Monday, August 3, 2009

Τα Ελγίνεια Μάρμαρα και άλλα Συστημικά Παραμύθια


Πρόσφατα, έγιναν με κάθε επισημότητα οι εορτασμοί για τα εγκαίνια του νέου μουσείου της Ακρόπολης. Η ύπαρξη του νέου μουσείου προβλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ως ισχυρό επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα από την Αγγλία, που τα απέσπασε βιαίως τον 17ο αιώνα. Πλήθος επισήμων και κυβερνητικών αξιωματούχων από άλλα Κράτη κλήθηκαν να παραστούν στην τελετή. Η κυβέρνηση νόμιζε πως με αυτόν τον τρόπο θα αναζωπύρωνε την διεθνή εκστρατεία για τον επαναπατρισμό των μαρμάρων και θα έκανε επίδειξη δύναμης, παρατάσσοντας στο προαύλιο του μουσείου τους ισχυρούς συμμάχους που συμπαρίστανται στην Ελλάδα στον διπλωματικό αγώνα που έχει ξεκινήσει. Αναδρομικά κατέστη προφανές πως οι τετραπέρατοι πολιτικοί μας, εξαιτίας της ασχετοσύνης και ανικανότητας τους στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων, δεν μπόρεσαν να κάνουν την διάκριση ανάμεσα στην εκτεταμένη συμπάθεια προς το ελληνικό αίτημα που εκδηλώνεται στο επίπεδο της διεθνούς κοινής γνώμης και την επίσημη διπλωματική στήριξη που η μία κυβέρνηση παρέχει στην άλλη στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων. Η Ελλάδα υπέστη διπλωματική ήττα την βραδιά των εγκαινίων καθώς ελάχιστοι από τους υψηλούς προσκεκλημένους της κυβέρνησης εδέησαν να εμφανιστούν στην τελετή. Επισήμως η κυβέρνηση και τα κατεστημένα ΜΜΕ δεν παραδέχτηκαν την ήττα, όμως ο προβληματισμός για τα αίτια που οδήγησαν στο διπλωματικό φιάσκο υπέβοσκε στα δημοσιεύματα της επόμενης μέρας που κάλυψαν την τελετή των εγκαινίων. Κατά την γνώμη μας, οι λόγοι που υπαγόρευσαν την μαζική απουσία των ξένων επισήμων από τα εγκαίνια, είναι οι ίδιοι που εξηγούν γιατί τα μάρμαρα δεν θα επιστραφούν ποτέ στην Ελλάδα όσο το αίτημα για επαναπατρισμό διατυπώνεται υπό την μορφή μιας διμερούς διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε δυο εξουσιαστικές πολιτικές ελίτ. Αυτοί οι λόγοι έχουν να κάνουν περισσότερο με την σκληρή πραγματικότητα που απορρέει από τις ιεραρχικές δομές κυριαρχίας του διεθνούς συστήματος και λιγότερο με την προσωπική εντιμότητα ή αξιοπρέπεια του Βρετανού πρωθυπουργού.
Τα μάρμαρα δεν θα επαναπατριστούν γιατί αν η Αγγλία δώσει την συγκατάθεση της τότε θα πρέπει να δεχτεί να επιστρέψει όλα τα υπόλοιπα αρχαιολογικά ευρήματα που κατά καιρούς λεηλάτησε από υποτελείς λαούς ανά την υφήλιο και τώρα κατέχουν περίοπτη θέση στο Βρετανικό Μουσείο. Εξάλλου κάτι τέτοιο θα συνιστούσε έμμεση παραδοχή του βάναυσου παρελθόντος του βρετανικού κράτους, μια συγκεκαλυμμένη αναγνώριση του ονείδους που επισύρει η πράξη της υφαρπαγής των μαρμάρων. Η Γαλλία, η Ιταλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι υπόλοιπες χώρες που μετέχουν στο κλαμπ των «μεγάλων δυνάμεων» δεν πρόκειται ποτέ να προσφέρουν στήριξη στο αίτημα, διότι αν έκαναν κάτι τέτοιο θα ήταν αναγκασμένες να αναλογιστούν την ντροπή που φωλιάζει στη δική τους ιστορία. Τα μουσεία, τα βουλεβάρτα και οι κρήνες τους είναι σύμβολα ενός ιστορικού μεγαλείου που κτίστηκε πάνω στην σφαγή, την βίαιη κατάκτηση και το πλιάτσικο. Αποτελούν διαχρονική υπόμνηση ότι οι εξουσιαστικές σχέσεις και το δίκαιο του ισχυρότερου ζουν και βασιλεύουν και ακόμη συνιστούν τις θεμελιώδεις ρυθμιστικές αρχές της κοινωνίας μας.
