Την περίοδο που ο Μπλερ κυβερνούσε την Μεγάλη Βρετανία, κάποιος Άγγλος αξιωματούχος ρωτήθηκε εαν τα συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά αποχής του Βρετανικού κοινού από τις εκλογές αποτελούν κίνδυνο για το δημοκρατικό πολίτευμα ή έναν τρόπο αποδοκιμασίας των πολιτικών δυνάμεων του κατεστημένου. Με περισσή αισιοδοξία απάντησε ότι η απροθυμία των Άγγλων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα συνιστά σημάδι εφησυχασμού του εκλογικού σώματος και εμπιστοσύνης σε αυτούς που το κυβερνούν.
Είναι γεγονός ότι μια τέτοια αποτίμηση του προβλήματος της εκλογικής αποχής από ενα στέλεχος της κυβέρνησης είναι μάλλον αναμενόμενη αφου έγινε σε μια στιγμή που, λόγω της αυτοκτονίας του καθηγητή Ντέιβιντ Κέλι, η κυβέρνηση των Νέων Εργατικών βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χειρότερη πολιτική κρίση της μέχρι τότε θητείας της. Οι επίπλαστοι δεσμοί εμπιστοσύνης μεταξύ του Μπλαιρ και των κατώτερων τάξεων της Βρετανικής κοινωνίας που είχαν οικοδομήσει οι μάγοι του τμήματος δημοσίων σχέσεων (spin doctors) του Βρετανικού πρωθυπουργικού γραφείου, θρυμματίστηκαν από το συμβάν μιας πολιτικής αυτοκτονίας την τραγικότητα της οποίας η μηχανή προπαγάνδας της Βρετανικής κυβέρνησης δεν μπόρεσε να διαγράψει, ή να παραποίησει.
Η αυτοκτονία του Κέλι θύμησε στους Βρετανούς ότι η πολιτική στην ουσιαστική της μορφή, είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός διαγωνισμός δημοτικότητας κι επανέφερε στο προσκήνιο εκείνα τα φορτισμένα πολιτικά νοήματα που τόσο πολύ οι spin doctors των Νέων Εργατικών προσπάθησαν να απεμπολήσουν από την καλογυαλισμένη πρωθυπουργική εικόνα του Μπλαιρ. Ο ‘μάρτυρας’ Κέλι υπενθύμισε στους Βρετανούς πολίτες το αίσθημα εκείνο της δημόσιας ευθύνης που θα έπρεπε να διακατέχει κάθε δημόσιο λειτουργό, το βάρος του οποίου μπορεί να είναι τόσο επώδυνο, ώστε να οδηγήσει κάποιον ακόμα και στην αυτοκτονία. Ένα αίσθημα ευθύνης που, κρίνοντας από τις μεθοδεύσεις που προηγήθηκαν της Αγγλικής συμμετοχής στον πόλεμο του Ιράκ και της κυνικής αντιμετώπισης που έτυχε ο θάνατος του Κέλι από στελέχη της Βρετανικής κυβέρνησης, οι εκλεγμένοι πολιτικοί ηγέτες του Βρετανικού λαού φαίνεται οτι από καιρό έχουν φροντίσει να αποβάλλουν.
Δεν είναι περίεργο λοιπόν που με τις δηλώσεις του, ο Βρετανός αξιωματούχος προσπάθησε όχι μόνο να συγκαλύψει την πραγματική σημασία της αποχής για την εξέλιξη της δημοκρατίας στην Βρετανία, αλλά και να υποθάλψει παρόμοιες συμπεριφορές. Eίναι αναμενόμενο μια χρεοκοπημένη κυβέρνηση σαν αυτή των Νέων Εργατικών να βασίζει το πολιτικό της μέλλον στην απάθεια και την αδιαφορία του εκλογικού σώματος.
