συστηματικό λόγο σχετικά με τα όσα επιθυμούν. Έτσι, η ριζοσπαστική απόρριψη που εξέφραζε η εξέγερση του Δεκέμβρη εξημερώθηκε και ο επαναστατικός ενθουσιασμός της διοχετεύτηκε σε τυποποιημένες φόρμες κοινωνικής διαμαρτυρίας με περιορισμένης εμβέλειας αιτήματα για «καλύτερη παιδεία», «μείωση της ανεργίας», «καταπολέμηση της εργασιακής ανασφάλειας», κλπ.
Έγιναν οι αναρχικές ιδέες ηγεμονικές, ενάντια στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα;
Ασφαλώς όχι. Η πλειοψηφία των πολιτών σήμερα δεν είναι πιο κοντά στις αναρχικές ιδέες απ’ ότι ήταν πριν από τις 6 του Δεκέμβρη. Πριν τη δολοφονία του Αλέξη κάποιες ενέργειες λαϊκής αντι-βίας (σπάσιμο τραπεζών, απαλλοτρίωση και ελεύθερη διανομή αγαθών από τα σουπερ-μάρκετ) που έγιναν από αντιεξουσιαστές, απέσπασαν την επιδοκιμασία μεγάλης μερίδας της κοινωνίας. Μάλιστα, υπήρξαν περιπτώσεις κατά τη διάρκεια μαζικών διαδηλώσεων που το «ειρηνικό» κομμάτι των διαδηλωτών ενθάρρυνε τους αναρχικούς να κλιμακώσουν της δράση τους. Όμως το ζητούμενο δεν είναι η διεξαγωγή σποραδικών ενεργειών για λογαριασμό της κοινωνίας, αλλά η βιωματική εμπλοκή και συμμετοχή της κοινωνίας σε έναν καθημερινό αναρχισμό. Διαφορετικά οι αναρχικές ομάδες μετατρέπονται στην πράξη σε μια ακόμη πρωτοπορία που αρκείται να δρα ξέχωρα από το ευρύτερο σώμα της κοινωνίας και είναι ανήμπορη να κοινωνικοποιήσει τις αντιλήψεις της. Κατά τη γνώμη μου, αυτό συμβαίνει γιατί το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα παραμένει συνειδητά διασπασμένο κι ανοργάνωτο, διότι δεν διαθέτει κάποιο βιώσιμο προκαταρκτικό σχέδιο αναφορικά με την μορφή που θα πάρει η ελεύθερη κοινωνία που θέλει να οικοδομήσει κι έτσι δεν είναι σε θέση να προσφέρει στον κόσμο την ευκαιρία να διοχετεύσει την δυσπιστία που νιώθει απέναντι στο σύστημα, σε κανάλια δημιουργικής πολιτικής και κοινωνικής πράξης. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τη συγκρότηση συλλογικών δημοκρατικών θεσμών σε μαζική κοινωνική κλίμακα (π.χ. συνομοσπονδία τοπικών επαναστατικών συνελεύσεων), ένα σχέδιο δράσης όμως που βρίσκει αντίθετη την πλειοψηφία από τις αναρχικές συλλογικότητες που υπάρχουν στη χώρα. Η πρόταση για έστω μια υποτυπώδη σκιαγράφηση μιας μελλοντικής αμεσοδημοκρατικής κοινωνίας χωρίς Κράτος και χρήμα απορρίπτεται ως «αριστερίστικη» κι εν δυνάμει εξουσιαστική από τους αναρχικούς οι οποίοι εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους στον αυθορμητισμό και σε μια ρομαντική αντίληψη για το πώς επέρχεται ο κοινωνικός μετασχηματισμός. Με αυτόν τον τρόπο αποποιούνται το βασικό επαναστατικό καθήκον τους. Αυτό δεν συνίσταται στο να υπαγορεύσουν στην κοινωνία ποιο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης είναι το «σωστό» ή το επιθυμητό, αλλά στο να δημιουργήσουν τις θεσμικές προϋποθέσεις που χρειάζονται προκειμένου ο κόσμος να επεξεργαστεί και να διαμορφώσει ελεύθερα, συλλογικά και μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες την μορφή κοινωνικής οργάνωσης που του ταιριάζει. Άλλωστε, η συγκατάθεση της κοινωνίας για οποιαδήποτε αποσπασματική δράση πραγματοποιούν οι αναρχικοί είναι κάτι αφηρημένο, όταν δεν υφίστανται οι μηχανισμοί μέσα από τους οποίους μπορεί να διαμορφώσει και να εκφράσει ρητά την βούληση της η κοινωνική πλειοψηφία. Η απουσία πολιτικού λόγου από μέρους των αναρχικών που έλαβαν μέρος στις πορείες, τις συγκρούσεις και τις καταλήψεις και η συνειδητή άρνηση διατύπωσης ενός εναλλακτικού κοινωνικού οράματος πέρα από γενικολογίες, ευχολόγια και μια εμμονή σε μια αντίληψη «δράσης για τη δράση», είχε σαν αποτέλεσμα την σταδιακή από-νοηματοδότηση της πολιτικής αντι-βίας που χρησιμοποίησε το κίνημα και την επανάκαμψη των «νοικοκυραίων» σε έναν τρόπο σκέψης που επικεντρώνεται στη διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης. Χάρη στην προπαγάνδα των ΜΜΕ αλλά και την έλλειψη αναρχικού πολιτικού λόγου, τα συγκρουσιακά φαινόμενα αποχωρίστηκαν από το πολιτικό τους υπόβαθρο και παρουσιάστηκαν στον πολύ κόσμο ως απλά επεισόδια χωρίς πολιτική σημασία ή σκοπό. Ο εξεγερσιακός αναρχισμός φανέρωσε σε αυτή την περίπτωση τα έμφυτα όρια του, προτάσσοντας την αντι-βία ως αυτοσκοπό. Προσωπικά γνωρίζω ανθρώπους που ήθελαν να κατέβουν στις συνελεύσεις, αλλά κρατήθηκαν μακριά από τις συνεχιζόμενες βίαιες συγκρούσεις και τον φόβο της σύλληψης. Οι υπερ-επαναστάτες ας μην βιαστούν να απαξιώσουν τους ανθρώπους αυτούς ως «βολεμένους» ή «νοικοκυραίους», αφού ο μετασχηματισμός του κυρίαρχου συστήματος αξιών και ιδεών σε μαζική κοινωνική κλίμακα υπέρ της κατάργησης των εξουσιαστικών σχέσεων, οφείλει να περιλαμβάνει το σύνολο της κοινωνίας και των πολιτών (πέρα από την πολιτικο-οικονομική ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα). Η διάχυτη αντι-βία κάποια στιγμή αποδείχτηκε αντιπαραγωγική και εμπόδισε το κίνημα να εξελιχθεί και να μεγαλώσει μέσα από την καθιέρωση μόνιμων θεσμών άμεσης δημοκρατίας που θα βοηθούσαν στην διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου κινητοποίησης μέσω της μαζικής προσέλευσης μιας μεγάλης μερίδας πολιτών στις συνελεύσεις των δικών τους συλλογικών οργάνων. Αντί να κατηγορούμε το 90% της κοινωνίας ότι είναι πρόβατα και βολεμένοι, θα έπρεπε να κάνουμε ανοίγματα σε αυτούς γιατί η αναρχία σαν μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη μόνο ως συντριπτικά πλειοψηφικό ρεύμα ελεύθερα επιλεγμένο από το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας. Εκτός αν φανταζόμαστε την αναρχία ως ένα ακόμη μειοψηφικό επαναστατικό εγχείρημα που αποσκοπεί να συσπειρώσει αποκλειστικά το υποπρολεταριάτο και να το οργανώσει προκειμένου να κηρύξει τον πόλεμο και να επιβάλλει μονομερώς την κυριαρχία του στο υπόλοιπο κοινωνικό σώμα. Αλλά τι είδους αναρχία θα είναι αυτή, αν όχι μια νέα εξουσιαστική αρχή;
