Monday, June 7, 2010

Οι Απαρχές του Σιωνισμού και το Μοντέρνο Εβραϊκό Κράτος



«Η σύγχρονη ιστορική έρευνα μας δίνει σήμερα την δυνατότητα, παρ’ όλο ότι το κενό μιας επαρκούς θεωρίας γύρω από τα εθνικά ζητήματα εξακολουθεί να παραμένει, να διαπιστώσουμε πόσο πολύπλοκα συγκροτείται η εθνική ιδεολογία, πόσο πυκνά μπλεγμένος είναι ο μύθος με την ιστορία, πόσο άμεσα ταυτίζεται η επιθυμία με την πραγματικότητα».
Λουκάς Αξελός


Το 1898 διοργανώθηκε στην Βασιλεία της Ελβετίας το 1ο Σιωνιστικό Συνέδριο με τη συμμετοχή διακοσίων αντιπροσώπων από όλο το φάσμα της Εβραϊκής διασποράς. Προϊόν των εργασιών του συνεδρίου ήταν το λεγόμενο «Πρόγραμμα της Βασιλείας» που επισημοποίησε την επιδίωξη των Σιωνιστών για την «…δημιουργία μιας εστίας για τον Εβραϊκό λαό στη γη του Ισραήλ κατοχυρωμένης από τον νόμο». Το Πρόγραμμα της Βασιλείας μπορεί να θεωρηθεί ως το μανιφέστο του Εβραϊκού εθνικισμού αφού ενέτασσε την αφηρημένη επιθυμία των Εβραίων για παλιννόστηση σε ένα χειροπιαστό πολιτικό πρόγραμμα και πρότεινε τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την επίτευξη της. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι κόντρα στην επικρατούσα άποψη, θεμελιώδης στόχος του Σιωνισμού δεν ήταν η απλή μεταφορά και συγκέντρωση του περιπλανώμενου εβραϊκού έθνους στον ιστορικό εδαφικό του πυρήνα.
Σύμφωνα με την διακήρυξη Νο.3 του εθνικού προγράμματος της Βασιλείας το Σιωνιστικό κίνημα επιφορτιζόταν με το καθήκον της «ενίσχυσης και καλλιέργειας του Εβραϊκού εθνικού αισθήματος και της εθνικής συνείδησης των Εβραίων». Με άλλα λόγια, το εγχείρημα της συγκρότησης Εβραϊκού κράτους προϋπέθετε την αναδημιουργία εκ του μηδενός του Εβραϊκού έθνους, αφού οι περισσότεροι Εβραίοι της διασποράς αντιλαμβάνονταν τον «εβραϊσμό» τους ως θρησκευτική πίστη και όχι ως ζήτημα εθνικής ταυτότητας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το Συνέδριο ήταν αρχικά προγραμματισμένο να συνέλθει στο Μόναχο. Οι Σιωνιστές ηγέτες όμως αναγκάστηκαν να αναθεωρήσουν τους αρχικούς τους σχεδιασμούς για τη διεξαγωγή του συνεδρίου όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την λυσσαλέα αντίδραση της Εβραϊκής κοινότητας της πόλης που απέρριπτε την κοσμική-εθνικιστική επιχειρηματολογία των θεωρητικών του Σιωνισμού και υποστήριζε τον παραδοσιακό αυτοπροσδιορισμό των Εβραίων ως μια κατά βάση θρησκευτική και πνευματική κοινότητα. Όπως αναγράφεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Συνδιάσκεψη του Μοντρεάλ (μια αντι-σύνοδος ορθοδόξων Εβραίων που διοργανώθηκε παράλληλα με τη σύνοδο των Σιωνιστών στη Βασιλεία), «Αποδοκιμάζουμε ολοκληρωτικώς κάθε πρωτοβουλία με σκοπό την δημιουργία Εβραϊκού κράτους. Απόπειρες τέτοιου είδους δείχνουν μια εσφαλμένη αντίληψη της αποστολής του Ισραήλ… την οποία πρώτα οι Προφήτες διεκήρυξαν. Τονίζουμε ότι σκοπός του Ιουδαϊσμού δεν είναι ούτε πολιτικός, ούτε εθνικός αλλά πνευματικός. Οραματίζεται μια μεσσιανική εποχή όπου όλοι οι άνθρωποι θα αναγνωρίζουν ότι ανήκουν σε μια μεγάλη κοινότητα για την εγκατάσταση της Βασιλείας του Θεού στην γη».
Το επεισόδιο της εκδίωξης των Σιωνιστών από το Μόναχο δείχνει το μέγεθος της πάλης ιδεών που ήταν υποχρεωμένο να διεξαγάγει το Σιωνιστικό κίνημα προκειμένου να προσεταιριστεί τον παγκόσμιο Εβραϊσμό. Η συντριπτική πλειοψηφία των απανταχού Εβραίων εξακολουθούσε να αντιλαμβάνεται την Εβραϊκή της ταυτότητα με τους πνευματικούς όρους που αναφέραμε παραπάνω. Δρομολογώντας το σχέδιο για την οικοδόμηση του Εβραϊκού κράτους, οι Σιωνιστές έπρεπε να στοχεύουν στην αποδοχή της εθνικής ιδέας από ολοένα και ευρύτερα στρώματα Εβραίων της διασποράς, και παράλληλα, στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο οι ίδιοι οι Εβραίοι κατανοούσαν την Εβραϊκότητα τους. ΄Έπρεπε να ανοικοδομήσουν το ίδιο το έθνος του Ισραήλ που είχε πάψει να υπάρχει από το 70μ.Χ. όταν οι Ρωμαίοι κυρίευσαν τα Ιεροσόλυμα και κατέστρεψαν τον Ναό του Σολομώντα.