Όμως μία ερμηνεία των δηλώσεων αυτών με αποκλειστικό σημείο αναφοράς την Βρετανία μας εμποδίζει από το να δούμε πέρα από τις ιδιαιτερότητες του Βρετανικού πολιτικού συστήματος και να διακρίνουμε τα γενικότερα διδάγματα που θα πρέπει να αντλήσουμε από αυτήν την ενθουσιώδη αποδοχή της αποχής. Άλλωστε, το πρόβλημα της μη-συμμετοχής των πολιτών στα κοινά είναι μια γενικευμένη μορφή δυσλειτουργίας που υποσκάπτει τα θεμέλια των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών και που σταδιακά έχει λάβει την έκταση μιας σοβαρής και οξείας κρίσης νομιμότητας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Μήπως λοιπόν οι δηλώσεις του Βρετανού αξιωματούχου απηχούν τη σταδιακή ανάδειξη νέων αντι-δημοκρατικών τάσεων στους κόλπους των πολιτικών διαχειριστών της παγκοσμιοποίησης; Στο πλαίσιο της πρωτοφανούς σύγκρουσης που προέκυψε μεταξύ της πολιτικής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στο θέμα του Ιράκ και της εκπεφρασμένης βούλησης των λαών για μη-εμπλοκή στην ληστρική επιδρομή κατά του Ιρακινού λαού, μια τέτοια αντιδημοκρατική στροφή αποκτά καινούριο νόημα και σημασία. Και είναι σ’αυτό το πλαίσιο που είμαστε υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουμε μερικές αλήθειες σχετικά με τις συνέπειες της εκλογικής αποχής ως πολιτικού φαινομένου και με αυτόν τον τρόπο να διατυπώσουμε αντίλογο σε ισχυρισμούς που παρουσιάζουν την εκλογική αποχή ως δείγμα μιας ομαλής και επιτυχημένης διακυβέρνησης.
Η αλήθεια είναι πως η ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος προϋποθέτει ενεργούς πολίτες που εμπλέκονται συστηματικά στους θεσμικούς τρόπους άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Ίσως όχι με την έννοια της προσωπικής ανάμειξης της πλειοψηφείας των πολιτών στα κοινά, όπως θα συνέβαινε στο πλαίσιο μιας άμεσης δημοκρατίας, αλλά τουλάχιστον μέσω της καθημερινής ενασχόλησης του πολίτη με τα δημόσια πράγματα που τον καθιστά ενήμερο γύρω από εξελίξεις που τον αφορούν, τον οπλίζει με σωστή κρίση γύρω από τις κυβερνητικές πολιτικές και του επιτρέπει να ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα με υπευθυνότητα και πλήρη επίγνωση των επιλογών που του παρέχονται όταν αυτός προσέρχεται στις κάλπες.
Είναι λοιπόν φανερό ότι σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η επιδοκιμασία του λαού προς τις πολιτικές μιας κυβέρνησης ή προς το πρόγραμμα ενός κόμματος, δεν μπορεί παρά να εκφράζεται μέσα από χειροπιαστά εκλογικά αποτελέσματα και να επιβραβεύεται μέσα από θετικές εκλογικές νίκες. Εξάλλου, η προσπάθεια να διασφαλιστεί η λαϊκή αποδοχή μέσα από την εκλογική διαδικασία, οφείλει να είναι και η κατεύθυνση προς την οποία θα έπρεπε να στρέφεται και η ηθική διάσταση κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας ενός κόμματος που διακατέχεται από γνήσια δημοκρατικά φρονήματα.