Το αναρχικό κίνημα διαμορφώνει την κοινωνική ατζέντα;
Το αναρχικό κίνημα διαμορφώνει την κοινωνική ατζέντα;
Όχι βέβαια. Στην οικολογία, την εργασία, την μετανάστευση, την οικονομία, την πολιτική οι ελίτ εξακολουθούν να εφαρμόζουν την βάρβαρη, καταστροφική πολιτική τους. Το αναρχικό κίνημα εξακολουθεί να δίνει ηρωικές μάχες οπισθοφυλακής (προφυλακισθέντες, Γάζα, Κούνεβα, πάρκο Λέλας Κραγιάννη) και απλώς περιμένει την επόμενη θηριωδία του συστήματος για να αντιδράσει. Αυτή η τακτική δεν ταιριάζει σε ένα κίνημα ανατροπής και ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, αλλά συνιστά απελπισμένη στάση αντίστασης, μιας αντίστασης που δεν είναι εφικτή μέσα στο παρών θεσμικό πλαίσιο. Θα πρέπει να καταλάβουμε πως ένα κίνημα οφείλει να παράγει δική του αυτόνομη πολιτική και να οριοθετεί τους δικούς του στόχους, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και επιθετικές δράσεις που θα υποχρεώνουν τις ελίτ να καταφεύγουν σε αμυντικές τακτικές, όχι να επαφίεται στον κανιβαλισμό του συστήματος για να πάρει πρωτοβουλίες. Δύο μήνες μετά τον Δεκέμβρη, αντί να βρισκόμαστε στην επίθεση έχοντας ιδρύσει ένα ισχυρό δίκτυο από μόνιμους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς (συνελεύσεις πολιτών, κλπ.), εξαπλώνοντας την εμβέλεια τους, αποσπώντας όλο και περισσότερο κόσμο από την αποχαύνωση της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και εξοικειώνοντας τους με την καθημερινή πρακτική της αυτοκυβέρνησης, είμαστε πάλι σε άμυνα μαχόμενοι για την απελευθέρωση των συντρόφων μας που σαπίζουν στις κρατικές φυλακές.
Βρίσκεται το αναρχικό κίνημα σε ένα υψηλότερο επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη;
Δυστυχώς κι εδώ η απάντηση είναι όχι. Το αναρχικό κίνημα δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τις παραδοσιακές ιδεολογικές προκαταλήψεις του και απέτυχε να υπερβεί την αρχή της ομοφωνίας ως μέθοδο λήψης αποφάσεων, η οποία είναι εντελώς ακατάλληλη και ανεφάρμοστη για μια αναρχία εφαρμοσμένη σε μαζική κοινωνική κλίμακα. Η προσκόλληση στην ομοφωνία ισοδυναμεί με την δικτατορία του ενός και προκαθορίζει τα πολιτικά όρια της αναρχίας ως οργανωτικής μεθόδου κατάλληλης για την εσωτερική λειτουργία ολιγομελών ομάδων και όχι ως βάσης για ένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Άρα, εκ των πραγμάτων, λόγω των έμφυτων λειτουργικών περιορισμών που ενέχει η τήρηση της αρχής της ομοφωνίας, ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας δεν μπορεί να είναι μέσα στους στόχους του αναρχικού κινήματος με την μορφή που αυτό έχει σήμερα. Και φυσικά η έλλειψη ενός σχεδίου σύνδεσης των σκόρπιων αυτόνομων ομάδων σε μια συνομοσπονδιακή δομή δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια αρμονική συνύπαρξη των μελλοντικών ελεύθερων κοινοτήτων, αλλά ενδέχεται να οδηγήσει στην ανάπτυξη ακόμη και ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ τους.