Γη της Επαγγελίας, Γη της Κατάκτησης

Το Κογκρέσο της Βασιλείας προοριζόταν από τον Θεόδωρο Χερτσλ να αποτελέσει ένα ιδιόμορφο περιφερόμενο κοινοβούλιο του παγκόσμιου Εβραϊσμού. Οι αντιπρόσωποι που συμμετείχαν ήταν εκλεγμένοι από τις εβραϊκές κοινότητες της διασποράς, αποτελούσαν την αφρόκρεμα της Σιωνιστικής διανόησης και ανήκαν σε Σιωνιστικές ομάδες που μέχρι τότε δρούσαν αποσπασματικά, χωρίς κεντρική καθοδήγηση και με αυτόνομες επιδιώξεις η κάθε μια. Μέσω των τακτικών συνεδριάσεων του Κογκρέσου (κάθε δύο χρόνια) ο Χερτσλ φιλοδοξούσε να δημιουργήσει έναν ενιαίο πολιτικό χώρο όπου όλες οι συνιστώσες του κινήματος θα μπορούσαν να συναντηθούν, να ανταλλάξουν απόψεις και να καταλήξουν σε συμβιβασμούς προκειμένου να συντονίσουν τις ενέργειες τους για την αποτελεσματικότερη προώθηση της υπόθεσης του Εβραϊκού Κράτους. Ο τελικός στόχος δεν ήταν άλλος από την συγκρότηση ενός συνεκτικού διεθνούς κινήματος που στους κόλπους του θα συνυπήρχαν όλες οι διαφορετικές εκφάνσεις της Σιωνιστικής ιδεολογίας, χωρίς αυτή η πολυφωνία να γίνεται τροχοπέδη για τις εθνικές φιλοδοξίες των Εβραίων.
Η δημιουργία της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης, του Εβραϊκού Πρακτορείου για την μετανάστευση και του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου για την εξαγορά γης στην Παλαιστίνη, ήταν η θεσμική έκφραση της ενότητας που επιτεύχθηκε και φανέρωναν την σύμπνοια που υπήρχε μεταξύ των τριών βασικών τάσεων του κινήματος σε ότι αφορά τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες θα στηριζόταν το Σιωνιστικό εγχείρημα. Ανεξάρτητα αν κάποιος ήταν οπαδός του συντηρητικού Σιωνιστικού μοντέλου που πρότεινε ο Χερτσλ (Πολιτικός Σιωνισμός), ή αν υποστήριζε τον Σιωνισμό με σοσιαλιστικές αποχρώσεις του Μπεν-Γκούριον (Εργατικός Σιωνισμός), ή αν τέλος τασσόταν με το μέρος του Πολιτιστικού Σιωνισμού του Αχάντ Χαάμ, ο κοινός παρονομαστής που ένωνε τα παρακλάδια του κινήματος ήταν η πεποίθηση που πρώτος εξέφρασε ο Χερτσλ ότι η μόνη φόρμουλα για την πραγματοποίηση της Σιωνιστικής εθνικής ιδέας ήταν το καθαρό Εβραϊκό Κράτος. Ο Χερτσλ που στο Κογκρέσο της Βασιλείας εκτέλεσε χρέη προέδρου, εκμεταλλεύτηκε την πλεονεκτική θέση που του εξασφάλιζε το αξίωμα του για να επιβάλει τις θεωρίες του περί φυλετικής καθαρότητας στους συμμετέχοντες και πέτυχε να συμπεριλάβει τις θέσεις του στο επίσημο πρόγραμμα που εκδόθηκε μετά το τέλος των εργασιών. Επίτευγμα αναμφίβολα σημαντικό, αφού το Πρόγραμμα της Βασιλείας αποτέλεσε την ληξιαρχική πράξη γέννησης του κινήματος και έθεσε τις βάσεις για την μελλοντική του πορεία.
Η επικράτηση των δεξιών εθνικιστών στο Κογκρέσο αποδυνάμωσε τα σκόρπια φιλειρηνικά στοιχεία που υπήρχαν μέσα σε όλες τις Σιωνιστικές ομάδες, μεμονωμένες φωνές αμφισβήτησης που πίστευαν πως η ειρηνική συνύπαρξη με τους Άραβες ήταν ο μόνος τρόπος για να νομιμοποιηθεί πολιτικά και ηθικά η ίδρυση Εβραϊκού Κράτους. Ήλπιζαν ότι η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη θα αποτελούσε παράγοντα προόδου και ευημερίας για την ευρύτερη περιοχή. Οικοδομώντας σχέσεις εμπιστοσύνης και αμοιβαίας κατανόησης με τους αυτόχθονες Άραβες, η εβραϊκή κοινότητα των εποίκων θα συνεργαζόταν με το Αραβικό στοιχείο και θα έθετε την τεχνογνωσία που είχε αποκτήσει στις περισσότερο προηγμένες κοινωνίες της Δύσης και τα κεφάλαια που θα μετέφερε στην Παλαιστίνη από τη διασπορά, στην υπηρεσία της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Αποτέλεσμα αυτής της σύμπραξης Εβραίων και Αράβων θα ήταν η δημιουργία μίας ισχυρής τοπικής οικονομίας που θα καθιστούσε την Παλαιστίνη μία δυναμικά ανερχόμενη κοινωνία εφάμιλλη των «πολιτισμένων» κοινωνιών της Δύσης.
Η ηθελημένη ασάφεια που εμπεριέχοταν σε αυτή την ειδυλλιακή πρόγνωση ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα συνέβαιναν όλα αυτά. Στην πραγματικότητα, οι οπαδοί της ειρηνικής συνύπαρξης με τους Άραβες είχαν χάσει από νωρίς τη μάχη για την πρωτοκαθεδρία στο εσωτερικό του Σιωνιστικού κινήματος. Έχοντας διαγνώσει την κατεύθυνση που είχε πάρει το κίνημα, ο εξέχων Εβραίος φιλόσοφος και επιφανές μέλος της φιλειρηνικής πτέρυγας του Σιωνισμού Μάρτιν Μπούμπερ διερωτάτο:

«Θέλετε να έλθετε εδώ σαν φίλος, αδελφός, μέλος της κοινότητος των λαών της Μέσης Ανατολής ή σαν εκπρόσωποι της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού;».