Δεν μιλάμε εδώ για πρακτικές λαϊκισμού που σαν σκοπό έχουν να εξαπατούν το εκλογικό σώμα με τη δημιουργία ψευδών εντυπώσεων. Ούτε αναφερόμαστε στην ανάπτυξη μιας ευρείας βάσης εκλογικής υποστήριξης μέσω πελατειακών σχέσεων και διευκολύνσεων. Περισσότερο έχουμε στο μυαλό μας μια έντιμη δημοκρατική στάση που ενθαρρύνει την μαζική συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες (π.χ. εκλογές) και θεωρεί ως πρωταρχικό κριτήριο αξιολόγησης και νομιμοποίησης της πολιτικής της δράσης την ανταπόκριση, ή μη, που αυτή έχει στα λαϊκά στρώματα (σε κάθε περίπτωση η λαϊκή ετυμηγορία θα έπρεπε να λειτουργεί ως το υπέρτατο κριτήριο νομιμότητας σε μια δημοκρατία).
Αντίθετα, πιστεύω πως η αποδοχή της αποχής ως δομικό λειτουργικό στοιχείο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποτελεί προπαρασκευαστικό βήμα για την εδραίωση μιας ανελεύθερης πολιτικής κουλτούρας, πάνω στην οποία οι ελίτ θέλουν να βασίσουν την λειτουργία ενός παγκοσμιοποιημένου συστήματος κυριαρχίας που εδώ θα ονομάσουμε Αυτοκρατορική Δημοκρατία.
Ενός συστήματος μόνο κατ’όνομα δημοκρατικού, αφου εύλογα μπορεί κάποιος ν’αναρωτηθεί πώς πιστοποιείται η βούληση του έθνους σε μια δημοκρατία, αν όχι μέσα από τη συμμετοχή του στην εκλογική διαδικασία. Η άποψη μου είναι πως κανείς δεν μπορεί να ισχυρίζεται πως έχει τον λαό στο πλευρό του όταν ο ίδιος ο λαός αρνείται να διατρανώσει αυτή την υποστήριξη του χρησιμοποιώντας το μόνο μέσον που διαθέτει, τον εκλογικό μηχανισμό.
Συνεπώς, η πολιτική απάθεια μόνο με την γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να ταυτίζεται και αποτελεί ένδειξη αλλοτρίωσης και όχι ικανοποίησης του πολίτη.[i] Απορρέει από την πεποίθηση ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος δεν έχει πια την σημασία που του αποδίδεται στην κλασσική δημοκρατική θεωρία. Ο κεντρικός θεσμικός χαρακτήρας των εκλογών έχει αλλοιωθεί από το φαινόμενο των διευρυμένων κοινωνικών ανισοτήτων, της βαθειάς διαπλοκής του μηχανισμού της δημόσιας διοίκησης με τα επιχειρηματικά συμφέροντα καθώς και από την εκτεταμένη μεταβίβαση εξουσιών από τη σφαίρα κυριαρχίας του έθνους-κράτους, στην αρμοδιότητα υπερεθνικών οργανισμών.
Ακόμα, η μη συμμετοχή των πολιτών αντανακλά το γεγονός ότι στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης δεν υπάρχουν πλέον κομματικές παρατάξεις με διακριτούς ιδεολογικούς και κοινωνικούς προσανατολισμούς που να εκφράζουν τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης μερίδας των πολιτών. Η πολυμορφία και οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε θέματα διακυβέρνησης και κοινωνικής πολιτικής που αποτελούν την απαράβατη αρχή νομιμοποίησης κάθε δημοκρατικού καθεστώτος αλλά και την αναγκαία συνθήκη της υγιειούς λειτουργίας του πολιτεύματος, έχει προ πολλού πάψει να υπάρχει. Η δημιουργική διακίνηση των ιδεών που αποτελεί το κατ’εξοχήν χαρακτηριστικό μιας δημοκρατίας αλλά και τον βασικό αμυντικό μηχανισμό του πολιτεύματος ενάντια στην έμφυτη ροπή κάθε εξουσιαστικού μηχανισμού προς την απολυταρχία, έχει αντικατασταθεί από έναν γενικευμένο κομφορμισμό και έναν πραγματισμό που απορρέει από την υποτιθέμενη ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχείας.