Μάλιστα, όπως συνέβη ιστορικά με κάθε εξουσία, οι δικοί μας εξουσιαστές φρόντισαν να περιβάλλουν εαυτούς με το κύρος του υπέρμαχου ενός υψηλού ιδανικού, παριστάνοντας τους φορείς μιας πολιτισμικής ανωτερότητας που δικαιολογεί την δύναμη και την υπεροχή τους. Η εξουσία αρέσκεται να μασκαρεύει την κτηνώδη φύση της και να κρύβεται πίσω από αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα, πίσω από τις λεπτές πινελιές των αριστουργημάτων της παγκόσμιας ζωγραφικής και από μνημειώδη καλλιτεχνικά επιτεύγματα. Κηδεμονεύει τον πολιτισμό, αυτοπροβάλλεται ως θεματοφύλακας και συνεχιστής του, διότι αυτό της προσδίδει νομιμότητα. Διατείνεται πως έχει απορροφήσει τα αγαθά της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της κουλτούρας στην κοσμοθεωρία της και πως τα έχει ανασυνθέσει δημιουργικά εγκαθιστώντας μια αρμονική και δίκαιη τάξη πραγμάτων.
Δεν νοείται η μικρή και ασήμαντη Ελλάδα να απαιτεί την επιστροφή των μαρμάρων, διότι μια τέτοια στάση δεν συνάδει με την ταπεινή θέση του υφιστάμενου που της αναλογεί στο παγκόσμιο σύστημα ισχύος και την οποία έχει αποδεχτεί πρόθυμα και αδιαμαρτύρητα. Τους θησαυρούς του πολιτισμού, μόνο ο ηγεμόνας δικαιούται να τους κρατά στο θησαυροφυλάκιο του. Με τα κριτήρια του «πολιτισμένου κόσμου» το ελληνικό αίτημα κρίνεται ως κοντόφθαλμα ρεβανσιστικό και σε τελική ανάλυση, χυδαία σοβινιστικό. Άλλωστε, ο πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδας ενσαρκώνει αυτό που αποκαλούμε οικουμενικά ιδανικά τα οποία αποτελούν κομμάτι της παγκόσμιας κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Πώς τολμά η επαρχιώτικη και άξεστη ντόπια ελίτ να απαιτεί την επιστροφή των μαρμάρων στην Ελλάδα, εγείροντας δικαιώματα κληρονομικής ιδιοκτησίας πάνω σε κάτι που από καιρού έχει κατοχυρωθεί σαν κτήμα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους; Μήπως η Βρετανία με την μακροβιότερη αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» στον κόσμο, με την πρωτοπορία που διατηρεί σε θέματα επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης και τα προοδευτικά κοινωνικά ήθη δεν είναι ο φυσικός συνεχιστής του αρχαιοελληνικού πνεύματος στην εποχή μας;
Αν οι σύγχρονοι έλληνες τυχαίνει να κατοικούν στην ίδια γεωγραφική περιοχή όπου κάποτε άνθιζε ο πολιτισμός του Λόγου, οι Βρετανοί και οι εταίροι τους της «πολιτισμένης» Δύσης είναι αυτοί που έχουν αναλάβει σήμερα να μεταλαμπαδεύσουν τις αξίες αυτού του πολιτισμού στην ημιάγρια περιφέρεια. Άλλωστε, οι Έλληνες ξεχνούν ότι την κλασσική αρχαιότητα την διδάχτηκαν μέσα από τα γραπτά των Άγγλων και των Γάλλων συγγραφέων του Διαφωτισμού. Ο Κοραής, ο Ρήγας και οι άλλοι μορφώθηκαν στην Δύση και απέκτησαν το ιδεολογικό τους υπόβαθρο και την κοσμοθεωρία τους διαβάζοντας Βολταίρο, Ντιντερό και Μοντεσκιε. Καμία ανάμνηση του κλασσικού πολιτισμού δεν διασώθηκε από τον θρησκευτικό σκοταδισμό της βυζαντινής περιόδου και οι ορθόδοξοι ρασοφόροι, όπως και οι καθολικοί ομόλογοι τους στην δυτική Ευρώπη, αγωνίστηκαν σκληρά προκειμένου να εξαφανίσουν κάθε ίχνος ελεύθερου αρχαιοελληνικού στοχασμού από τα υπό χριστιανική κατοχή ελληνικά εδάφη. Παραβλέπουμε σκόπιμα να αναφερθούμε στον