Ως προς το ζήτημα της βελτίωσης της εσωτερικής δομής και του τρόπου λειτουργίας των συνελεύσεων, δεν δημιουργήθηκαν δημοκρατικές θεσμικές διαδικασίες μέσα στις συνελεύσεις που να κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην ισηγορία (το ίσο δικαίωμα του καθενός να εκφράζει ελεύθερα την άποψη του και να υποβάλλει θέματα προς ψήφιση), την ύπαρξη ανακλητών εντολοδόχων (ΟΧΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ) δεσμευμένων με ρητές οδηγίες από την συνέλευση, ανακλητών επιτροπών, κλπ. που θα καθιστούσαν τις συνελεύσεις ελκυστικές και λειτουργικές με δυνατότητα διεύρυνσης για να συμπεριλάβουν το ευρύ κοινό. Ας μην ξεχνάμε πως όταν εφαρμόζονται αποκλειστικά σε «πρωτοβουλιακή» βάση, οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες μπορούν να αποξενώσουν και να «τρομάξουν» τον κόσμο, αντί να αποτελέσουν πόλο έλξης για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.
Όλα αυτά δείχνουν κατά την γνώμη μου πως το αναρχικό κίνημα δεν έμαθε από την εμπειρία του Δεκεμβρίου και αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μια ψυχολογική κατάσταση άρνησης. Διάφοροι ανώνυμοι αναρχικοί εξακολουθούν να μιλούν και να γράφουν για μια «εξέγερση» που έχει σβήσει προ πολλού και να την παρουσιάζουν σαν χειροπιαστή πολιτική πραγματικότητα, σαν υπαρκτό κίνημα με σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά, όργανα διαμόρφωσης πολιτικής και επιδιώξεις. Όμως, οι κεντρικές συνελεύσεις μας διαλύθηκαν, οι τοπικές συνελεύσεις φυτοζωούν και τα αυτόνομα στέκια παραμένουν διασκορπισμένα και ανίκανα να σχηματίσουν ένα ενιαίο κίνημα.
Ο Δεκέμβρης πέρασε και αυτό που χρειάζεται τώρα είναι περισυλλογή κι αυτοκριτική ώστε όταν έρθει ο επόμενος «Δεκέμβρης» το κίνημα να είναι ποιο έτοιμο να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις των καιρών.
[i] Γράφει ο ανώνυμος συγγραφέας που σχολίασε την πορεία για την Κούνεβα από «αναρχική» σκοπιά: «Όταν η πορεία έφτασε έγινε γρήγορα σαφές ότι η διάδραση μεταξύ του κόσμου της εξέγερσης και των ναών του θεάματος που θησαυρίζουν χάρη στην εκμετάλλευση επισφαλούς εργασίας δε θα είχε ειρηνική έκβαση. Η αυθόρμητη επίθεση στο mamacas’ και σε ότι αυτό συμβολίζει με τη μη μου άπτου, αποστειρωμένη ψευδο-gay, και politically correct, καπιταλιστική αισθητική του, συμπληρώθηκε από την επίθεση στο mad η οποία ήταν χρωστούμενη χρόνια τώρα από τα σαββατόβραδα της αλλοτρίωσης που επιφυλάσσουν τα γαμάτα αντικουλτουριάρικα clubs. Οι επιθέσεις αυτές απλώς υπογράμμισαν ότι οι αληθινές γιορτές γίνονται στον δρόμο και μέχρι σήμερα λέγονται διαδηλώσεις, συγκρούσεις, απαλλοτριώσεις, street-parties». Κάποιος είχε πει ότι το νεφελώδες ιδίωμα των μεταμοντέρνων γεμάτο με μεταφορές, συμβολισμούς και αλληγορίες, σχεδιάστηκε για να κρύψει την απόλυτη έλλειψη πραγματικού πολιτικού λόγου. Κρίνοντας από το παραπάνω κείμενο, μάλλον είχε δίκιο.