Το πολιτικό έδαφος του ‘Κέντρου’, το οποίο έχει θεωρητικό νόημα και πρακτικό λόγο ύπαρξης μόνο στην περίπτωση που λειτουργεί ως ενδιάμεσος, εξισορροπιστικός παράγοντας ανάμεσα σε δυο εκ διαμέτρου αντίθετες τάσεις, όπως ήταν κάποτε οι πολιτικές φιλοσοφίες της Αριστεράς και της Δεξιάς, τώρα έχει μεταβληθεί σε ιδεολογικό χωνευτήρι, όπου διαχρονικές ηθικές αξίες εκφυλίζονται, χρόνιες κοινωνικές δεσμεύσεις αθετούνται στο όνομα ενός νέου πολιτικού ύφους, δομημένου γύρω από καλοσχεδιασμένες διαφημιστικές εκστρατείες και προηγμένα επικοινωνιακά τεχνάσματα. Η τακτική της φραστικής απαξίωσης του αντιπάλου, στην οποία επιδίδονται αφειδώς οι κομματικοί ηγέτες για να δημιουργήσουν την πλασματική εντύπωση οτι σημαντικές διαφορές χωρίζουν την μια παράταξη από την άλλη, μικρό αποτέλεσμα έχει σ’ενα υποψιασμένο εκλογικό σώμα. Οι ψηφοφόροι όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν πως όσο οι ιδεολογικές και πρακτικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων εκμηδενίζονται, τόσο οι τόνοι των παραπλανητικών προφορικών αντιπαραθέσεων ανεβαίνουν.
Κι αν θέλουμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα για τη σημερινή παρακμή του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν πρέπει τάχα να καταλογίσουμε στις κοινοβουλευτικές ελίτ την ευθύνη που τους αναλογεί για την ανυποληψία στην οποία έχει περιπέσει η εν γένει ενασχόληση με την πολιτική; Οι καταχρήσεις αυτών των ελίτ, η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τις ευθύνες που εκπορεύονται από το αξίωμα τους, ο εκλογικός τυχοδιωκτισμός τους και η άμεση ανάμειξη τους σε κάθε λογής παράνομη κερδοσκοπική δραστηριότητα, συντέλεσαν τα μέγιστα στη δυσφήμιση της πολιτικής και στην ταύτιση της με διόλου κολακευτικά στερεότυπα όπως η διπροσωπία, η ανηθικότητα, η εξαπάτηση.
Αυτοί λοιπόν είναι οι πραγματικοί λόγοι στους οποίους οφείλεται η αυξανόμενη πολιτική απάθεια και όχι η δήθεν αίσθηση της ικανοποίησης του πολίτη. Στον βαθμό που ο Βρετανός αξιωματούχος ερμηνεύει την κοινωνική απαξίωση όχι μόνο της κυβέρνησης του αλλά και ολόκληρου του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος, ως μέγα κυβερνητικό επίτευγμα, ίσως θα πρέπει να αναμένουμε μια ακόμα πιο ριζική αντιδημοκρατική στροφή από μέρους των ελίτ που μας κυβερνούν. Όχι μόνο γιατί τέτοιες διαπιστώσεις φανερώνουν την αυξανόμενη αδιαφορία τους για τις επιπτώσεις που οι πολιτικές τους μπορούν να έχουν στην κοινωνία και κατ’επέκτασην στο εκλογικό σώμα, αλλά και για τον λόγο οτι η ενθουσιώδης αποδοχή της αποχής υπονοεί μια βαθύτερη διάθεση αμφισβήτισης των δημοκρατικών θεσμών και της εκλογικής διαδικασίας ως μοναδικού αξιόπιστου μέσου για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το προς τα που στρέφεται η λαϊκή βούληση.
Πράγματι, με αυτό το σκεπτικό η εκλογική αποχή μπορεί να εξελιχθεί σε ενα χρήσιμο εργαλείο περαιτέρω αυτονόμησης των πολιτικών ελίτ από οποιαδήποτε μορφή δημοκρατικού ελέγχου. Και τότε το μοντέλο της Αυτοκρατορικής Δημοκρατίας που τώρα είναι ακόμα στα σπάργανα, θα ειναι πλέον μια πραγματικότητα.