Οθωμανό κατακτητή, διότι ακόμη και τότε που οι Έλληνες διαφωτιστές κατέφτασαν από το εξωτερικό για να κηρύξουν την ανάγκη εθνικής αφύπνισης κι έκαναν γνωστή την πρόθεση τους να εργαστούν για την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό, το συντηρητικό και εσωστρεφές θρησκευτικό κατεστημένο αποδείχτηκε ένας αντίπαλος εξίσου αποφασισμένος, θανάσιμος και δυνατός όσο και ο Τούρκος κατακτητής. Κάτω από την διοίκηση της Χριστιανικής Εκκλησίας οι έλληνες είχαν μετατραπεί σε έθνος απόκληρο, το οποίο έπασχε από ιστορική αμνησία. Οι έλληνες οπαδοί του διαφωτισμού υποχρεώθηκαν έτσι να διεξάγουν διμέτωπο αγώνα: έναν ένοπλο αγώνα ενάντια στον βάρβαρο Οθωμανικό στρατό κι έναν ιδεολογικό αγώνα για την απελευθέρωση της «ψυχής» του αναδυόμενου ελληνικού έθνους, ενάντια στα μεσαιωνικά κηρύγματα της ορθόδοξης εκκλησίας. Όμως, την ερμηνεία της σημασίας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην εποχή της νεωτερικότητας και την μετουσίωση των αρχών του σε ένα νέο ηγεμονικό κοινωνικό παράδειγμα την δανείστηκαν από τους πρωτοπόρους ευρωπαίους στοχαστές, το μοντέλο των οποίων θέλησαν να εφαρμόσουν και στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Όλα τούτα οι αυθάδεις έλληνες τα παραβλέπουν και επιδεικνύουν αχαριστία και αγνωμοσύνη απαιτώντας να τους επιστραφεί μέρος μιας κληρονομιάς η οποία δεν είναι καν δικιά τους.
Από αυτήν την άποψη, οι «πολιτισμένοι» έχουν δίκιο. Δεν νομιμοποιείσαι να διεκδικείς επανασύνδεση με το «ένδοξο παρελθόν» αποδεχόμενος παράλληλα τους κανόνες του παιχνιδιού που σου έχουν επιβάλει ιστορικά οι κυρίαρχες δυνάμεις για να σε αποκόψουν από αυτό. Αν αποδεχτούμε πως η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» είναι η δημοκρατικότερη μορφή πολιτικής οργάνωσης που μπορεί να υπάρξει στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας και ότι ως πολίτευμα συγγενεύει φιλοσοφικά και ιδεολογικά με το ιδανικό της δημοκρατίας όπως αυτό εφαρμοζόταν στην αρχαία Ελλάδα, τότε οφείλουμε επίσης να αποδεχτούμε ότι τα πρωτεία φύλαξης των ελληνικών αρχαιολογικών θησαυρών ανήκουν δικαιωματικά στις ισχυρές αντιπροσωπευτικές «δημοκρατίες» σε Αμερική και Ευρώπη. Αν δεχτούμε ότι ο ατομισμός, η αποθέωση του προσωπικού συμφέροντος και η επιθετικότητα που συνεπάγεται η οικονομία της αγοράς πρέπει να συνιστούν τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες και ότι αυτές οι αξίες αποτελούν το απαύγασμα της ελληνικής φιλοσοφίας μεταφρασμένης στην σύγχρονη εποχή, τότε η θέση των αρχαιοελληνικών μνημείων βρίσκεται δικαιωματικά στον αγγλοσαξονικό κόσμο όπου οι αξίες αυτές είναι κυρίαρχες και ηγεμονικές. Είναι αυτές οι αντιλήψεις πάνω στις οποίες οι δυτικές ελίτ θεμελιώνουν τον ισχυρισμό περί φιλοσοφικής συγγένειας και ιστορικής συνέχειας του ιδεολογήματος της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, με τις οποίες οφείλουμε να συγκρουστούμε και να έλθουμε σε ρήξη. Η πλαστότητα αυτών των ισχυρισμών και η διαστρέβλωση του κλασικού ιδανικού της αυτονομίας την οποία ενσαρκώνουν δεν μπορεί όμως να δειχτεί όταν παίρνουμε ως αφετηρία την ίδια ολιγαρχική μορφή πολιτεύματος και το ίδιο εξουσιαστικό κοινωνικό παράδειγμα.