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του Σιωνισμού, οι ειρηνόφιλοι περιορίστηκαν στο ρόλο μίας περιθωριοποιημένης εσωτερικής αντιπολίτευσης που σε καμία στιγμή δε μπόρεσε να αποτρέψει τον εκφυλισμό του Σιωνιστικού ιδεώδους της «επιστροφής» στην Παλαιστίνη, σε ένα εθνοφυλετικό όραμα κατάκτησης και υφαρπαγής των Παλαιστινιακών εδαφών. Στο νέο κράτος του Ισραήλ οι ανθρωπιστές ειρηνόφιλοι δε βρήκαν πολιτική αντιπροσώπευση σε κανέναν από τους κυρίαρχους πολιτικούς σχηματισμούς και συσπειρώθηκαν στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο με τη δημιουργία του ειρηνιστικού κινήματος Britt Shalom, στοιχείο ενδεικτικό της πολιτικής τους αδυναμίας.
Το μοντέλο μετανάστευσης που τελικά κατέληξε να υιοθετήσει το Σιωνιστικό κίνημα βασίστηκε σε δύο αυστηρά εθνικιστικές αρχές, την αρχή της εβραϊκής πλειοψηφίας ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδρυση ενός ανεξάρτητου Εβραϊκού κράτους και την επίκληση της «Πατριαρχικής Υπόσχεσης» προς τον περιπλανώμενο Εβραϊκό λαό. Η ανάγκη για τη συγκρότηση εβραϊκής πλειοψηφίας δεν σχετίζεται με τις δυσχερείς πληθυσμιακές συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη, αλλά απορρέει από την ευρύτερη προβληματική του Σιωνισμού πάνω σε ζητήματα εθνικού χαρακτήρα, καθώς και από την σιωνιστική αντίληψη για τα στοιχεία που συνιστούν ένα έθνος. Αυτή η διάκριση είναι σημαντική γιατί μας βοηθά να κατανοήσουμε όχι μόνο τις εβραϊκές ενέργειες που προηγήθηκαν της συγκρότησης του κράτους του Ισραήλ αλλά και την μορφή και το περιεχόμενο που δόθηκε σε αυτό μετά την ίδρυσή του. Αναφερόμαστε εδώ στην αρχή της εθνικής καθαρότητας του κράτους, που στο σύγχρονο Ισραήλ κατοχυρώνεται θεσμικά μέσω του Νόμου της Επιστροφής, του Νόμου περί Ιδιοκτησίας των Απόντων και του Νόμου περί Ισραηλινής Ιθαγένειας. Πρόκειται για νομοθετήματα που σχεδιάστηκαν με βάση φυλετικά κριτήρια και κωδικοποιούν τις φυλετικές διακρίσεις σε βάρος των Ισραηλινών Αράβων υποβιβάζοντας τους σε πολίτες β΄ κατηγορίας.
Ο διαπρεπής Εβραίος αντισιωνιστής ιστορικός Finkelstein εντοπίζει τις πνευματικές ρίζες του εβραϊκού εθνικισμού στο κίνημα του Γερμανικού Ρομαντισμού που ήταν αποτέλεσμα της αντίδρασης στον ορθολογισμό και τον φιλελευθερισμό της Γαλλικής Επανάστασης. Σε αντίθεση με το Γαλλικό ρεπουμπλικανικό μοντέλο που οικοδομεί την εθνική ταυτότητα γύρω από την ιδιότητα του πολίτη και τις κοινές δημοκρατικές αξίες, η αντίληψη που οι Γερμανοί ρομαντικοί εθνικιστές είχαν για το έθνος εμπεριέχει την ιδέα της ύπαρξης οργανικών σχέσεων μεταξύ των μελών μίας εθνικής κοινότητας. Τα άτομα με κοινή εθνική καταγωγή συνδέονταν με ένα «φυσικό» δεσμό αίματος που συντελούσε στην ενότητά τους ενώ ταυτόχρονα απέκλειε το ίδιο «φυσικά» άτομα με αλλότρια εθνική προέλευση. Η εμμονή των Σιωνιστών για τη δημιουργία ενός εβραϊκού εθνικού κράτους προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την αποδοχή ενός ορισμού του Έθνους ως οργανικής οντότητας και την υιοθέτηση από μέρους τους του αντισημιτικού επιχειρήματος ότι οι διάσπαρτοι ανά τον κόσμο Εβραίοι αποτελούσαν «ξένα σώματα» μέσα στα έθνη στα οποία υπήρχαν ενσωματωμένοι για χιλιάδες χρόνια. Ο αντισημιτισμός ήταν φυσική συνέπεια της αφύσικης κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει το εβραϊκό έθνος, το οποίο ήταν κατακερματισμένο και παντού συνιστούσε μειονότητα έναντι μίας «υγιούς» εθνικής πλειοψηφίας. Στην ομιλία που απηύθυνε στο πρώτο Σιωνιστικό Κογκρέσο ο αντιπρόεδρος Μαξ Νορντάου υποστήριξε ότι:

«…[Ο Εξόριστος Εβραίος] δεν αποκαλεί σπίτι του τη γη στην οποία γεννήθηκε. Όταν επιχειρεί να συναναστραφεί τους συμπατριώτες του, αυτοί τον αποκρούουν. Δεν έχει έδαφος κάτω από τα πόδια του ή μια κοινότητα στην οποία είναι πλήρες μέλος. Με τους Χριστιανούς συμπολίτες του δεν μπορεί να υπολογίζει σε δίκαια αντιμετώπιση και πολύ λιγότερο στα ευγενή αισθήματα τους. Με τους Εβραίους συμπατριώτες του έχει χάσει κάθε επαφή: αισθάνεται ότι ο κόσμος τον μισεί και αδυνατεί να ανακαλύψει ένα μέρος όπου θα βρει την ζεστασιά που επιζητάει».

Η λύση σύμφωνα με τους Σιωνιστές ήταν να συγκροτηθούν οι ίδιοι οι Εβραίοι ως πλειοψηφία σε μια εθνική εστία που οι Μεγάλες Δυνάμεις θα τους παραχωρούσαν για αυτόν τον σκοπό. Το ότι αυτή έμελλε να συσταθεί στην Παλαιστίνη ήταν αποτέλεσμα των επιδέξιων πολιτικών χειρισμών των Σιωνιστών ηγετών που πέτυχαν να έρθουν σε συνεννόηση πρώτα με τη Μεγάλη Βρετανία και αργότερα με τις ΗΠΑ και συμφώνησαν στην από κοινού εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.
Το δεύτερο σκέλος της στρατηγικής των Σιωνιστών για τη μαζική μετανάστευση των Εβραίων στην Παλαιστίνη συνίστατο στην πολιτική και ιδεολογική αξιοποίηση του θρησκευτικού μύθου της «Πατριαρχικής Υπόσχεσης». Ο κοσμικός χαρακτήρας της Σιωνιστικής ιδεολογίας υπέστη μία αξιοσημείωτη μετάλλαξη προς μία θρησκειοκεντρική θεώρηση των πραγμάτων όταν το Σιωνιστικό σχέδιο προσέλαβε την τελική του μορφή και οριστικοποιήθηκε ότι η Παλαιστίνη θα ήταν ο τελικός προορισμός της μετοίκησης και συγκέντρωσης των Εβραίων σε μία ενιαία εθνική εστία. Η Υπόσχεση που σύμφωνα με τα ιερά κείμενα της Ιουδαϊκής θρησκευτικής παράδοσης έλαβε ο Μωυσής από τον ίδιο τον Θεό του Ισραήλ (Γιαχβέ) για ιδιοκτησία και αποκλειστική χρήση της Γης του Ισραήλ από το εβραϊκό έθνος, κατέκτησε κεντρική θέση στη σιωνιστική επιχειρηματολογία περί του νόμιμου χαρακτήρα της εβραϊκής διεκδίκησης των Παλαιστινιακών εδαφών. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν οι Σιωνιστές ηγέτες να υπερασπιστούν το δίκαιο ενός κατακτητικού εγχειρήματος που συνεπαγόταν τη μαζική εγκατάσταση εβραίων εποίκων από όλα τα μέρη του κόσμου, τη σταδιακή απαλλοτρίωση Αραβικών γαιών και τη συνακόλουθη εκδίωξη των Αράβων που ήδη κατοικούσαν εκεί, αν όχι μέσα από την επίκληση μίας «ανώτερης εντολής» που υπερτερούσε τόσο του ανθρωπιστικού δικαίου όσο και των κανόνων της συμβατικής ηθικής; Είναι σαφές πως η δημιουργία του εβραϊκού κράτους και η απόκτηση ζωτικού χώρου για τις μάζες των εβραίων μεταναστών που κατέφταναν στην Παλαιστίνη, ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς την παράλληλη εκκένωση της χώρας από τους Άραβες κατοίκους της, είτε μέσω της οικειοθελούς αποχώρησης, είτε μέσω της βίαιης μεταφοράς τους. Ο Γιόραμ Μπεν Πόραθ, ηγέτης της Παλαιάς Φρουράς του Σιωνιστικού κινήματος έγραφε το 1972:

«Δεν υπάρχει σιωνισμός, αποικισμός του εβραϊκού κράτους, χωρίς εκδίωξη των Αράβων και απαλλοτρίωση των εδαφών τους».