Είναι γεγονός ότι μια τέτοια αποτίμηση του προβλήματος της εκλογικής αποχής από ενα στέλεχος της κυβέρνησης είναι μάλλον αναμενόμενη αφου έγινε σε μια στιγμή που, λόγω της αυτοκτονίας του καθηγητή Ντέιβιντ Κέλι, η κυβέρνηση των Νέων Εργατικών βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χειρότερη πολιτική κρίση της μέχρι τότε θητείας της. Οι επίπλαστοι δεσμοί εμπιστοσύνης μεταξύ του Μπλαιρ και των κατώτερων τάξεων της Βρετανικής κοινωνίας που είχαν οικοδομήσει οι μάγοι του τμήματος δημοσίων σχέσεων (spin doctors) του Βρετανικού πρωθυπουργικού γραφείου, θρυμματίστηκαν από το συμβάν μιας πολιτικής αυτοκτονίας την τραγικότητα της οποίας η μηχανή προπαγάνδας της Βρετανικής κυβέρνησης δεν μπόρεσε να διαγράψει, ή να παραποίησει.
Η αυτοκτονία του Κέλι θύμησε στους Βρετανούς ότι η πολιτική στην ουσιαστική της μορφή, είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός διαγωνισμός δημοτικότητας κι επανέφερε στο προσκήνιο εκείνα τα φορτισμένα πολιτικά νοήματα που τόσο πολύ οι spin doctors των Νέων Εργατικών προσπάθησαν να απεμπολήσουν από την καλογυαλισμένη πρωθυπουργική εικόνα του Μπλαιρ. Ο ‘μάρτυρας’ Κέλι υπενθύμισε στους Βρετανούς πολίτες το αίσθημα εκείνο της δημόσιας ευθύνης που θα έπρεπε να διακατέχει κάθε δημόσιο λειτουργό, το βάρος του οποίου μπορεί να είναι τόσο επώδυνο, ώστε να οδηγήσει κάποιον ακόμα και στην αυτοκτονία. Ένα αίσθημα ευθύνης που, κρίνοντας από τις μεθοδεύσεις που προηγήθηκαν της Αγγλικής συμμετοχής στον πόλεμο του Ιράκ και της κυνικής αντιμετώπισης που έτυχε ο θάνατος του Κέλι από στελέχη της Βρετανικής κυβέρνησης, οι εκλεγμένοι πολιτικοί ηγέτες του Βρετανικού λαού φαίνεται οτι από καιρό έχουν φροντίσει να αποβάλλουν.
Δεν είναι περίεργο λοιπόν που με τις δηλώσεις του, ο Βρετανός αξιωματούχος προσπάθησε όχι μόνο να συγκαλύψει την πραγματική σημασία της αποχής για την εξέλιξη της δημοκρατίας στην Βρετανία, αλλά και να υποθάλψει παρόμοιες συμπεριφορές. Eίναι αναμενόμενο μια χρεοκοπημένη κυβέρνηση σαν αυτή των Νέων Εργατικών να βασίζει το πολιτικό της μέλλον στην απάθεια και την αδιαφορία του εκλογικού σώματος.