Προκειμένου να θεμελιώσουμε κληρονομικό δικαίωμα όχι μόνο πάνω στα μάρμαρα του Παρθενώνα (ένα ζήτημα ουσιαστικά δευτερεύον και συμπτωματικό) αλλά στο σύνολο και την ουσία του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού, οφείλουμε πρώτα να αναθεωρήσουμε την κουλτούρα μας και να υποστούμε έναν βαθύ πνευματικό μετασχηματισμό. Είναι ανάγκη να επανεκπαιδεύσουμε εαυτούς προκειμένου να νεκραναστήσουμε τον αρχαιοελληνικό τρόπο σκέψης και αντίληψης του κόσμου. Γι’ αυτό δεν αρκεί μια συναισθηματική επίκληση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννοια της χρησικτησίας του κοινού ελλαδικού ιστορικού χώρου. Χρειάζεται μια κολοσσιαία προσπάθεια που θα περικλείει δύο βασικές παραμέτρους, οι οποίες βρίσκονται σε σχέση οργανικής εξάρτησης η μία από την άλλη. Την δημιουργική αναθεώρηση και ανασύσταση των ελληνικών πολιτικών θεσμών άμεσης δημοκρατίας σε μαζική κλίμακα και την αναβίωση της πρωτοκαθεδρίας του Λόγου που βρίσκουμε στην κλασσική ελληνική σκέψη.
Αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί παρά να πάρει την μορφή ενός επαναστατικού πολιτικού προγράμματος όπως αυτό που προτάσσει η Περιεκτική Δημοκρατία. Και αυτό γιατί η καλλιέργεια του ελεύθερου πνεύματος δεν συνεπάγεται την αφομοίωση έτοιμων γνώσεων και την εκπόνηση ενός εναλλακτικού συστήματος πεποιθήσεων και αξιών από κάποια «ανώτερη» πνευματική ελίτ, η οποία θα μεταφυτεύσει ύστερα την γνώση στις αμαθείς και παθητικές μάζες. Η ουσία του ελεύθερου πνεύματος συνίσταται στην σφαιρική καλλιέργεια των διανοητικών ικανοτήτων του ατόμου που θα εξασφαλίζουν την ικανότητα του για ανεξάρτητη εκμάθηση και την αυτόνομη πρόσληψη γνώσεων.[i] Με άλλα λόγια, η δημοκρατική αυτόνομη παιδεία θα στηριχτεί στην ενδυνάμωση των γνωστικών μέσων του ατόμου και όχι στην αφομοίωση κάποιου προκατασκευασμένου θεωρητικού συστήματος. Έτσι η αυτόνομη δημοκρατική παιδεία δεν είναι υπόθεση μιας απλής αλλαγής που θα επιβληθεί έξωθεν στο σύστημα εκπαίδευσης ή διδασκαλίας, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από την ελεύθερη συμμετοχή του πολίτη σε αντί-ιεραρχικούς, συλλογικούς θεσμούς, στην διαχείριση των οποίων θα κληθεί να συμβάλλει ο ίδιος, αναλαμβάνοντας τις ατομικές ευθύνες που του αναλογούν ως πολίτη σε ένα κοινωνικό-πολιτικό σύστημα ατομικού και συλλογικού αυτοκαθορισμού.