Η «Πατριαρχική Υπόσχεση» που ερμηνεύεται ως μία σύμβαση του έθνους του Ισραήλ με τον ίδιο το Θεό, αποτέλεσε μηχανισμό ψυχολογικής άμυνας έναντι των αγριοτήτων που αυτό ήταν αναγκασμένο να διαπράξει στο βωμό της πραγμάτωσης της Σιωνιστικής εθνικής ιδέας. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούσε η Yishuv (εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης) να δικαιολογήσει την εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων. Η συλλογική συνείδηση των Εβραίων παρέμενε καθαρή αφού εκκαθαρίζοντας Παλαιστίνιους η Χαγκάνα, η Ιργκούν και τα υπόλοιπα ένοπλα σώματα του μελλοντικού κράτους του Ισραήλ δεν εκπλήρωναν μόνο το εθνικό όραμα για επανένωση του εβραϊκού έθνους αλλά επιτελούσαν έργο θεάρεστο. Ας μη ξεχνάμε ότι η συνθήκη με τον ίδιο το Θεό έχει και το χαρακτήρα μιας απαράβατης εντολής στην οποία κάθε άνθρωπος οφείλει να υποταχθεί. Και η κατάκτηση της Παλαιστίνης από τους Εβραίους ήταν σύμφωνα με την Πεντάτευχο θέλημα Θεού.
Η επιλογή της Παλαιστίνης ως τελικού προορισμού είχε λοιπόν σαν αποτέλεσμα τη θρησκευτική αφύπνιση πολλών στελεχών του Σιωνισμού και την ανάπτυξη ενός φονταμενταλιστικού θρησκευτικού ρεύματος μεταξύ των Εβραίων εθνικιστών. Η θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των οπαδών του Σιωνισμού και η ενίσχυση της θρησκευτικής τους συνείδησης κατέστη επιβεβλημένη προκειμένου να ενδυναμωθεί η πίστη τους στον μύθο της «Γης της Επαγγελίας» και να διασφαλιστεί η αφοσίωση τους στην υπόθεση της δημιουργίας Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη.
Οι επιπτώσεις της θρησκευτικής αφύπνισης στους κόλπους του πρώιμου Σιωνισμού είναι αισθητές ακόμη και σήμερα, στη θεσμική διάρθρωση του κράτους του Ισραήλ. Ο ρόλος που διαδραματίζει ο ορθόδοξος ιουδαϊσμός στο δημόσιο βίο του Ισραηλινού κράτους είναι θεμελιώδης. Σχολιάζοντας αυτήν την εξάρτηση μιας φαινομενικά κοσμικής πολιτείας από τη θρησκεία ο Ισραηλινός αντιφρονών Uri Davis αποκαλεί το Ισραήλ «θεοκρατία» και μας πληροφορεί ότι υπό το παρόν καθεστώς «ο πολιτικός γάμος απαγορεύεται και πρέπει να επικυρωθεί νομικά από θρησκευτικό δικαστήριο. Τα θρησκευτικά δικαστήρια είναι επίσημα κρατικά όργανα και το προσωπικό τους πληρώνεται από την πολιτεία».
Επίσης, ιδιαίτερης μνείας χρήζει η πολιτική απήχηση που έχουν τα ακροδεξιά θρησκευτικά κόμματα στο Ισραήλ. Τα κόμματα αυτά έχουν φανατικούς οπαδούς μεταξύ των εξτρεμιστών εβραίων εποίκων, εκπροσωπούνται στην Κνεσέτ (Βουλή) και ασκούν επιρροή στην εκπαιδευτική και εξωτερική πολιτική του εβραϊκού κράτους μέσω της συμμετοχής τους σε κυβερνητικούς συνασπισμούς.
Χρόνια αργότερα, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Γιτζάκ Ράμπιν θα πλήρωνε με την ζωή του αυτήν την πολιτική υποδαύλισης του ιουδαϊκού θρησκευτικού μίσους όταν δολοφονήθηκε από τον Γιτζάκ Αμίρ, έναν Εβραίο τρομοκράτη, απόφοιτο των ταλμουδικών ιερατικών σχολών και μέλους μιας ακροδεξιάς παραθρησκευτικής ομάδας συνωμοτών που θεωρούσε τον Ράμπιν προδότη. Ο Ράμπιν είχε υπογράψει τις Συμφωνίες του Όσλο που προέβλεπαν μια μικρή παραχώρηση εδαφών στους Παλαιστίνιους. Για τον Αμίρ και τους συνεργάτες του αυτή η ενέργεια ήταν κόντρα στον Θεϊκό Νόμο και την βούληση του ίδιου του Θεού, όπως αυτή εκφράστηκε στην Υπόσχεση που έδωσε στους Εβραίους.
Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως ιστορικοί πατέρες του Σιωνισμού όπως ο Μοσέ Νταγιάν, ενώ ανακαταλάμβαναν την Παλαιστίνη για λογαριασμό των εβραίων, αντιλαμβάνονταν την αποστολή τους με όρους μεσσιανικούς, σαν μία επανάληψη της κατάκτησης της Γης του Ισραήλ από το βιβλικό διάδοχο του Μωυσή, Ιησού του Ναυή και της εκκαθάρισης της από τις ειδωλολατρικές φυλές που κατοικούσαν εκεί. Οι περιγραφές των σφαγών που διέπραξε ο Ιησούς του Ναυή σε βάρος των φυλών που υπέτασσε στον πόλεμο υπάρχουν αυτούσιες μέσα στο «Βιβλίο των Αριθμών» και φαίνεται πως λειτούργησαν εν είδει στρατιωτικού εγχειριδίου για τους στρατηγούς του Ισραηλινού Πολέμου της Ανεξαρτησίας του 1948 σε ό,τι αφορά τη μεταχείριση που επεφύλαξαν στους ηττημένους Παλαιστίνιους.
Λέει το Βιβλίο των Αριθμών: «Ο Κύριος του παρέδωσε τους Χαναναίους. Ο Ισραήλ τους εξόντωσε αυτούς και τις πόλεις τους». Για τους Αμορίτες γράφει: «τους έπληξαν αυτόν και τους υιούς του και όλο τον λαό του, σε σημείο που δεν έμεινε κανείς επιζών και κατέλαβαν τη χώρα του». Τέλος, το Δευτερονόμιο επιβεβαιώνει την μοίρα των Αμοριτών: «Αφού ο Κύριος, ο Θεός σου θα σου επιτρέψει να μπεις σε αυτήν τη χώρα και θα έχει σκορπίσει μπροστά σου τα πολυάριθμα έθνη… θα τα εξοντώσεις τελείως». Αντίστοιχα ο Μεναχέμ Μπέγκιν έγραψε για τη σφαγή στο χωριό Ντέιρ Γιασσίν, όπου το 1948 στρατεύματα της Ιργκούν κατέσφαξαν 254 άοπλους Άραβες χωρικούς, ότι:

«Η Χαγκάνα πραγματοποιούσε νικηφόρες επιθέσεις σε άλλα μέτωπα…. Πανικόβλητοι οι Άραβες τρέπονταν σε φυγή φωνάζοντας: Ντέιρ Γιασσίν! Ντέιρ Γιασσίν!».