Όμως μία ερμηνεία των δηλώσεων αυτών με αποκλειστικό σημείο αναφοράς την Βρετανία μας εμποδίζει από το να δούμε πέρα από τις ιδιαιτερότητες του Βρετανικού πολιτικού συστήματος και να διακρίνουμε τα γενικότερα διδάγματα που θα πρέπει να αντλήσουμε από αυτήν την ενθουσιώδη αποδοχή της αποχής. Άλλωστε, το πρόβλημα της μη-συμμετοχής των πολιτών στα κοινά είναι μια γενικευμένη μορφή δυσλειτουργίας που υποσκάπτει τα θεμέλια των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών και που σταδιακά έχει λάβει την έκταση μιας σοβαρής και οξείας κρίσης νομιμότητας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Μήπως λοιπόν οι δηλώσεις του Βρετανού αξιωματούχου απηχούν τη σταδιακή ανάδειξη νέων αντι-δημοκρατικών τάσεων στους κόλπους των πολιτικών διαχειριστών της παγκοσμιοποίησης; Στο πλαίσιο της πρωτοφανούς σύγκρουσης που προέκυψε μεταξύ της πολιτικής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στο θέμα του Ιράκ και της εκπεφρασμένης βούλησης των λαών για μη-εμπλοκή στην ληστρική επιδρομή κατά του Ιρακινού λαού, μια τέτοια αντιδημοκρατική στροφή αποκτά καινούριο νόημα και σημασία. Και είναι σ’αυτό το πλαίσιο που είμαστε υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουμε μερικές αλήθειες σχετικά με τις συνέπειες της εκλογικής αποχής ως πολιτικού φαινομένου και με αυτόν τον τρόπο να διατυπώσουμε αντίλογο σε ισχυρισμούς που παρουσιάζουν την εκλογική αποχή ως δείγμα μιας ομαλής και επιτυχημένης διακυβέρνησης.
Η αλήθεια είναι πως η ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος προϋποθέτει ενεργούς πολίτες που εμπλέκονται συστηματικά στους θεσμικούς τρόπους άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Ίσως όχι με την έννοια της προσωπικής ανάμειξης της πλειοψηφείας των πολιτών στα κοινά, όπως θα συνέβαινε στο πλαίσιο μιας άμεσης δημοκρατίας, αλλά τουλάχιστον μέσω της καθημερινής ενασχόλησης του πολίτη με τα δημόσια πράγματα που τον καθιστά ενήμερο γύρω από εξελίξεις που τον αφορούν, τον οπλίζει με σωστή κρίση γύρω από τις κυβερνητικές πολιτικές και του επιτρέπει να ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα με υπευθυνότητα και πλήρη επίγνωση των επιλογών που του παρέχονται όταν αυτός προσέρχεται στις κάλπες.
Είναι λοιπόν φανερό ότι σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η επιδοκιμασία του λαού προς τις πολιτικές μιας κυβέρνησης ή προς το πρόγραμμα ενός κόμματος, δεν μπορεί παρά να εκφράζεται μέσα από χειροπιαστά εκλογικά αποτελέσματα και να επιβραβεύεται μέσα από θετικές εκλογικές νίκες. Εξάλλου, η προσπάθεια να διασφαλιστεί η λαϊκή αποδοχή μέσα από την εκλογική διαδικασία, οφείλει να είναι και η κατεύθυνση προς την οποία θα έπρεπε να στρέφεται και η ηθική διάσταση κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας ενός κόμματος που διακατέχεται από γνήσια δημοκρατικά φρονήματα.
Δεν μιλάμε εδώ για πρακτικές λαϊκισμού που σαν σκοπό έχουν να εξαπατούν το εκλογικό σώμα με τη δημιουργία ψευδών εντυπώσεων. Ούτε αναφερόμαστε στην ανάπτυξη μιας ευρείας βάσης εκλογικής υποστήριξης μέσω πελατειακών σχέσεων και διευκολύνσεων. Περισσότερο έχουμε στο μυαλό μας μια έντιμη δημοκρατική στάση που ενθαρρύνει την μαζική συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες (π.χ. εκλογές) και θεωρεί ως πρωταρχικό κριτήριο αξιολόγησης και νομιμοποίησης της πολιτικής της δράσης την ανταπόκριση, ή μη, που αυτή έχει στα λαϊκά στρώματα (σε κάθε περίπτωση η λαϊκή ετυμηγορία θα έπρεπε να λειτουργεί ως το υπέρτατο κριτήριο νομιμότητας σε μια δημοκρατία).