Υπό αυτήν την έννοια, το επίσημα διατυπωμένο αίτημα για επιστροφή των μαρμάρων, είτε συνιστά δείγμα μνημειώδους πολιτικής αφέλειας, αφού παραγνωρίζει τον παράγοντα της δύναμης (πολιτικής, οικονομικής, στρατιωτικής) που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, είτε αποτελεί σκόπιμη απόπειρα υποδαύλισης εθνικιστικών παθών στο όνομα της επανόρθωσης της ιστορικής αδικίας που διέπραξε η Αγγλία, προκειμένου να πιστωθεί η ντόπια πολιτική ελίτ με την επίπλαστη νομιμότητα του ατρόμητου υπερασπιστή των ιστορικών «εθνικών δικαίων». Το ίδιο ισχύει και για όσους κόπτονται για την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και αντιπαλεύουν την διαβρωτική πολιτιστική επίδραση του χριστιανισμού, χωρίς παράλληλα να αγωνίζονται για την κατάργηση του Κράτους και την ανασύσταση των αμεσοδημοκρατικών θεσμών. Σίγουρα δεν αρμόζει στην νεορατσιστική, καταναλωτική, ημιολοκληρωτική και περήφανα ολιγαρχική Βρετανία να οικειοποιείται τον ρόλο του θεματοφύλακα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Όμως, πόσο επίσης ξένος θα έμοιαζε ένας αρτιμελής Παρθενώνας, με ότι αυτός συμβολίζει, σε μία χώρα όπου κυριαρχεί ο ελληνοχριστιανικός σκοταδισμός, ο χυδαίος υλισμός και ο αδιάντροπος διασυρμός της πολιτικής στον βωμό της εξυπηρέτησης του ιδιωτικού συμφέροντος και του προσωπικού κέρδους.[ii]
Δυστυχώς, μέχρι οι λαοί να καταλύσουν τις δομές που ευνοούν τη συγκέντρωση δύναμης στο διεθνές επίπεδο (υπερεθνικές ενώσεις, διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, Κράτη) και να τις αντικαταστήσουν με μια παγκόσμια συνομοσπονδία λαϊκών συνελεύσεων άμεσης δημοκρατίας, μέσα στην οποία θα μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά με βάση την αλληλοβοήθεια και όχι τον ανταγωνισμό, οι σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο δεν θα εξαλειφτούν και θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο δομείται το διεθνές σύστημα. Όταν επιτραπεί στους λαούς να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους και να καταργήσουν τους κάθε λογής «αντιπροσώπους» προκειμένου να έλθουν σε απευθείας επαφή, τότε μπορούμε να περιμένουμε ότι πολλά πράγματα θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Άλλωστε, η ελεύθερα διαμορφωμένη λαϊκή θέληση διακρίνεται από μια φυσική ροπή προς την ειρηνική συνδιαλλαγή και συνεννόηση και σπάνια ταυτίζεται με τις επεκτατικές ορέξεις των ελίτ, όπως φαίνεται και από το ποσοστό 40% των Βρετανών που τάσσονται υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων (το αντίστοιχο ποσοστό κατά κυμαίνεται μόλις στο 16%).[iii] Μέχρι τότε ο επαναπατρισμός των μαρμάρων θα παραμείνει άλλο ένα συστημικό παραμύθι.



[i] «Η Παιδεία ως εκπαίδευση των πολιτών, περιλαμβάνει βασικά την ανάπτυξη της αυτενέργειας των πολιτών: χρησιμοποιεί δηλαδή την ίδια την αυτενέργεια ως μέσο εσωτερίκευσης των δημοκρατικών θεσμών και των συμβατών με αυτούς αξιών. Ο στόχος, επομένως, είναι να δημιουργήσει υπεύθυνα άτομα που έχουν εσωτερικεύσει την αναγκαιότητα των νόμων, δηλαδή, άτομα ικανά ν’ αμφισβητούν, να στοχάζονται και να διαβουλεύονται». Τ. Φωτόπουλος, «Κουλτούρα, Ιστορία και Παγκοσμιοποίηση», σ.17 (Περιεκτική Δημοκρατία, Γενάρης-Μάρτης 07).
[ii] Για του λόγου το αληθές, αρκεί να αναφερθούμε στο τελευταίο κρούσμα λογοκρισίας που επιβλήθηκε κατόπιν εντολής της παντοδύναμης Ιεράς Συνόδου, στην ταινία μικρού μήκους που ετοίμασε ο διεθνούς φήμης Κώστας Γαβράς για την τελετή εγκαινίων του νέου μουσείου της Ακρόπολης. Η Εκκλησία απαίτησε και πέτυχε το πετσόκομμα της ταινίας του Γαβρά όταν «είδαν στο φιλμ-ανιμέισιον του σκηνοθέτη ρασοφόρους χριστιανούς να σκαρφαλώνουν στις μετόπες του Παρθενώνα και να καταστρέφουν τα φειδιακά ανάγλυφα». (Γαβράς: Παρέμβαση λυπηρή για την Ελλάδα, Ελευθεροτυπία, 25-07-2009).
[iii] http://en.wikipedia.org/wiki/Elgin_Marbles