Πάντως, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η αναγωγή της βιαιότητας που χαρακτήρισε τις πολεμικές ενέργειες της Χαγκάνα κατά τον πόλεμο του 1948 σε κίνητρα που σχετίζονται αποκλειστικά με τον θρησκευτικό φανατισμό, θα είχε ως συνέπεια τη συσκότιση της πολιτικής και στρατηγικής σκοπιμότητας που αυτή η επίδειξη βαρβαρότητας εξυπηρετούσε. Οι εβραίοι στρατηγοί υιοθέτησαν στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μία εργαλειακή άποψη της υπέρμετρης βίας και της εφαρμογής της εναντίον του εχθρού. Ο τρόμος που προκάλεσε στον Αραβικό άμαχο πληθυσμό η σφαγή του Ντέιρ Γιασσίν αποτέλεσε την αόρατη εμπροσθοφυλακή του εβραϊκού στρατού που προπορευόταν των μονάδων της Χαγκάνα, έτρεπε τους Άραβες σε φυγή και κέρδιζε τις μάχες για λογαριασμό του Ισραηλινού στρατού χωρίς αυτός να χρειαστεί να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό. Η τρομακτική φήμη της βαρβαρότητας των εβραίων καλλιεργήθηκε ως ένα σημείο σκόπιμα από τους εβραίους στρατηγούς αποσκοπώντας στην πρόκληση μαζικής υστερίας και πανικού μεταξύ των Αράβων. Για τους Σιωνιστές ήταν προτιμότερη μία νίκη που θα συνοδευόταν από τη φυγή των Παλαιστινίων, παρά μία κατοχή εδαφών με Αραβική πληθυσμιακή πλειοψηφία. Η άσκηση υπέρμετρης βίας αναδείχτηκε σε επίσημη πολιτική από το Ισραηλινό κράτος στα χρόνια που ακολούθησαν και ενσωματώθηκε στο επίσημο στρατιωτικό δόγμα του Ισραήλ μέσω της έννοιας της «αποτρεπτικής ικανότητας»του Ισραηλινού στρατού. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τα έχουμε δει επανειλημμένα στις επιδρομές που έχει κατά καιρούς πραγματοποιήσει το Ισραήλ στην μαρτυρική Γάζα, στον Νότιο Λίβανο και αλλού.

Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών: Θύμα ή Θύτης;