Αντίθετα, πιστεύω πως η αποδοχή της αποχής ως δομικό λειτουργικό στοιχείο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποτελεί προπαρασκευαστικό βήμα για την εδραίωση μιας ανελεύθερης πολιτικής κουλτούρας, πάνω στην οποία οι ελίτ θέλουν να βασίσουν την λειτουργία ενός παγκοσμιοποιημένου συστήματος κυριαρχίας που εδώ θα ονομάσουμε Αυτοκρατορική Δημοκρατία.
Ενός συστήματος μόνο κατ’όνομα δημοκρατικού, αφου εύλογα μπορεί κάποιος ν’αναρωτηθεί πώς πιστοποιείται η βούληση του έθνους σε μια δημοκρατία, αν όχι μέσα από τη συμμετοχή του στην εκλογική διαδικασία. Η άποψη μου είναι πως κανείς δεν μπορεί να ισχυρίζεται πως έχει τον λαό στο πλευρό του όταν ο ίδιος ο λαός αρνείται να διατρανώσει αυτή την υποστήριξη του χρησιμοποιώντας το μόνο μέσον που διαθέτει, τον εκλογικό μηχανισμό.
Συνεπώς, η πολιτική απάθεια μόνο με την γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να ταυτίζεται και αποτελεί ένδειξη αλλοτρίωσης και όχι ικανοποίησης του πολίτη.[i] Απορρέει από την πεποίθηση ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος δεν έχει πια την σημασία που του αποδίδεται στην κλασσική δημοκρατική θεωρία. Ο κεντρικός θεσμικός χαρακτήρας των εκλογών έχει αλλοιωθεί από το φαινόμενο των διευρυμένων κοινωνικών ανισοτήτων, της βαθειάς διαπλοκής του μηχανισμού της δημόσιας διοίκησης με τα επιχειρηματικά συμφέροντα καθώς και από την εκτεταμένη μεταβίβαση εξουσιών από τη σφαίρα κυριαρχίας του έθνους-κράτους, στην αρμοδιότητα υπερεθνικών οργανισμών.
Ακόμα, η μη συμμετοχή των πολιτών αντανακλά το γεγονός ότι στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης δεν υπάρχουν πλέον κομματικές παρατάξεις με διακριτούς ιδεολογικούς και κοινωνικούς προσανατολισμούς που να εκφράζουν τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης μερίδας των πολιτών. Η πολυμορφία και οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε θέματα διακυβέρνησης και κοινωνικής πολιτικής που αποτελούν την απαράβατη αρχή νομιμοποίησης κάθε δημοκρατικού καθεστώτος αλλά και την αναγκαία συνθήκη της υγιειούς λειτουργίας του πολιτεύματος, έχει προ πολλού πάψει να υπάρχει. Η δημιουργική διακίνηση των ιδεών που αποτελεί το κατ’εξοχήν χαρακτηριστικό μιας δημοκρατίας αλλά και τον βασικό αμυντικό μηχανισμό του πολιτεύματος ενάντια στην έμφυτη ροπή κάθε εξουσιαστικού μηχανισμού προς την απολυταρχία, έχει αντικατασταθεί από έναν γενικευμένο κομφορμισμό και έναν πραγματισμό που απορρέει από την υποτιθέμενη ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχείας.
Το πολιτικό έδαφος του ‘Κέντρου’, το οποίο έχει θεωρητικό νόημα και πρακτικό λόγο ύπαρξης μόνο στην περίπτωση που λειτουργεί ως ενδιάμεσος, εξισορροπιστικός παράγοντας ανάμεσα σε δυο εκ διαμέτρου αντίθετες τάσεις, όπως ήταν κάποτε οι πολιτικές φιλοσοφίες της Αριστεράς και της Δεξιάς, τώρα έχει μεταβληθεί σε ιδεολογικό χωνευτήρι, όπου διαχρονικές ηθικές αξίες εκφυλίζονται, χρόνιες κοινωνικές δεσμεύσεις αθετούνται στο όνομα ενός νέου πολιτικού ύφους, δομημένου γύρω από καλοσχεδιασμένες διαφημιστικές εκστρατείες και προηγμένα επικοινωνιακά τεχνάσματα. Η τακτική της φραστικής απαξίωσης του αντιπάλου, στην οποία επιδίδονται αφειδώς οι κομματικοί ηγέτες για να δημιουργήσουν την πλασματική εντύπωση οτι σημαντικές διαφορές χωρίζουν την μια παράταξη από την άλλη, μικρό αποτέλεσμα έχει σ’ενα υποψιασμένο εκλογικό σώμα. Οι ψηφοφόροι όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν πως όσο οι ιδεολογικές και πρακτικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων εκμηδενίζονται, τόσο οι τόνοι των παραπλανητικών προφορικών αντιπαραθέσεων ανεβαίνουν.
Κι αν θέλουμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα για τη σημερινή παρακμή του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν πρέπει τάχα να καταλογίσουμε στις κοινοβουλευτικές ελίτ την ευθύνη που τους αναλογεί για την ανυποληψία στην οποία έχει περιπέσει η εν γένει ενασχόληση με την πολιτική; Οι καταχρήσεις αυτών των ελίτ, η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τις ευθύνες που εκπορεύονται από το αξίωμα τους, ο εκλογικός τυχοδιωκτισμός τους και η άμεση ανάμειξη τους σε κάθε λογής παράνομη κερδοσκοπική δραστηριότητα, συντέλεσαν τα μέγιστα στη δυσφήμιση της πολιτικής και στην ταύτιση της με διόλου κολακευτικά στερεότυπα όπως η διπροσωπία, η ανηθικότητα, η εξαπάτηση.
Αυτοί λοιπόν είναι οι πραγματικοί λόγοι στους οποίους οφείλεται η αυξανόμενη πολιτική απάθεια και όχι η δήθεν αίσθηση της ικανοποίησης του πολίτη. Στον βαθμό που ο Βρετανός αξιωματούχος ερμηνεύει την κοινωνική απαξίωση όχι μόνο της κυβέρνησης του αλλά και ολόκληρου του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος, ως μέγα κυβερνητικό επίτευγμα, ίσως θα πρέπει να αναμένουμε μια ακόμα πιο ριζική αντιδημοκρατική στροφή από μέρους των ελίτ που μας κυβερνούν. Όχι μόνο γιατί τέτοιες διαπιστώσεις φανερώνουν την αυξανόμενη αδιαφορία τους για τις επιπτώσεις που οι πολιτικές τους μπορούν να έχουν στην κοινωνία και κατ’επέκτασην στο εκλογικό σώμα, αλλά και για τον λόγο οτι η ενθουσιώδης αποδοχή της αποχής υπονοεί μια βαθύτερη διάθεση αμφισβήτισης των δημοκρατικών θεσμών και της εκλογικής διαδικασίας ως μοναδικού αξιόπιστου μέσου για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το προς τα που στρέφεται η λαϊκή βούληση.
Πράγματι, με αυτό το σκεπτικό η εκλογική αποχή μπορεί να εξελιχθεί σε ενα χρήσιμο εργαλείο περαιτέρω αυτονόμησης των πολιτικών ελίτ από οποιαδήποτε μορφή δημοκρατικού ελέγχου. Και τότε το μοντέλο της Αυτοκρατορικής Δημοκρατίας που τώρα είναι ακόμα στα σπάργανα, θα ειναι πλέον μια πραγματικότητα.
[i] Πόσο μάλλον στην Μεγάλη Βρετανία, όπου σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του περιοδικού Time, το 47% των Βρετανών πολιτών δηλώνει πως δεν ταυτίζεται με κανένα απο τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα (M. Bird, Opposition Blues, Time, 27/10/03).