Η επικράτηση του Ισραήλ έναντι του Αραβικού συνασπισμού στον πόλεμο του 1967, έμεινε στην ιστορία σαν η σύγχρονη εκδοχή του βιβλικού μύθου της νίκης του Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ. Ένα «μικρό» και «ευάλωτο» κράτος σύρθηκε από τους πολεμοχαρείς γείτονές του σε μία άνιση αναμέτρηση από την έκβαση της οποίας δεν κρινόταν απλώς η απώλεια κάποιων εδαφών ή ο υποβιβασμός του Ισραήλ σε μια σχέση υποτέλειας έναντι των Αράβων, αλλά η ίδια η επιβίωση του Εβραϊκού κράτους. Αυτή η ερμηνεία της σύγκρουσης του 1967 αποτελεί προέκταση του μύθου του Ισραήλ ως κράτους που τελεί υπό συνεχή υπαρξιακή απειλή και που συνεπώς είναι υποχρεωμένο να κάνει χρήση κάθε μέσου ώστε να διασφαλίσει το «δικαίωμα του να υπάρχει». Σύμφωνα με την Ισραηλινή προπαγάνδα η μοίρα που επιφυλάσσεται στους Εβραίους του Ισραήλ σε περίπτωση που ηττηθούν στο πεδίο της μάχης είναι ένα νέο Ολοκαύτωμα, με τους Άραβες στο ρόλο των επίδοξων μιμητών της Ναζιστικής θηριωδίας.
Στην πραγματικότητα η υπαρξιακή απειλή έχει πάψει να υφίσταται για το Ισραήλ από την εποχή του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Ήδη από το 1956, με την πειστική νίκη του σε βάρος της Αιγύπτου και την εγκατάσταση Ισραηλινών στρατευμάτων που θα του εξασφάλιζαν τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ, το Ισραήλ ανήγγειλε την έλευσή του στο διεθνές προσκήνιο ως κορυφαίας δύναμης στη Μέση Ανατολή. Από εδώ και στο εξής το ρόλο του ισχυρού στις περιφερειακές συγκρούσεις θα διαδραματίζει το Εβραϊκό κράτος και μέσω της ισχύος του θα έχει τη δυνατότητα να υπαγορεύει και να καθορίζει τις εξελίξεις στην περιοχή. Είναι συνεπώς αδόκιμος ο ιστορικός ρόλος που η επίσημη Σιωνιστική ιστοριογραφία επιχειρεί να αποδώσει στο Ισραήλ, του θύματος που συμπαρασύρεται από τις εξελίξεις και απλώς αντιδρά στις προκλήσεις του Αραβικού ρεβανσισμού.
Σε ό,τι αφορά τον πόλεμο του 1967, είναι σαφές ότι το Ισραήλ επιθυμούσε την ένοπλη σύρραξη με τους Άραβες και έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να την πετύχει. Όλες οι ενέργειες της Ισραηλινής διπλωματίας και του στρατού πριν την έναρξη των εχθροπραξιών συνάδουν στο παραπάνω συμπέρασμα, αφού σαν μοναδικό αποτέλεσμα είχαν το σαμποτάρισμα των προσπαθειών για διπλωματική διευθέτηση της κρίσης και την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης προκειμένου να εξωθηθεί η Αίγυπτος σε μία κήρυξη πολέμου κατά του Ισραήλ. Η σφοδρή επιθυμία των ισραηλινών για πόλεμο γίνεται καλύτερα αντιληπτή αν ληφθεί υπόψη η αποδεδειγμένη στρατιωτική υπεροχή τους. Πράγματι, όλες οι εκτιμήσεις ξένων μυστικών υπηρεσιών σχετικά με τη μαχητική ικανότητα των αντίπαλων πλευρών συμφωνούσαν πως «το Ισραήλ θα επικρατούσε σε ένα πόλεμο εναντίον όλων των Αραβικών κρατών, όποιο κι αν χτυπούσε πρώτο, εντός εβδομάδος το πολύ». Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Lindon Johnson σε συνάντηση που είχε με τον Ισραηλινό Υπουργό Εξωτερικών Abba Eban είπε ότι «όλοι οι άνθρωποι των μυστικών μας υπηρεσιών συμφωνούν ότι εάν η Αίγυπτος επιτεθεί, θα τη συντρίψετε». Αλλά και μεταξύ των διοικητών των Ι.Α.Δ. (Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων) υπήρχε διάχυτη η πεποίθηση ότι οι Εβραίοι θα κατήγαγαν μια συντριπτική νίκη, ότι το Ισραήλ ήταν καλύτερα προετοιμασμένο και ότι «τα στρατεύματα του ήταν τεχνολογικά πιο προηγμένα» από αυτά των αντιπάλων του.
Αλλά και σε επίπεδο δυνάμεων που παρατάχθηκαν στο πεδίο της μάχης το Ισραήλ παρά το μικρό του γεωγραφικό μέγεθος και το έλλειμμα σε πληθυσμιακό δυναμικό, ουδέποτε εξαναγκάστηκε να διεξάγει μάχη με αριθμητικό μειονέκτημα κατά τη διάρκεια των έξι ημερών που διήρκεσε η σύγκρουση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το Ισραήλ κατάφερε να κινητοποιήσει ένα σύνολο 264.000 ετοιμοπόλεμων στρατιωτών σε όλα τα μέτωπα αξιοποιώντας στο έπακρο το θεσμό των εφέδρων, έναντι 280.000 μαχητών που αριθμούσαν οι συνδυασμένες δυνάμεις Αιγύπτου (150.000), Συρίας (75.000) και Ιορδανίας (55.000).
Το τακτικό μειονέκτημα που αντιμετώπιζε η Ισραηλινή αεροπορία, διέθετε μόλις 197 μαχητικά αεροσκάφη έναντι 812 Αραβικών, ουσιαστικά εκμηδενίστηκε από την αιφνιδιαστική επιδρομή που πραγματοποίησαν οι Ισραηλινοί τον Ιούνιο του 1967 ενάντια στα καθηλωμένα αεροσκάφη της Αιγυπτιακής αεροπορίας στο Σαρμ-Ελ-Σέικ. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, 400 αεροσκάφη καταστράφηκαν ολοσχερώς και πάνω από 100 Αιγύπτιοι πιλότοι έχασαν τη ζωή τους χωρίς καν να προλάβουν να σηκωθούν από το έδαφος. Εάν στα παραπάνω προσθέσουμε και το τραγικό επίπεδο στο οποίο βρισκόταν το αξιόμαχο του Ιορδανικού βασιλικού στρατού, ο Finkelstein χαρακτηρίζει «χίμαιρα» το Ιορδανικό μέτωπο, συνειδητοποιούμε ότι η προ1967 ισορροπία δυνάμεων μάλλον ευνοούσε το Ισραήλ και καθιστούσε τον πόλεμο μια ορθολογική επιλογή για την Ισραηλινή πολιτική ηγεσία.
Σε ό,τι αφορά την απρόκλητη επίθεση κατά της Αιγυπτιακής αεροπορίας στο Σινά, δε θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι χάρη σε αυτό το προληπτικό χτύπημα το Ισραήλ κέρδισε τον πόλεμο του 1967. Η επίσημη δυτική ιστοριογραφία ανασκεύασε με θαυμαστή επιτυχία τα γεγονότα εκείνης της ημέρας. Είναι απορίας άξιον πώς μια επίθεση που συνιστά το ακριβές αντίγραφο του βομβαρδισμού του Περλ Χάρμπορ από τους Ιάπωνες, τον οποίο σύσσωμοι οι Δυτικοί ιστορικοί έσπευσαν να καταδικάσουν ως απρόκλητη, επιθετική ενέργεια, αναγορεύθηκε από τους ιστορικούς του 1967 σε επιβεβλημένη ενέργεια αυτοάμυνας εκ μέρους του Ισραήλ. Το στρατηγικό όφελος που αποκόμισαν οι Ισραηλινοί από την καταστροφή της Αιγυπτιακής αεροπορίας έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για την τελική έκβαση του πολέμου, αφού τους εξασφάλισε υπεροπλία στον αέρα και τη βεβαιότητα ότι από εδώ και στο εξής οι Ισραηλινές δυνάμεις θα αγωνιζόντουσαν έχοντας τακτικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους. Οι Ισραηλινοί κέρδισαν σημαντικές μάχες του πολέμου χάρις στην κάλυψη που τους παρείχε η πολεμική αεροπορία τους κάτι στο οποίο δε μπορούσαν να υπολογίζουν οι Άραβες.
Βεβαίως είναι αλήθεια ότι της αεροπορικής επιδρομής στο Σινά προηγήθηκε η αποπομπή από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσσερ της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ (UNEF) που στάθμευε στη χερσόνησο του Σινά. Είναι επίσης αλήθεια ότι ο Νάσσερ διέταξε τη μεταφορά στρατευμάτων στα σύνορα με το Ισραήλ και απαγόρευσε τη διέλευση Ισραηλινών πλοίων από τα στενά του Τιράν. Ωστόσο, εάν το Ισραήλ επιθυμούσε πραγματικά την προστασία του από την Αιγυπτιακή επιβουλή, θα μπορούσε να είχε δεχτεί την πρόταση του τότε Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ U Thant για αναδίπλωση και αναδιάταξη της UNEF κατά μήκος της συνοριακής γραμμής του Σινά αλλά αυτή τη φορά στο έδαφος του Ισραήλ. Από εκεί η UNEF θα μπορούσε να προστατέψει εξίσου αποτελεσματικά το Ισραήλ σε περίπτωση Αιγυπτιακής επίθεσης. Μέχρι το Ισραήλ να εξαπολύσει την επίθεσή του Σινά, τα Αιγυπτιακά στρατεύματα σε καμία στιγμή δεν μετέβαλαν την αμυντική τους διάταξη. Πολλά χρόνια αργότερα ο Menachem Begin, που τον Ιούνιο του 1967 συμμετείχε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας παραδεχόταν ότι,

«Οι συγκεντρώσεις αιγυπτιακών δυνάμεων στις εισόδους του Σινά δεν αποδείκνυαν ότι ο Νάσσερ ετοιμαζόταν να μας επιτεθεί. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας. Εμείς αποφασίσαμε να του επιτεθούμε».

Όσο για το κλείσιμο των Στενών του Τιράν, ο εμπορικός αποκλεισμός που επιχειρήθηκε εναντίον του Ισραήλ ήταν αμφίβολης στρατηγικής χρησιμότητας για την Αίγυπτο. Εφαρμόστηκε κατά τρόπο αναποτελεσματικό, στόχευε στο λιμάνι της Εϊλάτ από το οποίο διαμετακομιζόταν μόλις το 5% του Ισραηλινού εμπορίου και αφορούσε πλοία με Ισραηλινή σημαία τα οποία ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν άλλες θαλάσσιες οδούς για την πραγματοποίηση των δρομολογίων τους. Το Ισραήλ αντέδρασε με ισοπεδωτική βία σε μια κίνηση του Νάσσερ εν πολλοίς συμβολική.
Η αλήθεια είναι ότι η Αιγυπτιακή συγκέντρωση στρατευμάτων στο Σινά καθώς και το κλείσιμο των Στενών ήταν δύο κινήσεις εντυπωσιασμού στις οποίες προέβη ο Νάσσερ ως αντίποινα στις συνεχιζόμενες προκλήσεις του Ισραήλ ενάντια στη Συρία και την Ιορδανία, δύο χωρών που είχαν συνάψει συμμαχία με την Αίγυπτο. Ο στόχος των Ισραηλινών επιθέσεων κατά της Συρίας και της Ιορδανίας δεν ήταν τόσο η στρατιωτική αποδυνάμωση των δύο αυτών χωρών, αλλά η διάσπαση της Αραβικής ενότητας και ο διασυρμός της δημόσιας εικόνας του Νάσσερ ως κατ’ εξοχήν εκφραστή και πρωτοπόρου του Αραβικού εθνικισμού. Οι προκλήσεις του Ισραήλ κορυφώθηκαν με την επιδρομή στο χωριό Σαμού στην Δυτική Όχθη της Ιορδανίας. Με το πρόσχημα ότι αποτελούσε ορμητήριο των Παλαιστίνιων κομάντος στις τρομοκρατικές επιχειρήσεις που εξαπέλυαν εναντίον του Ισραήλ, ο Ισραηλινός στρατός εισέβαλε στο Ιορδανικό έδαφος, επιτέθηκε στο χωριό και κατέστρεψε μεθοδικά 125 κατοικίες, μια κλινική, ένα σχολείο και ένα εργαστήριο, σκοτώνοντας 18 Ιορδανούς στρατιώτες. Οι εφημερίδες της Ιορδανίας κατηγόρησαν τον Νάσσερ για την απραξία του και τον λοιδορούσαν για την κενή του ρητορεία. Ο Αιγύπτιος Πρόεδρος τέθηκε ενώπιον ενός πραγματικού υπαρξιακού διλήμματος: Να παραμείνει θεατής στα γεγονότα και να δει το όραμα του για ένα ενωμένο Αραβικό έθνος να διαλύεται, ή να αντιδράσει με περιορισμένο έστω τρόπο, με κίνδυνο να επισύρει την οργή του Ισραήλ και να συρθεί σε έναν πόλεμο που ήξερε πως δεν μπορούσε να κερδίσει.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Norman G. Finkelstein, Εικόνα και Πραγματικότητα της Ισραηλοπαλαιστινιακής Διαμάχης, Εκδόσεις 21ου
Max Nordau, Adress at the First Zionist Congress, www.geocities.com/vienna/6640/zion/nordau.html
Gilles Kepel, Τζιχάντ, ο Ιερός Πόλεμος, Εκδόσεις Καστανιώτη
Roger Garaudy, Οι Θεμελιώδεις Μύθοι της Ισραηλινής Πολιτικής, Νέα Θέσις
Uri Davis, The Nature of the State of Israel, www.codoh.com/zionweb/ziondark/zionrac01.html
Συλλογικό, Εβραίοι κατά του Σιωνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις